Αν περιμένετε να σας πως ποιο είναι το νόημα της παράστασης “Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας” και τι ακριβώς θέλουν να επικοινωνήσουν ο Γιάννης Νιάρρος και η Χαρά Μάτα Γιαννάτου που υπογράφουν το κείμενο και τη σκηνοθεσία θα πρέπει να διαβάσετε αυτό το άρθρο μέχρι τέλους. Και όχι, δεν πρόκειται για ένα φτηνό κόλπο εντυπωσιασμού αλλά πως να περιγράψει κανείς μια στιγμή έκστασης σαν να έχεις καταναλώσει κάνναβη και την ίδια στιγμή να πρέπει να αναλύσεις τη μέθοδο της αυθόρμητης πρόζας του Τζακ Κέρουακ.

Ο Γιάννης Νιάρρος είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός. Κατέχει τις τεχνικές και τα εργαλεία που βοηθούν τη φωνή και το σώμα να μετατρέψει και το πιο απλό κείμενο σε μία θεατρική πράξη. Μπορεί με ευκολία να ελέγχει το διάφραγμά του, πράγμα που του επιτρέπει να προσαρμόζει τη φωνή του στην ανάλογη τονικότητα και μέτρο, ενώ η πλαστικότητα του σώματός τού του επιτρέπει να μεταμορφώνεται πάνω στη σκηνή. Είναι και έξυπνος και έχει διαβάσει πολύ. Α! κάνει και σοβαρή προθέρμανση λέγοντας συνεχώς λέξεις που αρχίζουν από Π.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Αφενός γιατί ισχύουν μέχρι κεραίας και αφετέρου γιατί στην παράσταση έχουν ελάχιστη σημασία. Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό και πιο ακέραιο στο “Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας”. Έχει να κάνει με την πρόθεση, την ψυχή και την ευφυία ενός δημιουργού να πατήσει ένα κουμπί και να σταματήσει η κενότητα κάθε βαρύγδουπης συζήτησης γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και φυσικά την τέχνη. Κι αν ο ίδιος θέλει να λέει πως αυτή η παράσταση πρόκειται για ένα πείραμα, μια δική του στιγμή που ίσως να μην πρέπει να την πάρουμε και πολύ σοβαρά εγώ έχω να πω πως ο Γιάννης Νιάρρος παίρνει πολύ σοβαρά την τέχνη και αυτός είναι ένας καλός λόγος για να δείτε τη συγκεκριμένη παράσταση.

Το “Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας” είναι το πείραμα ενός ανθρώπου που θέλει να δει τη δουλειά του έξω από στεγανά και νόρμες και -στο βαθμό που μπορεί ο καθένας μας- μακριά από τον καθωσπρεπισμό της αβάσταχτης, δυστυχώς, σοβαρότητας που τα τελευταία χρόνια έχει στραγγαλίσει την τέχνη.

«Αυτό που ήθελα ήταν χωρίς σοβαροφάνεια να κάνω ένα πάρτι. Μια μικρή γιορτή με σκέψεις και στιγμές που μπορεί να μην φαίνονται τόσο σημαντικές και να μην βγάζουν απαραίτητα νόημα όμως υπάρχουν κρυμμένες στις μέρες και στις νύχτες μας. Όλα αυτά που προσπερνάμε ως μη αναγκαία αλλά κρύβουν αλήθειες. Ήθελα να βάλω μουσική, να συνυπάρξω με καλούς φίλους και να θυμηθώ πάλι τα λόγια του Πάνου Κουτρουμπούση σε κάτι εντελώς δικό μου. Δεν έχω απαιτήσεις και ξέρεις και κάτι; Ίσως πρέπει να αφήσουμε λίγο πίσω τις συζητήσεις για το μεγάλο νόημα της τέχνης και όλα αυτά. Όλες αυτές τις συζητήσεις των σπουδαίων ας τις αφήσουμε λίγο πιο πέρα. Κι ας μην είμαστε και τόσο πικρόχολοι. Ας μην πληγώνουμε τόσο εύκολα τους άλλους με την αποψάρα μας. Πονάμε. Δεν είναι θέμα εγωισμού. Εγώ πονάω όταν με κράζουν με αγένεια. Ήθελα να κάνω κάτι που να με καβλώνει πολύ και το έκανα και το νιώθω και πολύ ωραία. Είναι μια αυθόρμητη παράσταση. Όλα είναι σαν να βρίσκονται σε όνειρο. Δεν είναι εύκολο γιατί πάντα υπάρχει η αγωνία. Και εμένα με απασχολεί αν αυτό που έχω στο μυαλό μου αξίζει. Όμως αν παρατηρήσουμε την καθημερινότητά μας θα δούμε πως εκτός αυτών που βλέπουμε υπάρχει και ένας άλλος κόσμος που μπορεί να περνά απαρατήρητος αλλά είναι εδώ και μας φωνάζει».

Στις τέσσερις ιστορίες που ακούγονται οι δύο προέρχονται από ταχυδράματα του Πάνου Κουτρουμπούση και οι άλλες δύο ανήκουν στον Χούλιο Κορτάσαρ. Η διασκευή-προσαρμογή του Γιάννη Νιάρρου τις έχει μπλέξει με τρόπο που ο «Ανεξιχνίαστος» επιθεωρητής συναντά τον ποιητικό παραλογισμό του συγγραφέα του «Κουτσού» υπό τους ήχους της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, των Aerosmith, των Metallica και όλα αυτά σε ύφος τζαζ.

Οι μουσικές του Γιάννη Παπαδόπουλου στα πλήκτρα και του Δημήτρη Κλώνη στα τύμπανα μαζί με τον ηχητικό σχεδιασμό του Γιώργου Μιζήθρα βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με το κείμενο δημιουργώντας ένα σύμπαν ονειρικό που όλα μοιάζουν καμωμένα σαν να βγήκαν από video clip των 80’s λίγο μετά το τέλος πάρτι στα Οινόφυτα (για τους πιο παλιούς).

Αρωγός σε αυτή την καλλιτεχνική παρόρμηση τα ποπ σκηνικά και τα κοστούμια της Τζίνας Ηλιοπούλου και της Λίνας Σταυροπούλου, ενώ το real time βίντεο δια χειρός Βασίλη Μάλαμα δημιουργεί μια εξωπραγματική εμπειρία συνομιλίας και σύνδεσης.

Βαμπίρ, απόκοσμα πλάσματα και εξωγήινοι γελάνε με την ασυγκράτητη μανία μας για κριτική, τον δικαιωματισμό ενός κοινού που δε διστάζει να καταβροχθίσει το αντικείμενο της λατρείας του και σπέρματα που περιμένουν τον πατέρα τους να τα φροντίσει προτού τα βομβαρδίσει με την αλαζονεία του. Στα δελτία ειδήσεων άνθρωποι σκοτώνονται, παιδιά βιάζονται και ολόκληρες πόλεις βομβαρδίζονται ενώ εμείς ντοπάρουμε βία μέσα από κουτάκια καφεΐνης και υποκατάστατα ζάχαρης μαθαίνοντας μέσα από εγχειρίδια ζωής να κλαίμε. Ο Νιάρρος κλείνει λίγο το μάτι στο κίνημα του Beat κοροϊδεύοντας κάθε κοινωνικό και συμβατικό πρότυπο.

Το πιο σπουδαίο όμως με τη σύλληψη του Γιάννη Νιάρρου είναι πως όλα αυτά προσφέρονται στον θεατή χωρίς καμία βιασύνη. Χωρίς καν να χρειάζεται ο θεατής να τα πάρει μαζί του ή να πρέπει ακόμα και να τα καταλάβει. Το “Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας” έχει να κάνει με την αγριότητα που υπάρχει και έξω και μέσα μας. Έχει να κάνει με την προσπάθεια να θυμηθούμε πάλι τα πρώτα βήματα, τις πρώτες λέξεις όπως τρυφερότητα και καλοσύνη.

Αν πρέπει να περιγράψω με μια εικόνα το “Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας” αυτή θα ήταν μια οποιαδήποτε νύχτα στην πόλη όπου τίποτα σημαντικό δεν φαίνεται να συμβαίνει και όλα μοιάζουν συνηθισμένα κι όμως ανάμεσα στο μη σημαντικό και στο πολύ συνηθισμένο κάποιος αναρωτιέται όχι αν υπάρχει μεταθανάτιος ζωή αλλά αν «Υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο κι αν ναι, Πότε τελειώνει;».

Γιατί για εμένα το νόημα της παράστασης είναι αυτό. Πριν πεθάνουμε πρέπει πρώτα να ζήσουμε κι επειδή έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε ας ζήσουμε με καλοσύνη και πίστη ο ένας στον άλλον!!