Όταν η Brigitte Bardot γύρισε την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» στο άγνωστο τότε ψαροχώρι Saint-Tropez της Προβηγκίας το 1954-55, η γοητεία της ηθοποιού ήταν τόσο ισχυρή που έβαλε τον μεσογειακό προορισμό στον χάρτη των jet-set. Στα γυρίσματα της ταινίας, πριν το τουριστικό μπουμ στην περιοχή, ηθοποιοι και συνεργείο συνήθιζαν να τρώνε σε ένα μκροσκοπικό, οικογενειακό ταβερνάκι δίπλα στο κύμα. Λίγα χρόνια αργότερα, το ταβερνάκι αυτό θα γινόταν το περίφημο Club 55.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70, η Κυανή Ακτή ήταν μια παιδική χαρά για τους πλούσιους και τους διάσημους της εποχής. Η εσπλανάδα και η μαρίνα του Saint-Tropez, ο περίπατος κατά μήκος της ακτής και οι παραλίες γυμνιστών, αποτελούν την επιτομή του ελευθεριακού, joie de vivre κλίματος μιας εποχής περασμένης. Μια παστέλ καρτ ποστάλ του μεταμοντέρνου zeitgeist. Το Saint-Tropez την εποχή εκείνη ήταν μια, τρόπον τινά, ακρόπολη του ηδονισμού για επισκέπτες από όλη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, το Saint-Tropez είχε γίνει πλέον το ιδανικό μέρος για να ξεφύγει κανείς από όλους και από όλα (εκτός από τους παπαράτσι βεβαίως, βεβαίως). Μέσα σε λίγα χρόνια είχε μετατραπεί σε έναν από τους κορυφαίους καλοκαιρινούς προορισμούς για ηθοποιούς του Χόλιγουντ, ροκ σταρ, διπλωμάτες κι αστούς μποέμ. Πέραν αυτών, η παραλιακή πόλη ήταν επιπλέον εστία για τα μέλη του γαλλικού κινηματογραφικού κινήματος Nouvelle Vague (French New Wave) καθώς και το μουσικό κίνημα Yé-yé.
Ο Mick και η Bianca Jagger παντρεύτηκαν στο Saint-Tropez το ’71. Η Brigitte Bardot ήταν δίχως αμφιβολία η βασίλισσα του Saint-Tropez. Η Bébé ερωτεύτηκε τόσο την παραλιακή πόλη, που μετά τα γυρίσματα του «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», αγόρασε ένα σπίτι εκεί, με τους παπαράτσι να την απαθανατίσουν με τα κάπρι παντελόνια της και τα aviator γυαλιά της.
Μιλώντας για την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», αυτή ήταν που αναζωπύρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον όχι μόνο για το Saint-Tropez αλλά και για τον γυμνισμό, κάνοντας δημοφιλή την παραλία γυμνιστών “Tahiti”. Ο δήμαρχος του Saint-Tropez είχε διατάξει την αστυνομία να απαγορεύσει τον γυμνισμό και να περιπολεί την παραλία με ελικόπτερο.
Οι «ενδυματολογικές διαμάχες» μεταξύ της χωροφυλακής και των γυμνιστών έγιναν το κεντρικό θέμα μιας διάσημης γαλλικής κωμικής σειράς ταινιών, με τίτλο «Le gendarme de Saint-Tropez», με πρωταγωνιστή τον Louis de Funès.
Τελικά, κέρδισαν οι γυμνιστές. Η τόπλες ηλιοθεραπεία είναι πλέον νόμιμη και συνηθισμένη από τις παραλίες της Pampelonne μέχρι τα γιοτ στο κέντρο του λιμανιού του Saint-Tropez. Το μαγιό στην διάσημη παραλία “Tahiti” είναι από τότε προαιρετικό, αν και οι γυμνιστές συχνά κατευθύνονται σε ιδιωτικές παραλίες γυμνιστών, όπως αυτή στο Cap d’Agde.
Ένα άλλο χαρασκτηριστικό του Saint-Tropez των 70s είναι ότι οι VIP επισκέπτες του εμφανίζονταν παντού -μα παντού- ξυπόλυτοι: στους δρόμους, στα εστιατόρια, στα κλαμπ. Μιλώντας για κλαμπ, τα πιο θρυλικά της εποχής ήταν τα Byblos, Le Club 55, Le Papagayo και L’Esquinade – εκεί όπου εμφανίζονταν κάθε βράδυ του καλοκαιριού οι celebrities, χορεύοντας στα τραπέζια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Γάλλος μουσικός παραγωγός Eddy Barcley έγινε ο βασιλιάς των jet-set. O διάσημος Παριζιάνος playboy με 8 γάμους στο ενεργητικό του, δημιούργησε τα γνωστά “White Nights” (les Soirées Blanches) στην πολυτελή βίλα που έχτισε στο Cap Camarat, στο Saint-Tropez, στην άκρη της παραλίας Pampelonne κοντά στο Ramatuelle. Εκεί προσκαλούσε φίλους του από την εγχώρια και διεθνή σόου μπιζ (Stéphane Collaro, Carlos, Darry Cowl, Alain Delon, Thierry Le Luron, Johnny Hallyday, Eddy Mitchell, Olivier de Kersauson, Chantal Goya).
To Saint-Tropez της δεκαετίας του ’70 από τον φακό του Philippe Garner
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο φωτογράφος Philippe Garner περνούσε τα καλοκαίρια του στη νότια Γαλλία, ιδιαίτερα στην περιοχή της Κυανής Ακτής και στις απόκρημνες ακτές της Μασσαλίας και του Saint Tropez.
Μεγαλωμένος στο Brighton, ο Garner απορρόφησε τόσο τον βρετανικό όσο και τον γαλλικό πολιτισμό από την πρώιμη παιδική του ηλικία, περνώντας τις καλοκαιρινές του διακοπές στο Aix-en-Provence όπου ζούσε η γιαγιά του και όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος το 1949. Η ακόρεστη περιέργειά του, τον οδήγησε να καταγράψει το πνεύμα της Γαλλικής Ριβιέρας σε φιλμ Kodachrome, που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα του κομψού leisure της δεκαετίας του 1970, την έντονη ζέστη, τα πλούσια, κορεσμένα χρώματα και τη σαγηνευτική αίσθηση απομάκρυνσης από την πραγματικότητα και την καθημερινή ζωή. «Είχαμε μια διαφορετική στάση απέναντι στον χρόνο και μια πολύ διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή», αναφέρει ο φωτογράφος.
Μια ξεχωριστή σειρά φωτογραφιών που τραβήχτηκαν στη θρυλική πλέον παραλία “La Voile Rouge” του Saint-Tropez αποτυπώνουν το πνεύμα της φαντεζί, chic-bohemian εποχής της.
«Τραβήξα αυτές τις φωτογραφίες όταν ήμουν πολύ νέος, στα 20κατι μου», λέει. «Φέρουν ζωντανές αναμνήσεις – σαν να τις είχα βγάλει χθες. Κι όμως ήταν πριν από μισό αιώνα». Η επερχόμενη έκθεσή του “Summer – Seventies – Saint-Tropez” (στη γκαλερί Hamiltons στο Mayfair) συγκεντρώνει αυτόν τον όγκο εξαιρετικών εικόνων που εξιστορούν το chic παρελθόν της ριβιέρας του προηγούμενου αιώνα, που μέχρι πρόσφατα παρέμενε κρυμμένο.
«Οι φωτογραφίες μου παρέμεναν ιδιωτικές, όλες αυτές τις δεκαετίες», εξηγεί ο Garner. Για χρόνια, ο Garner θεωρούσε τον εαυτό του ερασιτέχνη φωτογράφο. Η τελευταία του έκθεση στη γκαλερί Hamiltons, σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο για τον Garner, ο οποίος, κράτησε το μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφίας του μακριά από τη δημοσιότητα για πολλές δεκαετίες. «Αν δεν το κάνω τώρα – δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ».
Λόγω της τόσο στενής συνεργασίας με καταξιωμένους φωτογράφους για πολλά χρόνια, θεώρησε ότι δεν ήταν σκόπιμο να παρουσιάσει δημόσια τη δική του δουλειά. «Έχω ήδη ένα αρκετά εκτεταμένο αρχείο. Ήταν η γυναίκα μου που με ώθησε να κάνω κάτι με τον συντριπτικό αριθμό φωτογραφιών που έχω στη συλλογή μου, αντί να τις κρατήσω σε χαρτόκουτα». Τώρα συνταξιούχος και στα 70 του, ο Garner αποφασίζει να εκθέσει τα έργα του– επιστρέφοντας στις ρίζες της φωτγραφίας του στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προτού στρέψει το βλέμμα του σε άλλα θέματα, κυρίως στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πορτρέτου.
Τα πολύχρωμα έργα του Garner αγγίζουν τη φιλόδοξη αισθητική της σημερινής νεανικής κουλτούρας, ιδιαίτερα τη νοσταλγία για τη δεκαετία του 1970, πριν τη σύχγρονη τεχνολογία. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια μελαγχολική λαχτάρα για τα νωχελικά καλοκαίρια της Μεσογείου (όπως αντικατοπτρίζεται από τις πρόσφατες τάσεις του TikTok, του Pinterest και του Instagram).
Η τρέλα του «Euro Summer» στο Διαδίκτυο – στην οποία το μαυρισμένο δέρμα, τα πιάτα με φρέσκα θαλασσινά, τα ελαφριά λινά παντελόνια, τα Aperol spritzes και τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά στις ακτές του Ποζιτάνο ή της Νίκαιας – μιλά για την επιθυμία μας να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα της καταπιεστικής ζωής στην πόλη. ιδιαίτερα για όσους περνούν τη ζωή τους δουλεύοντας μπροστά σε μια οθόνη. Το hashtag #eurosummer (ευρωπαϊκό καλοκαίρι) έχει πλέον πάνω από ένα δισεκατομμύριο προβολές στο TikTok.
Ο Garner κατανοεί γιατί η σημερινή νεολαία ρομαντικοποιεί τις ευρωπαϊκές διακοπές, αλλά και τιμά τη δεκαετία του 1970. «Υπάρχει μια κολοσσιαία διαφορά μεταξύ των δύο εποχών. Η ζωή ήταν αναλογική τη δεκαετία του 1970. Κάθε κομμάτι του, η μυρωδιά, η υφή, το χρώμα. Τα πράγματα ήταν πιο απτά. Τόσα πράγματα σήμερα είναι εικονικά. Υπήρχε κάτι τόσο αθώο και μαγικό στην ακατέργαστη σωματικότητα του κόσμου στη ζωή εκείνα τα χρόνια».
Αυτό που κάνει τις φωτογραφίες του Garner τόσο μαγευτικές είναι η οπτική διατήρηση μιας εποχής που έχει πια παρέλθει. Εκ των υστέρων, τα έργα του αποτυπώνουν τα απομεινάρια μιας Εδέμ που ξεγλίστρησε από τα χέρια μας. «Το Sain-Tropez στις αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν ήταν φανταχτερό. Ήταν ανεπιτήδευτο και κομψό και είχε ένα υπέροχο buzz. Μια μποέμ, αγροτική αίσθηση. Ήμουν εκεί σε μια χρυσή στιγμή», θυμάται ο φωτογράφος. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά του Hawaiian Tropic αντιηλικού. Ήταν ένα αντιηλιακό που κυριολεκτικά σε έψηνε και σε μαύριζε γρήγορα. Πόσο απρόσεκτοι και ανέμελοι ήμασταν».