Η συγκεκριμένη εικόνα αποτελεί καθαρή κακοφωνία, το Λος Άντζελες ως πολύβουο οδικό τοπίο, η μηχανοκίνητη πόλη ως υπερφόρτωση πληροφοριών. Σε μια διασταύρωση μεγάλων λεωφόρων φανάρια και πινακίδες διεκδικούν απαιτητικά την προσοχή. Μια διαφημιστική πινακίδα δηλώνει ότι «Έξυπνες γυναίκες μαγειρεύουν με αέριο σε σπίτια με ισορροπημένη ενέργεια». Ένας πεζός στέκεται σε μια διάβαση, ενώ μια Chevrolet Impala του ’61 γλιστράει πάνω στην μαύρη άσφαλτο μοιάζοντας να κοιτάζει κατευθείαν στο φακό της κάμερας. Δύο λεωφόροι στολισμένοι με ξύλινες κολόνες του ηλεκτρικού ρεύματος απλώνονται προς έναν ορεινό ορίζοντα. Τα σύρματα κόβουν τον ουρανό σαν διαγώνια λέιζερ. Κάθε ψευδαίσθηση βάθους που δημιουργείται εξουδετερώνεται από τον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώνεται η εικόνα τραβηγμένη μέσα από το γυάλινο παρμπρίζ της θέσης του οδηγού ενός αυτοκινήτου. Ο κεντρικός καθρέφτης στο παρμπρίζ αποκαλύπτει την σταματημένη κίνηση στο φανάρι φωνάζοντας «είμαστε στο ρελαντί». Ακριβώς μπροστά, ένα δίδυμο πινακίδων «Standard» -τα πρατήρια καυσίμων που ήταν σήμα κατατεθέν του Λος Άντζελες- μοιάζουν με ανοιγμένα φτερά άλμπατρος. (Η διαφημιζόμενη τιμή της βενζίνης είναι 30,9 ¢ το γαλόνι).
Ο Dennis Hopper τράβηξε αυτή την ήσυχη μεν κομφουζιακή δε φωτογραφία με μια Nikon των τριάντα πέντε χιλιοστών, που του είχε κάνει δώρο η σύζυγός του, Brooke Hayward, για τα εικοστό πέμπτα γενέθλιά του, λίγο καιρό αφότου οι δυο τους γνωρίστηκαν στην αποτυχημένη πατάτα του Broadway, «Mandingo», την άνοιξη του 1961. Το ηλεκτρισμένο φλερτ τους οδήγησε σε έναν βιαστικό γάμο τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Ως ζευγάρι, ήταν, όπως έλεγε η Hayward «λάδι και νερό»: εκείνος, ένας αυτοκαταστροφικός «αδέσποτος» του Χόλιγουντ, του οποίου η καριέρα στην οθόνη βρισκόταν σε ύφεση- εκείνη, μια αριστοκράτισσα του Χόλιγουντ (οι γονείς της ήταν η Margaret Sullavan και ο Leland Hayward) και διαζευγμένη μητέρα δύο μικρών γιων, της οποίας η νεοσύστατη καριέρα στην υποκριτική βρισκόταν σε ανοδική πορεία.
Τελικά η υποκριτική ήταν το μόνο που δεν τους ένωσε. Ο Hopper και η Hayward συνδέονταν με την αμοιβαία αγάπη τους για την τέχνη -ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία- έχοντας δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη συλλογή έργων τέχνης, μια από τις σπουδαιότερες της εποχής, προσφέροντας από νωρίς σημαντική υποστήριξη σε καλλιτέχνες όπως ο Andy Warhol, ο Roy Lichtenstein, ο Frank Stella και ο Ed Ruscha. Τα έργα που το ζευγάρι αγόραζε με λίγα χρήματα, συχνά από την γκαλερί Ferus του Λος Άντζελες, αυτή τη στιγμή αξίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια. Το σπίτι τους στη λεωφόρο North Crescent Heights, στους λόφους του Χόλιγουντ, το οποίο γέμισαν με πρωτοποριακή τέχνη και campy θησαυρούς, ήταν γνωστό ως το Prado της ποπ, ένα μέρος που ο Warhol παρομοίαζε με λούνα παρκ. Ένα είδος οικιακής εγκατάστασης, ένα πείραμα ζωής-ως-τέχνη που έτυχε να είναι και οικογενειακό σπίτι.
Ο Hopper δημιούργησε πάνω από δεκαοκτώ χιλιάδες εικόνες με τη Nikon του από το 1961 μέχρι περίπου την εποχή που άρχισε να γυρίζει το «Easy Rider», στις αρχές του 1968, όταν και ο εύφλεκτος γάμος του με την Hayward τελικά ανατινάχθηκε. Ο Hopper, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν απλώς ένας φωτογράφος του σαββατοκύριακου– οι φωτογραφίες του παρουσιάστηκαν στη Vogue και στο Artforum, σε γκαλερί και σε εξώφυλλα άλμπουμ. Φωτογράφιζε καθαρά για τη δική του ευχαρίστηση.
Ήταν απροσκύνητος, μπιτ, ειρηνιστής. Ο ηθοποιός/φωτογράφος που γεφύρωσε την κομψότητα με το underground, το ανεξάρτητο με το μαζικό, τη διανόηση με το περιθώριο. Χάραξε μια πορεία εκτός της ευκολίας του Χόλιγουντ, με ρόλους σε κλασικές ταινίες-σταθμούς, όπως «Αποκάλυψη Τώρα», «Μπλε Βελούδο», «Ιλιγγιώδης Ερωτας», «Επαναστάτης χωρίς αιτία», «Γίγαντας» και «Ξένοιαστος Καβαλάρης». Στον «Ξένοιαστο Καβαλάρη», του 1969, ο συμβολικός του ρόλος έμελλε να γίνει το απόλυτο παράσημό του. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ταινίας ο ίδιος, κέρδισε ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, καθώς συνυπέγραφε το σενάριο της ταινίας. Δίπλα στον Χόπερ έπαιζε ο Πίτερ Φόντα, αλλά και ο άγνωστος τότε Τζακ Νίκολσον και θεωρήθηκε ως μία από τις καλύτερες ταινίες του αμερικανικού σινεμά, την ταινία που ουσιαστικά σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για το Χόλιγουντ. Έγινε σύμβολο αναφοράς της δεκαετίας του ’60 και χάρισε στον Χόπερ το χαρακτηρισμό του ανεξάρτητου καλλιτέχνη και την περίτρανη καταξίωση από τους κριτικούς της 7ης τέχνης. Η φήμη στο πρόσωπό του ξεπήδησε από την απειθαρχία του στο μηχανισμό του συστήματος και την αμφισβήτησή του στο αμερικανικό όνειρο και τα συντηρητικά πρότυπα. Πάλεψε με τους δαίμονες της παραδοσιακής Αμερικής, αλλά και με τους δικούς του, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Αποτοξινώθηκε, αντιστάθηκε, παντρεύτηκε πέντε φορές, χώρισε άλλες τόσες, απέκτησε τέσσερα παιδιά, ταξίδεψε, ονειρεύτηκε, ερωτεύτηκε, αμφισβητήθηκε, αμφισβήτησε, δοξάστηκε.
Ο Χόπερ ήταν λιγότερο γνωστός για το έργο του ως φωτογράφου, μέχρι και η κόρη του Μαρίν δεν γνώριζε πολλά πράγματα για την παράπλευρη ασχολία του πατέρα της. «Έμεινα έκπληκτη που κρατούσε όλες αυτές τις φωτογραφίες στο σπίτι. Τις είχε αποθηκεύσει μαζί με τους πίνακές του και ποτέ δεν αναφέρθηκε σε αυτές. Ήξερα ότι φωτογράφιζε μετά μανίας σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, αλλά δεν φανταζόμουν ότι είχε παράξει τόσο μεγάλο έργο», δήλωσε όταν μετά το θάνατο του πατέρα της, σε ηλικία 74 ετών, ανακάλυψε τα κρυμμένα κουτιά με τις ασπρόμαυρες εικόνες. «Ήταν εκπληκτικό». Το ίδιο ακριβώς είπε τότε ο εκδοτικός οίκος Taschen και συνέλεξε όλες τις φωτογραφίες του ηθοποιού σε ένα ογκώδες λεύκωμα με τίτλο «Vision of Dennis», ένα βιογραφικό άλμπουμ, μια πολιτιστική καταγραφή της μεταπολεμικής περιόδου της Αμερικής.
Η πολύτιμη φωτογραφική αυτή συλλογή τραβήχτηκε από το 1961 έως το 1967, και κατέγραψε μία από τις πιο δημιουργικές, ζωντανές και ανήσυχες περιόδους των ΗΠΑ. Η δεκαετία της τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής βρίσκει τον Χόπερ στη δίνη του κυκλώνα να παρατηρεί τα πάντα μέσα από το φακό του. Τα καρέ του συνθέτουν το δικό του προσωπικό ημερολόγιο και εξιστορούν τις αντιφάσεις των πολυτάραχων ’60s, τη λαγνεία των παιδιών των λουλουδιών, τους ανοιχτούς δρόμους των μηχανόβιων «Hell’s Angels», τους εξεγερμένους, τους διαδηλωτές, αλλά και τις μυθικές μορφές του Χόλιγουντ και της τέχνης, τον γοητευτικό Πολ Νιούμαν και τον πρωτοποριακό Άντι Γουόρχολ με την ανήσυχη κομπανία του Factory, την εκρηκτική Τζέιν Φόντα, τον ηγέτη του μοντέρνου Ρόι Λιχνεστάιν. Φωτογραφίες του, σε ασπρόμαυρο φιλμ, εκτέθηκαν πρώτη φορά το 1970 στο Fort Worth Art Centre Museum του Τέξας, αλλά κατόπιν ως διά μαγείας χάθηκαν, για να ξαναβγούν στο φως μόνο μετά το θάνατο του ηθοποιού.
«Γεννήθηκα στο Ντοντζ Σίτι του Κάνσας και μέσα μου είμαι ένα αγροτόπαιδο από μια μεσοαστική οικογένεια. Πάντοτε πίστευα ότι η υποκριτική, η ζωγραφική, η μουσική, το γράψιμο είναι όλα μέρος της ζωής ενός καλλιτέχνη. Ποτέ δεν τα είδα ως διαφορετικά πράγματα», είχε δηλώσει ο Χόπερ, ο οποίος αναζητούσε τον τρόπο να εκφράσει το ανήσυχο πνεύμα του, αλλά και να βγει εκτός της βολής του, είτε μέσα από ένα ρόλο είτε μέσα από ένα κλικ είτε με το πινέλο, είτε με το κείμενο. Είτε, ακόμα, μέσα από ένα τσουχτερό σχόλιο, όπως αυτό: «Σε έναν κόσμο που οι νεκροί ξαναγυρίζουν στη ζωή, η λέξη “πρόβλημα” χάνει το νόημά της». Να, όμως, που ο ίδιος ξαναγύρισε στη ζωή, με κάποιο τρόπο, παρ’ όλο που το κορόιδευε.
Η συγκεκριμένη εικόνα αποτελεί καθαρή κακοφωνία, το Λος Άντζελες ως πολύβουο οδικό τοπίο, η μηχανοκίνητη πόλη ως υπερφόρτωση πληροφοριών. Σε μια διασταύρωση μεγάλων λεωφόρων φανάρια και πινακίδες διεκδικούν απαιτητικά την προσοχή. Μια διαφημιστική πινακίδα δηλώνει ότι «Έξυπνες γυναίκες μαγειρεύουν με αέριο σε σπίτια με ισορροπημένη ενέργεια». Ένας πεζός στέκεται σε μια διάβαση, ενώ μια Chevrolet Impala του ’61 γλιστράει πάνω στην μαύρη άσφαλτο μοιάζοντας να κοιτάζει κατευθείαν στο φακό της κάμερας. Δύο λεωφόροι στολισμένοι με ξύλινες κολόνες του ηλεκτρικού ρεύματος απλώνονται προς έναν ορεινό ορίζοντα. Τα σύρματα κόβουν τον ουρανό σαν διαγώνια λέιζερ. Κάθε ψευδαίσθηση βάθους που δημιουργείται εξουδετερώνεται από τον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώνεται η εικόνα τραβηγμένη μέσα από το γυάλινο παρμπρίζ της θέσης του οδηγού ενός αυτοκινήτου. Ο κεντρικός καθρέφτης στο παρμπρίζ αποκαλύπτει την σταματημένη κίνηση στο φανάρι φωνάζοντας «είμαστε στο ρελαντί». Ακριβώς μπροστά, ένα δίδυμο πινακίδων «Standard» -τα πρατήρια καυσίμων που ήταν σήμα κατατεθέν του Λος Άντζελες- μοιάζουν με ανοιγμένα φτερά άλμπατρος. (Η διαφημιζόμενη τιμή της βενζίνης είναι 30,9 ¢ το γαλόνι).
Ο Dennis Hopper τράβηξε αυτή την ήσυχη μεν κομφουζιακή δε φωτογραφία με μια Nikon των τριάντα πέντε χιλιοστών, που του είχε κάνει δώρο η σύζυγός του, Brooke Hayward, για τα εικοστό πέμπτα γενέθλιά του, λίγο καιρό αφότου οι δυο τους γνωρίστηκαν στην αποτυχημένη πατάτα του Broadway, «Mandingo», την άνοιξη του 1961. Το ηλεκτρισμένο φλερτ τους οδήγησε σε έναν βιαστικό γάμο τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Ως ζευγάρι, ήταν, όπως έλεγε η Hayward «λάδι και νερό»: εκείνος, ένας αυτοκαταστροφικός «αδέσποτος» του Χόλιγουντ, του οποίου η καριέρα στην οθόνη βρισκόταν σε ύφεση- εκείνη, μια αριστοκράτισσα του Χόλιγουντ (οι γονείς της ήταν η Margaret Sullavan και ο Leland Hayward) και διαζευγμένη μητέρα δύο μικρών γιων, της οποίας η νεοσύστατη καριέρα στην υποκριτική βρισκόταν σε ανοδική πορεία.
Τελικά η υποκριτική ήταν το μόνο που δεν τους ένωσε. Ο Hopper και η Hayward συνδέονταν με την αμοιβαία αγάπη τους για την τέχνη -ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία- έχοντας δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη συλλογή έργων τέχνης, μια από τις σπουδαιότερες της εποχής, προσφέροντας από νωρίς σημαντική υποστήριξη σε καλλιτέχνες όπως ο Andy Warhol, ο Roy Lichtenstein, ο Frank Stella και ο Ed Ruscha. Τα έργα που το ζευγάρι αγόραζε με λίγα χρήματα, συχνά από την γκαλερί Ferus του Λος Άντζελες, αυτή τη στιγμή αξίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια. Το σπίτι τους στη λεωφόρο North Crescent Heights, στους λόφους του Χόλιγουντ, το οποίο γέμισαν με πρωτοποριακή τέχνη και campy θησαυρούς, ήταν γνωστό ως το Prado της ποπ, ένα μέρος που ο Warhol παρομοίαζε με λούνα παρκ. Ένα είδος οικιακής εγκατάστασης, ένα πείραμα ζωής-ως-τέχνη που έτυχε να είναι και οικογενειακό σπίτι.
Ο Hopper δημιούργησε πάνω από δεκαοκτώ χιλιάδες εικόνες με τη Nikon του από το 1961 μέχρι περίπου την εποχή που άρχισε να γυρίζει το «Easy Rider», στις αρχές του 1968, όταν και ο εύφλεκτος γάμος του με την Hayward τελικά ανατινάχθηκε. Ο Hopper, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν απλώς ένας φωτογράφος του σαββατοκύριακου– οι φωτογραφίες του παρουσιάστηκαν στη Vogue και στο Artforum, σε γκαλερί και σε εξώφυλλα άλμπουμ. Φωτογράφιζε καθαρά για τη δική του ευχαρίστηση.
Ήταν απροσκύνητος, μπιτ, ειρηνιστής. Ο ηθοποιός/φωτογράφος που γεφύρωσε την κομψότητα με το underground, το ανεξάρτητο με το μαζικό, τη διανόηση με το περιθώριο. Χάραξε μια πορεία εκτός της ευκολίας του Χόλιγουντ, με ρόλους σε κλασικές ταινίες-σταθμούς, όπως «Αποκάλυψη Τώρα», «Μπλε Βελούδο», «Ιλιγγιώδης Ερωτας», «Επαναστάτης χωρίς αιτία», «Γίγαντας» και «Ξένοιαστος Καβαλάρης». Στον «Ξένοιαστο Καβαλάρη», του 1969, ο συμβολικός του ρόλος έμελλε να γίνει το απόλυτο παράσημό του. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ταινίας ο ίδιος, κέρδισε ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, καθώς συνυπέγραφε το σενάριο της ταινίας. Δίπλα στον Χόπερ έπαιζε ο Πίτερ Φόντα, αλλά και ο άγνωστος τότε Τζακ Νίκολσον και θεωρήθηκε ως μία από τις καλύτερες ταινίες του αμερικανικού σινεμά, την ταινία που ουσιαστικά σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για το Χόλιγουντ. Έγινε σύμβολο αναφοράς της δεκαετίας του ’60 και χάρισε στον Χόπερ το χαρακτηρισμό του ανεξάρτητου καλλιτέχνη και την περίτρανη καταξίωση από τους κριτικούς της 7ης τέχνης. Η φήμη στο πρόσωπό του ξεπήδησε από την απειθαρχία του στο μηχανισμό του συστήματος και την αμφισβήτησή του στο αμερικανικό όνειρο και τα συντηρητικά πρότυπα. Πάλεψε με τους δαίμονες της παραδοσιακής Αμερικής, αλλά και με τους δικούς του, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Αποτοξινώθηκε, αντιστάθηκε, παντρεύτηκε πέντε φορές, χώρισε άλλες τόσες, απέκτησε τέσσερα παιδιά, ταξίδεψε, ονειρεύτηκε, ερωτεύτηκε, αμφισβητήθηκε, αμφισβήτησε, δοξάστηκε.
Ο Χόπερ ήταν λιγότερο γνωστός για το έργο του ως φωτογράφου, μέχρι και η κόρη του Μαρίν δεν γνώριζε πολλά πράγματα για την παράπλευρη ασχολία του πατέρα της. «Έμεινα έκπληκτη που κρατούσε όλες αυτές τις φωτογραφίες στο σπίτι. Τις είχε αποθηκεύσει μαζί με τους πίνακές του και ποτέ δεν αναφέρθηκε σε αυτές. Ήξερα ότι φωτογράφιζε μετά μανίας σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, αλλά δεν φανταζόμουν ότι είχε παράξει τόσο μεγάλο έργο», δήλωσε όταν μετά το θάνατο του πατέρα της, σε ηλικία 74 ετών, ανακάλυψε τα κρυμμένα κουτιά με τις ασπρόμαυρες εικόνες. «Ήταν εκπληκτικό». Το ίδιο ακριβώς είπε τότε ο εκδοτικός οίκος Taschen και συνέλεξε όλες τις φωτογραφίες του ηθοποιού σε ένα ογκώδες λεύκωμα με τίτλο «Vision of Dennis», ένα βιογραφικό άλμπουμ, μια πολιτιστική καταγραφή της μεταπολεμικής περιόδου της Αμερικής.
Η πολύτιμη φωτογραφική αυτή συλλογή τραβήχτηκε από το 1961 έως το 1967, και κατέγραψε μία από τις πιο δημιουργικές, ζωντανές και ανήσυχες περιόδους των ΗΠΑ. Η δεκαετία της τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής βρίσκει τον Χόπερ στη δίνη του κυκλώνα να παρατηρεί τα πάντα μέσα από το φακό του. Τα καρέ του συνθέτουν το δικό του προσωπικό ημερολόγιο και εξιστορούν τις αντιφάσεις των πολυτάραχων ’60s, τη λαγνεία των παιδιών των λουλουδιών, τους ανοιχτούς δρόμους των μηχανόβιων «Hell’s Angels», τους εξεγερμένους, τους διαδηλωτές, αλλά και τις μυθικές μορφές του Χόλιγουντ και της τέχνης, τον γοητευτικό Πολ Νιούμαν και τον πρωτοποριακό Άντι Γουόρχολ με την ανήσυχη κομπανία του Factory, την εκρηκτική Τζέιν Φόντα, τον ηγέτη του μοντέρνου Ρόι Λιχνεστάιν. Φωτογραφίες του, σε ασπρόμαυρο φιλμ, εκτέθηκαν πρώτη φορά το 1970 στο Fort Worth Art Centre Museum του Τέξας, αλλά κατόπιν ως διά μαγείας χάθηκαν, για να ξαναβγούν στο φως μόνο μετά το θάνατο του ηθοποιού.
«Γεννήθηκα στο Ντοντζ Σίτι του Κάνσας και μέσα μου είμαι ένα αγροτόπαιδο από μια μεσοαστική οικογένεια. Πάντοτε πίστευα ότι η υποκριτική, η ζωγραφική, η μουσική, το γράψιμο είναι όλα μέρος της ζωής ενός καλλιτέχνη. Ποτέ δεν τα είδα ως διαφορετικά πράγματα», είχε δηλώσει ο Χόπερ, ο οποίος αναζητούσε τον τρόπο να εκφράσει το ανήσυχο πνεύμα του, αλλά και να βγει εκτός της βολής του, είτε μέσα από ένα ρόλο είτε μέσα από ένα κλικ είτε με το πινέλο, είτε με το κείμενο. Είτε, ακόμα, μέσα από ένα τσουχτερό σχόλιο, όπως αυτό: «Σε έναν κόσμο που οι νεκροί ξαναγυρίζουν στη ζωή, η λέξη “πρόβλημα” χάνει το νόημά της». Να, όμως, που ο ίδιος ξαναγύρισε στη ζωή, με κάποιο τρόπο, παρ’ όλο που το κορόιδευε.