Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, ο Ρεϊνάλντο Ριβέρα φωτογράφιζε τον αθέατο κόσμο του Λος Άντζελες: έναν κόσμο των φθηνών ενοικίων, των house parties, της ανατρεπτικής μόδας, των underground συγκροτημάτων, αλλά και των λατινοαμερικάνικων gay και τραβεστί μπαρ: Mugi’s, The Silverlake Lounge και La Plaza. Τα περισσότερα από αυτά τα μπαρ έχουν κλείσει προ πολλού και πολλοί από τους καλλιτέχνες αυτούς έχουν πεθάνει. Αλλά στις φωτογραφίες του Ριβέρα, αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες ζουν σε ένα ασημένιο τοπίο αυτοσχέδιας κινηματογραφικής αίγλης, μια φυγή από την σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσαν.
Αν ο φωτογράφος Ρεϊνάλντο Ριβέρα δεν υπήρχε, εκείνη η πλευρά του Χόλιγουντ που ενδιαφέρεται για τους queer Λατίνους του Λος Άντζελες, θα έπρεπε να τον είχε εφεύρει. Όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο βιβλίο Reynaldo Rivera: Provisional Notes for a Disappeared City (2020), ο Ριβέρα απέφυγε την τραγωδία χάρη στο ταλέντο και τη θέλησή του. Καθώς φωτογράφιζε τα υποκείμενα τα μεταμόρφωνε σε μικρούς μύθους που θα παρέμεναν ζωντανοί για πάντα.
Αυτό που διαχωρίζει το έργο του Ριβέρα από εκείνο των ομοτέχνων του -τις τρυφερές φτωχογειτονιές της Nan Goldin, της μποέμ αποτυπώσεις της πανκ και ροκ σκηνής του ‘80 του Christopher Makos, τις τυπικές παρατηρήσεις του Alvin Baltrop, και τις κρίσεις προσωπικότητας του Peter Hujar– μπορεί να είναι η απόρριψη ή ίσως η κατάργηση των αποστάσεων.
Οι φωτογραφίες του Ριβέρα που απεικονίζουν τρανς γυναίκες και drag καλλιτέχνες, σκηνές με εραστές και φίλους, μέσα και έξω από τα θρυλικά λατινοαμερικάνικα μπαρ και πάρτι του Λος Άντζελες, συναρπάζουν με χωρίς να επιδεικνύουν την πρόσβασή τους. «Αν οι άνθρωποι είναι απασχολημένοι με το να ζουν μύθους που δεν σου αρέσουν», γράφει ο Samuel R. Delany στο σκληρό του μυθιστόρημά Dhalgren (1974), «άφησέ τους». Τα υποκείμενα του Ριβέρα ήταν απασχολημένα καθώς ζούσαν τους μύθους τους, κι αυτός ξεκάθαρα τους αγαπούσε, κι έφτιαξε πραγματικούς μύθους μαζί τους.
Σε μια φωτογραφία του δύο άνδρες αγκαλιάζονται σε μια τουαλέτα κάτω από το δυνατό φως μιας LED λάμπας –την ίδια στιγμή που λίγο πιο πέρα ένας άλλος άνδρας κατουράει σε ένα ουρητήριο- όλοι τους φαίνονται να είναι τόσο απασχολημένοι με τη χαρά τους. Μια άλλη φωτογραφία αποτυπώνει την υπερηφάνεια ενός θαμώνα στο Silverlake Lounge το 1995, με το καουμπόικο φόρεμά του που είναι τόσο λευκό και πεντακάθαρο όσο και το κάθισμα της τουαλέτας στο οποίο ακουμπάει η μπότα του.
Σε μια άλλη σελίδα θα δεις την εικόνα της Βανέσα να κάθεται σταυροπόδι προσφέροντας μια έκφραση τόσο υπερφυσική που ξεπερνά τον τόπο και τον χρόνο, μα και παράλληλα τόσο φυσική που θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από ένα άτομο που βρίσκεται πραγματικά στο σαλόνι του σπιτιού του.
Με έναν παράδοξο τρόπο, αυτή η οικειότητα προέκυψε από την ίδια την αποξένωση. Η μητέρα του Ριβέρα γεννήθηκε στο Μεξικό και έφυγε για το Στόκτον της Καλιφόρνια όταν ήταν δεκαέξι ετών και έγκυος, όπου γνώρισε τον πατέρα του, επίσης μεξικανικής καταγωγής και δύο δεκαετίες μεγαλύτερό από αυτήν. Γρήγορα παντρεύτηκαν και χώρισαν- ο Ρεϊνάλντο και η μεγαλύτερη αδελφή του, η Ερμίνια, πηγαινοέρχονταν μεταξύ σπιτιών και συνοριακών πόλεων της Νότιας Καλιφόρνια. Ο πατέρας τους τούς απήγαγε όταν ο Ριβέρα ήταν πέντε ετών και τους παράτησε με την οικογένειά του στο Γκουαναχουάτο, σε ένα μικρό σπίτι χωρίς τρεχούμενο νερό και με μια βίαιη γιαγιά. Μετά από τέσσερα πολύ δύσκολα και βίαια χρόνια, επέστρεψαν στη μητέρα τους και στον αμερικανικό ρατσισμό του Γκλέντεϊλ της Καλιφόρνια, τη δεκαετία του 1970.
Ο πατέρας του Ριβέρα παρενέβαινε περιστασιακά, παίρνοντας τον έφηβο γιο του για παρατεταμένα διαστήματα στην κοιλάδα Σαν Χοακίν, όπου δούλευε εποχιακά σε ένα κονσερβοποιείο της Campbell’s Soup ή μάζευε κεράσια. Ο Ριβέρα έμενε μαζί του στις υποβαθμισμένες εργατικές κατοικίες, δούλευε στα χωράφια, έκανε παρέα με άστεγους στην πόλη και λήστευε μαζί τους καταστήματα. Τότε μαγεμένος μετροφυλλούσε τα βιβλία φωτογραφίας που ανακάλυπτε σε καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών. Στην έκτη δημοτικού, πίσω στο σπίτι όπου ζούσε με τη μητέρα του και γοητευμένος από τη ζωή και το έργο των γκλαμουράτων κοριτσιών της Χρυσής Εποχής, όπως η Lucha Reyes, συνελήφθη για πώληση ναρκωτικών- στα δεκατέσσερα, εγκατέλειψε το λύκειο και επέστρεψε στο Μεξικό. Δούλευε στην κάβα του πατέρα του, μέχρι που ο πατέρας του πυροβόλησε έναν γκάνγκστερ, ο οποίος πέθανε στο δρόμο, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να εξαφανιστεί με την πράσινη κάρτα του Ριβέρα. Η τύχη τους επανένωσε σε έναν σταθμό λεωφορείων στο Καλέξικο και επέστρεψαν μαζί στο κονσερβοποιείο του Στόκτον. Παράλληλα ο πατέρας του Ριβέρα πωλούσε διάφορα κλεμμένα πράγματα, συμπεριλαμβανομένης μιας φωτογραφικής μηχανής Yashica που ο Ριβέρα σκόνταψε πάνω της μια καλοκαιρινή μέρα. «Και τότε το τζίνι βγήκε από το μπουκάλι», είπε. «Σκέφτηκα ότι αν μπορούσα να απαθανατίσω αυτές τις στιγμές, να τις κρατήσω σε αρχείο, θα μπορούσα να βάλω κάποια τάξη στη ζωή μου. … Ήταν ένα είδος αλχημείας. Έγινε το αντικείμενό μου».
Απέκτησε μια Pentax K1000 και φωτογράφισε την αδελφή του, Ερμίνια, ενώ το 1983 όταν επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού, όπου μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο του, ανακάλυψε ότι κάποιος είχε σκοτώσει τον θετό παππού του με μια ματσέτα και φωτογράφισε τους λεκέδες αίματος στα σεντόνια του και τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες αγίων, μετατρέποντας μια σκηνή εγκλήματος σε νεκρή φύση. Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες βρήκε μια διαφορετική πραγματικότητα, ανθρώπων που καθόριζαν τις ζωές τους με έναν δημιουργικό τρόπο. Φωτογράφισε τις Siouxsie Sioux, Sade και Annie Lennox, πουλώντας μερικές φορές τη δουλειά του στο LA Weekly.
Στη La Brea, η εικόνα της Miss Alex που τραγουδούσε με τα χείλη της για να κερδίσει φιλοδωρήματα στο λατινοαμερικάνικο drag bar La Plaza- στην Πόλη του Μεξικού, συνέταξε μια άκρως μυθοπλασματική στήλη εφημερίδας που περιέγραφε λεπτομερώς τα κατορθώματά της ανάμεσα στην ελίτ του Χόλιγουντ. Μέσα από τον φακό του Ριβέρα, πλέον η Miss Alex κατοικεί και στους δύο κόσμους ταυτόχρονα.
Η Τίνα, το πρόσωπο του πιο καλλιτεχνικού μπαρ του Club Mugy’s, άλλοτε υποδυόταν τον Μάικλ Τζάκσον –ουσιαστικά ως ένας άνδρας, ντυμένος γυναίκα, που υποδύεται έναν άνδρα- και άλλοτε επικαλούνταν την ταϊλανδέζικη ταυτότητά της για να παρουσιάσει πανασιατικές εκδηλώσεις θηλυκότητας, καθώς άλλοτε γινόταν dragon lady, κι άλλοτε γκέισα. Μια τέτοια απροσδιοριστία μπορεί να μην είχε πέραση στα σημερινά καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι καλλιτέχνες στα προάστια έψαχναν παντού για μια αντανάκλαση. Ανέπτυξαν μια ορατότητα, σχεδόν φωτοσυνθετική στο πώς τροφοδοτούνταν από μικρές αναλαμπές αναγνώρισης.
Ο Ριβέρα τους φωτογράφιζε με δραματικό ασπρόμαυρο φιλμ, συχνά ευθεία μπροστά και σε κεντρικό κάδρο, με τον φωτογράφο να διαφαίνεται συχνά στις αντανακλάσεις κάποιου καθρέφτη. Τα θέματα του Ριβέρα επιδείκνυαν τους καρπούς της δουλειάς τους – τα λαμπερά φορέματά τους, τα βυζιά τους, την προσωπικότητά τους – σε σκοτεινές διατάξεις που φέρνουν στο νου το LA noir και τα δοκιμαστικά του Χόλιγουντ, αλλά κυρίως, αγκαλιάζουν τις σκιές ως ένα άλλο είδος φωτός.
Προς το τέλος του βιβλίου, σε ένα ξέφρενο μπρος-πίσω, ο Ριβέρα και η φίλη του Vaginal Davis συνεχίζουν να κουτσομπολεύουν αυτούς τους σκοτεινούς, αφανείς σταρ, τους party people μιας άλλης εποχής που χάθηκε μαζί με το Silver Lake και το Echo Park. Ανθρώπους όπως η Alice Bag και η Taquila Mockingbird, και όλους τους νεκρούς σταρ και τους drop-dead glamourous. Λανθασμένα και παρορμητικά πολλές φορές οι φωτογραφίες του Ριβέρα αντιμετωπίζονται ως ruin porn καθώς απεικονίζουν τη δυστοπία από τα απομεινάρια που άφησε πίσω του το AIDS και το κρακ και αποτυπώνουν αυτή την θανατηφόρα σχέση της Αμερικής με τα τρανσέξουαλ παιδιά της, δείχνει όλα τα μπαρ που χάθηκαν από την απληστία των ιδιοκτητών τους και την άρνησή μας να δούμε τη νυχτερινή ζωή ως κάτι άλλο πέρα από μια πηγή «αστικής αναζωογόνησης». Η αυτοεπινόηση και η αυτοκαταστροφή συχνά πάνε χέρι-χέρι. Αυτές οι φωτογραφίες απαιτούν αντίσταση σε όλα αυτά. Θαυμάζουν περισσότερο αυτό που δημιουργήθηκε, κι όχι το πόσο κινηματογραφικά καταστροφικό φαινόταν κατά την περίοδο της παρακμής του.
«Μας θεωρούσαν όλους επιφανειακούς», γράφει ο Ριβέρα για τους ανθρώπους γύρω του, και συνεχίζει, «Η πλειονότητα της πόλης δεν ήταν λευκή και δεν ήταν εδώ για να γίνει σταρ ή να μπει στη βιομηχανία του θεάματος. Η πλειονότητα από εμάς είτε γεννήθηκε σε αυτόν τον ονειρικό κόσμο, είτε κατέληξε εδώ για άλλους λόγους». Αυτοί οι λόγοι βρίσκονται παντού στα πρόσωπα των ανθρώπων που φωτογράφισε ο Ριβέρα – ανθρώπων που απρόσκοπτα έφτιαξαν τους μύθους που πραγματικά τροφοδότησαν τη λάμψη του Λος Άντζελες.
❈ To υπέροχο καταπληκτικό φωτογραφικό λεύκωμα Reynaldo Rivera: Provisional Notes for a Disappeared City εκδόθηκε από το Semiotext(e) τον Δεκέμβριο του 2020.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, ο Ρεϊνάλντο Ριβέρα φωτογράφιζε τον αθέατο κόσμο του Λος Άντζελες: έναν κόσμο των φθηνών ενοικίων, των house parties, της ανατρεπτικής μόδας, των underground συγκροτημάτων, αλλά και των λατινοαμερικάνικων gay και τραβεστί μπαρ: Mugi’s, The Silverlake Lounge και La Plaza. Τα περισσότερα από αυτά τα μπαρ έχουν κλείσει προ πολλού και πολλοί από τους καλλιτέχνες αυτούς έχουν πεθάνει. Αλλά στις φωτογραφίες του Ριβέρα, αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες ζουν σε ένα ασημένιο τοπίο αυτοσχέδιας κινηματογραφικής αίγλης, μια φυγή από την σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσαν.
Αν ο φωτογράφος Ρεϊνάλντο Ριβέρα δεν υπήρχε, εκείνη η πλευρά του Χόλιγουντ που ενδιαφέρεται για τους queer Λατίνους του Λος Άντζελες, θα έπρεπε να τον είχε εφεύρει. Όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο βιβλίο Reynaldo Rivera: Provisional Notes for a Disappeared City (2020), ο Ριβέρα απέφυγε την τραγωδία χάρη στο ταλέντο και τη θέλησή του. Καθώς φωτογράφιζε τα υποκείμενα τα μεταμόρφωνε σε μικρούς μύθους που θα παρέμεναν ζωντανοί για πάντα.
Αυτό που διαχωρίζει το έργο του Ριβέρα από εκείνο των ομοτέχνων του -τις τρυφερές φτωχογειτονιές της Nan Goldin, της μποέμ αποτυπώσεις της πανκ και ροκ σκηνής του ‘80 του Christopher Makos, τις τυπικές παρατηρήσεις του Alvin Baltrop, και τις κρίσεις προσωπικότητας του Peter Hujar– μπορεί να είναι η απόρριψη ή ίσως η κατάργηση των αποστάσεων.
Οι φωτογραφίες του Ριβέρα που απεικονίζουν τρανς γυναίκες και drag καλλιτέχνες, σκηνές με εραστές και φίλους, μέσα και έξω από τα θρυλικά λατινοαμερικάνικα μπαρ και πάρτι του Λος Άντζελες, συναρπάζουν με χωρίς να επιδεικνύουν την πρόσβασή τους. «Αν οι άνθρωποι είναι απασχολημένοι με το να ζουν μύθους που δεν σου αρέσουν», γράφει ο Samuel R. Delany στο σκληρό του μυθιστόρημά Dhalgren (1974), «άφησέ τους». Τα υποκείμενα του Ριβέρα ήταν απασχολημένα καθώς ζούσαν τους μύθους τους, κι αυτός ξεκάθαρα τους αγαπούσε, κι έφτιαξε πραγματικούς μύθους μαζί τους.
Σε μια φωτογραφία του δύο άνδρες αγκαλιάζονται σε μια τουαλέτα κάτω από το δυνατό φως μιας LED λάμπας –την ίδια στιγμή που λίγο πιο πέρα ένας άλλος άνδρας κατουράει σε ένα ουρητήριο- όλοι τους φαίνονται να είναι τόσο απασχολημένοι με τη χαρά τους. Μια άλλη φωτογραφία αποτυπώνει την υπερηφάνεια ενός θαμώνα στο Silverlake Lounge το 1995, με το καουμπόικο φόρεμά του που είναι τόσο λευκό και πεντακάθαρο όσο και το κάθισμα της τουαλέτας στο οποίο ακουμπάει η μπότα του.
Σε μια άλλη σελίδα θα δεις την εικόνα της Βανέσα να κάθεται σταυροπόδι προσφέροντας μια έκφραση τόσο υπερφυσική που ξεπερνά τον τόπο και τον χρόνο, μα και παράλληλα τόσο φυσική που θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από ένα άτομο που βρίσκεται πραγματικά στο σαλόνι του σπιτιού του.
Με έναν παράδοξο τρόπο, αυτή η οικειότητα προέκυψε από την ίδια την αποξένωση. Η μητέρα του Ριβέρα γεννήθηκε στο Μεξικό και έφυγε για το Στόκτον της Καλιφόρνια όταν ήταν δεκαέξι ετών και έγκυος, όπου γνώρισε τον πατέρα του, επίσης μεξικανικής καταγωγής και δύο δεκαετίες μεγαλύτερό από αυτήν. Γρήγορα παντρεύτηκαν και χώρισαν- ο Ρεϊνάλντο και η μεγαλύτερη αδελφή του, η Ερμίνια, πηγαινοέρχονταν μεταξύ σπιτιών και συνοριακών πόλεων της Νότιας Καλιφόρνια. Ο πατέρας τους τούς απήγαγε όταν ο Ριβέρα ήταν πέντε ετών και τους παράτησε με την οικογένειά του στο Γκουαναχουάτο, σε ένα μικρό σπίτι χωρίς τρεχούμενο νερό και με μια βίαιη γιαγιά. Μετά από τέσσερα πολύ δύσκολα και βίαια χρόνια, επέστρεψαν στη μητέρα τους και στον αμερικανικό ρατσισμό του Γκλέντεϊλ της Καλιφόρνια, τη δεκαετία του 1970.
Ο πατέρας του Ριβέρα παρενέβαινε περιστασιακά, παίρνοντας τον έφηβο γιο του για παρατεταμένα διαστήματα στην κοιλάδα Σαν Χοακίν, όπου δούλευε εποχιακά σε ένα κονσερβοποιείο της Campbell’s Soup ή μάζευε κεράσια. Ο Ριβέρα έμενε μαζί του στις υποβαθμισμένες εργατικές κατοικίες, δούλευε στα χωράφια, έκανε παρέα με άστεγους στην πόλη και λήστευε μαζί τους καταστήματα. Τότε μαγεμένος μετροφυλλούσε τα βιβλία φωτογραφίας που ανακάλυπτε σε καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών. Στην έκτη δημοτικού, πίσω στο σπίτι όπου ζούσε με τη μητέρα του και γοητευμένος από τη ζωή και το έργο των γκλαμουράτων κοριτσιών της Χρυσής Εποχής, όπως η Lucha Reyes, συνελήφθη για πώληση ναρκωτικών- στα δεκατέσσερα, εγκατέλειψε το λύκειο και επέστρεψε στο Μεξικό. Δούλευε στην κάβα του πατέρα του, μέχρι που ο πατέρας του πυροβόλησε έναν γκάνγκστερ, ο οποίος πέθανε στο δρόμο, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να εξαφανιστεί με την πράσινη κάρτα του Ριβέρα. Η τύχη τους επανένωσε σε έναν σταθμό λεωφορείων στο Καλέξικο και επέστρεψαν μαζί στο κονσερβοποιείο του Στόκτον. Παράλληλα ο πατέρας του Ριβέρα πωλούσε διάφορα κλεμμένα πράγματα, συμπεριλαμβανομένης μιας φωτογραφικής μηχανής Yashica που ο Ριβέρα σκόνταψε πάνω της μια καλοκαιρινή μέρα. «Και τότε το τζίνι βγήκε από το μπουκάλι», είπε. «Σκέφτηκα ότι αν μπορούσα να απαθανατίσω αυτές τις στιγμές, να τις κρατήσω σε αρχείο, θα μπορούσα να βάλω κάποια τάξη στη ζωή μου. … Ήταν ένα είδος αλχημείας. Έγινε το αντικείμενό μου».
Απέκτησε μια Pentax K1000 και φωτογράφισε την αδελφή του, Ερμίνια, ενώ το 1983 όταν επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού, όπου μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο του, ανακάλυψε ότι κάποιος είχε σκοτώσει τον θετό παππού του με μια ματσέτα και φωτογράφισε τους λεκέδες αίματος στα σεντόνια του και τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες αγίων, μετατρέποντας μια σκηνή εγκλήματος σε νεκρή φύση. Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες βρήκε μια διαφορετική πραγματικότητα, ανθρώπων που καθόριζαν τις ζωές τους με έναν δημιουργικό τρόπο. Φωτογράφισε τις Siouxsie Sioux, Sade και Annie Lennox, πουλώντας μερικές φορές τη δουλειά του στο LA Weekly.
Στη La Brea, η εικόνα της Miss Alex που τραγουδούσε με τα χείλη της για να κερδίσει φιλοδωρήματα στο λατινοαμερικάνικο drag bar La Plaza- στην Πόλη του Μεξικού, συνέταξε μια άκρως μυθοπλασματική στήλη εφημερίδας που περιέγραφε λεπτομερώς τα κατορθώματά της ανάμεσα στην ελίτ του Χόλιγουντ. Μέσα από τον φακό του Ριβέρα, πλέον η Miss Alex κατοικεί και στους δύο κόσμους ταυτόχρονα.
Η Τίνα, το πρόσωπο του πιο καλλιτεχνικού μπαρ του Club Mugy’s, άλλοτε υποδυόταν τον Μάικλ Τζάκσον –ουσιαστικά ως ένας άνδρας, ντυμένος γυναίκα, που υποδύεται έναν άνδρα- και άλλοτε επικαλούνταν την ταϊλανδέζικη ταυτότητά της για να παρουσιάσει πανασιατικές εκδηλώσεις θηλυκότητας, καθώς άλλοτε γινόταν dragon lady, κι άλλοτε γκέισα. Μια τέτοια απροσδιοριστία μπορεί να μην είχε πέραση στα σημερινά καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι καλλιτέχνες στα προάστια έψαχναν παντού για μια αντανάκλαση. Ανέπτυξαν μια ορατότητα, σχεδόν φωτοσυνθετική στο πώς τροφοδοτούνταν από μικρές αναλαμπές αναγνώρισης.
Ο Ριβέρα τους φωτογράφιζε με δραματικό ασπρόμαυρο φιλμ, συχνά ευθεία μπροστά και σε κεντρικό κάδρο, με τον φωτογράφο να διαφαίνεται συχνά στις αντανακλάσεις κάποιου καθρέφτη. Τα θέματα του Ριβέρα επιδείκνυαν τους καρπούς της δουλειάς τους – τα λαμπερά φορέματά τους, τα βυζιά τους, την προσωπικότητά τους – σε σκοτεινές διατάξεις που φέρνουν στο νου το LA noir και τα δοκιμαστικά του Χόλιγουντ, αλλά κυρίως, αγκαλιάζουν τις σκιές ως ένα άλλο είδος φωτός.
Προς το τέλος του βιβλίου, σε ένα ξέφρενο μπρος-πίσω, ο Ριβέρα και η φίλη του Vaginal Davis συνεχίζουν να κουτσομπολεύουν αυτούς τους σκοτεινούς, αφανείς σταρ, τους party people μιας άλλης εποχής που χάθηκε μαζί με το Silver Lake και το Echo Park. Ανθρώπους όπως η Alice Bag και η Taquila Mockingbird, και όλους τους νεκρούς σταρ και τους drop-dead glamourous. Λανθασμένα και παρορμητικά πολλές φορές οι φωτογραφίες του Ριβέρα αντιμετωπίζονται ως ruin porn καθώς απεικονίζουν τη δυστοπία από τα απομεινάρια που άφησε πίσω του το AIDS και το κρακ και αποτυπώνουν αυτή την θανατηφόρα σχέση της Αμερικής με τα τρανσέξουαλ παιδιά της, δείχνει όλα τα μπαρ που χάθηκαν από την απληστία των ιδιοκτητών τους και την άρνησή μας να δούμε τη νυχτερινή ζωή ως κάτι άλλο πέρα από μια πηγή «αστικής αναζωογόνησης». Η αυτοεπινόηση και η αυτοκαταστροφή συχνά πάνε χέρι-χέρι. Αυτές οι φωτογραφίες απαιτούν αντίσταση σε όλα αυτά. Θαυμάζουν περισσότερο αυτό που δημιουργήθηκε, κι όχι το πόσο κινηματογραφικά καταστροφικό φαινόταν κατά την περίοδο της παρακμής του.
«Μας θεωρούσαν όλους επιφανειακούς», γράφει ο Ριβέρα για τους ανθρώπους γύρω του, και συνεχίζει, «Η πλειονότητα της πόλης δεν ήταν λευκή και δεν ήταν εδώ για να γίνει σταρ ή να μπει στη βιομηχανία του θεάματος. Η πλειονότητα από εμάς είτε γεννήθηκε σε αυτόν τον ονειρικό κόσμο, είτε κατέληξε εδώ για άλλους λόγους». Αυτοί οι λόγοι βρίσκονται παντού στα πρόσωπα των ανθρώπων που φωτογράφισε ο Ριβέρα – ανθρώπων που απρόσκοπτα έφτιαξαν τους μύθους που πραγματικά τροφοδότησαν τη λάμψη του Λος Άντζελες.
❈ To υπέροχο καταπληκτικό φωτογραφικό λεύκωμα Reynaldo Rivera: Provisional Notes for a Disappeared City εκδόθηκε από το Semiotext(e) τον Δεκέμβριο του 2020.