Το ταξίδι μας δεν ξεκίνησε όπως όλα τα ταξίδια. Εννοώ πως ο χάρτης συμβαίνει να ξεπερνάει τα όρια του όταν δεν τον μαθαίνεις ποτέ. Ακριβώς με αυτή τη σκέψη άρχισαν όλα. Όταν φύγαμε από την Αθήνα (οδικώς) για να εξερευνήσουμε ένα τμήμα της Βόρειας Ελλάδας, τα χωριά της Κορέστειας, ήταν άγνωστα σε εμάς. Μάλιστα ο πραγματικός προορισμός ήταν κάποια χωριά της Πτολεμαΐδας, όπου τελικά δεν τα επισκεφθήκαμε ποτέ γιατί είχαν ισοπεδωθεί από μπουλντόζες της Δ.Ε.Η. λόγω εξόρυξης λιγνίτη.
Στην πραγματικότητα ήταν ένας τόπος που έγινε προορισμός μόλις τον αντικρύσαμε. Τα «πλίνθινα χωριά» τα συναντήσαμε στο οδικό δίκτυο που συνδέει την Καστοριά με τις Πρέσπες. Η ιστορία τους είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Χτισμένα από κόκκινο χώμα και άχυρο στις αρχές του 20ου αιώνα από φτωχούς ανθρώπους της παραμεθόριας περιοχής. Στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) αλλά και κατά την Ιταλική κατοχή (1941-1944), τα ντοκουμέντα εξιστορούν αιματηρούς αγώνες. Μετά την δεκαετία του 1940, οι κάτοικοι αποζητώντας ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής μεταναστεύουν κυρίως στο εξωτερικό. Περίπου το 1970 δημιουργείται ο νέος οικισμός των Κορεστείων όπου και μετακομίζουν αρκετοί από τους εναπομείναντες κατοίκους αφού πλέον είχαν κριθεί μη κατοικήσιμα.
Το πρώτο χωριό που ανακαλύψαμε ήταν ο Άνω Κρανιώνας. Νωρίς αντιληφθήκαμε πως ο κυκλικός χρόνος των εποχών είχε αφήσει τα σημάδια του επάνω στα σπίτια. Η κόκκινη απόχρωση του χώματος που είχαν, τα έκανε να μοιάζουν σαν ένα μισογκρεμισμένο σκηνικό μιας κινηματογραφικής ταινίας. Απόκοσμο και μοναχικό όπως ήταν το χωριό, δημιουργούσε την αίσθηση ότι σου ανήκει αλλά ταυτόχρονα φοβόσουν για κάποιο απροσδιόριστο λόγο να το πλησιάσεις. Πολύ σύντομα ο λόγος έγινε συγκεκριμένος. Ενώ ήμουν μέσα στην απόλυτη ερημία του φωτογραφικού κάδρου εισέβαλλε μια αγέλη σκυλιών, τρέχοντας με επιθετική ορμή προς το μέρος μου. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο με μια ασυνείδητη κίνηση. Εκείνο το απόγευμα δεν κατάφερα να φωτογραφίσω όπως ήθελα. Έφυγα προσωρινά απογοητευμένη. Ήταν η πρώτη μέρα της επίσκεψής μας.
Μέχρι το επόμενο πρωί είχαμε λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ύπαρξη των χωριών της Κορέστειας. Ενώ παράλληλα το πρόγραμμά μας περιλάμβανε διάφορες εξορμήσεις, αποφασίσαμε πως θα επιστρέψουμε στην αστείρευτη γοητεία τους πριν την δύση του ηλίου.
Έτσι λοιπόν, το απόγευμα περιπλανηθήκαμε και στα άλλα χωριά της Κορέστειας (Μελάς, Άνω Μελάς, Γάβρος, Μακροχώρι, Μαυρόκαμπος, Χάλαρα, Άγιος Αντώνιος), συναντώντας ανθρώπους, ερημιά, λήθη και μια βουβή αφήγηση. Το μυστήριο και η αγωνία, μας ακολουθούσε καθ’ όλη την διάρκεια των φωτογραφίσεων. Υπήρχαν χωριά που μόνο υπονοούσαν την ανθρώπινη παρουσία. Συνήθως συναντούσαμε γερασμένα σκυλιά που σου έδιναν την εντύπωση ότι ήταν τα μόνα που είχαν απομείνει, για να περιμένουν την επιστροφή του Οδυσσέα από την Ιθάκη. Ωστόσο έπαιρνε αρκετό χρόνο να νιώσουμε ασφαλείς για να περιηγηθούμε ελεύθερα μέσα στους χωμάτινους δρόμους.
Κοντοσταθήκαμε αρκετά στο χωριό Μακροχώρι. Σε αντίθεση με τον Κρανιώνα, Γάβρο, Χάλαρα, κατευθείαν διαπιστώσαμε πως εδώ υπάρχει ζωή. Κατά την είσοδο μας, κυριολεκτικά ο φακός μαγεύτηκε από μια καταπράσινη αυλή που στην άκρη της υπήρχε ένα μικρό πλίνθινο σπιτάκι μαζί με ένα αυτοκίνητο μιας άλλης εποχής. Εκεί, γνωριστήκαμε εντελώς τυχαία με τον Πρόεδρο του Χωριού τον κο Ευάγγελο Κωνσταντινίδη και την σύζυγο του κα Ευαγγελία Πετροπούλου – Κωνσταντινίδου. Καθώς ήταν καλοσυνάτοι και πρόσχαροι μαζί μας, προτείναμε στον κο Κωνσταντινίδη να μιλήσουμε για την ζωή του χωριού, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί της Κυριακής στο καφενείο της κεντρικής πλατείας.
Έτσι και έγινε. Ανταμώσαμε την επομένη με ένα πλατύ χαμόγελο. Στόχος της συνάντησής μας ήταν η επικοινωνία των θεμάτων που απασχολούν την τοπική κοινότητα του Μακροχωρίου αλλά και γενικότερα της ευρύτερης περιοχής. Πριν οδηγηθούμε όμως στα φλέγοντα ζητήματα, μιλήσαμε για την καθημερινότητα των 85 μόνιμων κατοίκων του χωριού εκ των οποίων τα 11 είναι παιδιά. Το δημοτικό σχολείο βρίσκεται στο Νέο Οικισμό των Κορεστείων ενώ το γυμνάσιο – λύκειο είναι στο χωριό Μανιάκοι όπως μας ενημέρωσαν. Η εκκλησία την Κυριακή, τα καφενεία, οι συναντήσεις στα σπίτια (που όλο και λιγοστεύουν), είναι οι κύριες δραστηριότητες των ανθρώπων στο χωριό.
Επίσης η καθημερινότητα τους περιλαμβάνει τις γεωργικές καλλιέργειες και κυρίως την παραγωγή του φασολιού. Μπορούμε να πούμε ότι είναι το ζωτικό κομμάτι για την οικονομική ευμάρεια του τόπου. Φεύγοντας από το χωριό, μας δώρισαν φασόλια «Ελέφαντες» όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι. Φυσικά τα μαγειρέψαμε επιστρέφοντας στην Αθήνα. Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι εντυπωσιαστήκαμε από την άριστη ποιότητα και την απαράμιλλη γεύση τους.
Όμως πριν αποχωριστούμε τον φιλόξενο Πρόεδρο του Μακροχωρίου αλλά και τους ανθρώπους του, συζητήσαμε πιο αναλυτικά δύο θέματα που αφορούν άμεσα την βιωσιμότητα του χωριού.
Το πιο σημαντικό ήταν το υδραγωγείο της περιοχής. Όπως μας εξήγησε ο κος Κωνσταντινίδης, έχει δημιουργηθεί από έναν σεισμό μια μεγάλη ρωγμή στην εγκατάσταση του υδραγωγείου. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη διαρροή του νερού αλλά και εισροή ζωυφίων, δημιουργώντας προβλήματα στην ποιοτική και ποσοτική επάρκεια της ευρύτερης περιοχής. Ως πρόεδρος του χωριού απευθύνει έκκληση στην πολιτεία για την χρηματοδότηση έργου που να περιλαμβάνει την «κατασκευή νέου υδραγωγείου» ώστε να τροφοδοτούνται οι κοινότητες Καστοριάς, Γρεβενών και Κοζάνης. Χαρακτηριστικά μας είπε : «Νερό έχουμε, υδραγωγείο δεν έχουμε».
Το τελευταίο κομμάτι της συνάντησής μας, αφορούσε το μέλλον των πλινθόκτιστων σπιτιών. Μας είπε πως προς μεγάλη του χαρά είχε την ενημέρωση από την Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας ότι συζητιέται ένα πρόγραμμα συντήρησης και διατήρησης τους, με στόχο την ανάδειξη της Πολιτισμικής Κληρονομιάς του τόπου.
Η αιωνιότητα της μνήμης που εξιστορούσαν τα χωριά είχε αποτυπωθεί με περίτεχνο τρόπο έχοντας για χορηγό την ίδια την φύση.
Κρατήσαμε τα ευχάριστα νέα και φύγαμε από το χωριό με μια υπόσχεση : πως θα προσθέταμε την δική μας «πλίνθο» για να διατηρηθεί ο φυσικός αλλά και ο πολιτισμικός πλούτος του Δήμου Κορεστείων.
Ο επόμενος προορισμός μας ήταν το χωριό Μαυρόκαμπος. Μια ευχάριστη εμπειρία μας περίμενε καθώς συναντήσαμε έξω από το σπίτι του, τον μοναδικό κάτοικο του χωριού, τον κο Ράπο Δημήτριο. Μέσα στην αυλή του υπήρχε ένα τρακτέρ και κοντά του κείτονταν κατάχαμα, δύο φιλήσυχα σκυλιά. Ασχολείται ακόμα με την γη, καλλιεργώντας φασόλια και πατάτες. Γεννημένος όπως μας είπε το 1942, δεν έφυγε ποτέ από τον Μαυρόκαμπο. Πλέον ζει μόνος, αφού έφυγαν από την ζωή πρόσφατα η γυναίκα και η κόρη του. Όταν ρώτησα πως διαχειρίζεται τη μοναξιά και τι κάνει όταν θελήσει να μιλήσει με κάποιον, εκείνος απάντησε : «μιλάω με τα σκυλιά μου, είναι η μόνη μου παρέα».
Όταν του ζήτησα να θυμηθεί ιστορίες από το μακρινό παρελθόν έμεινε σκεπτικός και οι μνήμες του τελικά ταξίδεψαν σε εποχές που η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Τα κινηματογραφικά γυρίσματα που έγιναν στο χωριό του για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά», θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στις όμορφες αναμνήσεις που έζησε.
Στην αρχή της περιπλάνησή μας στα πλίνθινα χωριά, είχαμε για εκκίνηση το παραμυθένιο, εγκαταλελειμμένο χωριό Κρανιώνα (Άνω και Κάτω). Λόγω όμως μιας αγέλης σκυλιών δεν είχα καταφέρει να ολοκληρώσω τις φωτογραφικές λήψεις. ‘Ετσι την τελευταία ημέρα του οδοιπορικού – φωτογραφικού αφιερώματος, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε εκ νέου ότι είχαμε αφήσει ανεξερεύνητο τις προηγούμενες ημέρες. Μόλις φτάσαμε με το αυτοκίνητο στον Κάτω Κρανιώνα, είπαμε να επισκεφτούμε πρώτα τον Άνω Κρανιώνα. Ευτυχώς δεν βλέπαμε προς το παρόν τα σκυλιά πουθενά τριγύρω. Περάσαμε το ποτάμι μέσω της γέφυρας και σε λίγα μέτρα πιο πάνω, βρεθήκαμε στον προορισμό μας.
Τότε ήταν που επιτέλους ξεπεράσαμε όλες τις ανησυχίες μας, αφού τελικά τα σκυλιά που την πρώτη ημέρα μας είχαν φοβίσει, τώρα ήταν μαζί με τον ποιμένα που τα προσέχει. Ο κος Σωτήρης Σακελλαρίου μας ταξίδεψε στα παιδικά του χρόνια. Ζούσε στον Κρανιώνα μέχρι το 1985 και πήγαινε στο δημοτικό σχολείο που τότε λειτουργούσε. Πλέον μένει στο νέο οικισμό των Κορεστείων αλλά καθημερινά βόσκει τα ζώα, στους κάμπους και στο ποτάμι του Κρανιώνα. Συζητούσαμε αρκετή ώρα, για την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή του τόπου. Μας μίλησε για τις δυσκολίες της κτηνοτροφίας. Τις υποχρεώσεις που έχει ως κτηνοτρόφος όσον αφορά την φροντίδα τους και πως ακόμα και άρρωστος να είναι οφείλει να είναι στο βοσκοτόπι. Κυριολεκτικά ήταν ένας άλλος τρόπος ζωής, με μεγάλες ευθύνες αλλά είχε ως αντίβαρο μια πανέμορφη φύση να τον γεμίζει οξυγόνο. Τον φωτογράφισα μαζί με όλη την μεγάλη «οικογένεια» του και φύγαμε επίσης με ένα πλατύ χαμόγελο.
Απίστευτο! Τα σκυλιά της τρομακτικής ιστορία μας, τελικά έγιναν φίλοι μας. Ήταν ένα εύστοχο μήνυμα που πήραμε για τις συμπεριφορές γενικότερα των όντων του πλανήτη γη. Όλα έχουν κάποιο λόγο, για να ή να μη συμβούν. Το καλό, το κακό, είναι τόσο υποκειμενικό. Όταν αρχικά είχαν έρθει επιθετικά προς το μέρος μου, είμαι σίγουρη τώρα πως τότε ήθελαν απλά να προστατέψουν τον ποιμένα και το κοπάδι του.
Λίγο πριν επιστρέψουμε είχαμε αφήσει και ένα πιο μακρινό χωριό από την βασική συστάδα, τον Άγιο Αντώνιο. Όταν φτάσαμε, στάθηκα να φωτογραφίσω μια συμπαθέστατη γιαγιά. Με τα άσπρα, πλούσια μαλλιά της, έδειχνε την καλοσυνάτη ψυχή της. Όσο και κουρασμένη να φαινόταν, είχε την διάθεση να πούμε δύο ανθρώπινες κουβέντες. Είπε ένα παράπονο της : ότι δεν γνώρισε τον υπόλοιπο κόσμο. Οι υποχρεώσεις της αγροτικής ζωής και η φτώχεια, στέρησαν τα ταξίδια που ήθελε να κάνει. Μία αγκαλιά μεγάλη ήθελε σκέφτηκα αλλά ντράπηκα να την δώσω. Όμως την αποχαιρετήσαμε με γλυκόλογα και ευχές.
Το φωτογραφικό αφιέρωμα στα «πλίνθινα χωριά», είχε ολοκληρωθεί. Είναι από τις πιο δυνατές φωτογραφικές εμπειρίες που έζησα μέχρι σήμερα. Ο κύριος λόγος είναι γιατί δεν το είχα προγραμματίσει απλά προέκυψε. Στο τέλος του ταξιδιού είπα : «να θυμάμαι, να μην ξεχάσω».
Να θυμάμαι να μην ξεχάσω:
Οι άνθρωποι απλοί. Διηγήθηκαν με ένα βλέμμα όλα όσα δεν θα κατέγραφε ένα μαγνητόφωνο με ώρες ομιλίας. Να θυμάμαι τα παιδιά του χωριού. Ήταν οι θεατές που χαμογελούσαν πάνω σε ποδήλατα. Ήταν εκείνα που όταν έπιασε ξαφνική μπόρα έμειναν με την βροχή έξω στην πλατεία του χωριού και περίμεναν να πάμε κοντά τους. Ήμασταν οι επισκέπτες. Τελικά δεν ήμασταν τόσο αόρατοι όσο νομίζαμε. Η πόλη μέσα στην πληθωρικότητά της μας εξαφανίζει. Οι άνθρωποι που συναντήσαμε εδώ μας υπενθύμισαν ότι έχουμε ύπαρξη. Όλα εδώ έχουν. Και ας είναι μακριά από τον κόσμο μας. Η γιαγιά ήταν πολύ όμορφη. Εκτός από αρκούδες έχει και «ελέφαντες» η Βόρεια Ελλάδα. Θα ήθελα πολύ να ήμουν στα κινηματογραφικά γυρίσματα των ταινιών του Θοδωρή Αγγελόπουλου και Παντελή Βούλγαρη. Ακόμα κάτι :«η αιωνιότητα της μνήμης που εξιστορούσαν τα χωριά είχε αποτυπωθεί με περίτεχνο τρόπο έχοντας για χορηγό την ίδια την φύση».
Το ταξίδι μας δεν ξεκίνησε όπως όλα τα ταξίδια. Εννοώ πως ο χάρτης συμβαίνει να ξεπερνάει τα όρια του όταν δεν τον μαθαίνεις ποτέ. Ακριβώς με αυτή τη σκέψη άρχισαν όλα. Όταν φύγαμε από την Αθήνα (οδικώς) για να εξερευνήσουμε ένα τμήμα της Βόρειας Ελλάδας, τα χωριά της Κορέστειας, ήταν άγνωστα σε εμάς. Μάλιστα ο πραγματικός προορισμός ήταν κάποια χωριά της Πτολεμαΐδας, όπου τελικά δεν τα επισκεφθήκαμε ποτέ γιατί είχαν ισοπεδωθεί από μπουλντόζες της Δ.Ε.Η. λόγω εξόρυξης λιγνίτη.
Στην πραγματικότητα ήταν ένας τόπος που έγινε προορισμός μόλις τον αντικρύσαμε. Τα «πλίνθινα χωριά» τα συναντήσαμε στο οδικό δίκτυο που συνδέει την Καστοριά με τις Πρέσπες. Η ιστορία τους είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Χτισμένα από κόκκινο χώμα και άχυρο στις αρχές του 20ου αιώνα από φτωχούς ανθρώπους της παραμεθόριας περιοχής. Στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) αλλά και κατά την Ιταλική κατοχή (1941-1944), τα ντοκουμέντα εξιστορούν αιματηρούς αγώνες. Μετά την δεκαετία του 1940, οι κάτοικοι αποζητώντας ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής μεταναστεύουν κυρίως στο εξωτερικό. Περίπου το 1970 δημιουργείται ο νέος οικισμός των Κορεστείων όπου και μετακομίζουν αρκετοί από τους εναπομείναντες κατοίκους αφού πλέον είχαν κριθεί μη κατοικήσιμα.
Το πρώτο χωριό που ανακαλύψαμε ήταν ο Άνω Κρανιώνας. Νωρίς αντιληφθήκαμε πως ο κυκλικός χρόνος των εποχών είχε αφήσει τα σημάδια του επάνω στα σπίτια. Η κόκκινη απόχρωση του χώματος που είχαν, τα έκανε να μοιάζουν σαν ένα μισογκρεμισμένο σκηνικό μιας κινηματογραφικής ταινίας. Απόκοσμο και μοναχικό όπως ήταν το χωριό, δημιουργούσε την αίσθηση ότι σου ανήκει αλλά ταυτόχρονα φοβόσουν για κάποιο απροσδιόριστο λόγο να το πλησιάσεις. Πολύ σύντομα ο λόγος έγινε συγκεκριμένος. Ενώ ήμουν μέσα στην απόλυτη ερημία του φωτογραφικού κάδρου εισέβαλλε μια αγέλη σκυλιών, τρέχοντας με επιθετική ορμή προς το μέρος μου. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο με μια ασυνείδητη κίνηση. Εκείνο το απόγευμα δεν κατάφερα να φωτογραφίσω όπως ήθελα. Έφυγα προσωρινά απογοητευμένη. Ήταν η πρώτη μέρα της επίσκεψής μας.
Μέχρι το επόμενο πρωί είχαμε λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ύπαρξη των χωριών της Κορέστειας. Ενώ παράλληλα το πρόγραμμά μας περιλάμβανε διάφορες εξορμήσεις, αποφασίσαμε πως θα επιστρέψουμε στην αστείρευτη γοητεία τους πριν την δύση του ηλίου.
Έτσι λοιπόν, το απόγευμα περιπλανηθήκαμε και στα άλλα χωριά της Κορέστειας (Μελάς, Άνω Μελάς, Γάβρος, Μακροχώρι, Μαυρόκαμπος, Χάλαρα, Άγιος Αντώνιος), συναντώντας ανθρώπους, ερημιά, λήθη και μια βουβή αφήγηση. Το μυστήριο και η αγωνία, μας ακολουθούσε καθ’ όλη την διάρκεια των φωτογραφίσεων. Υπήρχαν χωριά που μόνο υπονοούσαν την ανθρώπινη παρουσία. Συνήθως συναντούσαμε γερασμένα σκυλιά που σου έδιναν την εντύπωση ότι ήταν τα μόνα που είχαν απομείνει, για να περιμένουν την επιστροφή του Οδυσσέα από την Ιθάκη. Ωστόσο έπαιρνε αρκετό χρόνο να νιώσουμε ασφαλείς για να περιηγηθούμε ελεύθερα μέσα στους χωμάτινους δρόμους.
Κοντοσταθήκαμε αρκετά στο χωριό Μακροχώρι. Σε αντίθεση με τον Κρανιώνα, Γάβρο, Χάλαρα, κατευθείαν διαπιστώσαμε πως εδώ υπάρχει ζωή. Κατά την είσοδο μας, κυριολεκτικά ο φακός μαγεύτηκε από μια καταπράσινη αυλή που στην άκρη της υπήρχε ένα μικρό πλίνθινο σπιτάκι μαζί με ένα αυτοκίνητο μιας άλλης εποχής. Εκεί, γνωριστήκαμε εντελώς τυχαία με τον Πρόεδρο του Χωριού τον κο Ευάγγελο Κωνσταντινίδη και την σύζυγο του κα Ευαγγελία Πετροπούλου – Κωνσταντινίδου. Καθώς ήταν καλοσυνάτοι και πρόσχαροι μαζί μας, προτείναμε στον κο Κωνσταντινίδη να μιλήσουμε για την ζωή του χωριού, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί της Κυριακής στο καφενείο της κεντρικής πλατείας.
Έτσι και έγινε. Ανταμώσαμε την επομένη με ένα πλατύ χαμόγελο. Στόχος της συνάντησής μας ήταν η επικοινωνία των θεμάτων που απασχολούν την τοπική κοινότητα του Μακροχωρίου αλλά και γενικότερα της ευρύτερης περιοχής. Πριν οδηγηθούμε όμως στα φλέγοντα ζητήματα, μιλήσαμε για την καθημερινότητα των 85 μόνιμων κατοίκων του χωριού εκ των οποίων τα 11 είναι παιδιά. Το δημοτικό σχολείο βρίσκεται στο Νέο Οικισμό των Κορεστείων ενώ το γυμνάσιο – λύκειο είναι στο χωριό Μανιάκοι όπως μας ενημέρωσαν. Η εκκλησία την Κυριακή, τα καφενεία, οι συναντήσεις στα σπίτια (που όλο και λιγοστεύουν), είναι οι κύριες δραστηριότητες των ανθρώπων στο χωριό.
Επίσης η καθημερινότητα τους περιλαμβάνει τις γεωργικές καλλιέργειες και κυρίως την παραγωγή του φασολιού. Μπορούμε να πούμε ότι είναι το ζωτικό κομμάτι για την οικονομική ευμάρεια του τόπου. Φεύγοντας από το χωριό, μας δώρισαν φασόλια «Ελέφαντες» όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι. Φυσικά τα μαγειρέψαμε επιστρέφοντας στην Αθήνα. Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι εντυπωσιαστήκαμε από την άριστη ποιότητα και την απαράμιλλη γεύση τους.
Όμως πριν αποχωριστούμε τον φιλόξενο Πρόεδρο του Μακροχωρίου αλλά και τους ανθρώπους του, συζητήσαμε πιο αναλυτικά δύο θέματα που αφορούν άμεσα την βιωσιμότητα του χωριού.
Το πιο σημαντικό ήταν το υδραγωγείο της περιοχής. Όπως μας εξήγησε ο κος Κωνσταντινίδης, έχει δημιουργηθεί από έναν σεισμό μια μεγάλη ρωγμή στην εγκατάσταση του υδραγωγείου. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη διαρροή του νερού αλλά και εισροή ζωυφίων, δημιουργώντας προβλήματα στην ποιοτική και ποσοτική επάρκεια της ευρύτερης περιοχής. Ως πρόεδρος του χωριού απευθύνει έκκληση στην πολιτεία για την χρηματοδότηση έργου που να περιλαμβάνει την «κατασκευή νέου υδραγωγείου» ώστε να τροφοδοτούνται οι κοινότητες Καστοριάς, Γρεβενών και Κοζάνης. Χαρακτηριστικά μας είπε : «Νερό έχουμε, υδραγωγείο δεν έχουμε».
Το τελευταίο κομμάτι της συνάντησής μας, αφορούσε το μέλλον των πλινθόκτιστων σπιτιών. Μας είπε πως προς μεγάλη του χαρά είχε την ενημέρωση από την Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας ότι συζητιέται ένα πρόγραμμα συντήρησης και διατήρησης τους, με στόχο την ανάδειξη της Πολιτισμικής Κληρονομιάς του τόπου.
Η αιωνιότητα της μνήμης που εξιστορούσαν τα χωριά είχε αποτυπωθεί με περίτεχνο τρόπο έχοντας για χορηγό την ίδια την φύση.
Κρατήσαμε τα ευχάριστα νέα και φύγαμε από το χωριό με μια υπόσχεση : πως θα προσθέταμε την δική μας «πλίνθο» για να διατηρηθεί ο φυσικός αλλά και ο πολιτισμικός πλούτος του Δήμου Κορεστείων.
Ο επόμενος προορισμός μας ήταν το χωριό Μαυρόκαμπος. Μια ευχάριστη εμπειρία μας περίμενε καθώς συναντήσαμε έξω από το σπίτι του, τον μοναδικό κάτοικο του χωριού, τον κο Ράπο Δημήτριο. Μέσα στην αυλή του υπήρχε ένα τρακτέρ και κοντά του κείτονταν κατάχαμα, δύο φιλήσυχα σκυλιά. Ασχολείται ακόμα με την γη, καλλιεργώντας φασόλια και πατάτες. Γεννημένος όπως μας είπε το 1942, δεν έφυγε ποτέ από τον Μαυρόκαμπο. Πλέον ζει μόνος, αφού έφυγαν από την ζωή πρόσφατα η γυναίκα και η κόρη του. Όταν ρώτησα πως διαχειρίζεται τη μοναξιά και τι κάνει όταν θελήσει να μιλήσει με κάποιον, εκείνος απάντησε : «μιλάω με τα σκυλιά μου, είναι η μόνη μου παρέα».
Όταν του ζήτησα να θυμηθεί ιστορίες από το μακρινό παρελθόν έμεινε σκεπτικός και οι μνήμες του τελικά ταξίδεψαν σε εποχές που η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Τα κινηματογραφικά γυρίσματα που έγιναν στο χωριό του για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά», θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στις όμορφες αναμνήσεις που έζησε.
Στην αρχή της περιπλάνησή μας στα πλίνθινα χωριά, είχαμε για εκκίνηση το παραμυθένιο, εγκαταλελειμμένο χωριό Κρανιώνα (Άνω και Κάτω). Λόγω όμως μιας αγέλης σκυλιών δεν είχα καταφέρει να ολοκληρώσω τις φωτογραφικές λήψεις. ‘Ετσι την τελευταία ημέρα του οδοιπορικού – φωτογραφικού αφιερώματος, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε εκ νέου ότι είχαμε αφήσει ανεξερεύνητο τις προηγούμενες ημέρες. Μόλις φτάσαμε με το αυτοκίνητο στον Κάτω Κρανιώνα, είπαμε να επισκεφτούμε πρώτα τον Άνω Κρανιώνα. Ευτυχώς δεν βλέπαμε προς το παρόν τα σκυλιά πουθενά τριγύρω. Περάσαμε το ποτάμι μέσω της γέφυρας και σε λίγα μέτρα πιο πάνω, βρεθήκαμε στον προορισμό μας.
Τότε ήταν που επιτέλους ξεπεράσαμε όλες τις ανησυχίες μας, αφού τελικά τα σκυλιά που την πρώτη ημέρα μας είχαν φοβίσει, τώρα ήταν μαζί με τον ποιμένα που τα προσέχει. Ο κος Σωτήρης Σακελλαρίου μας ταξίδεψε στα παιδικά του χρόνια. Ζούσε στον Κρανιώνα μέχρι το 1985 και πήγαινε στο δημοτικό σχολείο που τότε λειτουργούσε. Πλέον μένει στο νέο οικισμό των Κορεστείων αλλά καθημερινά βόσκει τα ζώα, στους κάμπους και στο ποτάμι του Κρανιώνα. Συζητούσαμε αρκετή ώρα, για την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή του τόπου. Μας μίλησε για τις δυσκολίες της κτηνοτροφίας. Τις υποχρεώσεις που έχει ως κτηνοτρόφος όσον αφορά την φροντίδα τους και πως ακόμα και άρρωστος να είναι οφείλει να είναι στο βοσκοτόπι. Κυριολεκτικά ήταν ένας άλλος τρόπος ζωής, με μεγάλες ευθύνες αλλά είχε ως αντίβαρο μια πανέμορφη φύση να τον γεμίζει οξυγόνο. Τον φωτογράφισα μαζί με όλη την μεγάλη «οικογένεια» του και φύγαμε επίσης με ένα πλατύ χαμόγελο.
Απίστευτο! Τα σκυλιά της τρομακτικής ιστορία μας, τελικά έγιναν φίλοι μας. Ήταν ένα εύστοχο μήνυμα που πήραμε για τις συμπεριφορές γενικότερα των όντων του πλανήτη γη. Όλα έχουν κάποιο λόγο, για να ή να μη συμβούν. Το καλό, το κακό, είναι τόσο υποκειμενικό. Όταν αρχικά είχαν έρθει επιθετικά προς το μέρος μου, είμαι σίγουρη τώρα πως τότε ήθελαν απλά να προστατέψουν τον ποιμένα και το κοπάδι του.
Λίγο πριν επιστρέψουμε είχαμε αφήσει και ένα πιο μακρινό χωριό από την βασική συστάδα, τον Άγιο Αντώνιο. Όταν φτάσαμε, στάθηκα να φωτογραφίσω μια συμπαθέστατη γιαγιά. Με τα άσπρα, πλούσια μαλλιά της, έδειχνε την καλοσυνάτη ψυχή της. Όσο και κουρασμένη να φαινόταν, είχε την διάθεση να πούμε δύο ανθρώπινες κουβέντες. Είπε ένα παράπονο της : ότι δεν γνώρισε τον υπόλοιπο κόσμο. Οι υποχρεώσεις της αγροτικής ζωής και η φτώχεια, στέρησαν τα ταξίδια που ήθελε να κάνει. Μία αγκαλιά μεγάλη ήθελε σκέφτηκα αλλά ντράπηκα να την δώσω. Όμως την αποχαιρετήσαμε με γλυκόλογα και ευχές.
Το φωτογραφικό αφιέρωμα στα «πλίνθινα χωριά», είχε ολοκληρωθεί. Είναι από τις πιο δυνατές φωτογραφικές εμπειρίες που έζησα μέχρι σήμερα. Ο κύριος λόγος είναι γιατί δεν το είχα προγραμματίσει απλά προέκυψε. Στο τέλος του ταξιδιού είπα : «να θυμάμαι, να μην ξεχάσω».
Να θυμάμαι να μην ξεχάσω:
Οι άνθρωποι απλοί. Διηγήθηκαν με ένα βλέμμα όλα όσα δεν θα κατέγραφε ένα μαγνητόφωνο με ώρες ομιλίας. Να θυμάμαι τα παιδιά του χωριού. Ήταν οι θεατές που χαμογελούσαν πάνω σε ποδήλατα. Ήταν εκείνα που όταν έπιασε ξαφνική μπόρα έμειναν με την βροχή έξω στην πλατεία του χωριού και περίμεναν να πάμε κοντά τους. Ήμασταν οι επισκέπτες. Τελικά δεν ήμασταν τόσο αόρατοι όσο νομίζαμε. Η πόλη μέσα στην πληθωρικότητά της μας εξαφανίζει. Οι άνθρωποι που συναντήσαμε εδώ μας υπενθύμισαν ότι έχουμε ύπαρξη. Όλα εδώ έχουν. Και ας είναι μακριά από τον κόσμο μας. Η γιαγιά ήταν πολύ όμορφη. Εκτός από αρκούδες έχει και «ελέφαντες» η Βόρεια Ελλάδα. Θα ήθελα πολύ να ήμουν στα κινηματογραφικά γυρίσματα των ταινιών του Θοδωρή Αγγελόπουλου και Παντελή Βούλγαρη. Ακόμα κάτι :«η αιωνιότητα της μνήμης που εξιστορούσαν τα χωριά είχε αποτυπωθεί με περίτεχνο τρόπο έχοντας για χορηγό την ίδια την φύση».