Όταν ο εσωστρεφής William Eggleston θαύμαζε τις φωτογραφίες του Robert Frank και του Walker Evan και διψούσε να τραβήξει τις δικές του, κοιτούσε γύρω του απογοητευμένος. Αγωνιζόταν μέρα με τη μέρα να βρει το θέμα του κι έβραζε μέσα του γιατί έβλεπε παντού ασχήμια.
Γεννημένος το 1939 στο Μέμφις και μεγαλώνοντας στο Μισισίπι ως μέλος μιας πλούσιας οικογένειας που είχε στο παρελθόν στην κατοχή της φυτεία, ένιωσε ότι περιβαλλόταν από ένα αποκρουστικό και άχαρο Τενεσί. Όταν όμως μια μέρα είπε σ’ έναν φίλο ότι δεν υπήρχε τίποτα για να φωτογραφίσει γιατί όλα γύρω του ήταν άσχημα, εκείνος του είπε «φωτογράφισε τα άσχημα».
Κάπως έτσι βρήκε το θέμα του Eggleston, ο οποίος εστίασε στο συνηθισμένο, στο μπανάλ και βέβαια… στο άσχημο προσφέροντάς μας με κάθε καρέ μια κλεφτή ματιά στην πραγματικότητα και ζωγραφίζοντας με το σύνολο του έργου του τον απόλυτο πίνακα της αμερικανικής καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο.
Πέραν από τη θεματολογία του, όμως, ο φωτογράφος έγινε γνωστός κυρίως για την επαναστατική χρήση που έκανε στο χρώμα. Και ίσως τα χρώματά του να ήταν αυτά που μας έκαναν να δούμε την ομορφιά εκεί που ο ίδιος δυσκολευόταν. Την περίοδο που ξεκινούσε ο Eggleston, το ιδανικό για την fine art φωτογραφία ήταν το ασπρόμαυρο. Το χρώμα θεωρούνταν πιο σκληρό και άξεστο και χρησιμοποιούνταν κυρίως στη διαφήμιση.
Μια μέρα λοιπόν που βρισκόταν σ’ ένα εργαστήρι εμφάνισης είδε την επεξεργασία κάποιων έγχρωμων φωτογραφιών. «Πήγα κατευθείαν να δω και όλα ήταν εμπορική δουλειά, όπως φωτογραφίες με πακέτα τσιγάρων και μπουκαλάκια αρώματος. Αλλά ο κορεσμός του χρώματος (color saturation) και η ποιότητα του μελανιού ήταν σαρωτικά. Αδημονούσα να το δω πώς θα φαινόταν μια απλή εικόνα Eggleston που θα περνούσε την ίδια διαδικασία. Όλες οι φωτογραφίες που εμφάνισα από εκεί και πέρα με αυτή τη διαδικασία έμοιαζαν φανταστικές και καθεμία φαινόταν καλύτερη από την προηγούμενη» είπε ο ίδιος.
Ως παιδί του καιρού του βέβαια δούλεψε και με το άσπρο και το μαύρο. Ένα πρότζεκτ χαρακτηριστικό της ματιάς του είναι μια σειρά φωτογραφιών του 1973 με τίτλο “Nightclub Portraits”, που δεν έγινε ευρέως γνωστή παρά πολύ αργότερα, το 2005. Και εδώ είναι προφανής ο αυθορμητισμός του Eggleston, λες και κάτι του τράβηξε ξαφνικά την προσοχή. Συχνά μας συνεπαίρνει η κίνηση στις φωτογραφίες του, σαν κάποιος να πέρασε από κάπου και για κάποιο λόγο να κράτησε στο μυαλό του τη στιγμή.
Με το χρώμα άρχισε να πειραματίζεται περίπου το 1965-1966, όταν τον μύησε στην έγχρωμη φωτογραφία ένας φίλος του, ο φωτογράφος, γλύπτης και ζωγράφος William Christenberry που έγινε γνωστός για τις πολύχρωμες συνθέσεις του με θέμα κυρίως κτίρια και τοπία στον νότο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολουθώντας τα χνάρια του φίλου του και ήδη γοητευμένος με το χρώμα, ο Eggleston άρχισε να κάνει το ένα road trip μετά το άλλο και να φωτογραφίζει κτίρια, τοπία και καθημερινή ζωή. Το αποτέλεσμα ήταν ένας όγκος δουλειάς μιας δεκαετίας και ένα ειλικρινές και αληθινό πορτρέτο της ζωής στον αμερικανικό νότο και σε άλλες περιοχές της αμερικανικής υπαίθρου. Πολλές από τις φωτογραφίες του τραβήχτηκαν και στη γενέτειρά του, το Μέμφις.
Ανακαλύπτοντας σιγά σιγά τον καλλιτεχνικό του εαυτό, εστίασε στο συνηθισμένο: συνηθισμένα κτίρια, συνηθισμένα μέρη, συνηθισμένα αντικείμενα. Ο ίδιος έχει εξηγήσει πως αυτά τα απλά θέματα τον ενδιέφεραν χάρη στο σχήμα, το χρώμα και τη μορφή τους και όχι επειδή σήμαιναν κάτι.
Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο η φωτογραφία του μιλά στο θυμικό παρακάμπτοντας τη διανόηση. Γιατί αυτό φαίνεται ότι αναζητούσε ο ίδιος: τα συναισθήματα που ανακινεί μια φωτογραφία, τα οποία τελικά της δίνουν και τη δύναμή της. Πράγματι, το έργο του συχνά χτυπά κατευθείαν στην νοσταλγία, στην έκπληξη και στη χαρά με όχημα την ειρωνεία ή και την ένταση. Κι όλα αυτά χωρίς να χάνει τον παρορμητισμό του, αφού δεν στήνει το κάδρο του, δεν το προετοιμάζει. Απλά φωτογραφίζει αυτό που βλέπει ακριβώς ως έχει.
Τα έργα του Eggleston αποκαλύπτουν μια ανησυχία του να βρει τι τον ενδιαφέρει. Εξερευνά αντικείμενα από πολύ κοντά, παρατηρεί τοπία από απρόσμενες οπτικές και στα πορτρέτα του αναζητά μια αλήθεια σ’ ένα πρόσωπο. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την πρώιμη δουλειά του με έγχρωμες που τράβηξε αργότερα, στις οποίες προσεγγίζει το ίδιο θέμα με άλλη τεχνική. Η ίδια αυτή ανησυχία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, απλά όταν εκείνος ανακάλυψε το χρώμα αυτό ήρθε να προστεθεί στα σχήματα και τις μορφές που του τραβούσαν τη ματιά.
Τι έδωσε στο έργο του Eggleston αυτός ο τρόπος δουλειάς; Φαίνεται οξύμωρο αλλά τσακώνοντας με τον φακό του μια κατά τα άλλα φευγαλέα στιγμή στην πραγματική ζωή, δημιούργησε φωτογραφίες διαχρονικές. Κυνηγώντας την απλότητα και το συνηθισμένο απαθανάτισε την ουσία της ζωής, μας έδωσε το κύτταρό της σε εικόνες. Κι αυτή η ειλικρίνεια πάντα θα τσιγκλάει το βαθύτερο συναίσθημα.
Βέβαια έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να ερμηνεύσουμε με αυτόν τον τρόπο τις εικόνες που απαθανάτισε ο Eggleston. Το 1976, μάλιστα, οι New York Times χαρακτήρισαν μια έκθεσή του στο MoMA «την πιο μισητή έκθεση της χρονιάς». Όταν οι φωτογραφίες του απεικόνιζαν το εσωτερικό ενός καταψύκτη, ένα άδειο καθιστικό ή μια πράσινη ντουζιέρα, ήταν δύσκολο για κάποιους να κατανοήσουν τι ακριβώς έβλεπαν.
Τα πράγματα όμως δεν χρειάζεται να είναι περίπλοκα. Ο Eggleston απλά μας ζητά να δούμε πέρα από το αντικείμενο και να ακούσουμε το συναίσθημά μας για να βγάλουμε άκρη με το μυστήριο μιας στιγμής.
H πολυαναμενόμενη επανέκδοση του βιβλίου “Chromes” του William Eggleston, είναι το πρώτο από τη συνεχιζόμενη σειρά φωτογραφικών λευκωμάτων που εκδίδει η Steidl και εξετάζει το σύνολο του σημαντικού έργου του Eggleston. Η θέση του Eggleston ως ενός από τους μετρ της έγχρωμης φωτογραφίας είναι ευρέως αναγνωρισμένη. Αλλά τα σταδιακά βήματα με τα οποία μεταμορφώθηκε από έναν άγνωστο σε έναν κορυφαίο καλλιτέχνη είναι λιγότερο γνωστά. Το “Chromes” είναι μια φανταστική συλλογή περισσότερων από 5.000 Kodachromes και Ektachromes που προέρχονται από δέκα χρονολογικά ταξινομημένα ντοσιέ και τα οποία βρέθηκαν σε ένα χρηματοκιβώτιο στο Eggleston Artistic Trust. Το αρχείο αυτό είχε χρησιμοποιηθεί κάποτε από τον John Szarkowski, ο οποίος επέλεξε τις 48 εικόνες που τυπώθηκαν στο θεμελιώδες βιβλίο “William Eggleston’s Guide”, ενώ το υπόλοιπο αρχείο παρέμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου αδημοσίευτο. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται οι πρώιμες εικόνες του Eggleston από το Μέμφις, η δοκιμή του χρώματος και των στρατηγικών σύνθεσης, καθώς και η εξέλιξη προς το “ποιητικό στιγμιότυπο”. Εν ολίγοις, το “Chromes” δείχνει έναν δάσκαλο εν τη γενέσει του.
❈ Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Όταν ο εσωστρεφής William Eggleston θαύμαζε τις φωτογραφίες του Robert Frank και του Walker Evan και διψούσε να τραβήξει τις δικές του, κοιτούσε γύρω του απογοητευμένος. Αγωνιζόταν μέρα με τη μέρα να βρει το θέμα του κι έβραζε μέσα του γιατί έβλεπε παντού ασχήμια.
Γεννημένος το 1939 στο Μέμφις και μεγαλώνοντας στο Μισισίπι ως μέλος μιας πλούσιας οικογένειας που είχε στο παρελθόν στην κατοχή της φυτεία, ένιωσε ότι περιβαλλόταν από ένα αποκρουστικό και άχαρο Τενεσί. Όταν όμως μια μέρα είπε σ’ έναν φίλο ότι δεν υπήρχε τίποτα για να φωτογραφίσει γιατί όλα γύρω του ήταν άσχημα, εκείνος του είπε «φωτογράφισε τα άσχημα».
Κάπως έτσι βρήκε το θέμα του Eggleston, ο οποίος εστίασε στο συνηθισμένο, στο μπανάλ και βέβαια… στο άσχημο προσφέροντάς μας με κάθε καρέ μια κλεφτή ματιά στην πραγματικότητα και ζωγραφίζοντας με το σύνολο του έργου του τον απόλυτο πίνακα της αμερικανικής καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο.
Πέραν από τη θεματολογία του, όμως, ο φωτογράφος έγινε γνωστός κυρίως για την επαναστατική χρήση που έκανε στο χρώμα. Και ίσως τα χρώματά του να ήταν αυτά που μας έκαναν να δούμε την ομορφιά εκεί που ο ίδιος δυσκολευόταν. Την περίοδο που ξεκινούσε ο Eggleston, το ιδανικό για την fine art φωτογραφία ήταν το ασπρόμαυρο. Το χρώμα θεωρούνταν πιο σκληρό και άξεστο και χρησιμοποιούνταν κυρίως στη διαφήμιση.
Μια μέρα λοιπόν που βρισκόταν σ’ ένα εργαστήρι εμφάνισης είδε την επεξεργασία κάποιων έγχρωμων φωτογραφιών. «Πήγα κατευθείαν να δω και όλα ήταν εμπορική δουλειά, όπως φωτογραφίες με πακέτα τσιγάρων και μπουκαλάκια αρώματος. Αλλά ο κορεσμός του χρώματος (color saturation) και η ποιότητα του μελανιού ήταν σαρωτικά. Αδημονούσα να το δω πώς θα φαινόταν μια απλή εικόνα Eggleston που θα περνούσε την ίδια διαδικασία. Όλες οι φωτογραφίες που εμφάνισα από εκεί και πέρα με αυτή τη διαδικασία έμοιαζαν φανταστικές και καθεμία φαινόταν καλύτερη από την προηγούμενη» είπε ο ίδιος.
Ως παιδί του καιρού του βέβαια δούλεψε και με το άσπρο και το μαύρο. Ένα πρότζεκτ χαρακτηριστικό της ματιάς του είναι μια σειρά φωτογραφιών του 1973 με τίτλο “Nightclub Portraits”, που δεν έγινε ευρέως γνωστή παρά πολύ αργότερα, το 2005. Και εδώ είναι προφανής ο αυθορμητισμός του Eggleston, λες και κάτι του τράβηξε ξαφνικά την προσοχή. Συχνά μας συνεπαίρνει η κίνηση στις φωτογραφίες του, σαν κάποιος να πέρασε από κάπου και για κάποιο λόγο να κράτησε στο μυαλό του τη στιγμή.
Με το χρώμα άρχισε να πειραματίζεται περίπου το 1965-1966, όταν τον μύησε στην έγχρωμη φωτογραφία ένας φίλος του, ο φωτογράφος, γλύπτης και ζωγράφος William Christenberry που έγινε γνωστός για τις πολύχρωμες συνθέσεις του με θέμα κυρίως κτίρια και τοπία στον νότο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολουθώντας τα χνάρια του φίλου του και ήδη γοητευμένος με το χρώμα, ο Eggleston άρχισε να κάνει το ένα road trip μετά το άλλο και να φωτογραφίζει κτίρια, τοπία και καθημερινή ζωή. Το αποτέλεσμα ήταν ένας όγκος δουλειάς μιας δεκαετίας και ένα ειλικρινές και αληθινό πορτρέτο της ζωής στον αμερικανικό νότο και σε άλλες περιοχές της αμερικανικής υπαίθρου. Πολλές από τις φωτογραφίες του τραβήχτηκαν και στη γενέτειρά του, το Μέμφις.
Ανακαλύπτοντας σιγά σιγά τον καλλιτεχνικό του εαυτό, εστίασε στο συνηθισμένο: συνηθισμένα κτίρια, συνηθισμένα μέρη, συνηθισμένα αντικείμενα. Ο ίδιος έχει εξηγήσει πως αυτά τα απλά θέματα τον ενδιέφεραν χάρη στο σχήμα, το χρώμα και τη μορφή τους και όχι επειδή σήμαιναν κάτι.
Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο η φωτογραφία του μιλά στο θυμικό παρακάμπτοντας τη διανόηση. Γιατί αυτό φαίνεται ότι αναζητούσε ο ίδιος: τα συναισθήματα που ανακινεί μια φωτογραφία, τα οποία τελικά της δίνουν και τη δύναμή της. Πράγματι, το έργο του συχνά χτυπά κατευθείαν στην νοσταλγία, στην έκπληξη και στη χαρά με όχημα την ειρωνεία ή και την ένταση. Κι όλα αυτά χωρίς να χάνει τον παρορμητισμό του, αφού δεν στήνει το κάδρο του, δεν το προετοιμάζει. Απλά φωτογραφίζει αυτό που βλέπει ακριβώς ως έχει.
Τα έργα του Eggleston αποκαλύπτουν μια ανησυχία του να βρει τι τον ενδιαφέρει. Εξερευνά αντικείμενα από πολύ κοντά, παρατηρεί τοπία από απρόσμενες οπτικές και στα πορτρέτα του αναζητά μια αλήθεια σ’ ένα πρόσωπο. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την πρώιμη δουλειά του με έγχρωμες που τράβηξε αργότερα, στις οποίες προσεγγίζει το ίδιο θέμα με άλλη τεχνική. Η ίδια αυτή ανησυχία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, απλά όταν εκείνος ανακάλυψε το χρώμα αυτό ήρθε να προστεθεί στα σχήματα και τις μορφές που του τραβούσαν τη ματιά.
Τι έδωσε στο έργο του Eggleston αυτός ο τρόπος δουλειάς; Φαίνεται οξύμωρο αλλά τσακώνοντας με τον φακό του μια κατά τα άλλα φευγαλέα στιγμή στην πραγματική ζωή, δημιούργησε φωτογραφίες διαχρονικές. Κυνηγώντας την απλότητα και το συνηθισμένο απαθανάτισε την ουσία της ζωής, μας έδωσε το κύτταρό της σε εικόνες. Κι αυτή η ειλικρίνεια πάντα θα τσιγκλάει το βαθύτερο συναίσθημα.
Βέβαια έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να ερμηνεύσουμε με αυτόν τον τρόπο τις εικόνες που απαθανάτισε ο Eggleston. Το 1976, μάλιστα, οι New York Times χαρακτήρισαν μια έκθεσή του στο MoMA «την πιο μισητή έκθεση της χρονιάς». Όταν οι φωτογραφίες του απεικόνιζαν το εσωτερικό ενός καταψύκτη, ένα άδειο καθιστικό ή μια πράσινη ντουζιέρα, ήταν δύσκολο για κάποιους να κατανοήσουν τι ακριβώς έβλεπαν.
Τα πράγματα όμως δεν χρειάζεται να είναι περίπλοκα. Ο Eggleston απλά μας ζητά να δούμε πέρα από το αντικείμενο και να ακούσουμε το συναίσθημά μας για να βγάλουμε άκρη με το μυστήριο μιας στιγμής.
H πολυαναμενόμενη επανέκδοση του βιβλίου “Chromes” του William Eggleston, είναι το πρώτο από τη συνεχιζόμενη σειρά φωτογραφικών λευκωμάτων που εκδίδει η Steidl και εξετάζει το σύνολο του σημαντικού έργου του Eggleston. Η θέση του Eggleston ως ενός από τους μετρ της έγχρωμης φωτογραφίας είναι ευρέως αναγνωρισμένη. Αλλά τα σταδιακά βήματα με τα οποία μεταμορφώθηκε από έναν άγνωστο σε έναν κορυφαίο καλλιτέχνη είναι λιγότερο γνωστά. Το “Chromes” είναι μια φανταστική συλλογή περισσότερων από 5.000 Kodachromes και Ektachromes που προέρχονται από δέκα χρονολογικά ταξινομημένα ντοσιέ και τα οποία βρέθηκαν σε ένα χρηματοκιβώτιο στο Eggleston Artistic Trust. Το αρχείο αυτό είχε χρησιμοποιηθεί κάποτε από τον John Szarkowski, ο οποίος επέλεξε τις 48 εικόνες που τυπώθηκαν στο θεμελιώδες βιβλίο “William Eggleston’s Guide”, ενώ το υπόλοιπο αρχείο παρέμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου αδημοσίευτο. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται οι πρώιμες εικόνες του Eggleston από το Μέμφις, η δοκιμή του χρώματος και των στρατηγικών σύνθεσης, καθώς και η εξέλιξη προς το “ποιητικό στιγμιότυπο”. Εν ολίγοις, το “Chromes” δείχνει έναν δάσκαλο εν τη γενέσει του.
❈ Περισσότερες πληροφορίες εδώ.