Ο Σάμιουελ Μπέκετ ήταν ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους των γραμμάτων του 20ου αιώνα. Το 1969 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για την πρωτοποριακή γραφή του, τόσο στα μυθιστορήματα, όσο και στα θεατρικά του έργα. Έγινε παγκοσμίως γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του’50 με το μυθιστόρημά του «Μολλόυ» (1951) και κυρίως με το θεατρικό του έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1952). Ο Μπέκετ θεωρείται ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του «θεάτρου του παραλόγου».
Το ελληνικό κοινό γνώρισε το θεατρικό του έργο τη δεκαετία του ‘60 μέσα από τις παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, αλλά και τη συμβολή της ηθοποιού και σκηνοθέτιδας Χριστίνας Τσίγκου (1920-1973), η οποία υπήρξε προσωπική φίλη του ιρλανδού δραματουργού.
Αινιγματικός ερημίτης
O Μπέκετ, που έγραψε τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά, δεν υπήρξε ποτέ δημιουργός του συρμού. Ήταν ένας αινιγματικός ερημίτης, με έργο δύσκολο και στρυφνό. Οι αμύητοι στο έργο του συχνά το λοιδορούν ως ακαταλαβίστικο και βλακώδες. Ο ελλειπτικός λόγος, οι σιωπές, το παράλογο, το ασαφές χωροχρονικό του πλαίσιο, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους δραματουργούς, όπως ο Χάρολντ Πίντερ και ο Βάτσλαβ Χάβελ, αλλά και για τη γενιά των μπιτ. Η απαισιοδοξία του για το ανθρώπινο είδος, εξαιτίας και των δύο πολέμων που βίωσε η γενιά του, απαλύνεται από τη σπουδαία αίσθηση χιούμορ που διέθετε.
Ο Σάμιουελ Μπάρκλεϊ Μπέκετ γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1906 στο Φόξροκ, προάστιο του Δουβλίνου. Ήταν γιος του γαλλικής καταγωγής Γουίλιαμ Μπέκετ, που εργαζόταν ως επόπτης τεχνικών έργων και της νοσοκόμας Μαρίας Ρόου. Μεγάλωσε σε προτεσταντικό περιβάλλον, αλλά ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για τη θρησκεία. Από το 1923 έως το 1927 σπούδασε ρομανικές γλώσσες στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου και για ένα μικρό χρονικό διάστημα δίδαξε σε σχολείο του Μπέλφαστ.
Η μετακομιση στο Παρίσι και η γνωριμία με τον Τζέιμς Τζόις
Το 1928 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου δίδαξε στην «Εκόλ Νορμάλ Σιπεριέρ». Εκεί συνάντησε τον συμπατριώτη του Τζέιμς Τζόις, συγγραφέα του εμβληματικού μυθιστορήματος του μοντερνισμού «Οδυσσέας» κι έγινε μέλος του κύκλου του.Το 1930 επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου δίδαξε γαλλική φιλολογία στο Τρίνιτι Κόλετζ, αλλά τον επόμενο χρόνο παραιτήθηκε και ξεκίνησε μία σειρά ταξιδιών σε ευρωπαϊκές χώρες.
Το 1937 ο Μπέκετ αποφάσισε να εγκατασταθεί οριστικά στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο βίωσε μία δυσάρεστη περιπέτεια που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Ένας κλοσάρ του ζήτησε φορτικά χρήματα και όταν ο Μπέκετ δεν ενέδωσε, τον μαχαίρωσε. Τον περιμάζεψε σε κακή κατάσταση η πιανίστρια Σουζάν Ντεσεβό-Ντιμενίλ (1900-1988), την οποία τελικά παντρεύτηκε το 1961, ύστερα από μία μακροχρόνια σχέση. Το συγγραφικό του έργο αυτής της περιόδου περιελάμβανε μεταξύ άλλων δοκίμια για τον Προυστ και τον Τζόις, ποιήματα και διηγήματα, καθώς και το μυθιστόρημα με τίτλο «Μέρφυ» (Murphy).
Συμμετοχή στην Αντίσταση
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως πολίτης ουδέτερης χώρας (της Ιρλανδίας) κατόρθωσε να παραμείνει στο Παρίσι, ακόμη και μετά την κατάληψη της πόλης από τους Ναζί. Αναμίχθηκε στην Αντίσταση μαζί με την Σουζάν κι έκανε διάφορες αγροτικές δουλειές για τα προς το ζην. Μετά το τέλος του πολέμου η γαλλική κυβέρνηση τον παρασημοφόρησε με τον Πολεμικό Σταυρό και το Μετάλλιο της Αντίστασης.
Το 1945, μετά από μία σύντομη παραμονή στο Δουβλίνο, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μια περίοδος έντονης δημιουργικότητας. Από το 1946 έως το 1949 έγραψε τα σπουδαιότερα αφηγηματικά του έργα, την τριλογία «Μολλόυ» («Molloy»), «Ο Μαλόουν πεθαίνει» («Malone meurt») και «Ο Ακατανόμαστος» («L’ Innommable»), καθώς και το θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό» («En attendant Godot»), που τον έκανε διάσημο.
«Περιμένοντας τον Γκοντό»
Το έργο, που εκδόθηκε το 1952 κι έκανε πρεμιέρα σ’ ένα μικρό θέατρο του Παρισιού στις 5 Ιανουαρίου 1953, είναι μία κωμικοτραγική ιστορία για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, στην οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, όπου κανείς δεν φεύγει ή έρχεται, με ήρωες δυο ρακένδυτους αλήτες, τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, που περιμένουν μάταια στο πεζοδρόμιο τον Γκοντό.
Τα επόμενα χρόνια ο Μπέκετ συνέχιζε να γράφει, αλλά χωρίς τον φρενήρη ρυθμό των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Ξεχωρίζουν τα θεατρικά του έργα «Τέλος του παιγνιδιού» («Fin de partie», 1957), «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» («Krapp’s Last Tape». 1958) και «Ευτυχισμένες Μέρες» («Happy Days», 1961).
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Αφιερωμένος ολοκληρωτικά στην τέχνη του, ο Μπέκετ αποποιόταν κάθε δημοσιότητα και σπανίως έδινε συνεντεύξεις. Όταν ανακοινώθηκε η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, στις 23 Οκτωβρίου 1969, βρισκόταν στην Τυνησία για διακοπές, και το μόνο σχόλιο που έκανε ήταν «Τι καταστροφή!». Δυο μήνες αργότερα αρνήθηκε να ταξιδέψει στη Στοκχόλμη, προκειμένου ν’ αποφύγει τη δημόσια ομιλία, που είναι απαραίτητο στοιχείο της απονομής των Νόμπελ. Τα χρήματα του βραβείου φρόντισε να τα διανείμει σε καλλιτέχνες, ερευνητές και τυπογράφους
Ο Σάμιουελ Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989 στο Παρίσι, σε ηλικία 83 ετών. Πέντε μήνες νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή στα 88 της, η σύζυγός του, η οποία είχε καθοριστική συμβολή στην ανάδειξη του έργου του.