Όλη η ποιητική έμπνευση του καλοκαιριού συμπυκνώνεται στην ζεστασιά του Ιουλίου. Ο ενδιάμεσος μήνας του καλοκαιριού, ο μήνας με το ”λάμδα”, ο μήνας που οι διακοπές ξεκινούν για τα καλά, που η πόλη αδειάζει σιγά σιγά, σχεδόν βασανιστικά, δεν είναι τελείως άδεια, αλλά αρχίζουν οι πρώτες μέρες της ξεκούρασης των δρόμων, των πλατειών, των παγκακιών στις μέσα γωνιές, όχι τις τουριστικές, στις γειτονιές των προαστίων που δεν ανακαλύπτουν προς ώρας οι τουρίστες.
Ιούλιος, ο μήνας του Καρκίνου του εαίσθητου, του ευσυγκίνητου, του αγαπητικού. Ιούλιος, στα τέλη του, ο μήνας του αδάματου, ερωτευμένου με την ζωή Λέοντα.
Ο μήνας της θάλασσας, ο μήνας του πυρωμένου τσιμέντου. Με το ένα χέρι τον Ιούνιο, στις υποχρεώσεις της σεζόν που πρέπει να κλείσουν και να αρχειοθετηθούν και με το άλλο χέρι στον Αύγουστο, με την ραστώνη του σε πλήρη ισχύ και δυναμική, με την παράλυση της κανονικότητας σε ένα μη αληθοφανές διηνεκές.
Ιούλιος, ο μήνας των υποσχέσεων που αρχίζουν να φουντώνουν, έτοιμες να ακυρώσουν τον εαυτό τους ανά πάσα στιγμή: ηδονή και φόβος.
Καλωσορίζουμε, λοιπόν, τον Ιούλιο με τέσσερα ελληνικά ποιήματα και ένα μικρό πεζό κείμενο που εξηγούν όλα αυτά και ακόμα περισσότερα.
Ο Ιούλης είναι πληγή που βγάζει μέλι.
Γυμνός, Ιούλιο μήνα, του Οδυσσέα Ελύτη
Από τον «Μικρό Ναυτίλο»
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
Αλλόφρονας Ιούλιος, του Νίκου Καρούζου
Ο γενέθλιός μου μήνας στα θολερά/ λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει/ δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς- τι άρια/ ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση…
Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα/ λουσμένο μουσείο
Οπού ‘χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.
Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος- εδώ ο ύπερος.
Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα
προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας
ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο
να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.
Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας
Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου, του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών.
Πού πας, ομορφούλα μου,/ Χιονούλα και ήλιε;
Πάω στις μαργαρίτες/ του πράσινου λιβαδιού.
Δε φοβάσαι/ που αλαργεύεις μόνη;
Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος/ φοβίζουν τον έρωτα.
Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου,/ χιονάτη κόρη.
Έχει φύγει η καρδιά μου,/ για πάντα.
Ποια είσαι, λευκή κόρη,/ κι από πού έρχεσαι;
Γυρίζω από τους έρωτες/ κι από τις κρήνες.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών.
Τι έχεις στα χείλη σου/ που τα φλογίζει;
Το άστρο του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει.
Τι έχεις στο στήθος σου/ λεπτό κι ωραίο;
Το σπαθί του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει.
Τι λεν τα μαύρα μάτια σου,/ σοβαρό και βαθύ;
Τη σκληρή απελπισιά μου/ που πάντα πληγώνει.
Γιατί φοράς μαύρο/ του θανάτου μανδύα;
Αλίμονο, είμαι θλιμμένη/ κι άκληρη χήρα,
του κόντε της Δάφνης/ της Ροδοδάφνης.
Αφού κανέναν δεν αγαπάς,/ τι ψάχνεις εδώ;
Το σώμα του όμορφου κόντε μου/ της Ροδοδάφνης.
Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις/ άπιστη χήρα;
Σου εύχομαι να τον βρεις.
Τα άστρα του ουρανού/ είναι οι πόθοι μου,
σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου/ που ζει και πεθαίνει.
Αναπαύεται μες στο νερό,/ χιονάτη κόρη
σκεπασμένος με νοσταλγίες/ κι άσπρα γαρίφαλα.
Αχ, ιππότη περιπλανώμενε/ στα κυπαρίσσια,
μια νύχτα φεγγαρόφωτη/ σου χαρίζει η ψυχή μου.
Ω, Ίσις ονειροπαρμένη!/ Κόρη δίχως γλύκα,
με στόματα παιδιών/ λέει τις ιστορίες της.
Την καρδιά μου σου δίνω./ Μια καρδιά ήρεμη
πληγωμένη από το βλέμμα/ των γυναικών.
Γενναίε ιππότη,/ ο Θεός μαζί σου.
Πάω να βρω τον κόντε/ της Ροδοδάφνης.
Αντίο, δέσποινα μου,/ κοιμισμένο ρόδο,
εσύ πας στον έρωτα/ κι εγώ πάω στο θάνατο.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών.
Η καρδιά μου αιμορραγεί,/ κόκκινη κρήνη
Του Ιουλίου οι Κυριακές δεν είναι σαν τις άλλες, της Ζωής Δικταίου
Αδέσποτες, γυρίσανε οι ώρες του πελάγου
η όστρια, αλμύρα φύσηξε στις άκριες της ψυχής
σε μια ιδέα, εξόριστη του Έρωτα του μάγου
αρχαία σκουριά στα μάτια μου, μα δεν ανησυχείς.
Του Ιουλίου οι Κυριακές δεν είναι σαν τις άλλες
στη Μάνη, στη Μονεμβάσια, φιλιά γράφει το φως
αντίδωρο σου κράτησα στη σκέψη δυο ψιχάλες
όνειρα, μέσα σ’ όνειρα, πόθος παλιός, κρυφός.
Ότι φοβάμαι το αγαπώ κι ότι αγαπώ μ’ αρέσει,
στο πανηγύρι της καρδιάς, μαντήλι κροσσωτό
βαθύ μελάνι βιολετί στου ουρανού τη μέση
της μοναξιάς παράπονο κι άστρο ψηφιδωτό.
Του Ιουλίου οι Κυριακές δεν είναι σαν τις άλλες
όλους τους χάρτες έκαψα, δεν έχει γυρισμό
κι αν οι στιγμές που ζήσαμε δεν ήτανε μεγάλες
φταίει μια μοίρα μάγισσα σ’ αδιάβαστο χρησμό.
Ότι με πόνεσε αγαπώ κι ότι αγαπώ πονάει
στης μνήμης τα χαλάσματα το κάρο του καιρού
απ΄ το κατώφλι του θεού, πάντα μπροστά περνάει
με ξεγραμμένες θύμησες και λόγια του νερού.
Του Ιουλίου οι Κυριακές, της θάλασσας δαντέλες
δυο λέξεις μόνο γύρεψα απ’ όσες μου χρωστάς,
σε λάθος πόλη κρέμασα, στο σ’ αγαπώ κορδέλες
κι εσύ πιο πέρα από τ’ αλλού, τον ύπνο σου βαστάς.
Αύριο, τραγούδι ορφανό στη ζητιανιά μιας νότας
πάνω απ΄τα κάστρα του Μυστρά, του ανέμου το φαρί
παίρνει το φως απ’ την αυγή, για μια πληγή ο Ευρώτας
άγια σιωπή της ερημιάς, σαν πίκρα καθαρή.
Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο, του Γιώργου Σεφέρη
Από την ενότητα 5.Άντρας
Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μού έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά.
Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ’ όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ’ ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου…