Ελαφρώς αργοπορημένη και με ιδιαίτερη περιέργεια για την συγκεκριμένη παράσταση ανεβαίνω στο Δώμα του φιλόξενου Θεάτρου του Νέου Κόσμου για να συναντήσω τους συντελεστές του “Andy”. Είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα θα παρουσιαστεί ένα έργο που θα μιλάει και θα αγγίζει την προσωπικότητα ενός performer που χαρακτηρίστηκε ως ο βασιλιάς της pop art. Έναν τίτλο που μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του τον σιχαινόταν.

Η πρώτη εικόνα που βλέπω με βρίσκει εντελώς απροετοίμαστη. Παρόλο που γνωρίζω πως θα δω ένα έργο για τον Άντυ Γουόρχολ η μεταμόρφωση του Μίλτου Φιορέντζη ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Δεν αναφέρομαι μόνο στο ενδυματολογικό κομμάτι, επιμέλειας Λίνας Πηγαδιώτη, ούτε στην χαρακτηριστική πλατινέ περούκα δια χειρός Θωμά Γαλαζούλα. Η κίνηση, το στήσιμο ακόμα και το ύφος του ηθοποιού σου συστήνουν τον καλλιτέχνη που κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τη μεταπολεμική Αμερική και να προετοιμάσει το δρόμο για κάθε νέο δημιουργό.

Προσωπικά με βρίσκει διστακτική η δραματουργία που αφορά ιστορικά πρόσωπα. Ο κίνδυνος του μιμητισμού και η επιθεωρησιακή προσέγγιση ελλοχεύουν επικίνδυνα φανερώνοντας καρικατούρες και προχειρότητες. Όχι, όμως στην παράσταση “Andy”. Το αποτέλεσμα επί σκηνής προδίδει πολλές ώρες προβών και σεβασμό. Καμία ευκολία και κανένας κομπασμός. Σκηνοθέτης και ηθοποιός έχουν διαχειριστεί ένα τεράστιο υλικό συμπυκνώνοντας τη ζωή ενός καλλιτέχνη που κατόρθωσε να τον προσκυνούν τα λόμπι που τόσο απροκάλυπτα ο ίδιος χλεύαζε μέσα από την τέχνη του.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπογδάνος μου εξηγεί γιατί επέστρεψε σε ένα έργο που είχε ανέβει στο Central Saint Martins στο Λονδίνο το 2010. «Αυτό το έργο κρύβει ένα ταξίδι. Η επιθυμία μου να ασχοληθώ με τον Γουόρχολ και τη ζωή του είναι διαφορετική από ότι ήταν πριν δέκα χρόνια. Επιστρέφοντας από το Λονδίνο θυμάμαι να λέω του Μίλτου πως κάποια στιγμή θέλω να το ανεβάσουμε μαζί αυτό το έργο. Το κείμενο είναι το ίδιο με κάποιες αλλαγές που προέκυψαν στην πορεία. Οι στόχοι είναι διαφορετικοί. Και τι εννοώ με αυτό; Η προσωπική μου διαδρομή αυτά τα δέκα χρόνια με έκανε να μαγευτώ από άλλες ποιότητες της ζωής του Γουόρχολ. Μπορώ πια να πω πως με απασχολεί περισσότερο η ελευθερία, η αποδοχή, η ολοκλήρωση ως πραγματολογικές και κοινωνικές, ανθρώπινες έννοιες και αυτή είναι και η πρόθεση μου με αυτή την παράσταση. Μπορεί να ακουστεί περίεργο αλλά πριν δέκα χρόνια είχα ταυτιστεί με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αυτός ο άνθρωπος μέχρι να τα καταφέρει. Δεν του χαρίστηκε τίποτα. Δούλεψε πολύ σκληρά. Κοιτάζω ξανά αυτό το πολύτιμο υλικό και συγκινούμαι διαφορετικά».

Ο Άντυ Γουόρχολ ποτέ δεν υπήρξε από τα προνομιούχα παιδιά της Αμερικής και ο Uncle Sam μάλλον θα προτιμούσε φωνές σαν τη δική του να σωπάσουν. Έχοντας διαβάσει για τα έργα και τις ημέρες του Γουόρχολ το μόνο που σίγουρα μπορώ να πω είναι πως η γη της προσωπικής του απαγγελίας ήρθε μέσα από πολύ κόπο και οδύνη. Κι αν ήρθε ποτέ…

Η παράσταση αποτελεί ένα ψυχογράφημα του καλλιτέχνη, μια προσωπική εξομολόγηση μέσα από μνήμες, προσδοκίες και ματαιώσεις. Η αφήγηση ξεκινάει από τα παιδικά του χρόνια και διαιρεμένη σε δέκα κεφάλαια (9 + 0) κορυφώνεται ως τη στιγμή του θανάτου του.

Από το πολυκατάστημα παπουτσιών που τον ανακάλυψε ο Αλέξανδρος Ιόλας και τις πρώτες εικονογραφήσεις στο περιοδικό Glamour μέχρι τα Factory, τις ταινίες του και την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα δοσμένα στη σκηνή καλοδουλεμένα και μελετημένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν πρόκειται για μια ακόμη αγιογραφία του πολυσχιδή καλλιτέχνη κι ούτε είναι το ζητούμενο. Εξάλλου, ο τρόπος που ο Άντυ Γουόρχολ έθετε τα όρια ήταν εκρηκτικός από μόνος του όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μίλτος Φιορέντζης: «Είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος που μιλάει. Λέει τα πράγματα σκληρά, ωμά με απόλυτη αλήθεια και ευστοχία. Ένα από τα ζητήματα που έπρεπε από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσουμε ήταν η μετατόπιση και ο στόχος της παράστασης. Αυτό που ρώτησες. Γιατί τώρα; Γιατί ξανά αυτό το έργο. Μα επειδή πρόκειται για μια τόσο καθολική προσωπικότητα που ακόμα και σήμερα όχι μόνο είναι επίκαιρη αλλά εμπνέει τους νεότερους δημιουργούς. Αυτός είναι και ο λόγος που το έργο δεν προσδιορίζεται χρονικά. Δεν υπάρχει ξεκάθαρος χρόνος δράσης. Είναι όλο σε μια παγκόσμια χρονική διάσταση. Αυτός είναι ο Άντυ Γουόρχολ. Ένας καλλιτέχνης τόσο μπροστά από την εποχή του που χρονικά δεν μπορείς να τον περιορίσεις».

Οι προσωπογραφίες του με είδωλα της εποχής έχουν σκοπό την απομυθοποίηση τους. Με την επανάληψη καταργείται η μοναδικότητα του ατόμου. Δεν είναι ασέβεια προς τους ίδιους αλλά σκούντημα στα καλλιτεχνικά και πολιτικά κυκλώματα της εποχής. Η τέχνη του έχει αναίδεια και δεν φαίνεται διόλου να τον ενοχλεί αυτό. Γκαλερίστες, ιστορικοί τέχνης, συλλέκτες και κάθε λογής celebrity θα σκότωνε στην κυριολεξία για να βρεθεί στα θρυλικά πάρτι που διοργάνωνε στα διάφορα στούντιο του. Ο απόγονος ρουθήνων μεταναστών στα ίδια πάρτι προσκαλούσε με την ίδια ευκολία και κάθε underground στοιχείο της πόλης. Τοξικοεξαρτημένοι, μουσικοί του δρόμου, πορνοστάρς και queer καλλιτέχνες ήταν ευπρόσδεκτοι πλάι με τους εκατομμυριούχους που παρακαλούσαν για να φωτογραφηθούν μαζί του. Από την Μέριλιν Μονρό και τον Κέννεντυ έως τις κονσέρβες της σούπας Campbell η τέχνη υποκλινόταν μπροστά του. Συνολικά τριάντα δύο κουτάκια σούπας σε καμβά ζωγραφισμένα στο χέρι με διαφορετικές ετικέτες κατάφεραν να αποστομώσουν τους σοφούς κριτικούς τέχνης.

Και όσο κι αν φαίνεται κοινότυπο και δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα παραμένει. Τι είναι τέχνη και κυρίως ποιος την ορίζει; Ο Μίλτος Φιορέντζης με επαναφέρει στην πραγματικότητα των στερεοτύπων της καταγωγής του Γουόρχολ και πόση απόρριψη δέχτηκε εξαιτίας τους: «Προτού ο Άντυ Γουόρχολ γίνει αυτό που ήταν είχε δεχτεί μεγάλη απόρριψη επειδή ξεκίνησε από ένα κατάστημα παπουτσιών και στη συνέχεια από το χώρο της διαφήμισης. Οι ομόλογοι του δεν τον αποδέχονταν και χρειάστηκε σκληρή δουλειά για να καταφέρει τα έργα του να θεωρούνται έργα τέχνης και η τιμή τους να αγγίζει τα εκατομμύρια δολάρια. Αυτή η κατάκτηση δεν ήρθε μέσα από δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα. Υπήρξε οδύνη, τραύμα. Όλη του τη ζωή ήθελε να τον αποδεχτούν. Το “Andy” είναι ένα έργο για την αποδοχή. Όσο για το τι είναι τέχνη; Για εμένα είναι ό,τι σε μετατοπίζει. Ό,τι σε κάνει να μένεις σιωπηλός και να χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Ό,τι σου αποκαλύπτεται».

Μου αρέσει η ερμηνεία του Μίλτου Φιορέντζη. Την είδα και στην πρόβα που μόλις είχε ολοκληρωθεί. Για τον Δημήτρη Μπογδάνο τέχνη είναι η ορατότητα: «Τέχνη είναι να γίνεις αληθινός άνθρωπος. Όταν σου φανερώνεται κάτι και μέσα από αυτό αποκαλύπτεσαι και εσύ. Να δούμε εαυτόν. Πρέπει να βρούμε το κουράγιο να βουτήξουμε στις δεξαμενές μέσα μας και να αναδυθούμε ελεύθεροι. Υπάρχει ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στο δημιουργό και το έργο του. Υπάρχει γέννα και είναι επώδυνη. Έτσι, φτάνουμε στο φως. Μέσα από ρωγμές και τραύματα, μα ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς δημιουργία».

Με αυτή τη σκέψη αφήνω το Δώμα ή μάλλον το διαμορφωμένο στούντιο – σκηνή του θεάτρου μαζί με τους καμβάδες και το πικάπ να παίζει Μαρία Κάλλας. Δεν ξέρω αν ζούσε σήμερα ο Άντυ Γουόρχολ τι θα έλεγε για την τέχνη. Τα 15λεπτά δημοσιότητας μου φαίνεται γενναιόδωρος χρόνος για τις δικές μας αντοχές. Σίγουρα όμως θα ευχαριστιόταν με όλη του την ψυχή το πόσο μπροστά υπήρξε από την εποχή του και θα δεχόταν μάλλον σα χάδι μια παράσταση που μιλάει για την αποδοχή με τον πιο σκληρά τρυφερό τρόπο!!

Συντελεστές παράστασης

Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Δημήτρης Αγιοπετρίτης – Μπογδάνος

Ενδυματολόγος: Λίνα Πηγαδιώτη

Σχεδιασμός Φωτισμών: Σοφία Αλεξιάδου

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Κομμώσεις, περούκες: Θωμάς Γαλαζούλας

Βοηθός σκηνοθέτη: Νάλια Ζήκου

Μακιγιάζ: Olga Faleichyk

Creative Team at Visual Arts & Graphics: Linear Creative Content Company

Θέατρο του Νέου Κόσμου

Διεύθυνση:Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Αθήνα