Όταν ανακοινώθηκε πως το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη “Άκρα Ταπείνωση” θα δραματοποιηθεί όλοι όσοι γράφουμε για θέατρο καλοδεχτήκαμε αυτή την ιδέα. Αφενός έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που εστιάζει στα γεγονότα της νύχτας της 12ης Φεβρουαρίου 2012 και αφετέρου η σκηνοθεσία του βραβευμένου Παντελή Φλατσούση δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση.
Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που η Ελλάδα βρέθηκε στο κέντρο μιας οικονομικής κρίσης που με τη σειρά της γέννησε την προσφυγική. Νεόπτωχοι, αγανακτισμένοι, άνοδος του ναζισμού και το τσιμεντένιο, πολύπαθο “εθνικό φρόνημα” ένα κρησφύγετο για κάθε κακοποιητή. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας διάλεξε για τίτλο του βιβλίου μια εικόνα από τη βυζαντινή αγιογραφία που περιγράφει το πάθος του Χριστού. Η απόγνωση και η εξαθλίωση των ανθρώπων μπροστά στη δειμοκρατία -κι όχι δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος- υπήρξε ο κύριος μοχλός ενός συστήματος που οδηγούσε τις εξελίξεις ακριβώς εκεί που ήθελε. Ο Δείμος στην αρχαιότητα ήταν η προσωποποίηση του τρόμου. Αυτό συνέβαινε στα χρόνια των μνημονίων, αυτό συμβαίνει και τώρα. Και για αυτό η παράσταση του Παντελή Φλατσούση είναι κάτι περισσότερο από επίκαιρη. Είναι αναγκαία.
Όπως, ο ίδιος ο σκηνοθέτης μου εξηγεί στη συζήτηση μας εκείνα τα χρόνια αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο και το έναυσμα, την αφορμή του θεάτρου που θέλει να κάνει: “Τα χρόνια της κρίσης είναι ένα τραύμα το οποίο δεν το έχουμε επεξεργαστεί καλλιτεχνικά. Η “Άκρα Ταπείνωση” ανήκει σε αυτό που θα λέγαμε λογοτεχνία της κρίσης. Τα δείγματα δεν είναι πάρα πολλά. Στο θέατρο, ακόμη λιγότερο στο σινεμά, δεν έχουμε μιλήσει όσο θα έπρεπε με καλλιτεχνικά μέσα. Αυτό που καταφέρνει το κείμενο της Ρέας Γαλανάκη -και επιχειρούμε να το κάνουμε και εμείς- είναι να θέσει ερωτήματα καταγράφοντας το αποκορύφωμα μιας εξέγερσης απέναντι στην “Άκρα Ταπείνωση” που βιώσαμε όλοι τότε και μας γαλούχησε κοινωνιολογικά και ιδεολογικά. Τότε, μόλις είχα τελειώσει τη δραματική σχολή. Έζησα πολύ έντονα τα γεγονότα. Προσωπικά εκείνη η περίοδος με επηρέασε, με ωρίμασε καλλιτεχνικά“.
Το 2012 η πολυκομματική κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου φέρνει προς ψήφιση το δεύτερο μνημόνιο το οποίο υπερψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο με 199 ΝΑΙ. Η ατμόσφαιρα στην ολομέλεια της Βουλής θύμιζε πεδίο μάχης με βουλευτή του ΚΚΕ να εκσφενδονίζει τον πολυσέλιδο τόμο του νομοσχεδίου (μαζί με το αγγλικό κείμενο έφτανε τις 640 σελίδες) στον τότε υπουργό Οικονομικών, Ευάγγελο Βενιζέλο. Έξω από τη Βουλή ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μανώλη Γλέζο προσπαθούσαν να μπουν στην κεντρική αίθουσα την ώρα που η πόλη φλεγόταν. Μια εξέγερση που έβγαλε από τα σπίτια τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες. Σε αυτή τη συνθήκη πολέμου οι δυο ηρωίδες της Ρέας Γαλανάκη, δυο γυναίκες που κινούνται μεταξύ σαλότητας και πνευματικής επαγρύπνησης, διερευνούν και διερωτώνται για την χαμένη μας αξιοπρέπεια. Για τους αγώνες του Πολυτεχνείου και ακόμα πιο πίσω. Οι δυο γυναίκες αναζητούν τους αγώνες μιας ολόκληρης γενιάς που ακρωτηριάστηκε από τη λαμογιά και το βόλεμα.
Παρακολουθώντας την πρόβα αναρωτιέμαι αν υπάρχει κίνδυνος από μια τέτοια αναψηλάφηση. Για ποιο λόγο τώρα αυτό το έργο; Ο Παντελής Φλατσούσης δίνει τη δική του απάντηση: “Είναι επικίνδυνο, είναι δύσκολο, είναι πολύ κοντά στο χρόνο και θέλει πολύ μεγάλη μελέτη γιατί μιλάμε για γεγονότα τα οποία τα θυμόμαστε όλοι και τα έχουμε ζήσει όλοι. Στην ουσία είναι σαν να ιστορικοποιούμε το ίδιο το βίωμα. Θέτουμε το ατομικό και συλλογικό βίωμα σε ευρύτερα ιστορικά συμπεράσματα. Ανήκω, εγώ το μικρό άτομο, και στον ιστορικό χρόνο όταν σκηνικά καθρεφτίζομαι στις σελίδες του. Ταυτόχρονα αυτή η συνθήκη δίνει στο βίωμα την ευκαιρία να αλλάξει. Να διαφοροποιηθεί, να μας κάνει να προχωρήσουμε παραπέρα ενώ αν το αφήσουμε εν υπνώσει δεν θα εξελιχθεί και δεν θα ενεργοποιηθεί μέσα μας”.
Αυτό που αντικρύζεις πρώτο στο θεατρικό χώρο Θησείον-Ένα Θέατρο για τις Τέχνες είναι τρία ορθογώνια τραπέζια. Πάνω τους τα υλικά της παράστασης που δεν θέλω να αποκαλύψω και υπάρχει λόγος για αυτό. Είναι από τις στιγμές που καμία γραφή -όσο γλαφυρή κι αν είναι- δεν μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα. Μια αποκάλυψη των υλικών και των “προσώπων” που πλαισιώνουν τους τέσσερις συμπρωταγωνιστές της παράστασης – Βαγγέλης Αμπατζής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Λάμπρος Γραμματικός, Μαριάμ Ρουχάτζε– μόνο άδικη και λίγη θα μπορούσε να είναι. Η “Άκρα Ταπείνωση” είναι ένα έργο που δεν μας αφήνει απλούς θεατές. Είμαστε εμείς. Τόσο ταπεινωμένοι και τόσο δικαιωμένοι όσο ο καθένας από εμάς αντέχει να νιώσει. Θα σας δείτε σε αυτή τη παράσταση που βασίζεται στο θέατρο της τεκμηρίωσης.
Πάνω από τα καθίσματα των θεατών δύο βιντεοπροβολείς δημιουργούν παράλληλη δράση. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν στα χέρια τους κάμερες χειρός και υπάρχουν σύνθετα τεχνικά μέσα: “Προσωπικά με ενδιαφέρει πολύ το live σινεμά. Θα υπάρχει βέβαια και μαγνητοσκοπημένο υλικό σε επίδραση με τη ζωντανή δράση της σκηνής και των ηθοποιών. Αυτό ανεβάζει το επίπεδο δυσκολίας για τους ηθοποιούς που πρέπει να είναι απόλυτα ακριβείς και συγχρονισμένοι στην υποκριτική τους. Είδες και εσύ στην πρόβα πόσες φορές κάνουμε ξανά και ξανά τα στιγμιότυπα. Ταυτόχρονα τα νέα μέσα είναι και νέο βλέμμα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα. Οι κάμερες, οι ταινίες, η τηλεόραση, το ηχητικό κομμάτι είναι μέσα που με ενδιαφέρουν να τα ενσωματώνω στη δουλειά μου. Δεν είναι ούτε ξένα ούτε μη προσβάσιμα. Επίσης, όταν βάζεις ένα νέο μέσο στη σκηνή αυτόματα το καθιστάς και ανοιχτό στο διάλογο. Κάτι που δεν επιτυγχάνεται όταν το βλέπεις στη μικρή ή μεγάλη οθόνη. Τοποθετώντας το στη σκηνή το μετακινείς από τα συνήθη του όρια. Το βάζεις σε νέα συμφραζόμενα οπότε κι ο θεατής είναι υποχρεωμένος να τα αναγνωρίσει ακόμα κι αν πρόκειται για μια απλή αντίδραση όπως, “μα είναι θέατρο. Τι τα θέλουν;”. Ακόμα κι αυτό είναι μια νέα ανάγνωση που εμένα με αφορά”.
Επιστρέφοντας πάλι στην παράσταση και στο κομμάτι που κινείται μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας θέλω να σταθώ στα αντιφατικά δίπολα που πολύ έξυπνα θέτει η συγγραφέας. Από τη μια ο γιος της κεντρικής ηρωίδας ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο και από την άλλη ο γιος της γυναίκας που καθαρίζει είναι χρυσαυγίτης. Η σκηνοθεσία του Παντελή Φλατσούση συμπάσχει με αυτά τα δίπολα και φέρνει τον καθένα από εμάς μπροστά στις ευθύνες μας. Σκιαγραφεί το ουτοπικό και το ανέφικτο σε μια διαρκή ιστορική παλινδρόμηση που εξεγείρεται μπροστά στην ταπείνωση. Μπροστά στις αιτίες και τις αφορμές αυτής της άκρας και ακραίας ταπείνωσης. Το πιο σημαντικό είναι πως δεν επιχειρεί να δώσει απαντήσεις. Να “ενοχλήσει” θέλει με έναν τρόπο βαθιά κοινωνιολογικό υπερασπιζόμενος την ελπίδα και την αγάπη για τον αγώνα του ίδιου του ανθρώπου. Και με την τελευταία πρόταση από το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη θα κλείσω αυτό το άρθρο “Αλλά δεν είχες άλλο αντίδοτο στο φόβο από την αγάπη”.