Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι ένας απ’ τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες. Κομματάκι αστείο να τον χαρακτηρίζουν ακόμη «παιδί – θαύμα», εφόσον ο ίδιος έχει περάσει προ πολλού τα 30 του χρόνια. Ίσως είναι οι ταμπέλες που βάζουμε συνήθως εμείς οι δημοσιογράφοι όταν σκάει μια πραγματικά πρωτοποριακή περίπτωση σκηνοθέτη και ταράζει τα νερά με τις ρεπερτοριακές επιλογές του και την καλλιτεχνική του προσέγγιση. Ο Καραντζάς είναι σίγουρα μια τέτοια περίπτωση που έχει εισπράξει την κριτική απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη – κάτι που γνωρίζει καλά κι ο ίδιος. Μιλάει εμφανώς στρεσαρισμένος, μα και με μια τρομερή σιγουριά. Πίνει πολλούς καφέδες και καπνίζει αρκετά, είτε όταν ξυπνάει κάθε πρωί και διαβάζει, είτε όταν σκηνοθετεί κάποια πρόβα, είτε ακόμη όταν δίνει μία συνέντευξη εν είδει χαλαρής κουβέντας σαν τη δική μας, που χώρεσαν πάρα πολλά θέματα: Από το δίπολο Φυλής – Εκάλη και την πρώτη κοινωνική συνειδητοποίηση του μέχρι τη σχέση του με την τέχνη του θεάτρου, αλλά και την εμπλοκή του ως…σκευωρός – σύμφωνα με τον Κούγια και τον Λιγνάδη – στην πολύκροτη υπόθεση που ακόμη ταλανίζει τη νεοελληνική κοινωνία. Και, φυσικά, για τους «Πέρσες» του Αισχύλου που ετοιμάζονται να κάνουν πρεμιέρα στο θέατρο της Επιδαύρου σε δική του σκηνοθεσία και στην ιστορική μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά με μια πλειάδα αξιόλογων ηθοποιών: Μεταξύ άλλων, τη Ρένη Πιττακή, τη Θεοδώρα Τζήμου, τον Χρήστο Λούλη, τον Μιχάλη Οικονόμου, τον Γιώργο Γάλλο, την Αλεξία Καλτσίκη και τον Αινεία Τσαμάτη. 

– Είναι κουραστικό να σας ζητάνε συνεντεύξεις όποτε ετοιμάζετε μία παράσταση;

Κουραστικό και βαρετό είναι όταν πρέπει ν’ απαντήσεις στις προκάτ ερωτήσεις του τύπου «πώς νιώθεις που σήμερα δεν είσαι το παιδί – θαύμα;». 

– Σωστά, «παιδί – θαύμα» σας είχαν χαρακτηρίσει στα 27 σας, αλλά εγώ νόμιζα πως έτσι αποκαλούμε κάποιον στα πέντε του, όχι όταν πάει να τριανταρίσει.

(γέλια) Υπερφυσικός μπέμπης! Εκείνη την ώρα ξέρεις ότι εξυπηρετείς ένα μηντιακό ταξινομητικό πράγμα, το οποίο σε φρικάρει και λίγο. Δηλαδή «Αυτός είναι αυτό, άρα κι εμείς τον κρίνουμε ως αυτό». Μετά απ’ αυτή την «κατεύθυνση», είχα διαβάσει μια αδιανόητη κριτική που έλεγε ότι «Κι αν θέλει να κάνει το παιδί – θαύμα, θα πρέπει να κάνει εκείνο και τ’ άλλο». Λες κι εμφανίστηκα εγώ μια ωραία πρωία και είπα «Γεια σας, είμαι το παιδί – θαύμα, πάμε να γνωριστούμε». 

– Το άσχημο είναι πως έτσι η ταμπέλα του «νέου πρωτοεμφανιζόμενου» ακολουθεί τον καλλιτέχνη ακόμη κι όταν ενηλικιώνεται κι έχει ήδη παράξει έργο. 

Είναι ένα αρκετά ελληνικό σύμπτωμα με τις ταμπέλες «παιδί – θαύμα» για τον έναν, «αιρετικός» ή «καινοτόμος» για τον άλλον κ.ο.κ. Μετά εσύ πρέπει να ’σαι συνέχεια αυτό; Ευτυχώς για μένα δεν ισχύει, διότι αν ίσχυε θα χανόταν το βασικό ερώτημα μου τού τι θέλω να κάνω. Οι ταξινομήσεις αυτές είναι εκτός των προθέσεων μου. 

– Άρα, Δημήτρης Καραντζάς – σκηνοθέτης.

Σκέτο! Και μετά να πούμε αν αυτό που έκανε ο Καραντζάς ήταν ενδιαφέρον ή δεν ήταν ενδιαφέρον. Και μέχρι εκεί. 

Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

– Ωστόσο, κάτι που εσείς ο ίδιος αναφέρετε συχνά είναι ό,τι είστε του Αρσακείου.

Βέβαια. Ισχύει απόλυτα.

– Και μάλιστα του Αρσακείου της Εκάλης, ένδειξη δηλαδή μεγαλοαστικής καταγωγής.

Της Εκάλης ήτανε άσχετο, διότι προέκυπτε από κλήρωση σε ποιο Αρσάκειο θα πήγαινες. Εγώ έχω ζήσει στη Φυλής, στην Αριστοτέλους και στα Άνω Πατήσια, έκανα 45 λεπτά ταξίδι τη μέρα για να φτάσω στο σχολείο μου. 

– Προέρχεστε, λοιπόν, από μία μέση αστική οικογένεια.

Ναι. Δηλώνω λάτρης του παλιού, του λεγόμενου ιστορικού κέντρου. Η γιαγιά μου είχε ένα πολύ ωραίο σπίτι στην πλατεία Αμερικής. Πιστεύω ότι το κέντρο έχει ακόμη μεγάλη ομορφιά και δεν εννοώ την Πλάκα ή το Σύνταγμα. Τα μέρη που μεγάλωσα θεωρούνταν από τότε υποβαθμισμένες περιοχές κι αυτό ερχόταν σε αντίφαση με το Αρσάκειο. Το πρώτο πράγμα που έβλεπα πηγαίνοντας για το σχολείο ήταν τα μπουρδέλα στη Φυλής και μετά στην Εκάλη ασχολούμασταν με το ποια μάρκα φοράμε σήμερα. Δημιουργήθηκε ένας διπολισμός κατά τον οποίο προσπαθούσα να κρίνω αυτό που έβλεπα. Θυμηθείτε ότι τη δεκαετία του ’90, όλα όσα γράφονταν για τους μετανάστες θα ενέπιπταν στον αντιρατσιστικό νόμο σήμερα. 

– Τα θυμάμαι. Οι μετανάστες αντιμετωπίζονταν απ’ την νεόφερτη τότε ιδιωτική τηλεόραση σαν ανθρωπόμορφα τέρατα.

Εγώ, όμως, βρισκόμουν σ’ ένα σχολικό περιβάλλον που δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους οποίους συναντούσα καθημερινά στη γειτονιά μου, κι έτσι μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ενός όψιμου πλουτισμού με λεφτάρες, μπουζούκια, glam κομμωτήρια κλπ. που τα έβλεπα όλα με τρομερή καχυποψία και κριτική σκέψη. 

– Πρέπει να σας διαμόρφωσε αυτή η συνθήκη.

Νομίζω ναι. Σαν άνθρωπο πιο πολύ, γιατί εξ αρχής πήγα εκεί κι έλεγα πως θα δω ανθρώπους που αγωνίζονται για κάτι. Το να πάω κάπου, όμως, και να ζω τα προβλήματα της άρχουσας τάξης μού φαινόταν χαζό και αστείο και ότι αν έπρεπε να συμπαρασταθώ σε κάποιους ή να ανήκω κάπου, θα διάλεγα τους άλλους και το άλλο. 

– Φιλότεχνη η οικογένεια σας;

Αρκετά. Η μάνα μου δούλευε στην Τράπεζα της Ελλάδος και η μανία της ήταν οι χορωδίες. Ακόμη συνεχίζει, είναι χορωδός. Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος, ο οποίος έγινε φαν των τεχνών και κρατάει αρχείο με όλα όσα γράφονται για το παιδί του. Λόγω αυτού, διαμόρφωσε άποψη. Μου λέει ας πούμε: «Διάβασα ότι η παράσταση του τάδε δεν είχε τόσο ενδιαφέρον», όπου ξαφνικά ο πατέρας μου άρχισε να ’χει άποψη για όλη τη βεντάλια της καλλιτεχνικής σκηνής. 

– Πολύ ωραίο είναι αυτό.

Και ενδιαφέρον, γιατί είναι ένας άνθρωπος πάνω από 70. Έχει πλάκα που έψαξε και έμαθε μόνος του πράγματα. Έχω και μια αδερφή που διάβαζε πολύ περισσότερο από μένα, λογοτεχνία, και νομίζω ότι ακόμη διαβάζει. Τώρα όμως ζει στις Σπέτσες με τη δική της οικογένεια. 

– Παρά τον νεοπλουτισμό του Αρσακείου, που βλέπετε να υπάρχει, γίνονταν πραγματάκια στο θέατρο; Προσπαθώ να καταλάβω πώς σας μπήκε το μικρόβιο.

Όταν με έτρεχαν στα παιδικά, γινόμουν έξαλλος. Φώναζα στη μάνα μου: «Δεν θα με ξαναπάς στο θέατρο». Το έβλεπα σαν υποχρέωση, σαν κλύσμα, σαν κατάπλασμα. Είχαν χρυσόσκονη και στρας αυτά τα παιδικά κι εγώ είχα απ’ την αρχή έναν πιο λυπημένο και εύθραυστο ψυχισμό με αποτέλεσμα να τσινάω. Ο λόγος που άρχισα να παρατηρώ τα θέατρα ήταν το σήριαλ «Οι δύο ξένοι» και το γεγονός πως ως 12χρονος είχα ερωτευθεί τρομερά την Εβελίνα Παπούλια. Μια μέρα μου λέει η γιαγιά μου: «Α, αυτή την είδαμε στο θέατρο τις προάλλες». Πετάγομαι εγώ: «Τι, αλήθεια; Μπορείς να τη δεις από κοντά;» Έτσι πήγα και είδα το «Βίρα τις άγκυρες» που μπορεί σήμερα να μη μ΄ ενδιαφέρει καθόλου ως είδος θεάτρου, τότε όμως με είχε μαγέψει το πώς ζούσαν οι άνθρωποι στο θέατρο. Ήταν το πρώτο έναυσμα για ν’ αρχίσω να βλέπω με καλύτερο μάτι το θέατρο. Λίγο μετά, στα 15 μου, είδα τον «Γλάρο» που είχε κάνει ο Μαστοράκης στο Κεφαλληνίας και έπαθα σοκ! Έβλεπες να μεταφέρεσαι κάπου αλλού, σ’ άλλο χωροχρονικό σύμπαν, μέσω της θεατρικής τέχνης.

– Και πως δεν σας δημιουργήθηκε το ίδιο συναίσθημα μέσω του κινηματογράφου ή της τηλεόρασης, που είναι ένα μέσο μέσα στα σπίτια μας πια;

Ακόμη με συγκινεί το παρόν, το ότι κάτι διαμορφώνεται είτε απ’ ότι γίνεται μέσα στην αίθουσα, είτε από την καλύτερη ή χειρότερη στιγμή του ηθοποιού. Υπάρχει ένα ρίσκο αλλά και μια ενεργοποίηση που δεν θα μου την υποκινούσε ένα θέαμα, το οποίο θα ήξερα ότι είναι δομημένο για «εκεί» και δεν θα κουνηθεί. Δεν σημαίνει ότι δεν βλέπω κινηματογράφο και δεν συγκινούμαι, αλλά δεν συμβαίνει αυτό το τόσο επιδραστικό στο παρόν του. Η συνθήκη δηλαδή της δημιουργίας ενεργού χρόνου.

– Μιλήσατε πριν για λυπημένο παιδικό εαυτό. Θέλατε την απομόνωση ως παιδί;

Ίσως λόγω αυτής της αντίφασης, που δεν μπορούσα να πηγαίνω στο Αρσάκειο και να συζητάω για το τι μάρκα είναι αυτό το τζιν, να ζω δηλαδή κατά κύριο λόγο τέτοια ζητήματα στις παρέες. 

– Σαν να μου λέτε: «Πηγαίνετε τα παιδιά σας στο Αρσάκειο να τα καταστρέψετε».

Δεν το λέω έτσι, αλλά είχε να κάνει και με την κοινωνικοπολιτική στιγμή. Η ιδιότητα του πλούσιου αρκούσε τότε. Σήμερα, ακόμη και σ’ αυτά τα σχολεία, υπάρχει ένα άλλο update των παιδιών. Ασχέτως Αρσακείου, θεωρώ ότι το σχολείο είναι η πιο άγρια πλευρά της κοινωνίας που θα μπορούσε να βιώσει ένα παιδί.

– Η εκπαίδευση γενικότερα.

Η εκπαίδευση και το να μπαίνεις στην ομαδοποίηση, στο ποιοι είναι στη φάση και ποιοι  δεν είναι και πώς την «πέφτουμε» σ’ αυτούς που δεν είναι στη φάση. Μία αγριάδα είναι όλο αυτό μη διαχειρίσιμη συνήθως. Παρόλα αυτά, βλέποντας παιδιά άλλων γενεών, μιλάνε με πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία για τα αυτονόητα, που τότε δεν ήταν καθόλου αυτονόητα κι ακόμη δεν είναι σε κάποια μέρη. Μαθαίνω ότι 14χρονα και 15χρονα συζητάνε όλα τα ενδεχόμενα των φύλων, κάτι το οποίο παλιά θα ήταν λόγος απομόνωσης τους και σήμερα είναι λόγος συζήτησης, διαλόγου.

– Δεν έχετε άδικα. Γυρνούσα κάποτε με το νυχτερινό λεωφορείο κι απέναντι μου κάθονταν δύο κορίτσια, το πολύ 16 – 17 ετών. Το ένα έλεγε στ’ άλλο για τη σεξουαλική εμπειρία του με ένα άλλο κορίτσι. Σκεφτόμουν πώς αυτή η κουβέντα θα ήταν αδιανόητο να γίνεται τόσο χαλαρά, μέσα σ’ ένα λεωφορείο, όταν εγώ ήμουν στην ηλικία τους.

Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας παλεύει σθεναρά σήμερα για να αποδείξει πως απλά κάποιος είναι αυτό και πρέπει να γίνει οπωσδήποτε αποδεκτός. Ή αυτό που θα έπρεπε να είναι. Δεν καταλαβαίνω ακόμη και τη λογική του διαλόγου με κάποιον που δεν το καταλαβαίνει και δεν το σέβεται. Μπορώ δηλαδή να συζητήσω για το ότι δεν μ’ ενδιαφέρει η τάξη, η πολιτική πεποίθηση ή το φύλο κάποιου, αφού αν μπεις σε διάλογο, ίσως κάτι βγει από κει. Τρομάζω πάρα πολύ με τα στρατόπεδα, «αυτός εκεί, εγώ εδώ, άρα εχθρός μου». Προφανώς και ξέρεις που ανήκεις, αλλά χρειάζεται να καταλάβεις την απέναντι πλευρά για να την ανατρέψεις. Και όχι να τη γαζώσεις με σφαίρες.

Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

– Σύμφωνοι, αλλά μοιραία κι εσείς με τις δημόσιες θέσεις σας και το έργο σας, έχετε θέσει αυτόν σε στρατόπεδο.

Αυτό πάλι έχει να κάνει με την ανάγκη ταξινόμησης της κοινωνίας. Δεν αποποιούμαι το ότι ναι, δεν είμαι καθόλου υπέρ μιας δεξιάς κατεύθυνσης. Στο δημόσιο λόγο μεταφράζεται ως: «Α, άρα εσύ είσαι αυτό», κανείς όμως δεν ξέρει τι ψηφίζω εγώ, ειλικρινά. Προφανώς πρέπει να ενημερωθεί κι η άλλη πλευρά των ταξινομητών πώς ποτέ μου δεν έφαγα τον δικομματισμό, ούτε τον διπολισμό. Θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτό. Όταν αρχίζει να γίνεται ένας ηλίθιος διάλογος του τύπου «Αυτός δεν στηρίζει τη δεξιά», δεν φαντάζονται πως έχω πάρα πολλούς λόγους να μην τη στηρίζω, που δεν σχετίζονται με την τωρινή μόνο δεξιά διακυβέρνηση, αλλά μ’ όλες τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Μ’ ενοχλούν όλα αυτά που καταργούν  την ιδέα του ανθρωπισμού, που είναι το μόνο πράγμα, απ’ το οποίο κρατιέμαι. Το κομμάτι του ατομικού οφέλους και μόνο, είναι κάτι που θα με βρίσκει πάντα απέναντι. Αν αυτό θέλει κάποιος να το κομματικοποιήσει, πέφτει πολύ έξω. Ας με ρωτήσει στην τελική και είναι στη δικαιοδοσία μου αν θα του απαντήσω. Συμπέρασμα: Δεν είμαι καθόλου υποστηρικτής της δεξιάς. 

– Σας είχε ζημιώσει άραγε αυτή η τοποθέτηση σε βάθος χρόνου;

Το αν με έχει ζημιώσει, είναι σχετικό. Έχω καταλάβει δηλαδή ότι κάποια μέσα δεν με παίζουν. Χαίρομαι γι’ αυτό.

– Είστε κατ’ αρχάς ένας επιτυχημένος άνθρωπος. Δεν το λέω από οικονομικής άποψης.

Ναι, μια και στο θέατρο βγαίνουν τα τρομερά λεφτά (γέλια).

– Θέλω να πω ότι συχνά οι επιτυχημένοι γίνονται αντικείμενα φθόνου και ζήλιας. Δεν έχετε ακούσει για σας να λένε «Αυτός είναι χωμένος παντού»;

Όταν πρωτοξεκινάς, μπαίνεις με ορμή σε μία αφέλεια. Εγώ, π.χ., είχα προτείνει ένα έργο μου στο «Αμόρε» που ο Μοσχόπουλος με προέτρεψε να το σκηνοθετήσω εγώ, αφού έβλεπε ότι το ήθελα. Ήταν πολύ καθοριστικό το γεγονός αυτό με μια απελευθερωτική έλλειψη κινδύνου και με μια πρόθεση μόνο απέναντι στο έργο και όχι στο αν θα αρέσει ή όχι. Έχει να κάνει και με τους όρους του τύπου «Εγώ θα κάνω τα πάντα για να επικοινωνήσω το έργο μου» ή θα επιμείνεις στο «Εγώ θα κάνω αυτό και μακάρι να βρει κοινωνούς». Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Μετά, όταν άρχισα να έχω προτάσεις και να γίνονται διάφορα, άρχισαν και τα σχόλια «Αυτός είναι χωμένος» ή «Αυτός έχει τις πλάτες αυτουνού». Στη διάρκεια μιας εφταετίας ακούς πολλά και διάφορα, όπως το ότι εγώ πέρσι υποστήριξα έναν φίλο μου, ο οποίος κατήγγειλε τον βιασμό του και ένα μεγάλο μέρος των πολιτιστικών συντακτών έγραφε ότι το έκανα επειδή είμαι ΣΥΡΙΖΑ, άρα μέλος του κόμματος που προφανώς δεν είμαι!

– Συγγνώμη, για ποιον φίλο σας λέτε;

Τον Νίκο Σ.

– Μάλιστα.

Ναι, γράφτηκε μέχρι και το ότι υποστήριξα έναν άνθρωπο, επειδή μισούσα τον Λιγνάδη και ο ΣΥΡΙΖΑ μού είχε τάξει δουλειά στο Εθνικό, το οποίο ως αφήγημα είναι όλο μια επιστημονική φαντασία. Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορεί να είμαι απ’ τη μια «ο χωμένος που σπρώχνει η αφρόκρεμα» κι απ’ την άλλη να βρίσκομαι στην απέναντι πλευρά – υπάρχει σ’ αυτό μια χοντρή παρανόηση, που καταλαβαίνουμε πως οτιδήποτε κι αν ακούσουμε, πρέπει να το αξιολογήσουμε και μετά να το φτύσουμε. 

– Θα’ χετε βαρεθεί να φτύνετε.

Αυτό είναι βέβαιο! 

– Τι είναι αυτό που σας οδηγεί στο ρεπερτόριο σας κάθε φορά;

Πολλές φορές ξεκινάει απ’ τα πρόσωπα, με τα οποία θέλω να συνεργαστώ. Με καθοδηγεί πολύ το πόσο μου έχουν λείψει κάποια πρόσωπα και θέλω να ξαναδουλέψω μαζί τους. Αυτό που διαχειρίζομαι είναι οι επιλογές μου γύρω από το τραύμα και τη μη εκπλήρωση. Κάπου με πάει μόνο του και τώρα σκέφτομαι πως έχω κάνει πολλά έργα σχετικά με την παθογένεια της οικογένειας, ένα θέμα που όσες φορές κι αν το αγγίξω, δεν ξέρω που φτάνει. Άλλοτε, κάποια έργα ήθελα για καιρό να τα κάνω, όπως τους «Πέρσες». Η επιλογή η τωρινή έχει να κάνει με μία τεράστια ανάγκη να ανοίξει ένας διάλογος γύρω απ’ το πώς ζούμε και απ’ το τι σημαίνει δημοκρατία, εξουσία και συζήτηση μεταξύ λαού και εξουσίας. Ασχολούμαι στην ουσία με τη διαχείριση της ήττας, γιατί νομίζω ότι αυτή τη στιγμή περνάμε μια τεράστια ήττα της ανθρωπότητας. 

– Μιλώντας για τα πρόσωπα που συχνά σας πάνε σ’ ένα έργο, υποθέτω ότι αναφέρεστε στη Ρένη Πιττακή, με την οποία έχετε συνεργαστεί και στο παρελθόν.

Αν δεν έλεγε ναι η Ρένη, δεν ξέρω αν θα έκανα αυτό το έργο. Ήξερα ότι ήθελα μια γυναίκα και ηθοποιό σαν τη Ρένη και λέω «γυναίκα», διότι πέρα από ηθοποιός που είναι, ο τρόπος που στέκεται στα πράγματα, μου φαίνεται τρομερά συγκινητικός. Ας πάρουμε και τον μονόλογο που ανέβασε φέτος, το «Μια Γερμανίδα γραμματέας», που από ανάγκη της το αφιέρωσε στη Μάγδα Φύσσα. Μια γυναίκα ενεργή  που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα στο αν θα γίνει συμπαθής ή όχι. Στην παράσταση μας η Ρένη υποδύεται την Άτοσσα, ένα εφιαλτικό πρόσωπο της εξουσίας. Είναι μία ψυχρή σφάχτρια που το μόνο που θέλει είναι η συνέχιση της εξουσίας της. Με όποιο κόστος! Δεν είναι τυχαίο ότι λέει το εξής: «Αν το παιδί μου νικήσει, θα ’ναι ένας άνδρας θαυμαστός. Αν δεν νικήσει, δεν έχει να δώσει λόγο στην πατρίδα του». Για ποια Περσία, για ποια δημοκρατία μιλάμε; Όταν η Ρένη έχει παίξει το ίδιο έργο στην ιστορική παράσταση του Κουν, μία Άτοσσα εντελώς άλλης κατεύθυνσης, δεν έρχεται να κουβαλήσει τίποτα απ’ το παρελθόν ή κυρίως να το φέρει σε κάτι άλλο. Την αφορά κι εκείνη δηλαδή να δείξει τη χειρότερη μορφή της εξουσίας. Πολύ παρήγορο να βλέπεις τόσο ενεργά μυαλά! 

– Αναρωτιέμαι αν όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί του «ακραίου σκηνοθέτη» ή του «ρηξικέλευθου», σας γεμίζουν με άγχος για κάθε επόμενο βήμα σας.

Εγώ ήθελα στο συγκεκριμένο έργο να έβγαινε όλη η επίδραση της στιγμής που το διάβαζα. Για να είμαι τελείως ειλικρινής, ξέρω ότι υπάρχει ένα κοινό στην Επίδαυρο, το οποίο είναι ήδη φρικαρισμένο με μία παράσταση που δεν θα ’χει χλαμύδες και που δεν θα εξαίρει τη δημοκρατικότητα του Έλληνα. 

– Δεν έχει λήξει το θέμα των «χλαμύδων»; Κάθε φορά το ίδιο συζητάω με σκηνοθέτες. Ποιος περιμένει πια να δει χλαμύδες στην Επίδαυρο;

Φαντάζομαι διάφοροι οι οποίοι σχολιάζουν: «Με t-shirt και τζινάκια θα βγουν στην Επίδαυρο; Αιδώς Αργείοι»! Τα διαβάζουμε αυτά! Έχει κουράσει όντως αυτό το θέμα, αλλά δε νομίζω ότι έχει λυθεί. Όταν γίνονται παραστάσεις που στοχεύουν στο συναίσθημα του θεατή, δεν γίνεται τίποτα και, όπως αντιλαμβάνεστε, στην παράσταση θα υπάρξουν άνθρωποι που θα ταυτιστούν ή θ’ απομακρυνθούν. Αν αυτό πάει μέχρι εκεί που θέλω, πιστεύω ότι θα ενοχληθούν οι θεατές. Κι εδώ αναφέρομαι περισσότερο στην προσθήκη κάποιων στίχων από ποιήματα στο τρίτο στάσιμο, αφού τίποτα δεν άλλαξα στη δομή και στον λόγο του Αισχύλου. Η αφορμή μου είναι ο Αισχύλος, που κάνει κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ το να τονίζει τη σοφία του Έλληνα έναντι της βαρβαρότητας των Περσών σ’ ένα έργο, στο οποίο καταγράφει ονομαστικά εκατοντάδες θανόντες, κάνοντας τελικά προσωπικό πένθος έναν απλό κατάλογο νίκης των Ελλήνων. Είναι μια ανάγνωση από τον ίδιο που περιέχει τεράστια συμπόνια και σεβασμό απέναντι στον ηττημένο.

– Και, μάλιστα, ένα έργο που το έγραψε λίγα χρόνια μετά το θέμα που πραγματεύεται.

Ακριβώς. Ήτανε σαν ντοκουμέντο, σαν να βγήκε από τα επίκαιρα της εποχής. Υπάρχουν μερικοί στίχοι που φανερώνουν πραγματικά πώς κατάφεραν οι Έλληνες να νικήσουν μια υπερδύναμη,  όμως το μεγαλύτερο μέρος του έργου πραγματεύεται το σεβασμό στον ηττημένο και στο πένθος του. Δεν γίνεται να ανεβάζεις το έργο αυτό για ν’ ακουστεί το «Ίτε παίδες Ελλήνων», ενώ μιλάει για την κριτική σκέψη, τη δημοκρατία στην ουσία της και το πώς συνεχίζω μετά την πανωλεθρία. 

– Άρα πάτε κάπως ετοιμοπόλεμος στην Επίδαυρο…

Ναι! Είναι μια ενεργοποιητική διαδικασία, δεν τη βρίσκω άγρια. Παραδόξως, θεωρώ το τόσο τεράστιο θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου, το πιο φιλικό απ’ όλα τα θέατρα! Νιώθεις μια τεράστια ένταση στην αρένα, ο τρόπος όμως που επικοινωνείται ο λόγος ξέρεις ότι γίνεται πολύ μαλακά. Οι αντιδράσεις που μπορεί να επιφέρει αυτό είναι μία άλλη ιστορία και, επίσης, μπορεί να μην υπάρξει καμία αντίδραση και όλο αυτό να ’ναι στο μυαλό μου. 

– Πότε θα κάνετε την πρόβα τζενεράλε στην Επίδαυρο;

Μια μέρα πριν την παράσταση. Τώρα κάνουμε πρόβες σε διάφορα σχολεία και μάλιστα απ’ το ένα μας διώξανε, γιατί ενοχλούμε (γέλια). Διαλέγουμε να κάνουμε πρόβες σε τεράστιες εκτάσεις, για να έχουμε τις εισόδους και απ’ το κοίλο και απ’ το πίσω μέρος της σκηνής. Είναι πολύ δύσκολο. Στην αρχή βρίσκεις τους άξονες σου σ’ ένα κλειστό χώρο και μετά πας σ’ έναν ανοιχτό, που δεν έχει καμία σχέση. Φαντάζεστε, λοιπόν, ότι σε εκείνη τη βδομάδα της Επιδαύρου βρίσκεσαι στην πιο υψηλή ενέργεια, που μπορείς να έχεις. Βρισκόμαστε όλοι στο απόλυτο στρες.

– Στο τρίτο στάσιμο, είπατε, βάλατε εμβόλιμους στίχους ποιητών. Πως προέκυψαν τα συγκεκριμένα ποιήματα;

Όλο αυτό ξεκίνησε από μια έρευνα που κάναμε μ’ ένα βιβλίο που έχει τίτλο «Voices». Ποιήματα γυναικών φεμινιστριών π.χ. από την Τουρκία, το Ιράν και αλλού, που έχουν λογοκριθεί και που μιλάνε για πιο πρόσφατους πολέμους. Ένα βιβλίο με φωνές ποιητών όχι από τον προνομιούχο κόσμο. Οι ηθοποιοί θα απαγγέλουν εναλλάξ αποσπάσματα από εφτά διαφορετικά ποιήματα συμπεριλαμβανομένων Ελλήνων ποιητών, σαν τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τη Ζωή Καρέλλη. Να τονίσω ότι εγώ δεν έκανα διασκευή του έργου, αλλά προσέθεσα πράγματα που προχωρούν την κατεύθυνση που δίνει το ίδιο το έργο. Είναι κουραστικό να το εξηγείς συνέχεια αυτό! Η σκηνοθεσία είναι μια εκ νέου ερμηνεία από μόνη της και μέσα σ’ αυτήν μπορούν να υπάρξουν πάρα πολλοί παραλληλισμοί. 

Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

– Τα λέτε ωραία, κύριε Καραντζά, αλλά μοιάζετε σαν να τελείτε υπό ένα μόνιμο άγχος.

Έχω άγχος ειδικά σήμερα που μάθαμε ότι φεύγουμε απ’ το σχολείο, που σας έλεγα. 

– Μα εδώ, όμως, παραγγείλατε δεύτερο καφέ…

Πίνω τέσσερις καφέδες την ημέρα!

– Και δεν εντείνουν το άγχος σας;

Ναι, αλλά δεν ξυπνάω και δεν λειτουργώ αλλιώς. 

– Ένα ηρεμιστικό μήπως βοηθούσε;

Έπαιρνα τις περιόδους που έπασχα από κρίσεις πανικού. Η αντίφαση με τη δουλειά αυτή είναι ότι αγγίζεις τις συμπεριφορές τόσων πολλών ανθρώπων, έχει όμως άλλη τόση μοναξιά και έναν  μεγάλο πανικό. Μοναξιά όχι πρακτική, γιατί είμαι συνήθως με πολύ κόσμο, αλλά κάπου δε μπορείς να μοιραστείς με όλους την απογοήτευση σου και διάφορα άλλα που συσσωρεύονται. Εμένα αυτό μου δημιούργησε κρίσεις πανικού.

– Σε ποια ηλικία ακριβώς;

Στα 26 – 27 μου, όταν ήμουν το «παιδί – θαύμα που πήγε στην Αβινιόν». Εκείνη την περίοδο είχα σίγουρα κατάθλιψη, αλλά δεν είχα πάει κάπου για να τη διαγνώσω. Την Αβινιόν την έζησα σαν να είμαι στα Φάρσαλα, να κάνει ζέστη και να βαριέμαι να βγω απ’ το σπίτι. Ενώ ήμουν στην Αβινιόν, που δεν περίμενα ποτέ να μου συμβεί! Λέω τώρα «Τι μαλάκας που ήσουν, ενώ σου συνέβαινε κάτι τόσο σημαντικό»…

– Και πως βγήκατε απ’ όλο αυτό;

Αυτό που έχω βρει λίγο καλύτερα είναι να μην πέφτω τόσο πολύ. Έναν καλύτερο μηχανισμό άμυνας απ’ το να μου δημιουργείται δυσλειτουργία. 

– Πάσχετε από ανηδονία λοιπόν. 

Ναι…Υπάρχουν στιγμούλες που μου δημιουργούν μια χαρά, όμως είναι πολύ μικρές. Μα ψυχανάλυση κάνουμε, κύριε Μποσκοΐτη; (γέλια)

– Γιατί όχι; Μάλλον αναφέρεστε στο πένθος μιας καλλιτεχνικής πράξης που τελειώνει.

Το ότι είσαι εμμονικός κυνηγός ενός πράγματος που θα τελειώσει, από μόνο του είναι παρανοϊκό. Αν, όμως, είναι το μοναδικό που σε ενεργοποιεί στη ζωή αυτή, τι κάνεις;

– Το ακολουθείς!

Αυτό! 

– Έχει να κάνει και με τη γνώση του θνητού της ύπαρξης μας.

Απόλυτα. Τελειώνει κάτι, είσαι σε μικρό πένθος, αλλά αυτό γίνεται ο ρυθμός για να βρεις τις επόμενες απαντήσεις. Προτιμώ τις πρόβες από τις παραστάσεις, ειδικά όταν ξέρεις πως αυτό πια έχει τελειώσει. Έχεις τη μόνιμη διαχείριση αυτού που κάνεις και που ξέρεις πως θα πεθάνει, όπως οι «Πέρσες» που ξέρω πως θα «πεθάνουν» σε ένα μήνα από τώρα. Το πιο εφιαλτικό το έζησα στην καραντίνα, όπου είχαμε ολοκληρώσει τη «Φαίδρα» στην πρώτη της φάση και σταμάτησαν όλα δυο μέρες πριν την πρεμιέρα. Ήταν σαν να ήξερα ότι κάπου υπήρχε ένα φάντασμα, το οποίο δεν ήξερα τι έκανε. Ένιωθα το βάρος μιας τεράστιας εκκρεμότητας. 

– Θα πάτε διακοπές άραγε, έχετε αυτή την ανάγκη;

Βέβαια. Έχω προγραμματίσει να πάω ένα μήνα στην Ανάφη. Εκεί πάω πάντα. Ευτυχώς είναι ένα νησί που μπορείς να βρεις μέρη για να ’σαι μόνος σου. 

– Πάλι τη μοναξιά αναζητάτε;

Το πρωί θέλω να ξυπνάω, να διαβάζω και να είμαι μόνος μου. Δεν το γουστάρω το κάμπινγκ, ακούω ήχους και νομίζω ότι θα με τσιμπήσουν όλα τα ζωύφια του κόσμου. Πάω από το 2011 και παρότι είμαι μόνος μου, ξέρω ότι θα βρω άλλους 11 φίλους τουλάχιστον εκεί. Μια φορά είχε έρθει να με βρει η Ρένη. Είχα το άγχος της, υπήρχαν μέρες όμως που δεν ήξερα καν που είναι. Τη συναντούσα μετά από λίγες ώρες. Το θαύμαζα πάρα πολύ αυτό. Γενικά, θέλω τη μοναξιά μου, αλλά το μεγάλο πρόβλημα το έχω με τα βράδια. Με πιάνει όλη η μελαγχολία του κόσμου και θέλω είτε να ’μαι με φίλους σε σπίτια, είτε έξω σε μπαρ. 

– Σαν τον Μάνο Χατζιδάκι που δεν κοιμόταν, αν δεν ξημέρωνε.

Το καταλαβαίνω. Η ώρα που πιάνει ο ύπνος εμένα είναι όταν αρχίζουν τα πουλιά. Ζω στου Γκύζη κι υπάρχει, ευτυχώς, μια υποψία φύσης. Δεν μπορώ να φύγω απ’ την πόλη, μ’ αρέσει πάρα πολύ.

– Συνδέεται η προσωπική με την επαγγελματική σας ζωή;

Πολύ…Θα έλεγα ότι η επαγγελματική ζωή είναι η καταστροφή της προσωπικής, αλλά το πιστεύω γι’ αυτή τη στιγμή, όχι γενικά. Ο χρόνος και η διοχέτευση της ενέργειας σε πράγματα γύρω απ’ την παράσταση, με κάνουν να μην είμαι έτοιμος για το ξάνοιγμα και άρα το ξόδεμα σε μια συναισθηματική σχέση. Ανέκαθεν μου συνέβαινε, αν και παλιότερα υπήρχε μια μετεφηβική νεανική ορμή. Πλέον, άλλοτε έχω διάθεση γνωριμιών και άλλοτε δεν έχω. Τελευταία δεν πολυέχω, αλλά δεν πολυανησυχώ. Ξέρω ότι θα μου γυρίσει. Ας μην ανησυχήσουμε και γι’ αυτό. 

– Μαθεύτηκε ότι στείλατε εξώδικο στον δικηγόρο Αλέξη Κούγια…

Και στον Δημήτρη Λιγνάδη!

– Αυτό δεν το ήξερα. 

Όταν αναφέρονται κάποια σοκαριστικά και συκοφαντικά πράγματα, σύμφωνα με τα οποία εγώ στρατολογώ μάρτυρες κατηγορίας, ότι είμαι σκευωρός, μέχρι και ότι χρηματοδοτώ τη σκευωρία – αυτό ευτυχώς ειπώθηκε μία φορά – λες κι έχω μια τρομερή μπάνκα από πίσω μου, ότι έκανα απόπειρα αυτοκτονίας, ότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού θεωρεί ότι τον μισώ, γιατί έκοψε τις ακραίες καλλιτεχνικές επιλογές μου, τη στιγμή που εγώ έχω κρατήσει σωσμένη όλη την αλληλογραφία μας, είναι πράγματα που ακούστηκαν δια στόματος του συνηγόρου, εκφράζουν όμως τον εντολέα του. Το εξώδικο το έστειλα γιατί πολύ απλά δεν δέχομαι τις συκοφαντίες αυτές απέναντι στο πρόσωπο μου. Δεν το διατυμπάνισα, γιατί υπάρχει μια σαφής απόπειρα αποπροσανατολισμού της δίκης και δεν θα ήθελα να συμβάλλω σ’ αυτό με κανένα τρόπο.

– Η αλήθεια είναι πως μετά απ’ το εξώδικο αυτό, ο Κούγιας έπαψε να αναφέρει το όνομα σας.

Δεν είναι δυνατόν να σε κατηγορούν για πράγματα, που γνωρίζουν ότι δεν ισχύουν. Αφού με κατηγορούν ως σκευωρό, γιατί δεν μου κατατέθηκε μήνυση ή αγωγή ή γιατί δεν μου ζητήθηκε η κατάθεση μου; Για μένα πρέπει όλα να απαντιούνται τη στιγμή που εξευτελίζεις, με ένα τρομερά βίαιο και κακοποιητικό λόγο, ερωτικές κατευθύνσεις των μαρτύρων και όχι μόνο. 

– Εγώ δεν μπορώ ειλικρινά να καταλάβω την έλλειψη αντίδρασης της Μενδώνη, εφόσον εμπλέκεται το όνομα της στην υπόθεση από τον Κούγια με διάφορους τρόπους.

Αυτό ανήκει στο πλαίσιο της μετατόπισης του θέματος σε κάτι άλλο. Ελπίζω, εφόσον έχει πάρει τη θέση της η Μενδώνη, χαρακτηρίζοντας «επικίνδυνο» τον Λιγνάδη, να πει και κάτι άλλο επ’ αυτού. 

– Έχετε συνειδητοποιήσει ότι μέσα απ’ την εμπλοκή σας σ’ αυτή τη θλιβερότατη υπόθεση, γίνεστε μέρος μιας μαύρης σελίδας στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου;

Τόσο επίσημα, όσο το λέτε, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Έχω μια τρομερή ευαισθησία απέναντι στην καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, επειδή όμως υπερασπίστηκα έναν φίλο μου, τον Νίκο Σ., δεν σημαίνει και ότι ήμουν παρών, άρα ήξερα τι έγινε. Όταν ξέρω, όμως, ότι η μαρτυρία του φίλου μου επιχειρήθηκε να βγει προς τα έξω ως κατασκευασμένη από τον ίδιο ή από τη δημοσιογράφο, ακόμη και να αμφισβητηθεί η ύπαρξη του, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να του σταθώ και να πάω παντού. Ήταν η μοναδική στιγμή στη ζωή μου που αποφάσισα να βγω στα κανάλια για να πω ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ανύπαρκτος, είναι φίλος μου που μου είχε εξομολογηθεί τον βιασμό του. Αυτό τώρα θεωρήθηκε σκευωρία…Αν το να βγαίνεις και να λες ότι αυτός είναι φίλος μου και μου έχει εξομολογηθεί τον βιασμό του, τότε ναι, είμαι μεγάλος σκευωρός. 

– Όλη αυτή η δυστοπία σας επηρέασε ως προς την καλλιτεχνική σας δράση;

Και μένα, αλλά και άλλους, μας έχει πεισμώσει και ενεργοποιήσει αυτή η δυστοπία. Παλιότερα υπήρχε η στάση «Μη μιλήσεις και μη μπλέξεις» κι όταν αυτό το απόστημα αρχίζει και σπάει, γιατί δεν είμαστε αναίσθητα όντα που απλώς κοιτάνε την παρτάρα τους, κινητοποιηθήκαμε και σταθήκαμε απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Ίσως μας απελευθέρωσε και καλλιτεχνικά αναφορικά με θέματα που πριν ήταν πιο αισθητικά και τώρα μπορούμε να τα βάλουμε πιο «ζωντανά» εντός του κάδρου. Αυτό είναι η τωρινή μου εκτίμηση, αν και συνήθως τα καταλαβαίνω αργότερα τα πράγματα. 

Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

– Ξέρετε ότι υπάρχει μια μερίδα ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστών που δεν έχουν πάρει καμία θέση – για ποιο λόγο λέτε; Φοβούνται ότι θα ενοχοποιηθεί το σεξ, ακόμη και τα σεξουαλικά βοηθήματα και ότι θα χαθούν κεκτημένα δεκαετιών στο χώρο της ΛΟΑΤΚΙ απελευθέρωσης. Ακόμη και άνθρωποι προοδευτικοί, πιστεύουν ότι αυτή είναι μια αρτηριοσκληρωτική και κάπως συντηρητική όψη της Αριστεράς, αν υποτεθεί πως η Αριστερά πρωτοστάτησε στο metoo. 

Το καταλαβαίνω πώς το λέτε, αλλά όχι και το θέμα ως θέμα. Το κομβικό ερώτημα στο metoo είναι το κομμάτι της συναίνεσης και της επίγνωσης. Στην υπόθεση Λιγνάδη, έχουμε πράγματα που αφορούν ανηλίκους. Νομικά δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένο ούτε και σε μένα πότε κάποιος θεωρείται ενήλικας. Ξέρω περίπου. Αν υπάρχει ηλικιακή διαφορά, σημασία έχει η θέση ενός ενήλικα απέναντι σ’ ένα παιδί που διαμορφώνει τη σεξουαλική του κατεύθυνση και την κοινωνική του αντίληψη. Δεν μπορείς να κάνεις κατάχρηση εξουσίας σ’ έναν αδιαμόρφωτο ακόμη ψυχισμό και να του φέρεσαι σαν να ’ναι ενήλικας με τη δυνατότητα της επίγνωσης, άρα της επιλογής. Δεν είναι ρατσιστικό αυτό! Η κοπέλα στην ιστιοπλοΐα, ας πούμε, ομολόγησε πως τα «είχαν» με τον εκπαιδευτή της. Ναι, OK, τα «είχαν», όμως αυτή η κοπέλα τότε ήταν 12 και 13 ετών. Τι σημαίνει; Ότι αυτό το κορίτσι, παρασυρμένο απ’ την εξουσία του τύπου, είχε μια ενσυνείδητη σχέση, στην οποία δεν υπήρχε κακοποίηση; Από που κι ως που ενοχοποιείται η ομοφυλοφιλία και τα sex toys, με το να καταδικάζεις βιασμούς ανηλίκους; Για μένα το θέμα είναι εκτός συζήτησης, είναι δηλαδή άλλη συζήτηση αυτή! Εγώ που ’μαι κατά των βιασμών και κατά της απόπειρας βιασμών και κατά των βιασμών ανηλίκων, είμαι απόλυτος θιασώτης οποιασδήποτε ερωτικής πράξης μπορεί να συμβεί με όποια προτίμηση και όποια ειδική κατηγορία γουστάρει ο καθένας, αρκεί να είναι συμφωνημένο μεταξύ δύο ανθρώπων που γουστάρουν το ίδιο.  Ένα είναι το θέμα: Είσαι ή δεν είσαι με τον Άνθρωπο; Δεν κατανοώ πως γίνεται πολιτικό το ζήτημα! Όταν υπερασπίζεσαι τις πράξεις ενός ανθρώπου μέχρι ν’ αποφανθεί η δικαιοσύνη, υπάρχουν τόσες άλλες μαρτυρίες που λένε κάτι κοινό. Γιατί όποιος υποστηρίζει αυτό να είναι απ’ την τάδε παράταξη κι όποιος δεν το υποστηρίζει, να είναι απ’ την άλλη; Μες το μυαλό μου θα έπρεπε αυτό το πράγμα να είναι έξω από πολιτικές ατζέντες. 

– Είστε άνθρωπος υψηλών εντάσεων;

Μπορεί να έχω εντάσεις, αλλά είναι και θέμα απόφασης να μην τις εκτονώνω. Πάντα έτσι ήμουν, όχι λόγω metoo. Ξέρω ότι εκείνη την ώρα πάντα κάτι προσπαθεί ο άλλος. Μπορώ να τα βάλω με την τεμπελιά, αλλά όχι στο πλαίσιο της αποδόμησης ή της τρομοκρατίας κάποιου. Στρέφω απάνω μου την ένταση κι αυτό δεν είναι καλό.

– Θεωρείτε τον εαυτό σας άνθρωπο εξουσίας;

(σκέφτεται) Προσωπικά όχι, αλλά καταλαβαίνω ότι απ’ έξω θεωρούμαι. Θα απαντούσα πώς όχι, δεν θεωρώ τον εαυτό μου πρόσωπο εξουσίας. Αγαπιόμαστε μεταξύ μας όλοι και μας ενώνει η αγάπη μας γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε. Ίσως ο λόγος που κάνω θέατρο είναι για να συνδέομαι με πολλούς ανθρώπους που πάμε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί. 

– Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη. Εύχομαι κάθε επιτυχία.

Εγώ σας ευχαριστώ, κύριε Μποσκοΐτη. Ήταν εξαιρετική αυτή η συνέντευξη πραγματικά.