“Ακατάλληλη διότι διεγείρει τον σεξουαλικό ίμερο” με αυτό τον τρόπο περιέγραψαν οι ακαδημαϊκοί της εποχής τη soft porno ταινία “Emmanuelle” λίγες ημέρες πριν την επίσημη προβολή της. Κι αν νομίζετε πως η λογοκρισία της ταινίας υπήρξε απλά μια ατυχής στιγμή της συντηρητικής Ελλάδας τότε μάλλον αγνοείται το πολιτικό σκηνικό της εποχής.
Στις 17 Απριλίου 1975 η Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφασίζει την απαγόρευση της προβολής της “Emmanuelle”. Μάλιστα, για όσους διένειμαν παράνομες κόπιες προβλεπόταν ποινή φυλάκισης. Το σύνθημα “ΨΩΜΙ-ΣΑΡΔΕΛΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ” είναι ένα από τα πολλά που φώναζαν οι άνθρωποι έξω από τους σφραγισμένους κινηματογράφους. Με νωπές ακόμα τις μνήμες από την επταετία της Χούντας και μια Ελλάδα να μπαίνει εντελώς ανυποψίαστη στο πρώτο έτος της μεταπολίτευσης το μόνο που ήθελαν οι άνθρωποι ήταν να ξεχάσουν. Εξάλλου, το παρακράτος με τη συνωμοτική κίνηση ομάδας αξιωματικών για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή, γνωστό και ως το “πραξικόπημα της πιτζάμας”, δύο μήνες πριν την προβολή της ταινίας δεν άφηνε περιθώρια στον Καραμανλή να έχει απέναντι του τη στρατιωτική και ακαδημαϊκή ελίτ της εποχής. Έπεσαν τηλέφωνα, γράφτηκαν επιστολές από συζύγους αξιωματικών και κάπως έτσι, η ταινία που μας έδειξε πως ένα αιδοίο μπορεί να “καπνίζει” απαγορεύτηκε και μαζί με αυτήν και οι ψευδαισθήσεις του λαού για μια ελεύθερη Ελλάδα.
Ο Γιώργος Σίμωνας πιστός στο τολμηρό θέατρο έρευνας και θέλοντας να καταθέσει το προσωπικό του πολιτικό σχόλιο αντλεί πληροφορίες από το υλικό του Αθηνογράφου Γιάννη Καιροφυλά αλλά και από συνεντεύξεις και άρθρα της εποχής ξεναγώντας μας στον κόσμο των 70΄s. Η απαγόρευση της “Emmanuelle” είναι μόνο η αφορμή. Οι θαμώνες του Chiquita ψάχνουν ένα λόγο να υπάρξουν, να τα καταφέρουν. Θέλουν να βγάλουν χρήματα, να κάνουν καριέρα, να αντισταθούν, θέλουν να ζήσουν. Η Εμμανουέλα είναι η έκπτωτη γη της απαγγελίας τους και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να αρπάξουν την ευκαιρία.
Ο τρόπος που ο σκηνοθέτης χτίζει τους χαρακτήρες του έργου δημιουργώντας για τον καθένα το δικό του περιβάλλοντα δραματουργικό χώρο είναι υποδειγματικός. Δώδεκα ηθοποιοί πάνω στη σκηνή και όλοι τους έχουν μια ιστορία να πουν. Η σύνδεση μεταξύ τους και ο τρόπος που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της παράστασης μέχρι το ανατρεπτικό φινάλε συστήνει ένα καλοκουρδισμένο σύνολο που είναι κι από τα δυνατά χαρτιά της παράστασης.
Ο Γιώργος Σίμωνας είναι καλοδιαβασμένος και μας μεταφέρει από το πρώτο λεπτό στη δεκαετία του 70. Μουσικές, ταινίες και έντονο το αποτύπωμα της πολιτικής κατάστασης. Συμβολισμοί και ιστορικά πρόσωπα όπως ο Θόδωρας Βενάρδος που έμεινε στην ιστορία ως ο “ληστής με τις γλιαδιόλες” και δεν μπορώ να μην αναφέρω την ομοιότητα με τον ηθοποιό Στέφανο Λώλο που τον υποδύεται εξαιρετικά. Υπάρχουν ελάχιστες στιγμές στο πρώτο μέρος της παράστασης που το κείμενο φλυαρεί χωρίς να προσθέτει κάτι περισσότερο στη δράση καταλήγοντας να είναι περιγραφικό.
Οι μουσικές συνθέσεις της Τώνιας Ράλλη, το εύστοχα φορτωμένο σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου με τις ταπετσαρίες και το βελούδο να αγνοούν τι σημαίνει η λέξη μίνιμαλ, τα νάιλον, πολύχρωμα, γυαλιστερά ρούχα της Ευαγγελίας Γκότση (Grace Gely) συνθέτουν περίφημα τον καμβά των 70΄s. Ο σκηνοθέτης με το βλέμμα πάντα στραμμένο και στην 7η τέχνη και με τη βοήθεια της κινησιολόγου Κικής Μπάκα κλείνουν το μάτι στους auteurs cult κινηματογραφικών αριστουργημάτων.
Οι Στάθης Κόκορης (Πητ), Σοφία Μανώλη (Ασπασία), Χρύσα Κολοκούρη (Αλίκη), Μιχάλης Ζαχαρίας (Γεράσιμος), Φώτης Λαζάρου (Σάμι), Στέφανος Λώλος (Θόδωρας Βερνάρδος), Βάσω Παύλου (Ισαβέλλα Τόρα), Συμεών Τσακίρης (Οδυσσέας), Νικόλας Πιπεράς (Όμηρος), Χρήστος Χριστόπουλος (Απόστολος), Τώνια Ράλλη (dj Manita) και ο Γιώργος Σίμωνας (Τάσος) -στο καθιερωμένο ολιγόλεπτο πέρασμα του από τη σκηνή- έχουν δουλέψει πολύ και αυτό είναι κάτι που φαίνεται. Δυνατοί διάλογοι, παράλληλες ερμηνείες που όπως ανέφερα και πριν δημιουργούν τον προσωπικό τους χώρο.
Ο Φώτης Λάζάρου για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ερμηνευτικά πολύτιμος. Διαχειρίζεται χωρίς εξάρσεις ένα ρόλο που εύκολα μπορεί να σε πετάξει έξω εξαιτίας της υπερβολής του. Με ευκολία περνάει από το κωμικό στο δραματικό στοιχείο κλιμακώνοντας όλη τη διαδρομή ενός ανθρώπου που θέλει να ζήσει. Ο Νικόλας Πιπεράς πολύ δυνατός, επίσης, σε ένα χαρακτήρα που θα μπορούσε να γίνει επιθεωρησιακός. Παρόλα αυτά καταφέρνει να του δώσει σώμα. Ευχάριστη έκπληξη η Χρύσα Κολοκούρη όπου με την αμεσότητα της και τη σκηνική της παρουσία ξεχώρισε.