Στην άκρη της σκηνής, στα αριστερά, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης με το σαντούρι του. Γύρω του, τρεις ακόμη μουσικοί της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας. Παίζουν ένα σμυρναίικο παραδοσιακό θέμα, εισάγοντας μας με τον καλύτερο τρόπο σε ό,τι πρόκειται να παρακολουθήσουμε. Στη μέση της σκηνής μία κινηματογραφική οθόνη, καραβόπανα και ιστία καραβιών.
Η Χάρις Αλεξίου εμφανίζεται με μια βαλίτσα στο χέρι. Φιγούρα – σύμβολο των ανέστιων και των ξεριζωμένων, καθιερωμένη στη συνείδηση μας από τον αγγελοπουλικό «Θίασο». Ξεκινάει την αφήγηση της. Το ένα πρόσωπο γίνεται δύο τη στιγμή που η Όλια Λαζαρίδου κάνει κι εκείνη την εμφάνιση της και η εξιστόρηση, δηλαδή το κείμενο, μοιράζεται. Θα μπορούσαν να είναι δύο ρεπόρτερ της εποχής που απλώς μεταφέρουν τα συγκλονιστικά ελληνικά του Φώτη Κόντογλου και, βασικά, τα όσα είδε και έζησε από πρώτο χέρι ο ποιητής και εικαστικός. Ευτυχώς δεν ισχύει αυτό.
Έτσι όπως η Λαζαρίδου σκηνοθέτησε το κείμενο, έχουμε μια σαφέστατη δραματοποίηση του συγκινητικού χρονικού του Κόντογλου με ένα σωρό πληροφορίες για τόπους, πρόσωπα και τεκταινόμενα που τελικά δεν σκεπάστηκαν από τη σκόνη του χρόνου. Ο θεατής μεταφέρεται στο Αϊβαλί, την πατρίδα του συγγραφέα σαν να σε εισέρχεται σε μία trance κατάσταση – πώς έγινε αυτό; Να’ναι η ταιριαστή μουσική που μας κληροδότησε η παράδοση; Το σκηνικό των Δάφνης Ρόκου – Μαγδαληνής Αυγερινού; Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου; Ή, πάνω απ’ όλα, οι ερμηνείες των δύο γυναικών που κάνουν τα αδύνατα δυνατά να μας πείσουν για το πόσο αγάπησαν τον λόγο του Κόντογλου και το πετυχαίνουν χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια; Δεν νομίζω να φεύγει θεατής από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά χωρίς να αντιλαμβάνεται την τιμιότητα των προθέσεων της σκηνοθέτιδας Λαζαρίδου.
Υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός στην εκφορά του λόγου της, μια και το ίδιο το κείμενο, ακόμη κι αν περιγράφει ακρότητες, βρίθει από το χιούμορ του συγγραφέα. «Καθίστε να σας πούμε μια ιστορία», μοιάζει να μας λένε οι δύο πρωταγωνίστριες που αν δεν υπήρχαν τα σκηνικά, ακόμη και η μουσική, κάλλιστα θα μπορούσαν αυτή τη μία ώρα να έχουν διάδραση μεταξύ τους, αλλά και με το κοινό, καθισμένες η μία απέναντι από την άλλη. Υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για ένα θεατρικό έργο δεδομένου του «εν αρχή ην ο λόγος»; Διόλου τυχαίο πως ενώ η παράσταση αυτή πρωτοπαίχτηκε ως αναλόγιο το 2018 με την Όλια Λαζαρίδου και την Αμαλία Μουτούση, σήμερα με τη Χαρούλα Αλεξίου αποκτά κανονική θεατρική μορφή ικανή να μεταφερθεί και σε άλλους χώρους.
Θεωρώ σωστή την επιλογή της Αλεξίου, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς (κι αν δεν το γνωρίζει, ας ενημερωθεί) ότι η πιο κοσμοαγάπητη Ελληνίδα τραγουδίστρια από το θέατρο είχε ξεκινήσει. Κι αν στην πρώτη της προ ετών σκηνική εμφάνιση ως ηθοποιός, σκηνοθετημένη από τον Γιώργο Νανούρη, βασίστηκε σε δικά της αυτοβιογραφικά κείμενα, εδώ αφέθηκε στην έμπειρη Λαζαρίδου για να γίνει το «alter ego» της στην υπηρεσία πάντα του κειμένου του Κόντογλου. Συν τοις άλλοις, η Αλεξίου θα μπορούσε να διαπρέψει ως κωμίκα παρά τη, συχνά υπέρμετρα συγκινησιακή περσόνα, που της αποδίδει ο λαός που την αγάπησε.
Θυμάμαι δηλαδή και τη Δήμητρα Γαλάνη που σε μία συνέντευξη μας, μου είχε πει πως το χιούμορ της Αλεξίου είναι αχτύπητο και πως δεν έχει γελάσει στη ζωή της πιο πολύ μαζί μ’ έναν άλλον άνθρωπο. Η Λαζαρίδου σίγουρα το εισέπραξε αυτό, από πριν ή από τις πρόβες τους, εξ ου και τα πιο ιλαρά μέρη του κειμένου δόθηκαν στην Αλεξίου. Ως στιγμές μέσα στην παράσταση, θα τις χαρακτήριζα κανονική – και απαραίτητη – αποφόρτιση από τον λυγμό, που ενδεχομένως ανεβαίνει στο λαιμό του θεατή, ενόσω ακούει για τη μαύρη εκείνη περίοδο της ιστορίας. Κι έπειτα ο ίδιος λυγμός αναδύεται από κάτι που μόνο η Λαζαρίδου και η Αλεξίου μαζί θα μπορούσαν να πετύχουν.
Δεν είναι απροσδιόριστο αυτό το κάτι: Όταν έχεις απέναντί σου την ηθοποιό με την πιο όμορφη φωνητική χροιά στο θέατρο και την τραγουδίστρια με την πιο όμορφη φωνή στο ελληνικό τραγούδι (κι ας έχει αποχωρήσει από τη συγκεκριμένη τέχνη), το κείμενο ακόμη και απλή ανάγνωση να του έκαναν, θα ερμηνευόταν κανονικά, θα έφτανε θεατροποιημένο στο κοινό. Κι έτσι ο λυγμός που αναφέρω, είτε πηγάζει από το δράμα των ξεριζωμένων, είτε κι από παλιά πορτραίτα γνωστών ανθρώπων του Κόντογλου στο κινηματογραφικό πανί, συγκινεί ερμηνευτικά και προσφέρεται αβίαστα, προάγοντας τα υψηλότερα ανθρώπινα συναισθήματα. Και πάνω απ’ όλα διασώζοντας την ιστορική μνήμη, πρωτεύον στοιχείο του πολιτισμού. Κρατώ εκείνη τη στιγμή που η Αλεξίου παρασύρεται από τη μουσική, την τέχνη της ζωής της, και λικνίζεται, σέρνοντας τον χορό. Βλέπεις μία γυναίκα στην ωριμότητα της, πάντα όμορφη και άκρως επικοινωνιακή, να αναδεικνύεται σ’ ένα κατεξοχήν ερωτικό πλάσμα. Διότι το θέατρο δεν είναι μόνο πολιτική, είναι και ερωτική πράξη, αρκεί να χαρακτηρίζεται από σκηνοθετική και υποκριτική ευελιξία κάθε φορά.
Το «Αϊβαλί η πατρίδα μου» τα έχει όλα και γι’ αυτό συστήνεται ανεπιφύλακτα σ’ όσους θέλουν να επανεξετάσουν ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο με τη γραφή του Φώτη Κόντογλου, να απολαύσουν τις ερμηνείες των Λαζαρίδου – Αλεξίου και εν τέλει να γυρίσουν στα σπίτια τους με μία αίσθηση καλού γούστου που εισέπραξαν μέσα σε 70 λεπτά, όσο δηλαδή διαρκεί το έργο.