Λίγα χρόνια μετά το “Cry” η Λένα Κιτσοπούλου επιστρέφει στο θέατρο Τέχνης με ένα έργο που μιλάει για τον έρωτα και τις προσδοκίες. Μόνο που όταν έχουμε να κάνουμε με το συγγραφικό σύμπαν της Κιτσοπούλου ξέρουμε εκ των προτέρων πως ποτέ ένα έργο της δεν περιορίζεται στο προφανές, κι αλίμονο αν το έκανε.
Νομίζω πως η ίδια ακόμα κι όταν γίνεται εκνευριστικά αιχμηρή αφήνει πάντα μια δέσμη φωτός για να δεις πως πρόκειται για μία γυναίκα που γράφει, σκηνοθετεί, παίζει και υπάρχει με έναν τρόπο παράφορο που μπορεί να μη σου ταιριάζει ή να σου μοιάζει περισσότερο από όσο αντέχεις όμως είναι αληθινός.
Στο νέο της έργο “Και Λέγε-Λέγε” ο έρωτας έχει τον πρώτο λόγο. Ο έρωτας που δεν σου φτάνει και σου περισσεύει και που του φορτώνεις τις ελπίδες σου όμως δεν το βάζεις κάτω. Γιατί αν μας πάρουν και τον έρωτα θα γίνουμε όρνια που θα κατασπαράξουμε ο ένας τον άλλον κι ούτε οι εκπομπές της τηλεόρασης δεν θα φτάνουν για να μας αποβλακώσουν.
Κι όχι δεν γράφω έτσι γιατί έπαθα «Κιτσοπούλου» μα αυτό που είδα μου άρπαξε τον νου σε σημείο να αναρωτιέμαι αν όντως τώρα βλέπω πρόβα ή ένα μανιφέστο για τα σκουπίδια που μας καίνε καθημερινά το μυαλό. Για αυτά που νομίζουμε πως μας χρωστούν οι άλλοι. Για όσους μας περιμένουν στη γωνία να μας ρημάξουν και όσους κρύβονται πίσω από δικαιώματα επιβάλλοντας μια νέα τάξη πραγμάτων όπου ποινικοποιείται η λέξη αλλά αθωώνεται η πράξη. Για την αυτοϊκανοποίηση που νιώθουν οι κατήγοροι του πληκτρολογίου οι οποίοι καταδικάζουν τη βία –από όπου κι αν προέρχεται- την ίδια στιγμή που τα χεράκια τους σηκώνονται με δάχτυλα ενωμένα χαιρετώντας τους δικούς τους Καίσαρες.
Στο “Και Λέγε-Λέγε” η Λένα Κιτσοπούλου διαβάζει ξανά τον Τσέχωφ με τη δική της λοξή ματιά και δηλώνει πως βαριέται τα δεδομένα και τα εύκολα: «Στο “Και Λέγε-Λέγε” θέλουμε να πούμε για τον έρωτα αλλά αυτό μας παρασύρει να μιλήσουμε και για άλλα θέματα. Υπάρχει μια σκηνή που θυμίζει Τσέχωφ, θυμίζει και λίγο Monty Python, σαν παρωδία. Ένα σχόλιο στον κλασικό τρόπο που ανεβαίνει συνήθως το κείμενο. Στον καθωσπρεπισμό που αντιμετωπίζεται. Προσπαθούμε να πούμε κάτι με ένα δικό μας τρόπο. Κάτι περιμένουμε να γίνει αλλά πάντα κάπου κολλάει, κάπου δεν ολοκληρώνεται, απελπίζεται και μας γεννάει νέες απορίες. Πάντα στις δικές μας πρόβες προκύπτουν πράγματα που δεν έχουμε υπολογίσει. Το έργο χτίζεται μέχρι τελευταία στιγμή. Δεν μας αρέσουν τα καλούπια. Δεν τα θέλω τα δεδομένα. Δεν με αφορούν. Προτιμώ να βγαίνω έξω από τα πράγματα και να τα παρατηρώ από την αρχή. Μου αρέσει να σπάω τη συνθήκη του θεάτρου. Να μην είναι ξεκάθαρο αν παίζουμε. Για τον έρωτα τι να πούμε; Τον νιώθω θεϊκό και θανατηφόρο. Μου αρέσει να παίζω με αυτές τις δύο όψεις, που δεν είναι ποτέ μόνο δύο. Τα δίνεις όλα και λες τι μαλάκας που ήμουν αλλά δεν κάνεις και πίσω. Έτσι είναι ο έρωτας και τον κουβαλάμε πάντα μέσα μας».
Παρατηρώντας την πρόβα σκέφτομαι πως είτε σου αρέσει το θέατρο της Κιτσοπούλου είτε όχι το βέβαιο είναι πως θα σε ξεβολέψει κι αυτό σίγουρα κάποιους τους προκαλεί. Για την ηθοποιό Ιωάννα Μαυρέα οι άνθρωποι χτυπούν το ψηλό δεντρί κι αυτό από μόνο του λέει αρκετά: «Νομίζω πως ό,τι δεν μπορούμε να το φέρουμε στα μέτρα μας το κατεβάζουμε. Ό,τι δεν μπορούμε να αντιληφτούμε το απορρίπτουμε κι αν κάποιος επιλέξει να πάει με τον τρελό γίνεται και αυτός τρελός. Η τέχνη είναι μια πολιτική συνθήκη, έτσι όμως που μας έχουν μαντρώσει δεν μας έχουν αφήσει τίποτα που να μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα για το σύστημα».
Τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο διάλογο έννοιες όπως political correct αποτελούν ιερό δισκοπότηρο κι αλίμονο σε όποιον τολμήσει να το αμφισβητήσει. Αφορίζουμε τις λέξεις και στήνουμε θρόνους στους υποψήφιους σωτήρες αρκεί να μην ενοχληθεί ο καθωσπρεπισμός μας. Ο Πάνος Παπαδόπουλος και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη μιλούν για τους κινδύνους της πολιτικής ορθότητας και την απάτη της αστικής ευγένειας.
Πάνος Παπαδόπουλος: «Έχω την αίσθηση πως πίσω από το political correct κρύβεται πολύ επικίνδυνος κόσμος που ενδεχομένως να εκμεταλλεύεται την ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου μαζικά. Μπορεί να βγαίνουν και να δίνουν την εντύπωση πως νοιάζονται αλλά πιο πολύ τους ενδιαφέρει να κατέβει κάποιος από την καρέκλα για να πάρουν τη θέση του. Οι ίδιοι που φωνάζουν για δικαιοσύνη είναι οι ίδιοι που έχουν αδικήσει.
Ακούγονται φράσεις-τσιτάτα στην παράσταση τύπου «δώσε συναίσθημα στη ζωή» λες και αυτό αρκεί για να εξαγνίσει το κακό που προκαλούμε. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε και σε αυτή την παράσταση είναι να θίξουμε αυτό τον κίνδυνο. Για αυτό ίσως και οι αντιδράσεις για την καλοκαιρινή παράσταση με τους “Σφήκες”. Επίσης, το να μιλάει κανείς από σκηνής για αρνητικούς χαρακτήρες δεν σημαίνει ότι συμφωνεί ή ταυτίζεται με αυτούς. Ο Θοδωρής στους “Σφήκες” μιλούσε για φρικτά πράγματα. Είναι δυνατόν να τα ασπάζεται ο ίδιος; Κι όμως κάποιοι μας αντιμετώπισαν σαν να είναι δικές μας θέσεις ή της Λένας. Οι “Σφήκες” λειτούργησαν σαν κοινωνικός καθρέπτης και ήταν σοκαριστικό το πως οι κατήγοροι έγιναν ακριβώς αυτό που κατηγορούσαν. Κάτι πολύ δικό τους είδαν και τους ενόχλησε».
Γαλήνη Χατζηπασχάλη: «Κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να αγωνιστούμε για να αλλάξουν τα πράγματα. Είναι πιο αληθινό να πεις σε έναν μαύρο ότι είναι μαύρος παρά να προσπαθήσεις να βρεις μια άλλη λέξη μην τυχόν και τον πληγώσεις. Μα δεν είναι κακό να είσαι μαύρος. Γιατί να σε προστατέψω από κάτι που δεν είναι κακό. Αν το κάνω είναι σαν να το παραδέχομαι ως στρεβλό. Όχι, φίλε μου. Είσαι μαύρος και θα σε πω μαύρο και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Αν κάποιος νομίζει πως είναι κακό να είσαι μαύρος είναι δικό του πρόβλημα και όχι δικό σου».
Είμαστε στα αλήθεια ένας απίστευτος κόσμος που καταδικάζει τη βία αναπαράγοντας βία κλείνοντας το μάτι στα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Το βλέπουμε καθημερινά, το είδαμε και πέρσι το καλοκαίρι με την παράσταση “Σφήκες”.
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές βρέθηκαν στο στόχαστρο των χωροφυλάκων της τέχνης: «Το φοβερό με τους “Σφήκες” είναι πως υπήρξαν άνθρωποι που έγραψαν κάποια ακραία πράγματα στα όρια του ρατσισμού. Άνθρωποι που υποτίθεται τους ενόχλησε ο χαρακτήρας που έπαιζα και σε δύο ώρες έγιναν ακριβώς αυτό που κατηγορούσαν. Έγιναν ακόμα χειρότεροι. Και δεν καταλαβαίνουν πως δεν έχει να κάνει μόνο με εμένα ως ηθοποιό που έπαιξα έναν ρόλο αλλά ότι αυτές οι συμπεριφορές παρακινούν σε βία. Να λιντσάρουμε τους ηθοποιούς ή την σκηνοθέτρια όπως επιτέθηκαν, πριν λίγο καιρό, σε τρεις ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη γιατί τους ενόχλησε ότι ήταν διαφορετικοί. Σε όλες τις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με βία. Φανερώθηκε μια επικινδυνότητα της κοινωνίας. Πόσο εύκολα γινόμαστε κακοποιητικοί. Τα κείμενα της Λένας λειτουργούν ως εφαλτήριο για να ταρακουνηθούν λίγο τα πράγματα. Αρκετοί ξεμπροστιάστηκαν».
Δεν ξέρω αν η Λένα Κιτσοπούλου κάνει υψηλή τέχνη –με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– ή αν είναι το «ψηλό δεντρί και για αυτό την χτυπάνε» όπως ανέφερε η Ιωάννα Μαρεύα. Σε καμία περίπτωση δεν θα δούμε τ΄ όνομα της να μοστράρει στα «αυθόρμητα» εμπορικά άρθρα για τις δέκα πιο επιδραστικές σκηνοθέτριες και δεν νομίζω πως την ενδιαφέρει κιόλας. Για αυτό που είμαι απόλυτα σίγουρη είναι πως όταν ένα υλικό σε ενεργοποιεί, σε κάνει να αμφιβάλλεις, σε προκαλεί να το αμφισβητήσεις, να το φτύσεις και την ίδια στιγμή νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις σε αυτό πρόκειται, αναμφίβολα, για μια πράξη πολιτική και αυτό είναι ένα θέατρο που έμενα προσωπικά με αφορά πολύ.
➳ INFO
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Βοηθοί Σκηνοθέτριας: Μαριλένα Μόσχου, Σαββίνα Τσάφα
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Ηθοποιοί: Λένα Κιτσοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης
Θέατρο Τέχνης – Σκηνή Φρυνίχου
Παραγωγή: Ευάγγελος Κώνστας – Constantly Productions
Λίγα χρόνια μετά το “Cry” η Λένα Κιτσοπούλου επιστρέφει στο θέατρο Τέχνης με ένα έργο που μιλάει για τον έρωτα και τις προσδοκίες. Μόνο που όταν έχουμε να κάνουμε με το συγγραφικό σύμπαν της Κιτσοπούλου ξέρουμε εκ των προτέρων πως ποτέ ένα έργο της δεν περιορίζεται στο προφανές, κι αλίμονο αν το έκανε.
Νομίζω πως η ίδια ακόμα κι όταν γίνεται εκνευριστικά αιχμηρή αφήνει πάντα μια δέσμη φωτός για να δεις πως πρόκειται για μία γυναίκα που γράφει, σκηνοθετεί, παίζει και υπάρχει με έναν τρόπο παράφορο που μπορεί να μη σου ταιριάζει ή να σου μοιάζει περισσότερο από όσο αντέχεις όμως είναι αληθινός.
Στο νέο της έργο “Και Λέγε-Λέγε” ο έρωτας έχει τον πρώτο λόγο. Ο έρωτας που δεν σου φτάνει και σου περισσεύει και που του φορτώνεις τις ελπίδες σου όμως δεν το βάζεις κάτω. Γιατί αν μας πάρουν και τον έρωτα θα γίνουμε όρνια που θα κατασπαράξουμε ο ένας τον άλλον κι ούτε οι εκπομπές της τηλεόρασης δεν θα φτάνουν για να μας αποβλακώσουν.
Κι όχι δεν γράφω έτσι γιατί έπαθα «Κιτσοπούλου» μα αυτό που είδα μου άρπαξε τον νου σε σημείο να αναρωτιέμαι αν όντως τώρα βλέπω πρόβα ή ένα μανιφέστο για τα σκουπίδια που μας καίνε καθημερινά το μυαλό. Για αυτά που νομίζουμε πως μας χρωστούν οι άλλοι. Για όσους μας περιμένουν στη γωνία να μας ρημάξουν και όσους κρύβονται πίσω από δικαιώματα επιβάλλοντας μια νέα τάξη πραγμάτων όπου ποινικοποιείται η λέξη αλλά αθωώνεται η πράξη. Για την αυτοϊκανοποίηση που νιώθουν οι κατήγοροι του πληκτρολογίου οι οποίοι καταδικάζουν τη βία –από όπου κι αν προέρχεται- την ίδια στιγμή που τα χεράκια τους σηκώνονται με δάχτυλα ενωμένα χαιρετώντας τους δικούς τους Καίσαρες.
Στο “Και Λέγε-Λέγε” η Λένα Κιτσοπούλου διαβάζει ξανά τον Τσέχωφ με τη δική της λοξή ματιά και δηλώνει πως βαριέται τα δεδομένα και τα εύκολα: «Στο “Και Λέγε-Λέγε” θέλουμε να πούμε για τον έρωτα αλλά αυτό μας παρασύρει να μιλήσουμε και για άλλα θέματα. Υπάρχει μια σκηνή που θυμίζει Τσέχωφ, θυμίζει και λίγο Monty Python, σαν παρωδία. Ένα σχόλιο στον κλασικό τρόπο που ανεβαίνει συνήθως το κείμενο. Στον καθωσπρεπισμό που αντιμετωπίζεται. Προσπαθούμε να πούμε κάτι με ένα δικό μας τρόπο. Κάτι περιμένουμε να γίνει αλλά πάντα κάπου κολλάει, κάπου δεν ολοκληρώνεται, απελπίζεται και μας γεννάει νέες απορίες. Πάντα στις δικές μας πρόβες προκύπτουν πράγματα που δεν έχουμε υπολογίσει. Το έργο χτίζεται μέχρι τελευταία στιγμή. Δεν μας αρέσουν τα καλούπια. Δεν τα θέλω τα δεδομένα. Δεν με αφορούν. Προτιμώ να βγαίνω έξω από τα πράγματα και να τα παρατηρώ από την αρχή. Μου αρέσει να σπάω τη συνθήκη του θεάτρου. Να μην είναι ξεκάθαρο αν παίζουμε. Για τον έρωτα τι να πούμε; Τον νιώθω θεϊκό και θανατηφόρο. Μου αρέσει να παίζω με αυτές τις δύο όψεις, που δεν είναι ποτέ μόνο δύο. Τα δίνεις όλα και λες τι μαλάκας που ήμουν αλλά δεν κάνεις και πίσω. Έτσι είναι ο έρωτας και τον κουβαλάμε πάντα μέσα μας».
Παρατηρώντας την πρόβα σκέφτομαι πως είτε σου αρέσει το θέατρο της Κιτσοπούλου είτε όχι το βέβαιο είναι πως θα σε ξεβολέψει κι αυτό σίγουρα κάποιους τους προκαλεί. Για την ηθοποιό Ιωάννα Μαυρέα οι άνθρωποι χτυπούν το ψηλό δεντρί κι αυτό από μόνο του λέει αρκετά: «Νομίζω πως ό,τι δεν μπορούμε να το φέρουμε στα μέτρα μας το κατεβάζουμε. Ό,τι δεν μπορούμε να αντιληφτούμε το απορρίπτουμε κι αν κάποιος επιλέξει να πάει με τον τρελό γίνεται και αυτός τρελός. Η τέχνη είναι μια πολιτική συνθήκη, έτσι όμως που μας έχουν μαντρώσει δεν μας έχουν αφήσει τίποτα που να μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα για το σύστημα».
Τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο διάλογο έννοιες όπως political correct αποτελούν ιερό δισκοπότηρο κι αλίμονο σε όποιον τολμήσει να το αμφισβητήσει. Αφορίζουμε τις λέξεις και στήνουμε θρόνους στους υποψήφιους σωτήρες αρκεί να μην ενοχληθεί ο καθωσπρεπισμός μας. Ο Πάνος Παπαδόπουλος και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη μιλούν για τους κινδύνους της πολιτικής ορθότητας και την απάτη της αστικής ευγένειας.
Πάνος Παπαδόπουλος: «Έχω την αίσθηση πως πίσω από το political correct κρύβεται πολύ επικίνδυνος κόσμος που ενδεχομένως να εκμεταλλεύεται την ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου μαζικά. Μπορεί να βγαίνουν και να δίνουν την εντύπωση πως νοιάζονται αλλά πιο πολύ τους ενδιαφέρει να κατέβει κάποιος από την καρέκλα για να πάρουν τη θέση του. Οι ίδιοι που φωνάζουν για δικαιοσύνη είναι οι ίδιοι που έχουν αδικήσει.
Ακούγονται φράσεις-τσιτάτα στην παράσταση τύπου «δώσε συναίσθημα στη ζωή» λες και αυτό αρκεί για να εξαγνίσει το κακό που προκαλούμε. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε και σε αυτή την παράσταση είναι να θίξουμε αυτό τον κίνδυνο. Για αυτό ίσως και οι αντιδράσεις για την καλοκαιρινή παράσταση με τους “Σφήκες”. Επίσης, το να μιλάει κανείς από σκηνής για αρνητικούς χαρακτήρες δεν σημαίνει ότι συμφωνεί ή ταυτίζεται με αυτούς. Ο Θοδωρής στους “Σφήκες” μιλούσε για φρικτά πράγματα. Είναι δυνατόν να τα ασπάζεται ο ίδιος; Κι όμως κάποιοι μας αντιμετώπισαν σαν να είναι δικές μας θέσεις ή της Λένας. Οι “Σφήκες” λειτούργησαν σαν κοινωνικός καθρέπτης και ήταν σοκαριστικό το πως οι κατήγοροι έγιναν ακριβώς αυτό που κατηγορούσαν. Κάτι πολύ δικό τους είδαν και τους ενόχλησε».
Γαλήνη Χατζηπασχάλη: «Κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να αγωνιστούμε για να αλλάξουν τα πράγματα. Είναι πιο αληθινό να πεις σε έναν μαύρο ότι είναι μαύρος παρά να προσπαθήσεις να βρεις μια άλλη λέξη μην τυχόν και τον πληγώσεις. Μα δεν είναι κακό να είσαι μαύρος. Γιατί να σε προστατέψω από κάτι που δεν είναι κακό. Αν το κάνω είναι σαν να το παραδέχομαι ως στρεβλό. Όχι, φίλε μου. Είσαι μαύρος και θα σε πω μαύρο και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Αν κάποιος νομίζει πως είναι κακό να είσαι μαύρος είναι δικό του πρόβλημα και όχι δικό σου».
Είμαστε στα αλήθεια ένας απίστευτος κόσμος που καταδικάζει τη βία αναπαράγοντας βία κλείνοντας το μάτι στα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Το βλέπουμε καθημερινά, το είδαμε και πέρσι το καλοκαίρι με την παράσταση “Σφήκες”.
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές βρέθηκαν στο στόχαστρο των χωροφυλάκων της τέχνης: «Το φοβερό με τους “Σφήκες” είναι πως υπήρξαν άνθρωποι που έγραψαν κάποια ακραία πράγματα στα όρια του ρατσισμού. Άνθρωποι που υποτίθεται τους ενόχλησε ο χαρακτήρας που έπαιζα και σε δύο ώρες έγιναν ακριβώς αυτό που κατηγορούσαν. Έγιναν ακόμα χειρότεροι. Και δεν καταλαβαίνουν πως δεν έχει να κάνει μόνο με εμένα ως ηθοποιό που έπαιξα έναν ρόλο αλλά ότι αυτές οι συμπεριφορές παρακινούν σε βία. Να λιντσάρουμε τους ηθοποιούς ή την σκηνοθέτρια όπως επιτέθηκαν, πριν λίγο καιρό, σε τρεις ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη γιατί τους ενόχλησε ότι ήταν διαφορετικοί. Σε όλες τις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με βία. Φανερώθηκε μια επικινδυνότητα της κοινωνίας. Πόσο εύκολα γινόμαστε κακοποιητικοί. Τα κείμενα της Λένας λειτουργούν ως εφαλτήριο για να ταρακουνηθούν λίγο τα πράγματα. Αρκετοί ξεμπροστιάστηκαν».
Δεν ξέρω αν η Λένα Κιτσοπούλου κάνει υψηλή τέχνη –με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– ή αν είναι το «ψηλό δεντρί και για αυτό την χτυπάνε» όπως ανέφερε η Ιωάννα Μαρεύα. Σε καμία περίπτωση δεν θα δούμε τ΄ όνομα της να μοστράρει στα «αυθόρμητα» εμπορικά άρθρα για τις δέκα πιο επιδραστικές σκηνοθέτριες και δεν νομίζω πως την ενδιαφέρει κιόλας. Για αυτό που είμαι απόλυτα σίγουρη είναι πως όταν ένα υλικό σε ενεργοποιεί, σε κάνει να αμφιβάλλεις, σε προκαλεί να το αμφισβητήσεις, να το φτύσεις και την ίδια στιγμή νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις σε αυτό πρόκειται, αναμφίβολα, για μια πράξη πολιτική και αυτό είναι ένα θέατρο που έμενα προσωπικά με αφορά πολύ.
➳ INFO
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Βοηθοί Σκηνοθέτριας: Μαριλένα Μόσχου, Σαββίνα Τσάφα
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Ηθοποιοί: Λένα Κιτσοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης
Θέατρο Τέχνης – Σκηνή Φρυνίχου
Παραγωγή: Ευάγγελος Κώνστας – Constantly Productions