Ο χρόνος για τη Μαρία Παπαφωτίου είναι κάτι σχετικό. Με την ίδια άνεση που μπορεί να πίνει τον καφέ της στο κέντρο με την ίδια ευκολία τη συναντάς στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ή στο Παρίσι να ερωτεύεται. Με αφορμή το τρίτο μέρος της παρισινής τριλογίας του Χριστόφορου Χριστοφή “Πανσέληνος” που παίζεται αυτές τις ημέρες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μιλήσαμε για όσα ονειρεύεται και αγαπάει. Από το Μάη του ’68 έως τον Ταραντίνο αυτό που την χαρακτηρίζει είναι το πάθος. Ένα πάθος που σε κάνει να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της.
– Τι κάνει ένα κορίτσι σαν και εσένα στο Παρίσι του 1970;
Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη Γαλλία. Με φαντάζομαι στο Παρίσι. Έχω τελειώσει τη Λεόντειο και είμαι δεμένη με τη γαλλική κουλτούρα. Τους αγαπώ πολύ. Βρίσκω πως μας ταιριάζουν οι Γάλλοι κι ας νομίζουν αρκετοί πως είναι λαός très comme il faut. Δεν ισχύει αυτό. Πρόκειται για πολύ ανοιχτούς ανθρώπους που συχνάζουν όλη ημέρα στα καφέ καπνίζοντας και πίνοντας κρασί. Αν το καλοσκεφτούμε δεν διαφέρουν και πολύ από εμάς. Βρίσκονται πολύ κοντά στη γαλλική λαϊκή παράδοση και αυτό είναι κάτι που εμένα με γοητεύει. Κυρίως στην τέχνη. Στο Παρίσι ξεκίνησε ένας πυρήνας που άλλαξε τον κόσμο. Δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που να μην τους αναγνωρίζει τις ιδέες τους διαφωτισμού που μέχρι και σήμερα μας απασχολούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η παράσταση μας, η “Πανσέληνος” σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Χριστοφή, είναι ένα έργο που ακουμπάει στο Μάη του ΄68 και είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο όπου έχει ζήσει και έχει δουλέψει στο Παρίσι. Δεν είναι τυχαίο ότι εγώ τον αποκαλώ Γάλλο. Εγώ, λοιπόν, είμαι η Μαρίνα και ζω στην εποχή των μεγάλων κινημάτων που άλλα άντεξαν και άλλα διαψεύστηκαν στο χρόνο.
– Πες μου λίγο την ιστορία. Είναι πραγματικό πρόσωπο η εικαστικός που αναφέρεται στο έργο;
Ναι, ήταν πραγματικό πρόσωπο αλλά αποφεύγουμε να λέμε το όνομα της γιατί ζουν κάποιοι συγγενείς της. Η παράσταση περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στο Παρίσι την εποχή των πολιτικών μεταναστών όπου υπήρχαν έντονες πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις. Η Βεατρίκη είναι μια δυναμική γυναίκα. Είναι εικαστικός και σκηνογράφος και μέσα από τις συναντήσεις με τους μαθητές-μοντέλα της συνδεόμαστε με τη δεκαετία του ΄70. Κάποια στιγμή μεταφερόμαστε και στη Βομβάη σε παράλληλο χρόνο ακολουθώντας έναν ρεπόρτερ που καταγράφει τα όσα γίνονται. Από τις κοινωνικές επαναστάσεις μέχρι και πολιτικές δολοφονίες. Η “Πανσέληνος” είναι το τρίτο μέρος της παρισινής τριλογίας του συγγραφέα, από την οποία έχει ήδη παιχτεί το έργο “Τουλούζ Λωτρέκ-Η φαντασία της αμαρτίας”.
– Μου ανέφερες το Μάη του ΄68 ως αφετηρία κοινωνικών και ιδεολογικών επαναστάσεων. Υπάρχουν συνδηλώσεις με το σήμερα;
Όχι, αν και θα έπρεπε. Μακάρι να διαδηλώναμε όπως τότε. Οι αφορμές και οι ανάγκες υπάρχουν αλλά ακόμα φαίνεται πως δεν το έχουμε πάρει απόφαση να βγούμε στους δρόμους. Διανύουμε χρόνια που τα κοινωνικά προβλήματα ως αποτέλεσμα του τέλματος του καπιταλιστικού συστήματος μας έχουν στριμώξει σε μια ζωή όπου κανείς δεν είναι ελεύθερος. Κι όμως αυτά τα χρόνια, τα ζόρικα χρόνια, μας βρίσκουν λιγότερο αγωνιστικούς, λιγότερο ρομαντικούς. Είμαστε κοινωνικά οκνηροί και ίσως να υπάρχει ευθύνη και στα social για αυτό. Νομίζουμε πως αν κάτι το αναπαράγουμε ή τοποθετηθούμε μέσα από ένα πληκτρολόγιο ότι κάναμε την επανάσταση μας. Όχι, η ελευθερία και τα ιδανικά κατακτιούνται στους δρόμους.
– Τι είναι αυτό που θα σε έβγαζε στο δρόμο;
Σκέφτομαι αλήθεια τι να διαλέξω πρώτο. Για τον φασισμό; Τις ατομικές ελευθερίες; Τον πολιτισμό και την παιδεία; Ξέρεις τι είναι αυτό που με θυμώνει περισσότερο από όλα; Η φτωχοποίηση. Το γεγονός πως σε λίγο θα υπάρχουν οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Αυτοί που θα μπορούν και αυτοί που δεν θα έχουν δικαίωμα. Δεν με ενοχλεί αυτό γιατί θέλω τα πολλά. Ξέρω όμως πως στη φτώχια τα παιδιά δεν μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες ούτε μπορούν να διεκδικήσουν το μέλλον που ονειρεύονται. Θυμώνω γιατί βλέπω πως όσο κι αν αγωνιστεί κάποιος, όσο κι αν προσπαθήσει φοβάμαι πως δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Όχι γιατί οι αγώνες δεν έχουν αποτελέσματα αλλά γιατί είναι άδικο όλο αυτό και η αδικία με πληγώνει.
– Μετά, τη Πηνελόπη Δέλτα και στη συνέχεια τη νεαρή Κυβέλη σε ακολουθούν οι ρόλοι εποχής;
Νομίζω πως κάθε ηθοποιός, κάθε σκηνοθέτης σε αυτή την αρένα που ονομάζεται ελληνικό θέατρο δεν πρέπει να εγκλωβίζεται σε πράγματα που του ταιριάζουν και σε πράγματα που δεν του ταιριάζουν. Μπορεί και πρέπει κατά τη γνώμη μου να τα δοκιμάσει, να τα γευτεί όλα. Αυτό που σίγουρα με απασχολεί και στην ουσία είναι αυτό που διαλέγω είναι τους συνεργάτες μου. Με απασχολεί να είμαι σε ένα εργασιακό περιβάλλον που να σέβομαι και να με σέβονται. Να νιώθω καλλιτεχνικά ασφαλής. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για εμένα. Να δουλεύω με ανθρώπους που με βοηθούν να ανθίζω.
– Θα ήθελες να δοκιμαστείς σε κάτι εντελώς διαφορετικό;
Πέρσι, βρέθηκα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης και έκανα κωμωδία στον “Kατά φαντασίαν ασθενή” που είναι κωμωδία. Τώρα με την “Πανσέληνο” κινούμε στον ποιητικό ρεαλισμό. Η Μαρίνα είναι ένας ρόλος που είναι εντελώς έξω από ό,τι έχω κάνει στο παρελθόν.
– Γιατί έχω την εντύπωση πως σου αρέσει η δραματοποίηση; Το αποζητάς το θεατρικό στοιχείο στη ζωή σου;
Μία τάση υπερβολής και μια τάση θεατρινισμού την έχω στη ζωή μου. Τα ζω όλα σε μεγάλο βαθμό. Είτε τους αξίζουν είτε όχι. Το φτιάχνω μόνη καμιά φορά το δράμα.
– Είσαι drama queen και στον έρωτα;
Ξέρεις τι συμβαίνει; Δεν μου αρέσουν τα μέτρια και δεν έχω μέτρο. Δεν μου αρέσει το λίγο. Ό,τι ζω το ζω με ειλικρίνεια και πάθος. Μου αρέσει το πάθος. Και στον έρωτα και στη δουλειά μου. Αγαπάω τη ζωή, την τέχνη. Όλα τα ζω στο πολύ τους. Όμως με τον ίδιο τρόπο που έντονα θέλω κάτι με το ίδιο ακριβώς τρόπο μπορεί να απομυθοποιήσω κάτι ή κάποιον. Στηρίζω με αγάπη τους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή μου. Τους αγαπώ τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όμως είμαστε σύνθετοι. Μου αρέσει ο ρομαντισμός αλλά μπορώ αν θέλω να είμαι και ρεαλίστρια.
– Φέτος, βρίσκεσαι και στο “Κόκκινο Ποτάμι”. Πες μου λίγο για το ρόλο σου.
Η Αγγελική είναι ένας χαρακτήρας με έντονες κοινωνικές ανησυχίες. Νιώθει έξω από το προσωπικό της σαρκίο, νοιάζεται για τους άλλους και προσπαθεί για αυτούς. Νομίζω πως δεν την νοιάζει καθόλου ο εαυτός της. Είναι γιατρός και έχει πάντα μια έγνοια και μια φροντίδα για τους άλλους. Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτή τη δουλειά.
– Από το Πολυτεχνείο πως βρέθηκες στο θέατρο;
Τυχαία συνέβη. Ήταν δυο φίλες μου στην ομάδα του Νίκου Καραγεωργού στο studio υπό το μηδέν και μου περιέγραφαν με ιδιαίτερη θέρμη ό,τι συνέβαινε εκεί και κάπως έτσι πήρα την απόφαση να πάω κι εγώ. Από την πρώτη στιγμή ήταν σαν να βρέθηκα σε έναν άλλον κόσμο, μαγικό. Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Ανεξάρτητα αν καταφέρεις να τον υπερασπίζεσαι επαγγελματικά το θέατρο είναι ένας μαγικός χώρος. Λειτουργεί πολύ θεραπευτικά και σε κάνει να νιώθεις πως υπάρχει ελπίδα.
– Ταραντίνο ή Αλμοδόβαρ;
Ξεκάθαρα Ταραντίνο. Ξέρω πως με όσα σου είπα πριν θα με πήγαινες στον Αλμοδόβαρ κι όμως λατρεύω τον αμερικανικό κινηματογράφο. Το Kill Bill είναι η αγαπημένη μου ταινία. Σε αντίθεση με αυτά που παίζω ως θεατής προτιμώ τους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Βλέπω πολύ σινεμά, από ασιατικό μέχρι αλβανικό και ιρανικό. Επιμένω όμως στους Αμερικανους. Πιστεύω πως είναι επιστήμονες του είδους και δεν εννοώ μόνο το mainstream και τα μπλοκμπάστερ που φτάνουν σε εμάς αλλά κυρίως τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Έχουν μπει σε άλλο επίπεδο. Νομίζω πως γενικά η Αμερική έχει μπει σε μια πολύ ιδιαίτερη καμπύλη της ιστορίας της. Νιώθω πως εμάς τους ευρωπαίους μας βρίσκει λίγο ποιο κουρασμένους.
– Μπορεί να βιοποριστεί ένας ηθοποιός από το επάγγελμά του;
Δεν έχει καμία διαφορά η δουλειά του ηθοποιού από τις υπόλοιπες δουλειές και με το μεγάλο σταυρό και βαρύ φορτίο που κουβαλάμε όλοι αυτή την περίοδο. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι στο θέμα της δουλειάς μου πως κυνηγάμε τις ευκαιρίες και όποιος προλάβει. Το οικονομικό σύστημα είναι αυτό που μας έχει κάνει να τρέχουμε πίσω από τις ευκαιρίες με άλλοθι την επιβίωση μας. Όχι! Είναι λάθος. Ο καπιταλισμός είναι αυτός που το έχει κάνει αυτό. Υπάρχει τεράστια οικονομική ανασφάλεια όχι μόνο στο θέατρο αλλά σε κάθε εργαζόμενο. Σε κάθε άνθρωπο που διεκδικεί τη δουλειά του. Είμαστε σε έναν κόσμο δυνατοτήτων. Επίσης, πιστεύω πως ένα άνθρωπος που προσπαθεί, δουλεύει σκληρά και αντιμετωπίζει με φροντίδα τη δουλειά του δεν γίνεται να μην βρει το δρόμο του. Για ένα ρόλο που με βλέπετε να παίζω να ξέρεις πως έχω χάσει άλλους εκατό. Δεν είπε κανείς πως είναι εύκολο. Χρειάζεται αγώνας και είναι σκληρός.
– Θέλω να πάμε στο #metoo και να μου πεις αν πιστεύεις πως κάτι άλλαξε προς το καλύτερο.
Παρόλο που υπήρξαν κάποιες πολύ σημαντικές διεκδικήσεις φοβάμαι πως μαζί με τα ξερά ίσως να κάηκαν και τα χλωρά. Το τελικό συμπέρασμα όμως είναι καλό. Πλέον, όλα είναι περισσότερο προσεκτικά. Τις προάλλες χτύπησα το ισχίο μου στην πρόβα. Έχω συνεργάτες άντρες που ξέρουν πολύ καλά από σωματική άσκηση και τραυματισμούς και αμέσως προσπάθησαν να με βοηθήσουν. Σε κάθε κίνηση τους με ρωτούσαν “Μαρία μπορώ να σε πιάσω εδώ”; “Μπορώ να σε αγγίξω στον μηριαίο”; Μπορεί να φαίνεται αστείο όμως δεν είναι. Χρειαζόταν αυτή η ευγένεια που μας κάνει να νιώθουμε μεγαλύτερη ασφάλεια. Από την αγαρμποσύνη που υπήρχε παλιά προτιμώ χίλιες φορές αυτή την ευγένεια. Οπότε, ναι, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει και χαίρομαι για αυτό.
Ο χρόνος για τη Μαρία Παπαφωτίου είναι κάτι σχετικό. Με την ίδια άνεση που μπορεί να πίνει τον καφέ της στο κέντρο με την ίδια ευκολία τη συναντάς στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ή στο Παρίσι να ερωτεύεται. Με αφορμή το τρίτο μέρος της παρισινής τριλογίας του Χριστόφορου Χριστοφή “Πανσέληνος” που παίζεται αυτές τις ημέρες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μιλήσαμε για όσα ονειρεύεται και αγαπάει. Από το Μάη του ’68 έως τον Ταραντίνο αυτό που την χαρακτηρίζει είναι το πάθος. Ένα πάθος που σε κάνει να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της.
– Τι κάνει ένα κορίτσι σαν και εσένα στο Παρίσι του 1970;
Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη Γαλλία. Με φαντάζομαι στο Παρίσι. Έχω τελειώσει τη Λεόντειο και είμαι δεμένη με τη γαλλική κουλτούρα. Τους αγαπώ πολύ. Βρίσκω πως μας ταιριάζουν οι Γάλλοι κι ας νομίζουν αρκετοί πως είναι λαός très comme il faut. Δεν ισχύει αυτό. Πρόκειται για πολύ ανοιχτούς ανθρώπους που συχνάζουν όλη ημέρα στα καφέ καπνίζοντας και πίνοντας κρασί. Αν το καλοσκεφτούμε δεν διαφέρουν και πολύ από εμάς. Βρίσκονται πολύ κοντά στη γαλλική λαϊκή παράδοση και αυτό είναι κάτι που εμένα με γοητεύει. Κυρίως στην τέχνη. Στο Παρίσι ξεκίνησε ένας πυρήνας που άλλαξε τον κόσμο. Δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που να μην τους αναγνωρίζει τις ιδέες τους διαφωτισμού που μέχρι και σήμερα μας απασχολούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η παράσταση μας, η “Πανσέληνος” σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Χριστοφή, είναι ένα έργο που ακουμπάει στο Μάη του ΄68 και είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο όπου έχει ζήσει και έχει δουλέψει στο Παρίσι. Δεν είναι τυχαίο ότι εγώ τον αποκαλώ Γάλλο. Εγώ, λοιπόν, είμαι η Μαρίνα και ζω στην εποχή των μεγάλων κινημάτων που άλλα άντεξαν και άλλα διαψεύστηκαν στο χρόνο.
– Πες μου λίγο την ιστορία. Είναι πραγματικό πρόσωπο η εικαστικός που αναφέρεται στο έργο;
Ναι, ήταν πραγματικό πρόσωπο αλλά αποφεύγουμε να λέμε το όνομα της γιατί ζουν κάποιοι συγγενείς της. Η παράσταση περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στο Παρίσι την εποχή των πολιτικών μεταναστών όπου υπήρχαν έντονες πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις. Η Βεατρίκη είναι μια δυναμική γυναίκα. Είναι εικαστικός και σκηνογράφος και μέσα από τις συναντήσεις με τους μαθητές-μοντέλα της συνδεόμαστε με τη δεκαετία του ΄70. Κάποια στιγμή μεταφερόμαστε και στη Βομβάη σε παράλληλο χρόνο ακολουθώντας έναν ρεπόρτερ που καταγράφει τα όσα γίνονται. Από τις κοινωνικές επαναστάσεις μέχρι και πολιτικές δολοφονίες. Η “Πανσέληνος” είναι το τρίτο μέρος της παρισινής τριλογίας του συγγραφέα, από την οποία έχει ήδη παιχτεί το έργο “Τουλούζ Λωτρέκ-Η φαντασία της αμαρτίας”.
– Μου ανέφερες το Μάη του ΄68 ως αφετηρία κοινωνικών και ιδεολογικών επαναστάσεων. Υπάρχουν συνδηλώσεις με το σήμερα;
Όχι, αν και θα έπρεπε. Μακάρι να διαδηλώναμε όπως τότε. Οι αφορμές και οι ανάγκες υπάρχουν αλλά ακόμα φαίνεται πως δεν το έχουμε πάρει απόφαση να βγούμε στους δρόμους. Διανύουμε χρόνια που τα κοινωνικά προβλήματα ως αποτέλεσμα του τέλματος του καπιταλιστικού συστήματος μας έχουν στριμώξει σε μια ζωή όπου κανείς δεν είναι ελεύθερος. Κι όμως αυτά τα χρόνια, τα ζόρικα χρόνια, μας βρίσκουν λιγότερο αγωνιστικούς, λιγότερο ρομαντικούς. Είμαστε κοινωνικά οκνηροί και ίσως να υπάρχει ευθύνη και στα social για αυτό. Νομίζουμε πως αν κάτι το αναπαράγουμε ή τοποθετηθούμε μέσα από ένα πληκτρολόγιο ότι κάναμε την επανάσταση μας. Όχι, η ελευθερία και τα ιδανικά κατακτιούνται στους δρόμους.
– Τι είναι αυτό που θα σε έβγαζε στο δρόμο;
Σκέφτομαι αλήθεια τι να διαλέξω πρώτο. Για τον φασισμό; Τις ατομικές ελευθερίες; Τον πολιτισμό και την παιδεία; Ξέρεις τι είναι αυτό που με θυμώνει περισσότερο από όλα; Η φτωχοποίηση. Το γεγονός πως σε λίγο θα υπάρχουν οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Αυτοί που θα μπορούν και αυτοί που δεν θα έχουν δικαίωμα. Δεν με ενοχλεί αυτό γιατί θέλω τα πολλά. Ξέρω όμως πως στη φτώχια τα παιδιά δεν μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες ούτε μπορούν να διεκδικήσουν το μέλλον που ονειρεύονται. Θυμώνω γιατί βλέπω πως όσο κι αν αγωνιστεί κάποιος, όσο κι αν προσπαθήσει φοβάμαι πως δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Όχι γιατί οι αγώνες δεν έχουν αποτελέσματα αλλά γιατί είναι άδικο όλο αυτό και η αδικία με πληγώνει.
– Μετά, τη Πηνελόπη Δέλτα και στη συνέχεια τη νεαρή Κυβέλη σε ακολουθούν οι ρόλοι εποχής;
Νομίζω πως κάθε ηθοποιός, κάθε σκηνοθέτης σε αυτή την αρένα που ονομάζεται ελληνικό θέατρο δεν πρέπει να εγκλωβίζεται σε πράγματα που του ταιριάζουν και σε πράγματα που δεν του ταιριάζουν. Μπορεί και πρέπει κατά τη γνώμη μου να τα δοκιμάσει, να τα γευτεί όλα. Αυτό που σίγουρα με απασχολεί και στην ουσία είναι αυτό που διαλέγω είναι τους συνεργάτες μου. Με απασχολεί να είμαι σε ένα εργασιακό περιβάλλον που να σέβομαι και να με σέβονται. Να νιώθω καλλιτεχνικά ασφαλής. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για εμένα. Να δουλεύω με ανθρώπους που με βοηθούν να ανθίζω.
– Θα ήθελες να δοκιμαστείς σε κάτι εντελώς διαφορετικό;
Πέρσι, βρέθηκα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης και έκανα κωμωδία στον “Kατά φαντασίαν ασθενή” που είναι κωμωδία. Τώρα με την “Πανσέληνο” κινούμε στον ποιητικό ρεαλισμό. Η Μαρίνα είναι ένας ρόλος που είναι εντελώς έξω από ό,τι έχω κάνει στο παρελθόν.
– Γιατί έχω την εντύπωση πως σου αρέσει η δραματοποίηση; Το αποζητάς το θεατρικό στοιχείο στη ζωή σου;
Μία τάση υπερβολής και μια τάση θεατρινισμού την έχω στη ζωή μου. Τα ζω όλα σε μεγάλο βαθμό. Είτε τους αξίζουν είτε όχι. Το φτιάχνω μόνη καμιά φορά το δράμα.
– Είσαι drama queen και στον έρωτα;
Ξέρεις τι συμβαίνει; Δεν μου αρέσουν τα μέτρια και δεν έχω μέτρο. Δεν μου αρέσει το λίγο. Ό,τι ζω το ζω με ειλικρίνεια και πάθος. Μου αρέσει το πάθος. Και στον έρωτα και στη δουλειά μου. Αγαπάω τη ζωή, την τέχνη. Όλα τα ζω στο πολύ τους. Όμως με τον ίδιο τρόπο που έντονα θέλω κάτι με το ίδιο ακριβώς τρόπο μπορεί να απομυθοποιήσω κάτι ή κάποιον. Στηρίζω με αγάπη τους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή μου. Τους αγαπώ τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όμως είμαστε σύνθετοι. Μου αρέσει ο ρομαντισμός αλλά μπορώ αν θέλω να είμαι και ρεαλίστρια.
– Φέτος, βρίσκεσαι και στο “Κόκκινο Ποτάμι”. Πες μου λίγο για το ρόλο σου.
Η Αγγελική είναι ένας χαρακτήρας με έντονες κοινωνικές ανησυχίες. Νιώθει έξω από το προσωπικό της σαρκίο, νοιάζεται για τους άλλους και προσπαθεί για αυτούς. Νομίζω πως δεν την νοιάζει καθόλου ο εαυτός της. Είναι γιατρός και έχει πάντα μια έγνοια και μια φροντίδα για τους άλλους. Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτή τη δουλειά.
– Από το Πολυτεχνείο πως βρέθηκες στο θέατρο;
Τυχαία συνέβη. Ήταν δυο φίλες μου στην ομάδα του Νίκου Καραγεωργού στο studio υπό το μηδέν και μου περιέγραφαν με ιδιαίτερη θέρμη ό,τι συνέβαινε εκεί και κάπως έτσι πήρα την απόφαση να πάω κι εγώ. Από την πρώτη στιγμή ήταν σαν να βρέθηκα σε έναν άλλον κόσμο, μαγικό. Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Ανεξάρτητα αν καταφέρεις να τον υπερασπίζεσαι επαγγελματικά το θέατρο είναι ένας μαγικός χώρος. Λειτουργεί πολύ θεραπευτικά και σε κάνει να νιώθεις πως υπάρχει ελπίδα.
– Ταραντίνο ή Αλμοδόβαρ;
Ξεκάθαρα Ταραντίνο. Ξέρω πως με όσα σου είπα πριν θα με πήγαινες στον Αλμοδόβαρ κι όμως λατρεύω τον αμερικανικό κινηματογράφο. Το Kill Bill είναι η αγαπημένη μου ταινία. Σε αντίθεση με αυτά που παίζω ως θεατής προτιμώ τους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Βλέπω πολύ σινεμά, από ασιατικό μέχρι αλβανικό και ιρανικό. Επιμένω όμως στους Αμερικανους. Πιστεύω πως είναι επιστήμονες του είδους και δεν εννοώ μόνο το mainstream και τα μπλοκμπάστερ που φτάνουν σε εμάς αλλά κυρίως τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Έχουν μπει σε άλλο επίπεδο. Νομίζω πως γενικά η Αμερική έχει μπει σε μια πολύ ιδιαίτερη καμπύλη της ιστορίας της. Νιώθω πως εμάς τους ευρωπαίους μας βρίσκει λίγο ποιο κουρασμένους.
– Μπορεί να βιοποριστεί ένας ηθοποιός από το επάγγελμά του;
Δεν έχει καμία διαφορά η δουλειά του ηθοποιού από τις υπόλοιπες δουλειές και με το μεγάλο σταυρό και βαρύ φορτίο που κουβαλάμε όλοι αυτή την περίοδο. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι στο θέμα της δουλειάς μου πως κυνηγάμε τις ευκαιρίες και όποιος προλάβει. Το οικονομικό σύστημα είναι αυτό που μας έχει κάνει να τρέχουμε πίσω από τις ευκαιρίες με άλλοθι την επιβίωση μας. Όχι! Είναι λάθος. Ο καπιταλισμός είναι αυτός που το έχει κάνει αυτό. Υπάρχει τεράστια οικονομική ανασφάλεια όχι μόνο στο θέατρο αλλά σε κάθε εργαζόμενο. Σε κάθε άνθρωπο που διεκδικεί τη δουλειά του. Είμαστε σε έναν κόσμο δυνατοτήτων. Επίσης, πιστεύω πως ένα άνθρωπος που προσπαθεί, δουλεύει σκληρά και αντιμετωπίζει με φροντίδα τη δουλειά του δεν γίνεται να μην βρει το δρόμο του. Για ένα ρόλο που με βλέπετε να παίζω να ξέρεις πως έχω χάσει άλλους εκατό. Δεν είπε κανείς πως είναι εύκολο. Χρειάζεται αγώνας και είναι σκληρός.
– Θέλω να πάμε στο #metoo και να μου πεις αν πιστεύεις πως κάτι άλλαξε προς το καλύτερο.
Παρόλο που υπήρξαν κάποιες πολύ σημαντικές διεκδικήσεις φοβάμαι πως μαζί με τα ξερά ίσως να κάηκαν και τα χλωρά. Το τελικό συμπέρασμα όμως είναι καλό. Πλέον, όλα είναι περισσότερο προσεκτικά. Τις προάλλες χτύπησα το ισχίο μου στην πρόβα. Έχω συνεργάτες άντρες που ξέρουν πολύ καλά από σωματική άσκηση και τραυματισμούς και αμέσως προσπάθησαν να με βοηθήσουν. Σε κάθε κίνηση τους με ρωτούσαν “Μαρία μπορώ να σε πιάσω εδώ”; “Μπορώ να σε αγγίξω στον μηριαίο”; Μπορεί να φαίνεται αστείο όμως δεν είναι. Χρειαζόταν αυτή η ευγένεια που μας κάνει να νιώθουμε μεγαλύτερη ασφάλεια. Από την αγαρμποσύνη που υπήρχε παλιά προτιμώ χίλιες φορές αυτή την ευγένεια. Οπότε, ναι, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει και χαίρομαι για αυτό.