Δεν θα πω ψέματα πως γνώριζα ποια ήταν η ερμηνεύτρια Σεβάς Χανούμ, κατά κόσμο Σεβαστή Παπαδοπούλου. Υπάρχει όμως μια χαριτωμένη ιστορία που με συνδέει με αυτό το όνομα και που η παράσταση στάθηκε αφορμή να μου τη θυμίσει. Συνέβη, εντελώς απρόσμενα όπως συμβαίνει με όλες τις χαριτωμένες ιστορίες και όπως συμβαίνει με όλες τις αναπόφευκτες συναντήσεις. Δεν ξέρω αν ο Κωνσταντίνος Ρήγος και η Κωνσταντίνα Μιχαήλ ήταν γραφτό τους να συναντηθούν -για δεύτερη φορά- με τη Σεβάς Χανούμ αλλά αυτό που συμβαίνει στο Θέατρο Σημείο αναμφίβολα γίνεται η αφορμή για να φανερωθεί μία εποχή τόσο γοητευτική όσο και επικίνδυνη.
Πολλές ιστορίες έχουν γραφτεί για το λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ΄50. Άλλες είναι αληθινές κι άλλες λιγότερο. Η Μακεδόνα «αμαζόνα» Σεβάς Χανούμ υπήρξε ένα πρόσωπο αναμφίβολης ομορφιάς. Μια ντίβα από τη Μαύρη Θάλασσα που κατέβηκε στην Αθήνα και έφερε τα πάνω κάτω στα νυχτερινά μαγαζιά. Από το ξενοδοχείο ASTRA στην πλατεία Βάθης μέχρι το μαγαζί του Τζίμη του Χοντρού και από τον μεγάλο της έρωτα με τον Στέλιο Καζαντζίδη στην αρρώστια και την απομόνωση. Κι όμως, ακόμη και πριν το τέλος, η Σεβάς Χανούμ ήταν μια σπίθα που σιγόκαιγε έτοιμη να πάρει φωτιά και να κάψει όποιον στεκόταν δίπλα της.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, με αφορμή τη συνέντευξη που είχε δώσει η Σεβάς Χανούμ στον Γιώργο Χρονά, δραματοποιεί τη ζωή της Σεβαστής Παπαδοπούλου χωρίς να επαναπαύεται σε μία ακόμη βιογραφική αναπαράσταση. Σε όλη τη διάρκεια δημιουργεί έναν χάρτη γύρω από την Κωνσταντίνα Μιχαήλ ακολουθώντας μία σκηνοθετική φόρμα που αποφεύγει κάθε συναισθηματικό μελοδραματισμό. Η αφήγηση διατηρεί τον ρυθμό της μέχρι και το τελευταίο λεπτό αποκαλύπτοντας όλους τους τόνους και τις αποχρώσεις μια καθαρής δουλειάς που δεν παρασύρεται από επιτηδευμένες συγκινήσεις.
«Όταν μου πρότεινε η Κωνσταντίνα να κάνουμε αυτόν τον μονόλογο εγώ δεν την ήξερα τη Σεβάς Χανούμ. Νομίζω πως κανείς δεν την ήξερε. Τότε που ψάχναμε να βρούμε πληροφορίες δεν υπήρχε τίποτα. Μετά την παράσταση άρχισε να την αναζητά ο κόσμος. Βγήκαν και κάποιες συνεντεύξεις που είχε κάνει και άρχισε να φωτίζεται ως πρόσωπο. Όταν την φτιάξαμε χτίσαμε μία περσόνα μέσα από την Κωνσταντίνα που δανείζεται δικά της στοιχεία χωρίς όμως να την περιγράφει γεννώντας με τη σειρά της ένα καινούριο πρόσωπο. Αυτό είναι κάτι που εμένα με ενδιέφερε πάρα πολύ. Το θέμα δεν ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της Σεβάς Χανούμ. Το γεγονός ότι κανείς από εμάς δεν είχε μία σαφή αναφορά για το ποια είναι αυτή η γυναίκα εμένα με γοήτευσε. Έτσι και ο θεατής πιστεύω ότι θα μπει στη διαδικασία να ανακαλύψει μια τραγουδίστρια που μάλλον δεν ήξερε καν ότι υπάρχει. Το έργο χτίστηκε πάνω στο κείμενο με πολλές αλλαγές. Μία από αυτές έχει να κάνει με τον έρωτα της Σεβάς με τον Στέλιο Καζαντζίδη που δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο».
Είχα μεγάλη περιέργεια να δω την Κωνσταντίνα Μιχαήλ να ερμηνεύει μια γυναίκα που βρίσκεται στη δύση της ζωής της. Η ντελικάτη φυσιογνωμία της έπρεπε να χωρέσει την πληθωρική Σεβάς Χανούμ. Ένας διάλογος αναμεσά σε δύο γυναίκες του τότε και του τώρα. Έχοντας πλήρη έλεγχο του σώματός της, η Κωνσταντίνα Μιχαήλ μεταμορφώνεται από αερικό σε ένα γήινο πλάσμα αντιδρώντας σε κάθε δραματουργικό ερέθισμα. Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η μεταμόρφωση συντελείται και κλιμακώνεται πάνω στη σκηνή. Δεν πρόκειται απλά για αυτοματοποίηση ρόλου αλλά η μετάβαση συμβαίνει ακολουθώντας όλες τις διακλαδώσεις που οδηγούν σε έναν χαρακτήρα. Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ δεν υποδύεται τη Σεβάς Χανούμ. Σε κάθε βλέμμα της και λυγμό, σε κάθε παύση και ανάσα γίνεται η Σεβάς Χανούμ.
«Ήθελα να επιστρέψουμε σε αυτό το έργο. Ένιωθα μέσα μου πως δεν έχουμε «ξεμπερδέψει» με τη Σεβάς Χανούμ. Πως αυτή η γυναίκα έχει κι άλλα να μοιραστεί μαζί μας. Έβαλα σε διαδικασία και τον Κωνσταντίνο γιατί αισθάνθηκα πως ήρθε η εποχή να ζωντανέψει ξανά η ιστορία της. Όχι όμως προσωποποιημένα. Αυτή η παράσταση δεν έχει να κάνει μόνο με τη ζωή της Σεβάς. Έχει μία γλύκα και μία αναπόληση την οποία την έχουμε ανάγκη. Οι νεότεροι άνθρωποι ίσως να αγνοούν εκείνη την εποχή. Και μην νομίζεις πως έχει μεγάλη διαφορά από τη δική μας. Φτώχια, επιβίωση και πόλεμος. Μπορεί να μην έχουμε εμείς πόλεμο αλλά όπου και να πεθαίνουν άνθρωποι πόλεμος είναι. Όσο για τη ζωή των καλλιτεχνών τα ίδια τότε τα ίδια και τώρα. Ένας αγώνας δύσκολος όχι μόνο με το συνάφι σου αλλά και με το μέσα σου. Ένας αγώνας που σαν τον νιώσεις δικό σου δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Σε αυτή τη μαυρίλα παρηγοριά τους ήταν το τραγούδι. Εκεί έλεγαν τις πίκρες και τις χαρές τους. Εκεί έλεγαν και τα νταλαβέρια τους. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Μέσα από την τέχνη παίρνουμε δύναμη να βγούμε από τη μιζέρια και τη θλίψη».
Το έργο ξεκινάει με μια προσευχή. Το σκηνικό θυμίζει παλιατζίδικο που έχουν στριμωχτεί όλες οι αναμνήσεις της Σεβάχ Χανούμ. Ο Ιάσονας Χρόνης με την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του τραγουδάει το “Φτωχοκάλυβο” σε ήχους ροκ σχεδιάζοντας με μια κιμωλία το παρελθόν που πεισματικά αρνείται να δώσει τη θέση του στο τώρα. Από τη σκηνή του Θεάτρου Σημείο περνούν ο Τσιτσάνης, ο Γερομπάντης, η Μαρίκα Νίνου, ο Παπαϊωάννου και φυσικά ο Στέλιος Καζαντζίδης. Μια ολόκληρη εποχή αποχαιρετά τη Σεβάχ περιμένοντας το τέλος για να τη δεχτεί και πάλι στην αγκαλιά της.
Κωνσταντίνος Ρήγος: «Δεν με ενδιέφερε να ωραιοποιήσω τη Σεβάς Χανούμ πόσω μάλλον εκείνη την εποχή. Η ιστορία από μόνη της ίσως και να μας ενδιέφερε ίσως και όχι. Στο θέατρο χρειάζεται να υπάρξει δράση, αντίσταση, πρέπει να υπάρξει σπίθα και για αυτό υπήρξαν αλλαγές. Η ίδια προσπαθούσε να στρογγυλέψει τον χαρακτήρα της, να γράψει το φινάλε με τρόπο που θα αναβίωνε τον μύθο της. Εμένα με ενδιέφερε μέσα από τη ζωή της να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι καλλιτέχνες εκείνη την περίοδο. Έχουμε να κάνουμε με πυρηνικά ζητήματα. Προσφυγιά, εξαρτήσεις, έρωτες κι όλα αυτά όχι στο φως αλλά μέσα στη νύχτα. Το ξύλο με τη Μαρίκα Νίνου, οι ασίκηδες και το μεροκάματο των 160 δραχμών. Ουσιαστικά εμπνευστήκαμε από τη Σεβάς Χανούμ και δημιουργήσαμε μία παράλληλη ιστορία μέσα στην αρχική. Έναν νέο χαρακτήρα που έχει ως αφετηρία τη συνέντευξή που έδωσε η Χανούμ στον Χρονά, όμως από εκεί και πέρα προέκυψε ένα νέο υλικό. Για αυτό και το σκηνικό είναι μαύρο όπως και οι αναμνήσεις της. Την τερματίζει τη ζωή της. Ό, τι δεν μπορεί να φτιαχτεί το καίμε με την ελπίδα να ξαναγεννηθεί. Για αυτό και ο δημοσιογράφος αρχίζει και σχεδιάζει έναν χάρτη με ονόματα για να αναπαραστήσει περιβάλλοντα και χώρους μέσα από την ερμηνεία της Κωνσταντίνας».
Κωνσταντίνα Μιχαήλ: «Η Σεβάς Χανούμ υπήρξε καταλύτης. Η ίδια δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή. Δεν έχει αφήσει αποτύπωμα στη δισκογραφία όμως έζησε ανάμεσα σε όλους αυτούς που γνωρίζουμε. Δεν είναι φοβερό; Και όχι μόνο υπήρξε αλλά ήταν και αυτή που πολλές φορές πυροδότησε καταστάσεις. Σαν να δημιούργησε μια ρωγμή στις ζωές τους και να χώρεσε με το έτσι θέλω. Ίσως είναι η μοναδική τραγουδίστρια που έχουν γραφτεί τραγούδια για τη ζωή της. Έχει γράψει για εκείνη ο Μπιθικώτσης και έχει πει τραγούδια και ο Πασχάλης Τερζής. Υπάρχουν στο διαδίκτυο. Έχουμε να κάνουμε με έναν κρυφό θρύλο. Για αυτό δεν στάθηκε ο Κωσταντίνος μόνο στη βιογραφία της. Μας ενδιέφερε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο όπου θα ακούγαμε τον πόνο και την αγωνία κάθε καλλιτέχνη. Κάθε ανθρώπου που θέλει να υπάρξει μέσα σε έναν καλλιτεχνικό χώρο. Στην τελευταία της συνέντευξη η Σεβάς είχε ζητήσει από τη Μελίνα Μερκούρη να της δοθεί χώρος για να κάνει μία συναυλία η οποία δεν έγινε ποτέ. Έχει μεγάλη σημασία ότι αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί, ότι έχει καεί εξαιτίας των καταχρήσεων και των σχέσεων της κι όμως δεν μετάνιωσε, δεν παρακάλεσε. Μα το αναφέρει κιόλας ¨Ερωτεύτηκα και χάθηκα. Κακό έκανα;¨ Η Σεβάς Χανούμ ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα που έζησε έντονα τα πάθη της».
Το πρώτο πράγμα που έκανα μπαίνοντας στο αμάξι ήταν να αναζητήσω στο YouTube τα τραγούδια της. Να ακούσω κι εγώ για την ιστορία της θρυλικής αμαζόνας του Πόντου. Σκέφτομαι πάλι την ερμηνεία της Κωνσταντίνας Μιχαήλ που είναι κεντημένη στη λεπτομέρεια. Σκέφτομαι και την πληθωρική μελαχρινή ομορφιά της Σεβάς Χανούμ. Στη Λεωφόρο Συγγρού τα μπουζουξίδικα έχουν ανάψει τις ρεκλάμες και οι πορτιέρηδες καπνίζουν νευρικά. Είναι καθημερινή, περασμένες 10 κι εγώ ακούω τον Πασχάλη Τερζή να τραγουδάει «Σε ποιο μπαξέ σου είπαν να φυτρώσεις – Μικρό μελαχρινό μου γιασεμί – Ετών δέκα εφτά και πώς να νιώσεις – Πως όλα είναι ακμή και παρακμή».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Γιώργος Χρονάς
Σκηνοθεσία – διασκευή: Κωνσταντίνος Ρήγος
Φωτισμοί: Χρήστος Τσιόγκας
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ρήγος
Δημιουργικό αφίσας: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Γραφείο Τύπου – Προβολή: Μαρία Τσολάκη
Social Media -Διαφήμιση: Renegade Media / Βασίλης Ζαρκαδούλας
Παραγωγή: ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ
Ερμηνεύει η Κωνσταντίνα Μιχαήλ
Στο ρόλο του δημοσιογράφου ο Ιάσονας Χρόνης
Πρεμιέρα: 27/10/2023
Παρασκευή & Σάββατο: 21.00 | Κυριακή: 20.00
Θέατρο Σημείο, Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα