Η Φένια Αποστόλου και το σκοτεινό παραμύθι του “Αποτυπώματος”
Με το "Αποτύπωμα", η Φένια Αποστόλου δημιουργεί έναν σκοτεινό, ποιητικό χώρο όπου η γυναικεία εικόνα αποτινάσσει τις παραμορφώσεις του χρόνου και ξαναβρίσκει τη φωνή της μέσα από την κίνηση, τη σιωπή και την καθηλωτική παρουσία της Γαβριέλλας Ανυφαντάκη.
Η Φένια Αποστόλου, με το “Αποτύπωμα”, χτίζει κάτι παραπάνω από μια εικαστική περφόρμανς. Ανοίγει έναν σκοτεινό διάδρομο όπου η γυναικεία εικόνα, αυτή που παραμορφώθηκε επί αιώνες από βλέμματα, μύθους και μηχανισμούς εξουσίας, επιστρέφει για να ζητήσει λογαριασμό. Στον χώρο του Calderone Art Space, η κίνηση γίνεται μνήμη, η σιωπή γίνεται κραυγή και η εικόνα αποδεσμεύεται από τις παλιές της φυλακές για να βρει μια νέα, ακατέργαστη αλήθεια.
Στον πυρήνα αυτού του κόσμου, ένα σώμα, η Γαβριέλλα Ανυφαντάκη, γίνεται φορέας μιας ιστορίας που δεν ειπώθηκε ποτέ σωστά: μιας ιστορίας ελέγχου, επιβίωσης, αλλά και αναγέννησης. Κι όμως, πίσω από τη σκηνική δύναμη κρύβεται κάτι βαθύτερο: μια δημιουργός που χρησιμοποιεί το ίδιο της το βίωμα ως εργαλείο αποδόμησης και αντίστασης.
Με τη Φένια μιλήσαμε για την παραμόρφωση και την επανεγγραφή της γυναικείας εικόνας, για τη μνήμη του σώματος, για τη σιωπή ως δραματουργική ένταση και για το πώς μια περφόρμανς μπορεί –έστω για μια στιγμή– να αλλάξει τον τρόπο που κοιτάζουμε τον κόσμο.
– Το “Αποτύπωμα” συνομιλεί με τη διαστρέβλωση της γυναικείας εικόνας μέσα στον χρόνο. Ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που σου αποκάλυψε ότι αυτό το θέμα έπρεπε να γίνει περφόρμανς;
Η πρώτη σπίθα ήταν μια προσωπική ανάγκη. Ως τρανς γυναίκα έχω ζήσει την παραμόρφωση του βλέμματος πάνω στο σώμα μου, την προσπάθεια των άλλων να ορίσουν το τι «είμαι». Κάποτε κατάλαβα πως οι γυναίκες —όλες μας— μεταφέρουμε επάνω μας μια ιστορία ελέγχου και προβολών. Και ήξερα πως αυτό δεν αρκεί να ειπωθεί· πρέπει να ενσαρκωθεί. Η περφόρμανς έγινε ο τόπος όπου το σώμα μου, αλλά και τα σώματα όλων των γυναικών, λύνουν τη σιωπή και προβάλλουν αντίσταση στα στερεότυπα της πατριαρχίας.
– Όταν μιλάς για «παραμορφωμένες γυναικείες μορφές» που επανέρχονται ως ζωντανά ίχνη, ποια εικόνα ή μνήμη σε στοίχειωσε περισσότερο κατά τη διάρκεια της δημιουργίας;
Με στοίχειωσε η εικόνα της γυναικείας ύπαρξης όπως καθρεφτίζεται κοινωνικά — όχι ως γυναίκα που κοιτάζει η ίδια τη μορφή της, αλλά ως γυναίκα που παλεύει με τα βλέμματα των άλλων που έχουν γίνει «ο καθρέφτης» της. Η μνήμη της συνεχούς διαπραγμάτευσης της ταυτότητας, της επιβίωσης, της επιθυμίας να υπάρξουμε ως γυναίκες αληθινά χωρίς προδιαγεγραμμένες συντεταγμένες. Αυτή η συνθήκη της διαρκούς αναμέτρησης με ένα σύστημα που μας θέλει να φορέσουμε το «κοστούμι» του έγινε ο άξονας της παράστασης.
– Η παράσταση λειτουργεί σαν εργαστήριο όπου χορός, φως, video art, υλικά και σιωπή αλληλεπιδρούν. Ποιο ήταν το πιο δύσκολο σημείο στη σύνθεση αυτού του πολυδιάστατου μικρόκοσμου;
Το δύσκολο ήταν να επιτρέψω σε κάθε μέσο να κρατήσει τη δική του αλήθεια και τον δικό του «χώρο» σε απόλυτη ισορροπία. Το σώμα έχει μια πολιτικότητα και λειτουργεί συμβολικά από μόνο του — αλλά και το σκοτάδι, η σιωπή και τα βίντεο έχουν την καταλυτική σημασία τους στην αφήγηση του έργου. Το στοίχημα ήταν να συνυπάρξουν όλα ισότιμα, σαν μια κοινότητα που ακούει και υποστηρίζει η μία φωνή την άλλη.
– Στο κέντρο της παράστασης βρίσκεται η Γαβριέλλα Ανυφαντάκη. Τι σε συγκίνησε στο σώμα, στην παρουσία ή στη διαθεσιμότητά της ώστε να γίνει ο πυρήνας αυτού του σκοτεινού παραμυθιού;
Η Γαβριέλλα έχει μια ευθραυστότητα που είναι δύναμη. Ένα σώμα που δεν φοβάται να δείξει το σπάσιμο και την προσπάθεια να ξεπεράσει τα όρια του για να περάσει τα μηνύματα της παράστασης στο κοινό. Με συγκίνησε η απροστασία της, η αυτοδιάθεσή της και ταυτόχρονα η αποφασιστικότητά της να ξεπεράσει κατά πολύ τον εαυτό της για να βρει το σκηνικό της γίγνεσθαι σε ένα τόσο απαιτητικό έργο. Είναι η ιδανική πρωταγωνίστρια που θα μπορούσε να είχε το έργο και η καρδιά αυτής της αφήγησης.
– Συχνά λέγεται ότι το σώμα θυμάται όσα το στόμα σωπαίνει. Πώς αντιμετωπίζεις τη μνήμη του σώματος ως εργαλείο δημιουργίας;
Το σώμα μου έχει μνήμη αγώνα, μετάβασης, αμφισβήτησης, επιβίωσης. Αυτή η μνήμη δεν είναι θεωρία — είναι καθημερινότητα. Στη δουλειά μου ζητώ από τους ερμηνευτές να μη φοβηθούν τη δική τους μνήμη: το σώμα ξέρει πότε πονά, πότε θυμώνει, πότε ζητά τρυφερότητα και μας λέει πάντα την αλήθεια. Όταν το αφήνουμε να οδηγήσει, προκύπτουν τόσο δυνατά νοήματα που μόνο το μυαλό αδυνατεί να δημιουργήσει με τόσο αρχέγονο και αποκαλυπτικό τρόπο.
– Πόσο σε απασχολεί η σχέση θεατή–ερμηνευτή στις περφόρμανς σου; Εδώ, ζητάς από τον θεατή να γίνει συμμέτοχος. Τι σημαίνει αυτή η «συμμετοχή» για εσένα;
Δεν ζητώ συμμετοχή για να κάνω τον θεατή «ενεργό». Ζητώ συμμετοχή για να καταλάβει ότι αυτό που βλέπει τον αφορά. Ότι η γυναικεία εικόνα που διαστρεβλώνεται, που πληγώνεται, που παλεύει να ξαναγεννηθεί για να υπάρξει αυτούσια, δεν είναι μια «αισθητική» παρέμβαση. Είναι μια κοινωνική ευθύνη. Ο θεατής δεν είναι απλός παρατηρητής· είναι συνένοχος, συνοδοιπόρος, μάρτυρας. Αυτό ζητώ: μια ηθική εγρήγορση που θα τον μετατοπίσει για να δει τα πράγματα διαφορετικά και να τα ανακαλύψει εκ νέου.
– Η σιωπή στην παράσταση φαίνεται να έχει ισότιμο ρόλο με την κίνηση και τον ήχο. Πώς δουλεύεις τη σιωπή ως δραματουργικό υλικό;
Η σιωπή για μένα είναι μια εσωτερική κραυγή που εμπεριέχει μεγάλη δύναμη. Στη σιωπή δεν μπορείς να κρυφτείς με εντυπωσιασμούς— είσαι η ανάσα σου, η καρδιά σου, ο φόβος σου που λειτουργούν ακέραια πάνω στη σκηνή. Τη δουλεύω σαν γέφυρα συνάντησης: εκεί ο θεατής έρχεται δίπλα στο σώμα και ακούει τον εσωτερικό του παλμό. Η σιωπή κάνει την αλήθεια αναπόδραστη.
– Όταν η γυναικεία εικόνα συνεχίζει να «βασανίζεται» από social media και νέους «καθρέφτες», πώς μπορεί μια περφόρμανς να λειτουργήσει ως αντι-πρόταση;
Με το να δείχνει το σώμα χωρίς επεξεργασία, χωρίς φιλτράρισμα, χωρίς καμία ωραιοποίηση. Ένα σώμα ατόφιο, πέρα για πέρα αληθινό που τρεμοπαίζει, που ιδρώνει, που λάμπει, που υποφέρει, που πέφτει και ξανασηκώνεται. Τα social media ζητούν το «τέλειο» και το «απόλυτο». Η σκηνή ζητά το αληθινό. Για μένα αυτό είναι η αντι-πρόταση: να επιτρέψουμε στα σώματα να είναι ζωντανά, όχι τέλεια. Κι αυτό, για όλα τα γυναικεία σώματα είναι μια πράξη αντίστασης.
– Έχεις δηλώσει στο παρελθόν ότι σε ενδιαφέρει η «αναγέννηση» του σώματος στη σκηνή. Ποια μορφή αναγέννησης αναζητάς εδώ;
Εδώ αναζητώ μια αναγέννηση που μοιάζει με επαναδιεκδίκηση. Να αναγνωρίσουμε ότι το σώμα μας δεν ανήκει στις ιστορίες που μας φόρεσαν. Ανήκει σε εμάς. Η αναγέννηση είναι μια στιγμή όπου το σώμα —το γυναικείο σώμα, το τρανς σώμα, το κάθε σώμα έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στη δυνατότητα της επιλογής— να σηκώνεται και να λέει: «Αυτό είμαι. Και υπάρχω όπως θέλω.»
– Τι θα ήθελες να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;
Θα ήθελα να φύγει με μια πιο καθαρή ματιά. Να δει την επόμενη γυναίκα που θα συναντήσει — την όποια γυναίκα— λίγο πιο ανθρώπινα, λίγο πιο δίκαια, λίγο πιο πραγματικά και όχι φαντασιακά, με αποδοχή, σεβασμό και χωρίς καμία προκατάληψη. Αν πάρει μαζί του μια αίσθηση τρυφερότητας και μια μικρή επαναδιαπραγμάτευση του βλέμματός του, τότε το «Αποτύπωμα» θα έχει κάνει τη δουλειά του.
Με το "Αποτύπωμα", η Φένια Αποστόλου δημιουργεί έναν σκοτεινό, ποιητικό χώρο όπου η γυναικεία εικόνα αποτινάσσει τις παραμορφώσεις του χρόνου και ξαναβρίσκει τη φωνή της μέσα από την κίνηση, τη σιωπή
Με το "Αποτύπωμα", η Φένια Αποστόλου δημιουργεί έναν σκοτεινό, ποιητικό χώρο όπου η γυναικεία εικόνα αποτινάσσει τις παραμορφώσεις του χρόνου και ξαναβρίσκει τη φωνή της μέσα από την κίνηση, τη σιωπή
Η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη επιστρέφει με έναν ρόλο που αναμετριέται με τα όρια της υποκριτικής. Στη νέα παράσταση του Γρηγόρη Χατζάκη, η "Μαρί Αντουανέτ" γίνεται αφορμή για μια (σχεδόν) υπόγεια συζήτηση
Η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη επιστρέφει με έναν ρόλο που αναμετριέται με τα όρια της υποκριτικής. Στη νέα παράσταση του Γρηγόρη Χατζάκη, η "Μαρί Αντουανέτ" γίνεται αφορμή για μια (σχεδόν) υπόγεια συζήτηση