Ο Ματέι Βίζνιεκ είναι ένας συγγραφέας που ο καταγγελτικός του λόγος πολλές φορές του έχει φέρει μπελάδες. Πολιτικός πρόσφυγας στη Γαλλία αναγνωρίστηκε η γραφή του μετά την πτώση του Τσαουσέσκου. Στο “Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα” ο ρουμάνος συγγραφέας αναρωτιέται για το τί θεωρούμε πρόοδο τον 21ο αιώνα. Πώς γίνεται να μιλάμε για εξέλιξη όταν η ανθρωπότητα σκοντάφτει σε λέξεις όπως ιμπεριαλισμός, εμφύλιος, γενοκτονίες, αφανισμός.

Το σκηνικό της Μυρτώς Σταμπούλου με τα χαρακώματα και το σουρεαλιστικό τραπέζι είναι ευφυέστατο στη σύλληψη, όπως και τα κουστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα. Μάσκες και διπλά παπούτσια που όποια κατεύθυνση και να διαλέξουν οδηγούν σε ένα ρημαγμένο παρόν και ένα ακόμα πιο δυσοίωνο μέλλον. Οι άνθρωποι όταν ξεριζώνονται η μόνη τους πατρίδα είναι ό,τι απέμεινε από τη μνήμη τους.

Η δική μου γενιά έζησε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας λίγο πριν την πρώτη εφηβεία. Λίγα καταλαβαίναμε και ακόμα λιγότερα μας έλεγαν. Ακούγαμε «άσχημο πράγμα ο πόλεμος» για να απαντήσει κάποιος «πιο άσχημος είναι ο εμφύλιος» και τότε η συζήτηση κοβόταν απότομα. Παρακολουθώντας τη δουλειά μίας νέας σκηνοθέτριας όπως είναι η Αικατερίνη Παπαγεωργίου εντυπωσιάζομαι από την οξυδέρκεια της. Δεν επαναπαύεται στις αρετές του κειμένου αλλά ψηλαφώντας κάθε κρυμμένη λέξη και έννοια αποκαλύπτει έναν κόσμο άγριο που αν και παλιός μοιάζει πολύ με τον δικό μας.

«Το έργο διερωτάται πού τοποθετείται η ψυχή του ανθρώπου μέσα στην καθημερινότητα που μας ξεπερνάει. Μια καθημερινότητα που δεν είναι ίδια για όλους. Εμείς καθόμαστε σε ένα θέατρο και μιλάμε και κάπου αλλού βομβαρδίζονται σχολεία και νοσοκομεία. Μιλάμε για πρόοδο και σίγουρα υπάρχει. Νιώθω όμως πως πρέπει να πάρουμε μία ανάσα και να δούμε λίγο μέσα μας. Να ρωτήσουμε την ψυχή μας πως στέκεται απέναντι σε αυτή τη συμφορά. Πώς γίνεται να εξελισσόμαστε ως κοινωνίες όταν άνθρωποι κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. Όταν νεκρά παιδιά είναι αριθμοί στα δελτία ειδήσεων τότε η λέξη πρόοδος δεν ηχεί απλώς φάλτσα αλλά πονάει και μόνο να την ψελλίσεις. Οι άνθρωποι που μετρούν νεκρούς, που γυρίζουν σε γκρεμισμένα σπίτια ψάχνοντας κάτι να πιαστούν είναι άνθρωποι σαν και εμένα και σαν τον οποιονδήποτε. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε να βρεθούμε στη θέση τους και αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό από μόνο του για να ρωτήσουμε την ψυχή μας γιατί συνεχίζουμε να πολεμάμε ο ένας τον άλλον».

Συνήθως μετά από έναν πόλεμο μετράμε τους νεκρούς μας. Και δικαίως συμβαίνει αυτό. Τί γίνεται όμως με τους ζωντανούς; Με αυτούς που κρύβουν μέσα τους όλη τη φρίκη και τον τρόμο; Υπάρχουν αυτοί που αντιστέκονται και εκείνοι που κουβαλάνε κάτι χειρότερο από τον πόλεμο. Η μανία για επιβίωση γίνεται η νέα τους θρησκεία και το κέρδος ο μόνος τους θεός.

«Από την πρώτη επαφή που είχα με το έργο με απασχόλησε το κομμάτι της εκμετάλλευσης. Ειδικά, όπως, είδες στο δεύτερο μέρος υπάρχουν αρκετές σκηνές που αποτυπώνουν πόσο διεφθαρμένοι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Έχει συμβεί κάτι τόσο αποτρόπαιο και εκείνοι ψάχνουν να βρουν τρόπο να εκμεταλλευτούν εκείνους που βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση. Για εμένα αυτό είναι ένα φάλτσο. Το είδαμε και με τις πρόσφατες πλημμύρες που κάποιοι πουλούσαν ακριβά το νερό σε ανθρώπους που έχασαν τα πάντα. Βαθιά μέσα μου θέλω να πιστεύω πως είμαστε φτιαγμένοι από ένα υλικό που λέγεται ανθρωπιά. Πως όσο και να μας πολεμάει το τέρας εκεί έξω εμείς δεν θα το αφήσουμε να μπει μέσα μας. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο γιατί ζούμε σε πολύ άσχημους καιρούς αλλά αυτός είναι ένας καλός αγώνας. Να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας. Για αυτό είδες ήρωες που μοιάζουν σαν να έχουν απορρυθμιστεί. Πρόκειται για εκφυλισμό, για παρεκτροπή. Δεν θέλω να πιστέψω πως είναι στη φύση μας τόση αγριότητα. Νομίζω πως αυτός είναι ένας καλός λόγος να κάνουμε θέατρο. Για να μην αφήσουμε την αγριότητα να μας ρημάξει».

Βασικός άξονας του έργου είναι ένα αρχέτυπο που συναντάμε στην Αντιγόνη αλλά και στις περισσότερες τραγωδίες και δεν είναι άλλο από την ταφή των νεκρών. Η Μάνα και ο Πατέρας, μορφές βιβλικές μέσα στην απόγνωση τους, ψάχνουν εναγωνίως το άταφο σώμα του γιού τους. Μοιάζουν να είναι οι μόνοι ζωντανοί από ό,τι έχει μείνει σε μια πόλη που όπως ερμηνεύει η Μάνια Παπαδημητρίου «ευτυχισμένη μάνα είναι η μάνα που ξέρει που είναι θαμμένα τα παιδιά της». Και είναι αυτό το στοιχείο που ενεργοποιεί την Αικατερίνη Παπαγεωργίου που πολύ εύστοχα παίζει με τον ρεαλισμό και το θέατρο του παραλόγου αναδεικνύοντας τον γεμάτο χιούμορ καταγγελτικό λόγο του συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή με την πατρόνα σε έναν οίκο ανοχής που πουλάει «ευρωπαϊκές πίπες γιατί δεν είμαστε ρατσιστές», όπως και η συνομιλία ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς κι όλα αυτά δοσμένα με τρόπο ποιητικά συμβολικό.

«Επιστρέφοντας η Μάνα και ο Πατέρας σε ό,τι μπορεί να θυμίζει πατρίδα ψάχνουν να βρουν τα οστά του γιου τους Βίμπκο. Ρωτούν στο καφενείο όμως κανείς δεν τους λέει τίποτα. Δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα ότι ο γιος τους είναι νεκρός. Αυτό που θέλουν είναι να τον τιμήσουν και αυτό είναι αναμφίβολα ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει και τη δική μας κουλτούρα. Κάποιος προσπαθεί να τους πουλήσει οστά. Περίμεναν την εξέλιξη να τους κάνει τη ζωή λίγο καλύτερη και ένας άνθρωπος εμπορεύεται ό,τι έχει μείνει από τη μνήμη του παιδιού τους. Μιλάμε για πρόοδο, για εξέλιξη και μια μητέρα δεν μπορεί να θάψει το σώμα του γιου της. Πάνω σε πόσα νεκρά σώματα γράφτηκαν ηρωικά τραγούδια και υψώθηκαν σημαίες; Ένας γονιός που έχει χάσει το παιδί του, θυσία στον ιμπεριαλισμό, πως να ξεστομίσει τη λέξη πρόοδος; Πως να αφήσει απαρηγόρητους τους νεκρούς του;».

Οδηγώντας από το Θέατρο Μπέλλος προς την εφημερίδα άκουσα στο ραδιόφωνο πως οι Ισραηλινοί βομβάρδισαν το νοσοκομείο Αλ-Αχλί στο κέντρο της πόλης της Γάζας. Λίγο νωρίτερα και πριν ξεκινήσει η πρόβα μιλούσαμε με τους ηθοποιούς για αυτό που συμβαίνει. Σκέφτηκα να γράψω για τη διαχρονικότητα του έργου αλλά νιώθω πως εδώ και πάρα πολύ καιρό οι άσχημες ειδήσεις είναι μέρος της ζωής μας. Το πιάτο στο τραπέζι που σπάει σε κομμάτια όπως και η Γιουγκοσλαβία, τα άδεια πουκάμισα και τα διπλά παπούτσια που σέρνουν κουρασμένα πόδια είναι η γιαγιά και ο παππούς μας που ίσως ακόμα ψάχνουν να μας βρουν. Κρύβουμε και εμείς τους δικούς μας εμφύλιους. Θυμήθηκα αυτό που μου είπε συγκινημένη η Αικατερίνη Παπαγεωργίου για το πως νιώθει με όλα αυτά που συμβαίνουν. Πως σαν να έχουν μαζευτεί πολλά στις ψυχές μας και θαύμασα μία νέα δημιουργό που επιλέγει να σκηνοθετεί ένα δύσκολο ρεπερτόριο και που πιστεύει στις ομάδες, στην ανθρωπιά και δίνει παραστάσεις σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Που αναγέννησε ένα θέατρο μαζί με τους πολύτιμους συνεργάτες της και που σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας με ρωτούσε με ευγένεια αν είμαι εντάξει. Πολύ φοβάμαι πως οι βόμβες θα συνεχίσουν να πέφτουν και ο καπιταλισμός θα κάνει ανενόχλητος τη δουλειά του. Είμαι σίγουρη όμως πως όσο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στην ανθρωπιά και ξορκίζουν το κακό με την τέχνη αυτός ο κόσμος μπορεί και να γίνει μια στάλα καλύτερος!