Αράφ, μουσουλμανική παραμεθόριος, το καθαρτήριο πριν τη μετάβαση προς την Κόλαση ή τον Παράδεισο. Ο τόπος όπου δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι ούτε ξεκάθαρες απαντήσεις κι όσοι βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα κινδυνεύουν να στερηθούν λίγο από τις αλήθειες που τολμά αυτό το έργο.

Στο Θέατρο Αποθήκη η πρόβα μόλις έχει ξεκινήσει. Πάνω στη σκηνή η Ράνια Σχίζα, ο Φώτης Λαζάρου και ο Ιωσήφ Πολυζωίδης διηγούνται μία ιστορία με πολλές ερμηνείες. Τόσες όσοι είμαστε και εμείς. Στο ξενοδοχείο «Αιγαίο» τέσσερις άνθρωποι και ένας σκύλος θα γράψουν από την αρχή την ιστορία της ανθρωπότητας.

Ο Γιάννης Τσίρος άρχισε να γράφει το έργο το 2015. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να το ολοκληρώσει και μία αφορμή. Ένα «αίσθημα ματαίωσης» όπως αναφέρει και ο ίδιος. Η επικαιρότητα λίγους μήνες αργότερα θα τον επιβεβαίωνε με τον πιο τραγικό τρόπο.

«Άρχισα να γράφω το έργο το 2015, αλλά δεν κατάφερα να το ολοκληρώσω. Έμεινε στο μυαλό μου σαν μια ανεκτόνωτη εκκρεμότητα, μέχρι την άνοιξη του 2022 που ξεκίνησα πάλι να το δουλεύω. Αφορμή για την ιδέα ήταν ένα αίσθημα ματαίωσης. Όπως, για παράδειγμα, μια πράξη αλληλεγγύης που μπορεί να κάνουμε σε κάποια στιγμή μεγαλοψυχίας μας, και να την πάρουμε πίσω όταν ανακαλύψουμε ότι το αποτέλεσμά της μπορεί και να μας βλάψει. Καθημερινά κρίνονται οι πράξεις και οι επιλογές μας. Η αγωνία και η αβεβαιότητα για το αύριο, μοιάζει από μόνη της με ένα καθαρτήριο όπου υπάρχουν δύο σαφείς έξοδοι, η μία προς την ελευθερία, η άλλη προς τον εγκλωβισμό και τα δεινά του».

Το έργο το διάβασα μία ημέρα πριν δω την πρόβα. Ετοιμάζοντας τη σκαλέτα του ρεπορτάζ συνειδητοποίησα πως δεν γνωρίζω τίποτα για το νέο έργο του Γιάννη Τσίρου. Παρακολουθώντας την πρόβα θαύμασα τη μαεστρία ενός συγγραφέα που χωρίς να πει τίποτα στην ουσία τα λέει όλα. Ακόμα κι αυτά που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Γιατί είναι εύκολο να κρίνουμε κι ακόμα πιο εύκολο να λέμε ότι νοιαζόμαστε. Αρκεί η αλήθεια να μην είναι τόση δυνατή που θα μας ξεβολέψει.

Γ. T.: «Είναι δύσκολο να μπούμε στη θέση του άλλου, γιατί ίσως δεν μάθαμε τον τρόπο να γνωρίσουμε μ’ έναν έντιμο τρόπο και τον εαυτό μας. Η έλλειψη αυτογνωσίας οδηγεί πάντα σε λανθασμένες κρίσεις. Η εξωστρέφειά μας προβάλλεται συχνά σαν αρετή, αλλά αν δεν διαθέτουμε και την ανάλογη εσωστρέφεια, καταλήγουμε σε έπαρση και αλαζονεία. Καταδικάζουμε, βρίζουμε, αποδίδουμε χαρακτηρισμούς και κριτικές, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι συνομιλούμε με το κοινό της υδρογείου. Η αλήθεια είναι ότι παραμένουμε στα μπαλκόνια της γειτονιάς μας, δημιουργώντας φίλους και εχθρούς μεταξύ των γειτόνων μας. Αυτούς που θα βρούμε μετά από λίγο δίπλα μας, πίσω μας ή μπροστά μας. Για αυτό δεν με έπεισε ποτέ η φράση: “αγαπώ τους Ανθρώπους”. Όπως έχω πει και στο παρελθόν, περιορίζομαι να καταγράφω τα τέλεια εξ αμελείας εγκλήματά μας. Και αυτά είναι προϊόντα της ανευθυνότητας, της ιδιοτέλειας και των ανθρώπινων αδυναμιών μας».

Για τον Γιώργο Παλούμπη το “ΑΡΑΦ” είναι ένα έργο που σε καμία περίπτωση δεν δίνει απαντήσεις. Αυτό που κάνει είναι να θέτει ερωτήματα ενεργοποιώντας τον θεατή. Σηκώνει την κουρτίνα αποκαλύπτοντας σχήματα και εξισώσεις που κοιτώντας τα κατάματα αρχίζεις και εσύ ο ίδιος να αναρωτιέσαι για όλα αυτά που θεωρούσες δεδομένα.

«Το “ΑΡΑΦ” έχει να κάνει με την απόφαση των ηρώων για το που θα καταλήξει αυτός ο σκύλος μετά τη διάσωση του. Για τον τρόπο που οι ίδιοι τοποθετούν τον εαυτό τους σε αυτή την ιστορία και ποια είναι η δική τους αλήθεια. Ο καθένας τους έχει και μία αλήθεια να υπερασπιστεί. Άλλες φορές συμπορεύεται και άλλες φορές συγκρούεται. Για παράδειγμα τη στείρωση των ζώων την έχει επιβάλλει η κοινωνία προκειμένου να εξυπηρετηθούμε εμείς οι άνθρωποι. Αναμφίβολα, τα αδέσποτα είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Σοβαρό ζήτημα είναι όμως και η ελευθερία. Δεν μπορείς να αναγνωρίζεις την ελευθερία ως αγαθό περιορισμένο που αφορά μόνο τους ανθρώπους. Η ελευθερία αφορά όλα τα πλάσματα. Αν ξεκινήσεις να επιβάλλεσαι στα ζώα μετά θα το κάνεις και στους ανθρώπους. Ρωτάει ο Φώτης «Μήπως να στειρώσετε και εμάς τους ανθρώπους;» Τίθεται ως δίλλημα. Όλα αυτά, λοιπόν, που αρχίζουν και τίθενται κατά τη διάρκεια της παράστασης είναι ηθικά ερωτήματα και οι απαντήσεις τους δεν είναι αντικειμενικές ούτε ανώδυνες. Ο νόμος, η ηθική έχει τον δικό της τρόπο να στειρώνει και εμάς τους ανθρώπους, ακούσια ή εκούσια».

Η Ράνια Σχίζα είναι μία ηθοποιός που αν δεν την έχεις δει πάνω στη σκηνή τότε δεν μπορείς να καταλάβεις τί σημαίνει ερμηνεύω. Καθαρό θέατρο χωρίς να περισσεύει τίποτα. Ο ρόλος της είναι αυτός που περνάει τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Παλεύει για το δίκιο και την ίδια στιγμή υπερασπίζεται έναν νόμο που το μόνο που τον νοιάζει είναι να συγκαλύψει το πρόβλημα. Ένα πρόβλημα αρκετό για να ταράξει τις νοικοκυρεμένες ζωές τους.

«Η Ματίνα είναι κτηνίατρος σε ένα νησί του Αιγαίου. Αγαπάει τη δουλειά της και προσπαθεί να είναι δίκαιη. Νοιάζεται στα αλήθεια αλλά κινείται και νιώθει ασφαλής μέσα στα αυστηρά πλαίσια του νόμου. Αντιλαμβάνεται τη σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο και την ηθική. Δυστυχώς, αυτές οι έννοιες δεν συμβαδίζουν πάντα κι έχουμε χιλιάδες καθημερινά παραδείγματα να μας το θυμίζουν. Ο κανονισμός επιβάλει τα αδέσποτα να στειρώνονται και να οδηγούνται στα καταφύγια. Να ζουν στρυμωγμένα σε συνθήκες εξαθλίωσης. Το γνωρίζει. Προσπαθεί να πείσει τον Λεούση να κρατήσει τον σκύλο έχοντας τη δική της συνείδηση «καθαρή» και δίνοντας μία λύση που φαίνεται να τους βολεύει όλους. Σε αυτήν την ιστορία όλοι έχουν τα δικά τους δίκαια και τα δικά τους κρίματα. Κι ο καθένας συγκρούεται με τα πιστεύω και τις ματαιώσεις του. Υπάρχει ένα σημείο που η Ματίνα διαλύεται. Η δική της αλήθεια είναι δυσβάστακτη. Οι γυναίκες καμιά φορά επωμιζόμαστε τη σκληρότητα όλου του κόσμου. Είμαστε σαν ανοιχτές πληγές που αιμορραγούμε, με τις κοιλιές μας άδειες και την ψυχή μας λαβωμένη. Η Ματίνα είναι μία τέτοια γυναίκα. Παλεύει για το δίκιο προσπαθώντας να ξεφύγει και αυτή από τους δικούς της δαίμονες. Δεν είναι όμως αθώα. Κανείς τους δεν είναι».

Ο Φώτης Λαζάρου έχει μία αμεσότητα στο παίξιμο του καταφέρνοντας κάθε ρόλο να τον κάνει δικό του. Τολμάει πάνω στη σκηνή αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά τη στιβαρή ερμηνευτική του γκάμα. Στο έργο ο ήρωας που υποδύεται φαίνεται να είναι ο πιο κυνικός. Σίγουρα αυτά που πρεσβεύει θα ενοχλήσουν αυτό όμως δεν σημαίνει πως αυτοί που θα τον κρίνουν είναι λιγότερο συνένοχοι.

«Το έργο έχεις επιλογή να το δεις ανάλογα με το τί αντέχεις ως άνθρωπος. Και δεν αντέχουμε όλοι τα ίδια. Είναι πολύ εύκολο να σηκώσουμε το δάχτυλο και να κρίνουμε τον άλλον. Είναι ανώδυνο γιατί έτσι αποφεύγουμε να δούμε τα δικά μας λάθη. Τον Φώτη τον κατηγορούν ως «σκυλοφοβικό» κι όμως είναι αυτός που έχει σκυλί στο σπίτι του και το φροντίζει. Έννοιες όπως καθαρόαιμος και μπάσταρδος είναι ντροπή και προσωπικά με θυμώνουν πολύ. Κανένας σκύλος ή άνθρωπος δεν είναι λαθραίος στη ζωή. Από την άλλη αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε ανθρώπους πίσω από ένα πληκτρολόγιο να κρίνουν. Ελάχιστα μπαίνουν στη θέση του άλλου. Όσο δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη αυτοί που πρέπει θα την πληρώνουν πάντα οι άλλοι. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται. Βρίζουμε, καταδικάζουμε χωρίς όμως να κάνουμε κάτι. Σίγουρα, όχι όλοι μα και πάλι, δεν είναι αρκετό. Ναι, ο Φώτης φοβάται τα μπάσταρδα σκυλιά γιατί τον δάγκωσαν και επίσης έχει δει πως τους φέρονται εκείνοι που τα «αγαπούν». Ο Λεούσης, η Ματίνα, οι φιλοζωικές, όλοι τους βλέπουν στον Φώτη έναν άνθρωπο χαμηλής κοινωνικής τάξης. Νιώθουμε ανώτεροι και πιο σπουδαίοι όταν υπάρχουν άνθρωποι σαν τον «σκυλοφοβικό» Φώτη ανάμεσα μας. Τους δίνει άλλοθι. Εγώ πάλι θα πω πως ο κόσμος δεν αλλάζει από τον καναπέ, μπροστά από ένα πληκτρολόγιο. Ο κόσμος θα αλλάξει όταν πρώτα αλλάξουμε εμείς».

Ο Ιωσήφ Πολυζωίδης, έμπειρος υποκριτικά και σε απόλυτη χημεία με τους συμπρωταγωνιστές του αποκαλύπτει όλα τα σχήματα του έργου σε ένα υποκριτικό κρεσέντο αξιώσεων. Είναι η ήρεμη δύναμη της ιστορίας ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Το ξέσπασμα του αργεί να έρθει. Η διάσωση του σκύλου τον έχει κάνει δημοφιλή. Είναι ο επιχειρηματίας του νησιού και όχι απλά ένας εργάτης κηπουρός. Όλα εξελίσσονται καλά για εκείνον, εκτός από τη σεζόν που σε λίγο αρχίζει. Και ποιος θέλει ένα σκύλο μέσα στα πόδια του;

«Όταν διάβασα το έργο πρώτη φορά σκέφτηκα πως είναι ένα ζόρικο έργο. Μετά σκέφτηκα πως η πραγματικότητα είναι ζόρικη. Θα μπορούσε να είναι απλά μία ιστορία και ίσως και να είναι. Δύο άνθρωποι έσωσαν έναν σκύλο από βέβαιο πνιγμό. Οι άνθρωποι λατρεύουν τους ήρωες και ακόμα περισσότερο λατρεύουν να τους αποκαθηλώνουν. Ο Λεούσης έκανε το χρέος του όπως το πίστευε. Δεν θέλει όμως να έχει την παραμικρή εμπλοκή με το σκύλο. Τον φοβάται και ποτέ δεν είχε σκυλιά. Το καταφύγιο είναι μια βολική λύση. Ο σκύλος σώθηκε και δεν θα τον έχουν μέσα στα πόδια τους να τους κουνάει την ουρά του. Οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο τους σκύλους που κουνούν την ουρά τους ζητώντας αποδοχή παρά εκείνους που γρυλίζουν. Τώρα αν ψάχνεις την αλήθεια εξαρτάται από το ποια αλήθεια θέλεις να δεις. Εκεί έξω υπάρχουν πολλές αλήθειες και πολλά ψέματα. Εδώ ακούμε πως η Παλαιστίνη ξαφνικά μπήκε στο Ισραήλ και πως τους σκότωσαν όλους. Αλήθεια ή ψέμα; Μπορώ να σου πω μία ιστορία; Κάποτε οι Δυτικοί πήγαν να αποικήσουν σε μία χώρα. Οι άνθρωποι που έμεναν εκεί άρχισαν να χάνουν τη γη τους. Οι σφετεριστές σκότωσαν τους ανθρώπους, τους έκαψαν τη γη και τους πήραν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όσοι γλίτωσαν άρχισαν να αντιδρούν και το αιματοκύλισμα συνεχίστηκε. Τότε, οι Δυτικοί έφεραν στρατό και τους έσφαξαν όλους. Ας πούμε πως αυτή η γη άνηκε στους Ινδιάνους. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπωματική».

Υπάρχει λόγος που το ρεπορτάζ δεν αποκαλύπτει περισσότερα για το έργο. Ήταν επιθυμία και του συγγραφέα. Όχι για λόγους εντυπωσιασμού, κάθε άλλο. Υπάρχει μία διαδρομή που ακολουθεί το κάθε έργο και η συγκεκριμένη έχει κρυμμένα διαμάντια που ο καθένας θα τα ανακαλύψει μόνος τους. Και όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο Γιάννης Τσίρος «Στο έργο παρακολουθούμε το χρονικό του διωγμού ενός αδέσποτου σκύλου. Αν υπάρχει κάποιος συμβολισμός, θα πρέπει να προκύπτει μόνο στο μυαλό του θεατή».