«Ήμουν απλώς μάρτυρας. Δεν είχα ατζέντα. Ήθελα να ακούσω πώς ήταν οι ζωές τους και γιατί βρίσκονταν εκεί», λέει ο Joseph Rodriguez μιλώντας για τα μοντέλα του, τις σεξεργάτριες που πρωταγωνιστούν στο φωτογραφικό του άλμπουμ, Flesh Life: Sex in Mexico City. Πρόκειται για μια αναδρομική έκθεση του έργου του από την εποχή που έμενε στην πρωτεύουσα του Μεξικού στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η έκθεση λαμβάνει χώρα αυτήν την περίοδο στην Galerie Bene Taschen στην Κολωνία της Γερμανίας, ενώ το υλικό του φωτογράφου διατίθεται και σε βιβλίο με το ίδιο όνομα.
Ο Joseph γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και αυτοπροσδιορίζεται ως ουμανιστής. Ειδικεύεται στο street photography, έχοντας περάσει δεκαετίες στους δρόμους ως οδηγός ταξί. Ενώ βρισκόταν στην Πόλη του Μεξικού για ένα άλλο έργο, εξερευνώντας την αχανή μητρόπολη με τον φίλο του και συγγραφέα Ruben Martinez, παρατήρησε μια παρέα ανδρών και σεξεργατριών να συζητούν σε ένα σοκάκι. Εκείνη τη στιγμή, θέλησε να απαθανατίσει τη στιγμή με την κάμερά του. «Έβλεπα όλες εκείνες τις διαφορετικές μεταξύ τους Μεξικανές γυναίκες με τα εσώρουχα και τα ψηλοτάκουνα τους, να φλερτάρουν τους άντρες για να τραβήξουν την προσοχή τους και, αν οι άντρες γούσταραν, έμπαιναν μέσα», εξηγεί ο Joseph. Γοητευμένος από την τοπική κοινότητα και την κουλτούρα της σεξεργασίας, του γεννήθηκε η ιδέα να καταγράψει όσα έβλεπε.
Flesh Life: Φωτογραφίζοντας τις σεξεργάτριες της Πόλης του Μεξικού
Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Και μόνο το να μεταφέρει τη φωτογραφική του μηχανή στην περιοχή La Merced της Πόλης του Μεξικού ήταν αρκετά επικίνδυνο. Πρόκειται για μια κακόφημη γειτονιά, γνωστή από τη μία για τη μεγάλη υπαίθρια αγορά της, κι από την άλλη, για τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας και πορνείας. Σύμφωνα με ταξιδιωτικούς οδηγούς, η La Merced κατατάσσεται ως ένα μέρος «που πρέπει να αποφύγετε για να μείνετε ασφαλείς στην Πόλη του Μεξικού». Ο Joseph θυμάται την ιστορία ενός φωτογράφου των New York Times που δεν τόλμησε να επισκεφτεί την περιοχή, αλλά αντ’ αυτού την απαθανάτισε από ελικόπτερο με φακό 200 χιλιοστών.
Παρόλα αυτά, η εμπειρία του Joseph με αγνώστους στο ταξί του στη Νέα Υόρκη τον είχε προετοιμάσει για κάθε αβεβαιότητα. Έτσι, με τον Ruben προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια σχέση οικειότητας με τις εργαζόμενες και γι’ αυτό το λόγο βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία. «Η προσέγγισή μου ήταν να γνωρίσω [τους ανθρώπους που φωτογράφιζα] και να δω πώς μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά», λέει. «Αγοράζαμε φαγητό και δεν μπαίναμε απλά για να βγάλουμε [φωτογραφίες]. Μας ενδιέφεραν οι οικογένειές τους και γι’ αυτό καθόμασταν να γνωρίσουμε τον κόσμο», προσθέτει.
«Γνώρισα μια γυναίκα στα 60 της, της πήρα συνέντευξη και τη ρώτησα για την οικογένειά της. Είναι η γυναίκα που θηλάζει το παιδί της [βλ. παρακάτω] και η μεγάλη κόρη της είναι σεξεργάτρια. Αυτό [στη φωτογραφία] είναι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου περιμένει πελάτες. Παίρνω λοιπόν συνέντευξη από τη μαμά και μου λέει: «Στήριξα οικονομικά τον γιο μου, να σπουδάσει και να γίνει δικηγόρος» και αυτό με έκανε σχεδόν να καθίσω στην καρέκλα μου. Ό,τι γίνεται γίνεται για την επιβίωση», λέει ο Joseph. Είδε από πρώτο χέρι πώς η σεξεργασία περνούσε από τη μια γενιά στην άλλη, ειδικά για όσες είχαν περιορισμένες επιλογές. Θυμάται μια σεξεργάτρια που δήλωσε ότι οι μόνοι της τρόποι για να βγάλει χρήματα ήταν να «πουλήσω τσίχλες στο δρόμο, να φυσάω φωτιές από το στόμα ή να πουλήσω το σώμα μου».
Αλλά ο Joseph παρατήρησε επίσης μια γενναία υπερηφάνεια, η οποία διακατείχε τις γυναίκες αυτές. Όπως εξηγεί ο φωτογράφος, οι σεξεργάτριες της La Merced νιώθουν ότι η περιοχή τους ανήκει: «Υπάρχει μια κουλτούρα ιδιοκτησίας μεταξύ των γυναικών εκεί, όπως η περιοχή Red Light στο Άμστερνταμ». «Πρέπει να πάρεις άδεια και να υποβληθείς σε εξετάσεις για οποιεσδήποτε ασθένειες μπορεί να έχεις ή να μην έχεις. Αυτές οι γυναίκες ονομάζονται sexoservidoras (υπηρέτριες του σεξ). Στη Λατινική Αμερική, ο όρος δεν είναι απαραίτητα ασεβής, μερικές από τις γυναίκες αυτοαποκαλούνται έτσι. Κάποια πράγματα δεν προορίζονται να μεταφραστούν με τρόπο που θα καταλάβαινε ο λευκός κόσμος», προσθέτει.
Με την πάροδο του χρόνου, από τις αλληλεπιδράσεις του Joseph με τα μοντέλα του, δημιουργήθηκαν βαθύτερες σχέσεις φιλίας, αγάπης κι ενδιαφέροντος. Στις ασπρόμαυρες εικόνες του, απαθανάτισε όλες τις διαφορετικές πτυχές της σεξεργασίας: γυναίκες άνω των 50 ετών, τρανς γυναίκες και άντρες σεξεργάτες. Με τους κατοίκους της περιοχής αντάλλαξαν συζητήσεις που κυμαίνονταν από οδυνηρές έως ελαφριές. «Ήταν πιο εύκολο να βρούμε γκέι σεξεργάτες, αφού ο Ruben γνώριζε μερικούς από αυτούς, οπότε γίναμε φίλοι, πηγαίναμε σε πάρτι και βγαίναμε μαζί τους». Και προσθέτει, «Οι τρανς σεξεργάτριες ήταν πολύ αισθησιακές και τους άρεσε να φωτογραφίζονται».
Και μιλώντας για τις γνωριμίες και την σύναψη βαθύτερων σχέσεων με ανθρώπους της περιοχής, έρχεται στο μυαλό μια άβολη αλλά αναπόφευκτη ερώτηση: προσέλαβε προσωπικά κάποια από τις σεξεργάτριες που εμφανίζονταν στις φωτογραφίες του; Ο Joseph δίνει από μόνος του την απάντηση πριν καν του γίνει η ερώτηση. «Τότε, δεν ήμουν κακός τύπος και εκείνοι [οι σεξεργάτες] έλεγαν «papi αυτό και papi εκείνο». Αυτές οι σχέσεις ήταν πολύ ανοιχτές, αλλά δεν έκανα τίποτα σεξουαλικό. Επιτρέψτε μου να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό», εξομολογείται. Το μόνο άτομο από την κοινότητα στο οποίο έδωσε χρήματα ήταν ένα άτομο που λειτουργούσε ως μεταφραστής και συνδετικός κρίκος μεταξύ του ίδιου και άλλων σεξεργατών.
Πράγματι, ο Joseph λέει ότι προσέγγιζε πάντα τους ντόπιους ζητώντας την άδειά τους για να τους φωτογραφίσει, δημιουργώντας σχέσεις βασισμένες στην εμπιστοσύνη και τον σεβασμό: σήμα κατατεθέν της προσέγγισής του στη φωτογραφία καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του. Αυτές οι φιλικές σχέσεις με τα μοντέλα του, μαζί με την ικανότητά του να γίνεται «αόρατος», ειδικά κατά τη διάρκεια ορισμένων πιο προσωπικών στιγμών, του επέτρεψαν να απεικονίσει εκπληκτικές πτυχές της κοινότητας.
Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο η πνευματικότητα και η θρησκεία είναι εγγενώς συνυφασμένες με την κουλτούρα της πόλης, όπως φαίνεται σε μια φωτογραφία ενός πελάτη και μιας σεξεργάτριας ξαπλωμένης στο κρεβάτι κάτω από μια πελώρια εικόνα του Ιησού. Στους προσωπικούς τους χώρους, ο Joseph θυμάται επίσης ότι βωμούς και την πανταχού παρούσα εικόνα της Παναγίας της Γουαδελούπης. «Ο χρόνος επιτρέπει την εμπιστοσύνη και όταν έχουμε εμπιστοσύνη, τη θεωρώ ιερή. Φτιάχνω τα πορτρέτα μου και μετά παραμένω λίγο περισσότερο για να ακούσω την αφήγησή τους. Είμαι εκεί για να τους αναδείξω όλους κι όχι μόνο μία πλευρά τους», εξηγεί ο φωτογράφος. «Απλώς τους ρωτούσα, “πώς θέλετε να δείτε τον εαυτό σας;”».