«Προσπάθησα με κάθε δυνατό τρόπο να παρουσιάσω την φυλακή τόσο οδυνηρή όσο είναι στην πραγματικότητα. Τις λίγες φορές που αμφέβαλλα για την απόφαση μου αυτή, μια επίσκεψη σε κάποιο κελί αρκούσε για να μου επιβεβαιώσει την αρχική μου σκέψη. Και το υλικό που συγκεντρώθηκε εδώ δεν πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο την αίσθηση που νιώθεις όταν στέκεσαι για δύο λεπτά στον διάδρομο του Ellis».
Η εκτίμηση του ίδιου του φωτογράφου Danny Lyon για τις φωτογραφίες που τράβηξε μέσα στο σωφρονιστικό συγκρότημα του Τέξας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ισχύει τόσο σήμερα όσο και τότε. Το Ellis στο οποίο αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμά ήταν ένα αγρόκτημα φυλακών για τους κατάδικους που θεωρούνταν οι πιο επικίνδυνοι ή μη διαχειρίσιμοι τη δεκαετία του 1960. Το Ellis ήταν ένα από τα έξι σωφρονιστικά ιδρύματα του Τέξας όπου ο Lyon πέρασε δεκατέσσερις μήνες φωτογραφίζοντας κρατούμενους το 1967 και το ’68.
Το φωτογραφικό αρχείο που προέκυψε από το διάστημα που πέρασε εκεί, το Conversations with the Dead, δημοσιεύτηκε το 1971 και έχει περιγραφεί από τον σημερινό πρόεδρο του Magnum και ιστορικό της φωτογραφίας Martin Parr (συν-συγγραφέας με τον Jerry Badger του The Photo Book: A History, ως το πιο μεγάλο «αριστούργημα» του Lyon, χαρακτηρίζοντας την 2η έκδοση «τόσο ισχυρή και σχετική όσο ποτέ».
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ένα σκληρό ανάγνωσμα. Η αρχική εκδοχή του έργου, μας λέει ο Lyon, εμφανίστηκε ως ένας μικρός ημιτελής φάκελος που τυπώθηκε στο τυπογραφείο του The Walls -ενός από τα σωφρονιστικά ιδρύματα- και είχε τίτλο “Born to Lose”, την εκτύπωση του οποίου επέβλεπε ο κατάδικος James Renton, γνωστός καλύτερα ως Smiley, ο οποίος εκείνη την εποχή εξέτιε ποινή 11 ετών για διάρρηξη.
Σαν άνθρωπος που βυθιζόταν ολοκληρωτικά στο έργο του, κατά τη διάρκεια του προτζεκτ ο Danny έγινε φίλος με πολλούς από τους άνδρες του σωφρονιστικού ιδρύματος του Τέξας. Αλλά είναι τα σκίτσα, οι επιστολές και η μαρτυρία ενός κρατούμενου ονόματι Billy McCune, που κυριαρχούν στις Συνομιλίες με τους Νεκρούς, όσο και οι προσωπικές φωτογραφίες του Lyon.
Ο Lyon είχε ήδη διανύσει μια μεγάλη πορτεία όταν ήρθε να φωτογραφίσει στο Τέξας, έχοντας εφεύρει αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως Νέα Δημοσιογραφία – περνώντας μήνες με ένα θέμα ή θέματα, δημιουργώντας αφηγηματικά και γεμάτα λεπτομέρειες πορτραίτα της ζωής των ανθρώπων που φωτογράφιζε. Είχε επίσης πάρει τη ζωή του στα χέρια του ταξιδεύοντας σε όλη την Αμερική, φωτογραφίζοντας τη διαβόητη συμμορία μοτοσικλετιστών The Outlaws.
Στο πρόσωπο του McCune, ωστόσο, βρήκε έναν πρωταγωνιστή του οποίου η ιστορία ήταν ιδιαίτερα συγκινητική. Με πατέρα έναν επιληπτικό βετεράνο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που πουλούσε μολύβια και παγωτά, ο McCune κρίθηκε, στην εφηβεία του, ως «ασθενής». Όταν τελείωσε το σχολείο κατατάχθηκε στο ναυτικό, αλλά απολύθηκε λόγω ανικανότητας. Κατηγορήθηκε για τον βιασμό μιας γυναίκας σε ένα πάρκινγκ του Fort Worth για τον οποίο κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο. Περιμένοντας όμως τη σειρά του για το εκτελεστικό απόσπασμα, έκοψε το πέος του από τη ρίζα και το έβαλε σε ένα ποτήρι, το οποίο πέρασε ανάμεσα από τα κάγκελα του κελιού και το έδωσε σε έναν ανυποψίαστο φρουρό.
Πέντε εφέσεις κατά της θανατικής καταδίκης του McCune πέρασαν μέχρι που εμφανίστηκαν νέα στοιχεία που αμφισβητούσαν σοβαρά τον χαρακτήρα του θύματός του. Στην τελευταία έφεση, ένας στενός συγγενής του θύματος έθεσε ακόμη και το ερώτημα αν είχε όντως υπάρξει βιασμός. Το 1952 η θανατική ποινή του McCune μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, όπου πέρασε τα πρώτα επτά χρόνια σε απομόνωση.
Οι επιστολές του McCune προς τον Danny Lyon και τα σκίτσα που φιλοτέχνησε για αυτόν διαπερνούν τις Συνομιλίες με τους Νεκρούς, δίνοντας στον αναγνώστη μια ανήσυχη εικόνα της βιαιότητας, της απελπισίας και της αποκαρδιωτικής ύπαρξης της ζωής στη φυλακή στην Αμερική της δεκαετίας του ’60, όπου πολλοί άνδρες εξέτιαν μεγάλες ποινές μόνο και μόνο επειδή κάπνιζαν χόρτο ή επιδίδονταν σε σχέσεις του ίδιου φύλου.
Όπως αναφέρει ο Lyons στο βιβλίο, «Πίστευα ότι δεν ήταν εφικτό να μεταφέρω την πραγματικότητα των φυλακών μόνο μέσω της δικής μου γραφής. Ήθελα να παρασύρω τον αναγνώστη μαζί μου. Ήθελα να περάσω στον αναγνώστη αυτό που εγώ βίωνα συναισθηματικά. Ήθελα να είναι αληθινό, και πείστηκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχω αυτό ήταν να χρησιμοποιήσω αυτά τα έγγραφα και να υπολογίζω στη στοιχειώδη ανθρωπιά των αναγνωστών μου για να αντιδράσουν».
Όταν αποφυλακίστηκε το 1974, – έχοντας παραμείνει στη φυλακή από το 1950 – ο McCune έκανε μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στον Lyon το 1982. Στη συνέχεια ο Lyon έχασε τα ίχνη του, μέχρι το 2000, όταν ο φωτογράφος έλαβε μια επιστολή από έναν εργαζόμενο μιας καθολικής εκκλησίας στο Κάνσας Σίτι. Ο McCune γέρος, αδύναμος και κουρασμένος από μια ζωή που έζησε στους σκληρούς δρόμους της Νέας Υόρκης, προτού πεθάνει κατάφερε να δει για μια τελευταία φορά τον Lyon για να τον ευχαριστήσει για την καλοσύνη που του είχε δείξει λέγοντάς την ιστορία του και να τον αποχαιρετίσει.
«Η ιστορία του Billy ήταν μακράν η πιο οδυνηρή και η πιο δύσκολη για μένα να αντιμετωπίσω», λέει σήμερα ο Lyon. «Αν το 1968 πίστευα ότι θα μπορούσα να γκρεμίσω τα πανίσχυρα τείχη του των φυλακών του Τέξας δημοσιεύοντας τις “Συνομιλίες με τους Νεκρούς” και τη ζωή του Billy McCune, τότε εκείνα τα χρόνια μάλλον συμπεριλαμβάνονται στις μεγαλύτερές μου αποτυχίες. Στο Τέξας φωτογράφισα έναν ολόκληρο κόσμο, περισσότερους από 12.500 άνδρες και γυναίκες. Μέσα σε λίγα χρόνια ο αριθμός αυτός εκτοξεύτηκε σε πάνω από 200.000. Πολλά έχουν αλλάξει στην Αμερική από τότε που οδήγησα από τη Νέα Υόρκη στο Τέξας για να φτιάξω αυτό το βιβλίο».
Μπορεί να αποτελεί ένα απελπιστικά θλιβερό κοινωνικό πορτρέτο καταπίεσης και ματαιότητας, αλλά το Conversations with the Dead είναι επίσης ένα εξαιρετικά ισχυρό φωτογραφικό ντοκουμέντο. Πρόκειται για ένα σκληρό αλλά πολύ καλά δουλεμένο βιβλίο που έχει τη δύναμη να μας κάνει να σκεφτούμε ξανά και με διαφορετικό τρόπο για το θέμα του. Το γεγονός ότι οι φωτογραφίες είναι τόσο συναρπαστικές όσο και οδυνηρές Η προσήλωση του φωτογράφου στο δημιουργικό του όραμα και τις αρχές του, το κάνει ένα βιβλίο που πραγματικά ανταμείβει τον χρόνο που αφιέρωσε σε αυτό ο φωνογράφος. Οι συγκλονιστικές αλλά και οδυνηρές εικόνες που μας μεταφέρει, καλώντας μας να επανανοηματοδοτήσουμε σαν κοινωνία το σύστημα φυλάκισης, είναι κάτι που απέχει πολύ από την «αποτυχία» που αναφέρει ο ίδιος.