Το αυτοβιογραφικό «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» είναι το τρίτο βιβλίο του Εντουάρ Λουί, το οποίο κυκλοφόρησε το 2018 – στην Ελλάδα το 2020 από τις Εκδόσεις Αντίποδες – και αφηγείται την ιστορία της ζωής του πατέρα του μέσα από την οδυνηρή σχέση μαζί του, σε μια συνθήκη βίαιη και για τους δύο, καθώς «ο πατέρας στερείται τη δυνατότητα να αφηγηθεί την ίδια του τη ζωή και ο γιος θα ήθελε μια απάντηση που δεν θα λάβει ποτέ.» Εκτός, όμως, από μια προσωπική και συγκλονιστικά αληθινή εξομολόγηση, μέσα από την οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει, να κατανοήσει και τελικά να συγχωρέσει τον πατέρα του, το έργο είναι ένα αμείλικτο «κατηγορώ» στις κυβερνήσεις και την κυρίαρχη πολιτική που για τους έχοντες είναι «ζήτημα αισθητικής», ενώ για τους μη έχοντες «ζήτημα ζωής και θανάτου».
Δύο αεικίνητοι ηθοποιοί επί σκηνής, ο Γιώργος Κισσανδράκης και ο Διονύσης (Ντένης) Μακρής, ξεκινούν την ιστορία στο εδώ και τώρα, δανείζονται τη ματιά ανθρώπων που τη βίωσαν, μπαίνουν μέσα στα περιστατικά και προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τις εικόνες, ταξιδεύοντας σε αναμνήσεις από όσα συνέβησαν, όσα δεν συνέβησαν και όσα θα μπορούσαν να συμβούν. Βουτώντας στις μνήμες, έρχονται αντιμέτωποι με την ανάγκη αποδοχής, με τη σεξουαλικότητα και τη βία, με το ειδικό που γίνεται γενικό, με το προσωπικό που οδηγεί στο κοινωνικό και την πολιτική που μας αφορά προσωπικά.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Χρήστος Θεοδωρίδης, απαντά στις ερωτήσεις του Olafaq.
– Πώς επιλέξατε το έργο του Εντουάρ Λουί «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» ως τη νέα παράσταση της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων;
Δύσκολη και αργή για μένα πάντα η διαδικασία επιλογής του έργου με το οποίο θα ασχοληθεί η Ορχήστρα. Η αλήθεια είναι ότι όταν αντιλαμβάνομαι πως θέλω να ασχοληθώ με κάποιο κείμενο, συμβαίνει ακαριαία και με την πρώτη ανάγνωση. Δεν συσχετίζομαι εύκολα με κείμενα και αυτός είναι κι ένας από τους λόγους «μη σταθερής» παρουσίας της Ορχήστρας στα θεατρικά δρώμενα. Μπορεί κάποια κείμενα να τα βρίσκω ενδιαφέροντα, κάποια δυνάμει «σωστά», αλλά αν επιλέξω ένα κείμενο θα είναι επειδή νιώθω ότι αυτό το κείμενο πρέπει τώρα, άμεσα να παρουσιαστεί στην Ελλάδα, πρέπει τώρα να «κοινωνηθεί», να συνομιλήσει με τον κόσμο όπως είναι σήμερα. Προφανώς υπάρχουν κείμενα με τα οποία κάποια στιγμή θα ήθελα να ασχοληθώ αλλά για μένα είναι πολύ σημαντική η «ώρα» του κειμένου. Κι αυτό γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι η τέχνη οφείλει να συνομιλεί με το τώρα, οφείλει να αντιλαμβάνεται τα αδιέξοδα της κάθε στιγμής και να ανοίγει δρόμους, να προκαλεί συζητήσεις, να αισθάνεται τις ανάγκες των ανθρώπων την εκάστοτε χρονική στιγμή. Αυτό ακριβώς έγινε και με το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου». Ο τρόπος που ο Εντουάρ Λουί μιλάει για μια προσωπική ιστορία – τη δική του ιστορία – και η σχέση που αναπτύσσει ανάμεσα σε αυτήν και την πολιτική κατάσταση σήμερα ήταν καθοριστικά για την επιλογή μου. Αποξενωμένοι, κουρασμένοι και απασχολημένοι με το δικό μας σπίτι, τα δικά μας πράγματα, έχουμε απομακρυνθεί από τον πολιτικό εαυτό μας. Και το έργο μας τονίζει πόσο απαραίτητο είναι τώρα, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, να τον ξαναθυμηθούμε.
– Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο του έργου που ανακαλύψατε σταδιακά στις πρόβες και τυχόν επηρέασε τη σκηνοθετική ματιά;
Το κείμενο είναι ένα «γράμμα» του ενήλικου γιου προς τον πατέρα του. Επισκέπτεται τις αναμνήσεις περιστατικών που ζήσανε μαζί με σκοπό να τον καταλάβει και τελικά να τον συγχωρήσει για τη βίαιη στάση που κράτησε απέναντί του. Αυτή του η φόρμα, αυτή η αφήγηση που είναι ως επί το πλείστον σε δεύτερο πρόσωπο, μπορεί να μοιάζει εύκολη παραστασιακά αν επιλέξεις έναν ηθοποιό. Ωστόσο, από την αρχή ήξερα ότι θέλω δύο ηθοποιούς. Και όχι για να μοιραστούν τους ρόλους πατέρα και γιου. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν ο πολλαπλασιασμός της εμπειρίας, το άνοιγμα της ιστορίας στις εμπειρίες που όλοι μας έχουμε ζήσει στην οικογένειά μας. Αυτό παραδόξως με οδήγησε σε ένα «κλειστό σύστημα». Οι δύο άντρες μιλάνε ο ένας στον άλλο χωρίς να αφηγούνται την ιστορία στο κοινό. Βαφτίζουν ο ένας τον άλλο, πατέρα, γιο, μαμά, φίλο, στην προσπάθειά τους να επισκεφτούν τώρα, με αυτά που έχουν μπροστά τους, το παρελθόν και να δούνε τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν για να «αλλάξουν» το παρελθόν. Συχνά όταν θυμόμαστε πράγματα που μας πονάνε τα θυμόμαστε για να οικειοποιηθούμε τον πόνο και έτσι κάθε φόρα αυτός ο πόνος να γίνεται μικρότερος. Κι αυτό γιατί όσο τα «ζεις», τα «συνηθίζεις». Κάνοντας τώρα αυτήν την επιλογή, αυτό που σίγουρα ανακάλυψα στις πρόβες είναι ότι δεν με ενδιέφερε καθόλου η αναπαράσταση, για χάρη του κοινού. Κι αυτό γιατί θεωρώ ότι το κοινό θα είναι πολύ πιο ενεργό και συμμετοχικό στην ιστορία και συνεπώς πιο ανοιχτό στο δικό του προσωπικό παρελθόν, ως παρατηρητής δύο ανθρώπων που έχουν ανάγκη να λύσουν τα θέματα που τους πονάνε από το να είναι στείρος αποδέκτης μίας απλής αφήγησης.
– «Είμαστε αυτό που δεν κάναμε, επειδή ο κόσμος ή η κοινωνία μας εμπόδισαν.» Πόσο πολιτικό είναι το έργο και πώς συγκρούεται με το κατεστημένο που μας εμποδίζει να είμαστε αυτό που θέλουμε;
Στο τέλος λοιπόν αυτού του άτυπου γράμματος, ο γιος στην απόπειρα αυτή να κατανοήσει τον πατέρα του, ανοίγει τις πόρτες του σπιτιού του, ανοίγει την προσωπική του ιστορία και την τοποθετεί μέσα στην κοινωνική και συνεπώς στην πολιτική κατάσταση της Γαλλίας. Βρίσκει τους υπεύθυνους για τη διαμόρφωση των ιδεών του πατέρα του αλλά και για την κακή κατάσταση της υγείας του πια, στους πολιτικούς της Γαλλίας, που ένας ένας με τις αποφάσεις τους οδήγησαν τον πατέρα του εκεί που είναι σήμερα. Αυτοί τον σκότωσαν. Ολάντ, Σιράκ, Σαρκοζί, Μακρόν, όλοι αυτοί οι γραβατωμένοι εγκληματίες, όπως και τόσοι άλλοι στον κόσμο που αβίαστα παίρνουν στα χέρια τους τις τύχες των πολλών και τις καθορίζουν με τις δικές τους αισχρές αποφάσεις – είναι δυστυχώς εντυπωσιακό πόσο αυτές οι αποφάσεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι αποφάσεις που έχουν πάρει και οι κυβερνήσεις της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το έργο λοιπόν είναι βαθιά πολιτικό. Όχι όμως επειδή κάνει αυτό το πολύ σωστό άνοιγμα στα συγκεκριμένα ονόματα. Το έργο είναι πολιτικό γιατί δεν γίνεται να μην είναι. Για μένα κάθε ουσιαστική δημιουργία είναι πολιτική. Η πραγματική Τέχνη βλέπει κάτι που πάει στραβά και κάνει ό,τι μπορεί για να το αλλάξει. Εκεί η σύγκρουση με το κατεστημένο είναι αναπόφευκτη. Και ειδικά σήμερα. Τα πράγματα σε όλο τον κόσμο παίρνουν μια επικίνδυνη τροπή. Βρίσκουμε τον εαυτό μας να παλεύει για ελευθερίες και δικαιώματα που κάποια χρόνια πριν ήταν αν όχι αυτονόητα, αλλά τουλάχιστον σε μια πορεία προς το αυτονόητο. Ζούμε μια κανονική δυστοπία που την οδηγούν όντα – όχι άνθρωποι – τυφλωμένα από την εξουσία και το χρήμα. Η ευθύνη μας είναι τεράστια. Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Ή θα αποφασίσουμε να αναλάβουμε αυτή την ευθύνη ή θα συνηθίζουμε τη δυστοπία μέχρι «ήσυχα» να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε κάνει κάτι ούτε για τον εαυτό μας ούτε για τον άνθρωπο δίπλα μας. Και αυτό είναι μια επιλογή που πρέπει να κάνουμε τώρα. Σώθηκαν οι αναβολές.
– Αν υπήρχε ένα μόνο στοιχείο της παράστασης που θα έπρεπε να υπερασπιστείτε σε μια υποτιθέμενη play battle ποιο θα ήταν αυτό και τι θα λέγατε για να το κερδίσετε τον αγώνα;
Το έργο και η παράσταση αφηγούνται την ιστορία ενός αγοριού που ανακαλύπτει τον εαυτό του και μέσα σε αυτήν την ανακάλυψη προφανώς ανακαλύπτει και την ερωτική του κλίση. Είναι ένα αγόρι που προτιμάει τα αγόρια. Αυτό πολύ εύκολα θα οδηγούσε στην κατάταξη του έργου στην λεγόμενη queer λογοτεχνία. Ή συνεπώς την παράσταση στο λεγόμενο queer theatre. Έχω μια φυσική απέχθεια για τις ταμπέλες. Όπως ακριβώς με νοιάζει η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου έτσι με νοιάζει και η μοναδικότητα της Τέχνης. Αντιλαμβάνομαι ότι οι ταμπέλες μπαίνουν για να κατηγοριοποιήσουν την πληθώρα των πραγμάτων που συμβαίνουν αλλά μπορούν εύκολα να αποδειχτούν από σαρωτικές έως εντελώς λανθασμένες. Γιατί δεν μιλάμε ποτέ π.χ. για αντρική λογοτεχνία ενώ μιλάμε για γυναικεία λογοτεχνία; Γιατί δεν μιλάμε για στρέιτ ταινίες ενώ μιλάμε για γκέι ταινίες; Τί ακριβώς σημαίνει μια γκέι ταινία δηλαδή; Ζούμε προφανώς σε μια πατριαρχική κοινωνία και δεχόμαστε τις ταμπέλες που αυτή βάζει γιατί λογίζει τα πράγματα σύμφωνα με αυτήν. Αλλά ως πότε; Οι κατηγορίες και οι ταμπέλες μικραίνουν τα νοήματα, συρρικνώνουν τις ιδέες και τελικά κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους. Δεν με ενδιαφέρει καμία κατηγοριοποίηση. Στη δημιουργία πάντα με ενδιαφέρει η κοινωνία της εμπειρίας στους ανθρώπους που είναι ανοιχτοί να τη δεχτούν, με το δικό τους προσωπικό σύμπαν. Αν αντιλαμβανόμουν ότι οι κατηγοριοποιήσεις βοηθούσαν στην πρόσληψη και τελικά στην αποδοχή θα ήμουν φανατικός οπαδός τους. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι δεν είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα.
– Ποιο είναι το μεγαλύτερο στοίχημα που έχετε βάλει με τον εαυτό σας για την παράσταση;
Το μεγαλύτερο στοίχημα που έχω βάλει με τον εαυτό μου δεν έχει να κάνει τόσο με τη συγκεκριμένη παράσταση ως παράσταση αλλά με αφορμή αυτήν. Κι αυτό είναι να έχω τη δύναμη να συνεχίσω να δημιουργώ όπως θέλω, να έχω τη δύναμη παρά τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που συναντάω καθημερινά στην Ελλάδα να κάνω τα πράγματα όπως νιώθω ότι θα έπρεπε να είναι, να μιλάω ανοιχτά για θέματα, επιτυχημένα ή και μη, με τον τρόπο που θεωρώ σωστό. Γιατί στην τελική, αυτό μπορώ να κάνω. Αυτό είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα που μοιράζομαι με την Ξένια Θεμελή, για χρόνια συνδημιουργό των παραστάσεων μας και με όλους τους φίλους και συνεργάτες στην πορεία της Ορχήστρας.
Info: ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Βοτανικός, Τιμές εισιτηρίων: 15€ κανονικό | 12€ μειωμένο (φοιτητών, ανέργων, ΑμεΑ, άνω των 65, πολυτέκνων) | 5€ ατέλεια (από το ταμείο του ΠΛΥΦΑ με σειρά προτεραιότητας, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις) Προπώληση εισιτηρίων: Viva.gr Πληροφορίες: 6942 288 662 (ωράριο: 18:00-21:00)