Το “Dogville” γνήσιο παιδί της κινηματογραφικής σκέψης του Δόγματος 95 φέρει έναν δικό του “Όρκο Αγνότητας” που εντελώς απροκάλυπτα και αβίαστα αποκαθηλώνει κάθε έννοια καθωσπρεπισμού και κοινωνικής σύμβασης. Οι άνθρωποι είναι ικανοί για τα ευγενή μα και για τα πιο ειδεχθή και πολλές φορές είναι η ίδια η αγάπη που τους σπρώχνει στη δεύτερη επιλογή γιατί πολύ απλά γίνεται ο καθρέπτης της δικής τους ασχήμιας. Η Γκρέις με το συμβολικό όνομα και τον παντοδύναμο πατέρα δέχεται αγόγγυστα το σταυρό της και υπομένει κάθε ταπείνωση. Όχι γιατί δεν έχει τη δύναμη να φύγει αλλά γιατί επιλέγει να συγχωρέσει. Πιστεύει στην δύναμη της αγάπης και πως αυτή μπορεί να μεταμορφώσει και το πιο κακότροπο και ανήθικο πλάσμα. Όταν καταλαβαίνει πως οι κάτοικοι του “Dogville” αρνούνται τη “χάρη” και τη “θυσία” γίνεται τιμωρός. Η “Πόλη των σκυλιών” σηματοδοτεί το πέρασμα από την αθωότητα στο απόλυτο κακό. Δεν είναι η εξουσία που διαφθείρει. Είναι η καλοσύνη που δεν αντέχουν οι άνθρωποι.

Η υπόθεση του έργου θέλει τους κατοίκους ενός απομονωμένου χωριού να αναστατώνονται με την άφιξη μιας παράξενης κοπέλας. Η Γκρέις αναζητά καταφύγιο από εκείνους που την καταδιώκουν. Το χωριό “Dogville” βρίσκεται κοντά στα Βραχώδη Όρη. Αρχικά την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία μέχρι που η καλοσύνη και προθυμία της δείχνει να τους κερδίζει. Όμως όλοι θέλουν να κλέψουν κάτι από τη Γκρέις και όσο εκείνη είναι διατεθειμένη να τους δικαιολογεί για τη βάναυση συμπεριφορά τους τόσο περισσότερο μεγαλώνει η προδοσία τους. Μέχρι τη στιγμή που η Γκρέις αποφασίζει να αντιδράσει.

Η Λίλλυ Μελεμέ χωρίς εξάρσεις και σκηνοθετικές παραδοξολογίες χτίζει μια ιστορία που η αρχή της είναι τόσο παλιά όσο κι ο ίδιος ο άνθρωπος. Παίρνοντας στοιχεία από το κινηματογραφικό υλικό αλλά και προσθέτοντας τμήματα κειμένου που είχαν κοπεί στο τελικό μοντάζ της ταινίας εισχωρεί στα πιο μύχια ένστικτα της ανθρώπινης ύπαρξης. Την ίδια στιγμή καταφέρνει να δημιουργήσει συνδηλώσεις με το σήμερα ενσωματώνοντας με αλληγορικό τρόπο την οδύνη κάθε κυνηγημένου ανθρώπου.

Ο τρόπος που διαχειρίζεται τους χαρακτήρες και τους καθοδηγεί στην τελική μορφή τους είναι υποδειγματικός. Αυτό το οποίο μου έλειψε είναι η ένταση σε κάποια σημεία. Το κείμενο ακόμα και στις παύσεις του δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ απαλών ονύχων. Είναι τέτοια η δυναμική του που ακόμα και μικρές υπερβολές μπορούν να δικαιολογηθούν.

Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου και η σκηνική διασκευή του Christian Lollike δεν φοβήθηκαν τη σύγκριση με την ταινία ούτε εγκλωβίστηκαν σε ένα ούτως ή άλλως δυνατό σενάριο. Μαζί με τη σκηνοθεσία ης Λίλλυς Μελεμέ διεκδίκησαν ένα νέο έργο και το κέρδισαν. Τα σκηνικά της Θάλειας Μέλισσα έμοιαζαν με μακέτες. Με μικρογραφίες αντικειμένων που συμπύκνωναν όλο τον υλικό κόσμο του “Dogville”. Σαν μια γυάλινη περιστρεφόμενη σφαίρα που μπορούσαμε να δούμε μέσα. Μια εικονική πραγματικότητα τόσο απογυμνωμένη όσο και οι πρωταγωνιστές της.

Ο Θοδωρής Κατσαφάδος, η Νικολέτα Βλαβιανού, ο Βαγγέλης Αλεξανδρής, ο Ανδρέας Νάτσιος, η Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ο Πάρης Λεόντιος και η Νίνα Έππα μεταμορφώνονται από ενάρετους και θεοσεβούμενους ανθρώπους σε διώκτες. Η καμπάνα της δικής τους αρετής δεν ακούγεται τόσο δυνατά ώστε να τους συγκρατήσει από τον καταπιεσμένο εαυτό τους που μόλις νιώσει λίγη τρυφερότητα κατασπαράζει το δώρο που του δόθηκε. Η Έλλη Τρίγου με μια εσωτερική δύναμη κοιτάει κατάματα τον ρόλο. Το σίγουρο είναι πως έχει περιθώριο για περισσότερη δραματικότητα. Υπήρχαν στιγμές που η ερμηνεία της ήταν επίπεδη με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρες οι αντιθέσεις που κλιμακώνουν την τελευταία σκηνή. Ο Στέλιος Μάινας σε πολλαπλούς ρόλους έχει πάνω του το μεγαλύτερο υποκριτικό βάρος της παράστασης. Έμπειρός σκηνικά μπορεί και ελίσσεται από τη μια συνθήκη στην άλλη χωρίς να μπερδεύεται ερμηνευτικά.