Το θέατρο έχει μπει για τα καλά στην λίστα με τις εξόδους μας. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, το κοινό πλέον βρίθει νέων ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές φυλές. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές παραστάσεις γίνονται πλέον sold-out σε λίγες μόνο μέρες. Φέτος μάλιστα είναι η πρώτη χρονιά που η προπώληση για τις παραστάσεις του χειμώνα έχει ήδη ξεκινήσει πριν καν τελειώσει η σεζόν που διανύουμε, φαινόμενο πρωτοφανές για την θεατρική Αθήνα, που αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει μόνο τεράστια προσφορά αλλά και ικανοποιητική ζήτηση (τουλάχιστον από το κοινό, γιατί τα βάσανα των άνεργων ηθοποιών θα τα συζητήσουμε σε άλλο κείμενο). Είναι βέβαιο ότι το ελληνικό θέατρο έχει πολλές παθογένειες και ζητήματα προς επίλυση, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι έχει εξελιχθεί τελευταία, συνθέτοντας ένα ενδιαφέρον τοπίο και μία ποικιλία που καλύπτει αρκετά γούστα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Αθήνα ανεβαίνουν περισσότερες πλέον παραστάσεις από ότι στην Μέκκα του θεάτρου, το Λονδίνο (συζητήσιμο βέβαια είναι το ζήτημα της βιωσιμότητας αυτών, αλλά και αυτό είναι θέμα για άλλο άρθρο).
Η βραδινή έξοδος στο θέατρο, που ήταν μόδα στα 60s, έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο. Παρέες κανονίζουν παράσταση και μετά ποτό στο κέντρο, η Επίδαυρος είναι το the place to be στους “φασέικους” κύκλους (και η disco καπάκι προφανώς) ενώ τα διήμερα μαζί με την παράσταση πάνε και έρχονται.
Πώς απέκτησε όμως τόση δημοφιλία το θέατρο; Πώς από εκεί που πήγαιναν φανατικά μόνο κυρίες με γούνες και μαυροντυμένοι κουλτουριάριδες, τώρα δεν πέφτει καρφίτσα στην Πειραιώς 260 και λογικά και εσύ που με διαβάζεις τώρα, έχεις ήδη κλείσει εισιτήρια ενώ ψάχνεις bar στα Πετράλωνα για μετά;
Η ρίζα του φαινομένου, βρίσκεται στην εποχή της πανδημίας.
Τότε στερηθήκαμε τα ζωντανά θεάματα και οι βιντεοσκοπημένες παραστάσεις μας κράτησαν καλή παρέα μέσα στην δυστοπία που βιώναμε. Έχοντας χρόνο για ανακάλυψη, ανάμεσα στα banana bread και την γιόγκα, επανεκτιμήσαμε θα έλεγε κανείς την αξία της αιώνιας τέχνης του θεάτρου, ενώ το ευρύ κοινό ήρθε σε επαφή με σκηνοθέτες και ηθοποιούς που αγνοούσε και συνειδητοποίησε ότι δεν θυμίζουν σε τίποτα τα “σκονισμένα φαντάσματα” του παρελθόντος που μας έμαθαν στο σχολείο.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ελληνική θεατρική σκηνή, έκανε μεγάλα βήματα προόδου, καταφέρνοντας να ξεφύγει σε έναν βαθμό, από τα ιερά της τέρατα. Υιοθέτησε μία νέα ματιά με σύγχρονες τεχνικές και φόρμες ενώ καταπιάστηκε με θέματα που αφορούν το “εδώ και τώρα” με σύγχρονα έργα αλλά και εμπνευσμένα ανεβάσματα κλασικών. Αυτό το θεατρικό τοπίο συναντά το κοινό, όταν στρέφεται στο θέατρο κατά την διάρκεια της πανδημίας για κάποια παρηγοριά και ως εκ θαύματος την βρίσκει σε ένα πλαίσιο πολύ πιο οικείο για τους νέους ανθρώπους, από το “ένδοξο” αλλά παλιό και ανοίκειο παρελθόν. Μετά το τέλος του εγκλεισμού, οι Έλληνες δεν θα ξεχάσουν ούτε την αίσθηση της παρηγοριάς που τους πρόσφερε, θα συνεχίσουν την νέα τους συνήθεια και τα εισιτήρια θα εξατμιστούν στις καινούριες (και επιτέλους live) παραστάσεις. Μια νέα και πιο οικεία σχέση ελληνικού θεάτρου και κοινού, αρχίζει.
Ενώ το θέατρο αυξάνει τη δημοτικότητα του, ταυτόχρονα, αλλάζει και το τηλεοπτικό τοπίο με νέες σειρές και προσπάθεια για υψηλότερη ποιότητα. Αρχίζει να χάνεται το αιώνιο δίπολο του θεατρικός ή τηλεοπτικός ηθοποιός και τα όρια αρχίζουν να μπλέκονται. Αν για χρόνια το να παίζεις σε τηλεοπτικές σειρές σου απαγόρευε να βρεθείς στις μεγάλες και “ποιοτικές” σκηνές, τώρα το πράγμα λειτουργεί αντίστροφα καθώς ένας πρωταγωνιστικός ρόλος σε μία επιτυχημένη σειρά μπορεί να σε οδηγήσει άνετα στην σκηνή της Επιδαύρου. Τα social media, δημιουργούν μία πιο άμεση σχέση μεταξύ κοινού και δημιουργών, ενώ τα stories από παραστάσεις με τα ανάλογα tags, είναι σχεδόν κανόνας. Αν δεν το ανεβάσεις, δεν έχεις πάει. Η καρδιά της πόλης δείχνει να χτυπάει πλέον επί σκηνής και ένα νέο ρεύμα κοινού διαμορφώνεται. Είναι η ώρα το θέατρο να γίνει κομμάτι της καθημερινότητας μας όπως συμβαίνει στην Αγγλία θα έλεγε κανείς. Είναι όμως έτσι;
Τα πράγματα τελικά είναι λίγο διαφορετικά. Δυστυχώς είμαστε σαν λαός διάσημοι για την προσκόλληση μας στην μόδα και σε ό,τι είναι υψηλά στις τάσεις. Μπορείς να το πεις μόδα, μπορείς να το πεις “φάση”, αλλά τελικά είναι το ίδιο. Πάμε εκεί που πάνε όλοι, για να μας δουν και να τους δούμε και να το δείξουμε και στα social, στο μεγάλο χωριό. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η εντύπωση, παρά η αλήθεια και αυτό το έχουμε πληρώσει σε όλα τα επίπεδα (και συνεχίζουμε). Το θέατρο δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ναι μεν πηγαίνουμε συχνότερα και έχει μπει για τα καλά στην αθηναϊκή νύχτα, ωστόσο είναι αμφίβολο το τι προσλαμβάνουμε στα αλήθεια από αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι κατά την διάρκεια μίας παράστασης θα δεις άτομα να τραβάνε φωτογραφίες ή video (παρά τις ρητές απαγορεύσεις της διοργάνωσης) και θα ξεχάσουν τι είδαν μόλις ανάψουν τα φώτα της πλατείας. Ακόμα το άλλο μας χαρακτηριστικό ως λαός, η υπερβολή, μας κάνει να καταναλώνουμε παραστάσεις με ρυθμούς που δεν είμαστε έτοιμοι και έτσι χάνεται η ουσία κάπου μεταξύ Στέγης και Εθνικού.
Μια άλλη παράμετρος είναι ότι η δημοφιλία των ηθοποιών μέσω τηλεόρασης και social media, κάνει τους ηθοποιούς τον λόγο προσέλευσης σε μία παράσταση και όχι το έργο αυτό καθ’ αυτό. Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα κακό, αν δεν οδηγούσε σε απογοήτευση τους θεατές που πάνε να δούνε τον αγαπημένο τους ζεν πρεμιέ στην σκηνή και έρχονται αντιμέτωποι με ένα θέαμα μιας άλλης φιλοσοφίας για την οποία είναι απροετοίμαστοί. Αποκορύφωμα αυτού, οι επιδαύριες παραστάσεις που συχνά γιουχάρονται από απροετοίμαστους θεατές που δεν έχουν ιδέα τι πάνε να παρακολουθήσουν καθώς πηγαίνουν στα τυφλά λόγω χώρου, με το θέαμα να τους εξαγριώνει κάνοντας τους να νιώθουν εξαπατημένοι (π.χ. Αριστοφάνη Σφήκες σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου, Επίδαυρος 2023). Mία θεατρική παράσταση στην Ελλάδα του 2025, αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν ένα hype bar ενός ακόμα night out, παρά ως καλλιτεχνική επιτέλεση. Μένουμε στην επιφάνεια και στο scroll down, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.
Όλα έχουν να κάνουν με τον στόχο του καθενός και το τι αναζητά, καθώς αν ψάχνει θα βρει. Αν πάει μόνο για το story, τότε ναι θα μείνει εκεί. Αν με ρωτάτε, εγώ μισώ για παράδειγμα την πεζοπορία και σε κάθε τέτοια πρόσκληση από τους αμετανόητους φίλους μου, απαντάω πως θα τους περιμένω στην ταβέρνα μετά. Αν όμως μία φορά, έπαιρνα τα πόδια μου να τους ακολουθήσω, είμαι σίγουρη ότι όλο και κάτι θετικό θα αποκομούσα κι ας τους τάραζα στην γκρίνια για την ταλαιπωρία. Επομένως, καλύτερα άσκηση με γκρίνια, παρά καθόλου άσκηση. Καλύτερα θέατρο επειδή είναι της μόδας, παρά καθόλου θέατρο. Και στην τελική αν στην εποχή της τεχνολογίας και της ταχύτητας, εμείς κάνουμε ουρές για να παρακολουθήσουμε ένα δίωρο θέαμα που γεννιέται και πεθαίνει μπροστά μας φτιαγμένο από τα πάθη των ανθρώπων, τότε ναι, μάλλον είναι κομμάτι μας.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Το θέατρο έχει μπει για τα καλά στην λίστα με τις εξόδους μας. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, το κοινό πλέον βρίθει νέων ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές φυλές. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές παραστάσεις γίνονται πλέον sold-out σε λίγες μόνο μέρες. Φέτος μάλιστα είναι η πρώτη χρονιά που η προπώληση για τις παραστάσεις του χειμώνα έχει ήδη ξεκινήσει πριν καν τελειώσει η σεζόν που διανύουμε, φαινόμενο πρωτοφανές για την θεατρική Αθήνα, που αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει μόνο τεράστια προσφορά αλλά και ικανοποιητική ζήτηση (τουλάχιστον από το κοινό, γιατί τα βάσανα των άνεργων ηθοποιών θα τα συζητήσουμε σε άλλο κείμενο). Είναι βέβαιο ότι το ελληνικό θέατρο έχει πολλές παθογένειες και ζητήματα προς επίλυση, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι έχει εξελιχθεί τελευταία, συνθέτοντας ένα ενδιαφέρον τοπίο και μία ποικιλία που καλύπτει αρκετά γούστα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Αθήνα ανεβαίνουν περισσότερες πλέον παραστάσεις από ότι στην Μέκκα του θεάτρου, το Λονδίνο (συζητήσιμο βέβαια είναι το ζήτημα της βιωσιμότητας αυτών, αλλά και αυτό είναι θέμα για άλλο άρθρο).
Η βραδινή έξοδος στο θέατρο, που ήταν μόδα στα 60s, έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο. Παρέες κανονίζουν παράσταση και μετά ποτό στο κέντρο, η Επίδαυρος είναι το the place to be στους “φασέικους” κύκλους (και η disco καπάκι προφανώς) ενώ τα διήμερα μαζί με την παράσταση πάνε και έρχονται.
Πώς απέκτησε όμως τόση δημοφιλία το θέατρο; Πώς από εκεί που πήγαιναν φανατικά μόνο κυρίες με γούνες και μαυροντυμένοι κουλτουριάριδες, τώρα δεν πέφτει καρφίτσα στην Πειραιώς 260 και λογικά και εσύ που με διαβάζεις τώρα, έχεις ήδη κλείσει εισιτήρια ενώ ψάχνεις bar στα Πετράλωνα για μετά;
Η ρίζα του φαινομένου, βρίσκεται στην εποχή της πανδημίας.
Τότε στερηθήκαμε τα ζωντανά θεάματα και οι βιντεοσκοπημένες παραστάσεις μας κράτησαν καλή παρέα μέσα στην δυστοπία που βιώναμε. Έχοντας χρόνο για ανακάλυψη, ανάμεσα στα banana bread και την γιόγκα, επανεκτιμήσαμε θα έλεγε κανείς την αξία της αιώνιας τέχνης του θεάτρου, ενώ το ευρύ κοινό ήρθε σε επαφή με σκηνοθέτες και ηθοποιούς που αγνοούσε και συνειδητοποίησε ότι δεν θυμίζουν σε τίποτα τα “σκονισμένα φαντάσματα” του παρελθόντος που μας έμαθαν στο σχολείο.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ελληνική θεατρική σκηνή, έκανε μεγάλα βήματα προόδου, καταφέρνοντας να ξεφύγει σε έναν βαθμό, από τα ιερά της τέρατα. Υιοθέτησε μία νέα ματιά με σύγχρονες τεχνικές και φόρμες ενώ καταπιάστηκε με θέματα που αφορούν το “εδώ και τώρα” με σύγχρονα έργα αλλά και εμπνευσμένα ανεβάσματα κλασικών. Αυτό το θεατρικό τοπίο συναντά το κοινό, όταν στρέφεται στο θέατρο κατά την διάρκεια της πανδημίας για κάποια παρηγοριά και ως εκ θαύματος την βρίσκει σε ένα πλαίσιο πολύ πιο οικείο για τους νέους ανθρώπους, από το “ένδοξο” αλλά παλιό και ανοίκειο παρελθόν. Μετά το τέλος του εγκλεισμού, οι Έλληνες δεν θα ξεχάσουν ούτε την αίσθηση της παρηγοριάς που τους πρόσφερε, θα συνεχίσουν την νέα τους συνήθεια και τα εισιτήρια θα εξατμιστούν στις καινούριες (και επιτέλους live) παραστάσεις. Μια νέα και πιο οικεία σχέση ελληνικού θεάτρου και κοινού, αρχίζει.
Ενώ το θέατρο αυξάνει τη δημοτικότητα του, ταυτόχρονα, αλλάζει και το τηλεοπτικό τοπίο με νέες σειρές και προσπάθεια για υψηλότερη ποιότητα. Αρχίζει να χάνεται το αιώνιο δίπολο του θεατρικός ή τηλεοπτικός ηθοποιός και τα όρια αρχίζουν να μπλέκονται. Αν για χρόνια το να παίζεις σε τηλεοπτικές σειρές σου απαγόρευε να βρεθείς στις μεγάλες και “ποιοτικές” σκηνές, τώρα το πράγμα λειτουργεί αντίστροφα καθώς ένας πρωταγωνιστικός ρόλος σε μία επιτυχημένη σειρά μπορεί να σε οδηγήσει άνετα στην σκηνή της Επιδαύρου. Τα social media, δημιουργούν μία πιο άμεση σχέση μεταξύ κοινού και δημιουργών, ενώ τα stories από παραστάσεις με τα ανάλογα tags, είναι σχεδόν κανόνας. Αν δεν το ανεβάσεις, δεν έχεις πάει. Η καρδιά της πόλης δείχνει να χτυπάει πλέον επί σκηνής και ένα νέο ρεύμα κοινού διαμορφώνεται. Είναι η ώρα το θέατρο να γίνει κομμάτι της καθημερινότητας μας όπως συμβαίνει στην Αγγλία θα έλεγε κανείς. Είναι όμως έτσι;
Τα πράγματα τελικά είναι λίγο διαφορετικά. Δυστυχώς είμαστε σαν λαός διάσημοι για την προσκόλληση μας στην μόδα και σε ό,τι είναι υψηλά στις τάσεις. Μπορείς να το πεις μόδα, μπορείς να το πεις “φάση”, αλλά τελικά είναι το ίδιο. Πάμε εκεί που πάνε όλοι, για να μας δουν και να τους δούμε και να το δείξουμε και στα social, στο μεγάλο χωριό. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η εντύπωση, παρά η αλήθεια και αυτό το έχουμε πληρώσει σε όλα τα επίπεδα (και συνεχίζουμε). Το θέατρο δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ναι μεν πηγαίνουμε συχνότερα και έχει μπει για τα καλά στην αθηναϊκή νύχτα, ωστόσο είναι αμφίβολο το τι προσλαμβάνουμε στα αλήθεια από αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι κατά την διάρκεια μίας παράστασης θα δεις άτομα να τραβάνε φωτογραφίες ή video (παρά τις ρητές απαγορεύσεις της διοργάνωσης) και θα ξεχάσουν τι είδαν μόλις ανάψουν τα φώτα της πλατείας. Ακόμα το άλλο μας χαρακτηριστικό ως λαός, η υπερβολή, μας κάνει να καταναλώνουμε παραστάσεις με ρυθμούς που δεν είμαστε έτοιμοι και έτσι χάνεται η ουσία κάπου μεταξύ Στέγης και Εθνικού.
Μια άλλη παράμετρος είναι ότι η δημοφιλία των ηθοποιών μέσω τηλεόρασης και social media, κάνει τους ηθοποιούς τον λόγο προσέλευσης σε μία παράσταση και όχι το έργο αυτό καθ’ αυτό. Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα κακό, αν δεν οδηγούσε σε απογοήτευση τους θεατές που πάνε να δούνε τον αγαπημένο τους ζεν πρεμιέ στην σκηνή και έρχονται αντιμέτωποι με ένα θέαμα μιας άλλης φιλοσοφίας για την οποία είναι απροετοίμαστοί. Αποκορύφωμα αυτού, οι επιδαύριες παραστάσεις που συχνά γιουχάρονται από απροετοίμαστους θεατές που δεν έχουν ιδέα τι πάνε να παρακολουθήσουν καθώς πηγαίνουν στα τυφλά λόγω χώρου, με το θέαμα να τους εξαγριώνει κάνοντας τους να νιώθουν εξαπατημένοι (π.χ. Αριστοφάνη Σφήκες σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου, Επίδαυρος 2023). Mία θεατρική παράσταση στην Ελλάδα του 2025, αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν ένα hype bar ενός ακόμα night out, παρά ως καλλιτεχνική επιτέλεση. Μένουμε στην επιφάνεια και στο scroll down, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.
Όλα έχουν να κάνουν με τον στόχο του καθενός και το τι αναζητά, καθώς αν ψάχνει θα βρει. Αν πάει μόνο για το story, τότε ναι θα μείνει εκεί. Αν με ρωτάτε, εγώ μισώ για παράδειγμα την πεζοπορία και σε κάθε τέτοια πρόσκληση από τους αμετανόητους φίλους μου, απαντάω πως θα τους περιμένω στην ταβέρνα μετά. Αν όμως μία φορά, έπαιρνα τα πόδια μου να τους ακολουθήσω, είμαι σίγουρη ότι όλο και κάτι θετικό θα αποκομούσα κι ας τους τάραζα στην γκρίνια για την ταλαιπωρία. Επομένως, καλύτερα άσκηση με γκρίνια, παρά καθόλου άσκηση. Καλύτερα θέατρο επειδή είναι της μόδας, παρά καθόλου θέατρο. Και στην τελική αν στην εποχή της τεχνολογίας και της ταχύτητας, εμείς κάνουμε ουρές για να παρακολουθήσουμε ένα δίωρο θέαμα που γεννιέται και πεθαίνει μπροστά μας φτιαγμένο από τα πάθη των ανθρώπων, τότε ναι, μάλλον είναι κομμάτι μας.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.