Το πρώτο έργο του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου το είδα στο Θέατρο της Άνοιξης μετά από ενάμιση χρόνο που είχε κάνει πρεμιέρα στον Άδειο Χώρο της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Από τη νουάρ ατμόσφαιρα του “Neon” πολλά έχουν αλλάξει όχι όμως η πρώτη εντύπωση που είχα για εκείνον. Μια εντύπωση που όσο περνούσε ο καιρός και παρακολουθούσα τη δουλειά του γινόταν πεποίθηση. Ο Τσιοτσιόπουλος γράφει, σκηνοθετεί, παίζει και δικαίως θεωρείται ένας από τους πιο ρηξικέλευθους σύγχρονους δημιουργούς. Δεν είναι ότι ανακάλυψε τη θεατρική πυρίτιδα ούτε ότι κάνει ένα θέατρο που απαραίτητα τους αφορά όλους. Δεν νομίζω πως τον ενδιαφέρει κιόλας. Αυτό που συμβαίνει με το θέατρο που ο Τσιοτσιόπουλος υπερασπίζεται είναι ότι τολμάει να λοξοδρομήσει από τα σαλόνια και να εκφράσει μια γενιά που κουράστηκε να περιμένει και να απολογείται. Μια γενιά που η δική της ζωή είναι στους δρόμους όπως στους δρόμους είναι και τα ζόρια της.
Οι ήρωες στη δραματουργία του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου δεν είναι αθώοι. Και ποιος είναι θα αναρωτηθείτε; Κανείς! Κατηγορηματικά και ξεκάθαρα. Όλοι τους είναι άνθρωποι τσαλακωμένοι που παλεύουν να νικήσουν τους προσωπικούς τους δαίμονες. Πρόσωπα που συναντάμε καθημερινά όπως ο Μίμης, ο Σοφοκλής, η Μαρία, ο Στέλιος κι ο Μάκης. Κι αν μας φαίνονται υπερβολικοί και αποστρέφουμε το πρόσωπο μας είναι γιατί μας μοιάζουν πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε.
Με μία λέξη μπορώ να περιγράψω τον “Κωλόκαιρο“ και αυτή είναι καθαρτήριο. Ένα purgatorium που η εξιλέωση έρχεται μέσα από τον πόνο. Ένας προθάλαμος ζωής, κόλαση και παράδεισος σε ένα σκυλάδικο της Ελευσίνας που οι πέντε ήρωες κοινωνούν πρόστυχο νερό, καπνό, ξεφτίλα και απόγνωση. Και εκεί που το σκοτάδι αρχίζει να σε μαγκώνει έρχεται η πένα του Τσιοτσιόπουλου και κάνει την ανατροπή ρίχνοντας χαραμάδες φως. Ο “Κωλόκαιρος” δεν είναι ένα ακόμα καταγγελτικό έργο για την αποδοχή στολισμένο με μπινελίκια και ταμπέλες όπως ρεαλισμός και έξω από τα δόντια. Είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Είναι η ζωή και η πτώση μας. Είναι μια ιστορία που αφορά μια ολόκληρη εποχή ορθόδοξης ρεμούλας, περίπου δυο γενιές πίσω από εμάς που την ξεχρεώνουμε ακόμα. Τα απανωτά sold out και το παρατεταμένο χειροκρότημα της πλατείας δεν είναι πυροτέχνημα. Είναι κλείσιμο ματιού και σκούντημα στην πλάτη ενός συγγραφέα που λίγα στενά κάτω από τη Βουκουρεστίου μαζί με μια δυνατή ομάδα δίνει γροθιά στο υπογάστριο μιας αστικής τάξης που βλέπει έργα για το λαό πίνοντας ακριβά κρασιά και κριτικάροντας λούμπεν ανθρώπους αρκεί βέβαια να μην της φωνάζουν αλήθειες μες στα μούτρα της.
Ο Γιώργος Παλούμπης ξέρει καλά να διαχειρίζεται έργα σκληρού ρεαλισμού αποτυπώνοντας τις συνιστώσες της νεοελληνικής πραγματικότητας. Η σκηνοθεσία του καταφέρνει μια ξεκάθαρη σκιαγράφηση των αγκυλώσεων της μικροαστικής κοινωνίας. Από το πρώτο μέρος της εισαγωγής στήνει ένα δράμα που κλιμακώνεται μέχρι και την τελευταία ανάσα της πλοκής χωρίς να την προδίδει. Δεν περιγράφει το έργο ούτε το παρατηρεί. Συνδημιουργεί εικόνες άλλοτε βίαιες και άλλοτε τρυφερές εκτονώνοντας τις εντάσεις του κειμένου ισορροπώντας το δράμα με κωμικά στοιχεία και αναδεικνύοντας τις πιο μύχιες αποχρώσεις μιας αιχμηρά δομημένης γραφής.
Το σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου αποτυπώνει ένα τυπικό σκυλάδικο με τους κίονες να αποτελούν στοιχείο μιας παρακμασμένης κιτς κουλτούρας. Η neon επιγραφή “No smoking” σε ένα χώρο που όλοι καπνίζουν στοιχείο και αυτή μιας νοοτροπίας που φωτογραφίζει τον μέσο νεοέλληνα. Παγιέτες, λαμέ κουστούμια και χρυσές καδένες όλα ταιριαστά μαζί με το μακιγιάζ της Διονυσίας Κωνσταντίνου. Ωραίος συγχρονισμός των ήχων του Ανδρέα Μιχόπουλου με τη σκηνοθεσία και τον σκηνικό φωτισμό του Βασίλη Κλωτσοτήρα. Η μουσική του Κώστα Νικολόπουλου υπήρξε αδύναμη. Σε ένα τόσο έντονο κείμενο τα τραγούδια θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν κάθε στιχουργική και συνθετική υπερβολή.
Βασιλική Διαλυνά, Στέλιος Δημόπουλος, Στάθης Σταμουλακάτος, Θάνος Αλεξίου και Αντώνης Τσιοτσιόπουλος σε μια υπέροχη στιγμή τους. Μεστές ερμηνείες, απογυμνωμένες από κάθε μανιέρα σε ένα συνεχόμενο υποκριτικό bras de fer όπου όλοι τους και ο καθένας χωριστά δημιούργησαν το προσωπικό τους δραματουργικό χώρο. Η Βασιλική Διαλυνά μας σπάραξε στη κυριολεξία λίγο μετά τη μέση του έργου ως το απόλυτα τραγικό πρόσωπο μιας “αλμοδοβαρικής” ραγισμένης ηρωίδας. Όσο για τον Θάνο Αλεξίου ίσως στην καλύτερη στιγμή της μέχρι τώρα καριέρας του.