Γεννημένος το 1938 στην πόλη της Νέας Υόρκης και μεγαλωμένος στην Αλαμπάμα, ο Peter Beard ξεκίνησε από πολύ μικρός να ταιριάζει χαρτιά, αντικείμενα, γραμμένες λέξεις, φωτογραφίες από περιοδικά, ξεραμένα φύλλα και δείγματα γης πάνω στις σελίδες των λευκωμάτων του. Τα βιβλία αυτά που ο ίδιος ονόμαζε «ημερολόγια» γέμιζαν κάθε φορά που ο μικρός ταξίδευε για διακοπές μαζί με την μητέρα του και μετά από κάθε ταξίδι, έπαιρναν την αρχειακή θέση τους στη βιβλιοθήκη του πιτσιρικά Peter. Κάποια στιγμή στα δώδεκά του, η μητέρα του έκανε δώρο την πρώτη του φωτογραφική μηχανή και κάπως έτσι ο Peter πρόσθεσε άλλο ένα τρομερά ενδιαφέρον είδος στα ημερολόγια του: τις δικές του φωτογραφίες. Μέχρι να φτάσει στα δεκαπέντε η φωτογραφία ήταν πια η απόλυτη επέκταση των λευκωμάτων του κι ο μοναδικός τρόπος που ο ίδιος μπορούσε να σκεφτεί για να σωθούν και να επιβιώσουν, όχι μόνο τα αγαπημένα του πράγματα, αλλά και οι αγαπημένες του αναμνήσεις.
Το 1957 πέρασε την πόρτα του Πανεπιστημίου του Yale με την πρόθεση να σπουδάσει Ιατρική, μόνο που τελικά η Ιστορία της Τέχνης τον τράβηξε περισσότερο και του έμαθε, κυρίως από παλαιά σχέδια και κατηγορίες φωτογραφίας, την τέχνη που θα τον έκλεινε σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Βέβαια, εκείνο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του ήταν κάποια μοιραία ταξίδια στην Αφρική που είχαν γίνει δύο χρόνια πριν ξεκινήσει τη φοιτητική ζωή του, ενώ μοιραία ήταν μάλλον και εκείνη η συνάντησή του με τη συγγραφέα Κάρεν Μπλίξεν στη Δανία, και η ανάγνωση των βιβλίων της “Πέρα από την Αφρική» και “Σκιές στη Χλόη». Οι ιστορίες της Mπλίξεν και τα αφρικάνικα ταξίδια, όχι μόνο όξυναν την περιέργειά του για αυτή την ήπειρο, αλλά τον έσπρωξαν να αποφοιτήσει γρήγορα και να επιστρέψει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Αφρική. Κάπως έτσι λοιπόν θα φτάσει στην Κένυα, θα πιάσει δουλειά στο εθνικό πάρκο και θα τεκμηριώσει τον υπερπληθυσμό, τη φτώχεια κι έναν ανεπανάληπτο μαζικό θάνατο 35.000 ελεφάντων, όλα αναμνήσεις που θα βρουν το δρόμο τους στο πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε το 1965 με τίτλο “Τhe End Of Game”.
Πέρασαν δέκα από την έκδοση του βιβλίου για να παρουσιάσει την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Blum Helman στη Νέα Υόρκη. Μια έκθεση χωρισμένη στα δύο από ένα τεράστιο τοίχο-κολλάζ φτιαγμένο από contacts, αρνητικά και αναμνήσεις που ταξίδευαν είκοσι πέντε χρόνια πίσω στη ζωή του Beard. Δύο χρόνια αργότερα σε μια δεύτερη προσωπική έκθεση στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας το νεούορκέζικο κοινό θα βρεθεί αντιμέτωπο με άγρια ζώα, εργάτες του πάρκου που πάσχιζαν να τα δαμάσουν, αιματοβαμμένα ή μισοκαμένα ημερολόγια, χειροποίητα αντικείμενα που χρησίμευαν ως αναμνηστικά στοιχεία και εκατοντάδες φωτογραφίες νεκρών ελεφάντων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διάσημη για την παρακμή της μητρόπολης ο Beard θα συνεργαστεί με τους μέγιστους καλλιτέχνες της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Andy Warhol, του Truman Capote και του Francis Bacon. Ειδικά, η συνεργασία του με τον Capote θα τον οδηγήσει στο μυθικό “Ιt Shall Soon Be Here”, (ένα βιβλίο που ποτέ δεν εκδόθηκε), αφιερωμένο στην τουρνέ των Rolling Stones οι οποίοι μόλις είχαν κυκλοφορήσει το “Exile On Main Street” για να καταλήξει να κάνει την πρώτη του μεγάλη εισβολή στις φωτογραφία μόδας, να φέρει μια πολύ νεαρή Iman (άγνωστη ακόμα στο μεγάλο κοινό) στην Αμερική και να οδηγήσει την σπουδαία καριέρα της ως μοντέλο.
Το ύφος του Βeard, αυτό το μοναδικό κολάζ εικόνων και ευρημάτων, που πλέον μπορεί να καταχωρηθεί ως σήμα κατατεθέν ολόκληρου του έργου του, ενσωματώνει μέσα του δεκαετίες μιας άγριας φύσης, εικόνες μιας μόδας που φθείρεται από το πέρασμα του χρόνου και το (πάνω απ’ όλα) το ειλικρινές βλέμμα ενός φωτογράφου που δεν διστάζει να μπει στο στόμα ενός κροκόδειλου για να αποτυπώσει την απόλυτη ταύτισή του με τη φύση. Μια ταύτιση που ο ίδιος δεν θα διακόψει ποτέ, αφού ακόμα κι όταν ακούγεται το κλικ της κάμερας, ο ίδιος ασταμάτητα γράφει και τροφοδοτεί το ημερολόγιό του.
Τα τελευταία χρόνια, βασανισμένος και απογοητευμένος από το κάψιμο δεκάδων συνεντεύξεων αρνείται πεισματικά να μιλήσει σε δημοσιογράφους. Έτσι κι αλλιώς, όσα ήθελε να πει είναι γραμμένα στο “Ζara’s Tales” το βιβλίο που αφιέρωσε στην μοναδική κόρη του, γεμάτο με ιστορίες από το Hog Camp, που αποτελεί τη δεύτερη κατοικία του στην ανατολική Αφρική. Βέβαια, δεν διστάζει να εκφράσει τις αντιρρήσεις του για την αμερικανικό πολιτικό καθεστώς και τους παραλληρισμούς του ανάμεσα στην παρακμή της χώρας του και το ολοκαύτωμα των ελεφάντων στο πάρκο Tsavo της Κένυας. Ωστόσο, ενώ παραμένει ένας εξέχων πρωτοπόρος εξερευνητής της αφρικανικής φύσης, είναι εκείνο το είδος του μαχόμενου συγγραφέα που υποστηρίζει αυτό που λέμε «ελεγχόμενη συγκομιδή». «Τι είναι τελικά πιο ανθρωπιστικό;», αναρωτιέται ρητορικά στο βιβλίο του. «Οι άνθρωποι που παραδοσιακά κυνηγούν τους ελέφαντες για κρέας και ελεφαντόδοντο φυλακίζονται ως λαθροκυνηγοί, ενώ τα ζώα που υποτίθεται ότι προστατεύονται, αναγκάζονται να ζήσουν στους όρους που διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να επιβιώσουν».
Ο καλλιτέχνης που κυνήγησε το μεγάλο παιχνίδι στην Κένυα και τα πιο παράδοξα πάρτι μιας τρελαμένης Nέας Υόρκης στα 70s, o φωτογράφος που πόζαρε ως μοντέλο για τον Bacon και που ξεπέρασε κάθε φωτογραφικό νόμο, μουτζουρώνοντας με αίμα τις εκτυπώσεις, βρήκε και μια άλλη θέση μέσα στον κόσμο της μόδας. Aπό τον Robert Cavalli μέχρι τον Alexander McQueen, και από τον Stefano Pilati του Yves Saint Laurent μέχρι τον Michael Kors, όλοι τους χρωστάνε ένα μεγάλο ευχαριστώ στο πρωτόγονο σαφάρι στιλ του Peter Beard. O ζωικός μαγνητισμός που κρύβεται στα λευκώματα του σπουδαίου φωτογράφου, βρήκε το δρόμο του σε πολλες ανδρικές γραμμές μεγάλων σχεδιαστών, οι οποίοι με τη σειρά τους έφερναν κάθε τόσο το άγριο σαφάρι look και τα animal prints στην αντρική μόδα.
«Όσο κι αν προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ από την μόδα, τόσο καταλαβαίνω πόσο συνδεδεμένος είμαι μαζί της», θα πει κάποτε ο Beard. «Προφανώς έχω εργαστεί πολύ στη μόδα και οι σχεδιαστές μπορούν να έχουν πρόσβαση στα αρχεία μου», θα συνεχίσει, σίγουρος για την μοίρα ενός σπάνιου έργου. Και για να κλείσει, πάλι ρητορικά, όλες τις απορίες για τους συσχετισμούς ενός τόσο σημαντικού έργου με τον εμπορικό κόσμο της μόδα θα πει «Το να είσαι, όμως, πρότυπο της μόδας, είναι αναμφίβολα πολύ καλύτερο από το να είσαι θύμα της…».
Τον Μάρτιο του 2020, ο Peter Beard εξαφανίστηκε στο δάσος κοντά στο σπίτι του στο Montauk και, σαν γέρικος ελέφαντας, ξάπλωσε και πέθανε (το είδος του τέλους που, όπως τόνισαν οι φίλοι του, θα ήθελε ο ίδιος). Όμως η γοητεία του Beard συνεχίζεται, τροφοδοτούμενη από την έκταση και τις αντιφάσεις της ζωής του, τις ζυμώσεις γύρω από την καλλιτεχνική του κληρονομιά και το πανάρχαιο ενδιαφέρον μας για τα μυστήρια της δημιουργικής έμπνευσης και τα όρια – τόσο θολά στην περίπτωση του Beard – μεταξύ ζωής και τέχνης. Και όπως το έθεσε ο Philippe Garner, πρώην επικεφαλής της διεθνούς φωτογραφίας στον οίκο Christie’s, «Ο κόσμος δεν φαίνεται να δημιουργεί πλέον τέτοιους χαρακτήρες. Δεν υπάρχει πλέον χώρος γι’ αυτούς. Ήταν ένα υπέροχο πνεύμα. Ένας τυχοδιώκτης. Ένας άγριος άνθρωπος. Και αν αγόραζες έναν Πίτερ Μπαρντ, αγόραζες μέρος αυτής της εξαιρετικής ιστορίας».