Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, τα ιστορικά γεγονότα απεικονίζονταν αποκλειστικά μέσω της ζωγραφικής. Τα γεγονότα αυτά ανακατασκευάζονταν πάντα αναδρομικά, με το περιεχόμενο τους να υπόκειται στην συχνά διαστρεβλωμένη μνήμη και την τεχνική ικανότητα του εκάστοτε τεχνίτη, για να μην αναφέρουμε τη στάση του απέναντι στα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής.
Υπήρχε τεράστια διαφορά ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους απεικονίζονταν τα ιστορικά γεγονότα από τους ζωγράφους, από τις καταγραφές των ιστορικών. Ο Emanuel Leutze ζωγράφισε τον Ουάσινγκτον να διασχίζει το Delaware σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τη λήξη της Αμερικανικής Επανάστασης. Το ιδεαλιστικό του ύφος, επηρεασμένο από τις αναγεννησιακές δημιουργίες του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ, προσέδωσε στην εκστρατεία του Ουάσινγκτον μια αίσθηση χάρης και μεγαλοψυχίας που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει.
Ωστόσο, όλα αυτά άλλαξαν με την εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής, μιας συσκευής που μπορούσε να καταγράφει τα γεγονότα όπως πραγματικά ήταν, και ενόσω λάμβαναν χώρα. Ξαφνικά, οι Ευρωπαίοι λόρδοι και κυρίες δεν μπορούσαν πλέον να κρύβουν τα γερασμένα σώματά τους, τις ουλές και τις σωματικές παραμορφώσεις πίσω από τις πινελιές των ζωγράφων που φιλοτεχνούσαν τα πορτρέτα τους, και τα στιγμιότυπα των πολεμικών επιχειρήσεων έδειχναν οδυνηρές σφαγές εκεί όπου οι διάσημοι καλλιτέχνες έβλεπαν μόνο πράξεις ηρωισμού.
Σε αντίθεση με τους ιστορικούς πίνακες, οι οποίοι κατέγραφαν πάντα μόνο πράγματα που είχαν ήδη συμβεί, οι φωτογράφοι μπορούσαν μερικές φορές να συλλάβουν φευγαλέες ματιές σημαντικών ιστορικών γεγονότων προτού αυτά τα γεγονότα λάβουν χώρα στην πραγματικότητα. Υπάρχουν πολυάριθμες φωτογραφίες που, τη στιγμή που τραβήχτηκαν, θεωρούνταν ασήμαντες, για να αποκτήσουν με τον καιρό ένα δραστικά νέο νόημα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα.
Μια θανάσιμη αγκαλιά
Η Μεξικανική Επανάσταση παρήγαγε πληθώρα εμβληματικών φωτογραφιών ντοκουμέντων. Σε διάστημα μόλις δύο δεκαετιών, το Μεξικό είδε σχεδόν δώδεκα πολιτικούς και επαναστάτες να καταλαμβάνουν το προεδρικό μέγαρο της χώρας. Οι ηγέτες προδόθηκαν επανειλημμένα από φίλους και συμμάχους. Κάποιοι έγιναν επιφυλακτικοί απέναντι στις κάμερες, καθώς τα μηχανήματα χρησιμοποιούνταν συχνά για τη συγκάλυψη των όπλων.
Η παραπάνω φωτογραφία απεικονίζει έναν εναγκαλισμό μεταξύ δύο ισχυρών επαναστατικών προσωπικοτήτων: Βικτοριάνο Χουέρτα (αριστερά) και Pασκουάλ Ορόσκο (δεξιά). Όταν ο Χουέρτα και ο Ορόσκο συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ήταν θανάσιμοι εχθροί. Ο Ορόσκο, διοικητής τοπικής της πολιτοφυλακής από το βόρειο Μεξικό, είχε ταχθεί στο πλευρό του επιχειρηματία Φρανσίσκο Ι. Μαδέρο στην εκστρατεία του για την ανατροπή του μακροχρόνιου, αντιδημοκρατικού προέδρου της χώρας, Πορφίριο Ντίας.
Όταν, αφού έγινε ο επόμενος πρόεδρος του Μεξικού, ο Μαδέρο απέτυχε να τηρήσει τις περισσότερες από τις επαναστατικές του υποσχέσεις, ο Ορόσκο ήταν από τους πρώτους οπαδούς του που επαναστάτησαν. Παίρνοντας μια απόφαση που τελικά θα τον οδηγούσε στον θάνατό, ο Μαδέρο ανέθεσε στον Χουέρτα – έναν έμπειρο στρατηγό που είχε κερδίσει τα γαλόνια του υπηρετώντας τον Ντίας – να συντρίψει τον Ορόσκο, πράγμα που, πιστός στη φήμη του, έκανε με ωμή βία και χωρίς κανένα έλεος.
Αφού νίκησε και τραυμάτισε τον Ορόσκο, ο Χουέρτα επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού όπου – μόλις βρήκε την ευκαιρία – δολοφόνησε τον Μαδέρο και ανέλαβε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η παράνομη διεκδίκηση της προεδρίας από τον Χουέρτα εξόργισε τις περισσότερες από τις εναπομείνασες επαναστατικές παρατάξεις. Με μόνο τον ομοσπονδιακό στρατό στο πλευρό του, ο Χουέρτα δεν είχε πού αλλού να στραφεί παρά στον επαναστάτη που είχε επιχειρήσει να δολοφονήσει πριν από λίγους μήνες.
Η απροσδόκητη αποδοχή της υποταγής του Χουέρτα από τον Ορόσκο επισφραγίστηκε με έναν εναγκαλισμό, σε μια εκδήλωση που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Ο Ορόσκο, που ακόμα ανάρρωνε από τα τραύματά του, συμφώνησε υπό τον όρο ότι η κυβέρνηση του Χουέρτα θα περνούσε μια σειρά από άμεσες οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην περιοχή του, συμπεριλαμβανομένου ενός νόμου που υπαγόρευε ότι οι τοπικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους με μετρητά, σε αντίθεση με την πίστωση του καταστήματος.
Κανένα από τα δύο πρόσωπα δεν ήταν ευχαριστημένο με αυτή τη συμφωνία, και η δυσπιστία τους αντανακλάται στην αμήχανη στάση τους. Σε αντίθεση με τον Μαδέρο, ο Χουέρτα δεν σκοτώθηκε μετά την ανατροπή του. Αντιθέτως, διέφυγε στο εξωτερικό για να συγκεντρώσει υποστήριξη για την αντεπίθεσή που ετοίμαζε. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά την κατάθεση του Χουέρτα, αυτός και ο Ορόσκο συνελήφθησαν στο Τέξας για απόπειρα επαφής με τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ορόσκο κατάφερε να διαφύγει, αλλά ο Χουέρτα πέθανε σε φυλακή του Ελ Πάσο.
Το Photobombing του Αδόλφου Χίτλερ
Την Κυριακή 2 Αυγούστου του 1914, χιλιάδες Γερμανοί έσπευσαν προς την Odeonsplatz, μια μεγάλη πλατεία στο κέντρο του Μονάχου, για να γιορτάσουν την είδηση ότι η Γερμανία θα πήγαινε σε πόλεμο με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Η παραπάνω φωτογραφία είναι μία μόνο από τις πολλές που τραβήχτηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής ημέρας.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών, οι φωτογραφίες αυτές σιγά σιγά χάθηκαν στην αφάνεια – μέχρι που ανακαλύφθηκε ότι σε μία από αυτές απεικονιζόταν, κάπου μέσα στο ορμητικό πλήθος, το πρόσωπο αυτού που φαινόταν να είναι ένας νεαρός Αδόλφος Χίτλερ που συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις. Ο Χίτλερ, ο οποίος ήταν γνωστό ότι ζούσε στο Μόναχο εκείνη την εποχή, ήταν πανευτυχής από την ανακοίνωση. Επιβιώνοντας με τα χρήματα που κέρδιζε πωλώντας τις ακουαρέλες του, ο μελλοντικός Φύρερ ήλπιζε ότι ο πόλεμος θα έδινε κάποιο νόημα στην μέχρι τώρα άσκοπη ζωή του.
Ο εντοπισμός του Χίτλερ σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε σε μια εποχή πολύ προτού γίνει διαβόητος, είναι λίγο σαν να ανακαλύπτεις ένα φάντασμα. Δεν πείστηκαν όλοι για την αυθεντικότητα της φωτογραφίας, και οι σκεπτικιστές είχαν τους λόγους τους. Ενώ ο Χίτλερ συζητούσε συχνά για τον ενθουσιασμό του για την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ανέφερε ποτέ -είτε αυτοπροσώπως είτε γραπτώς- ότι συμμετείχε στον εορτασμό στην Odeonsplatz.
Ωστόσο, έχει ειπωθεί ότι η φωτογραφία είχε υποστεί επεξεργασία. Αυτό φυσικά δεν αποκλείεται, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η εικόνα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από μια ναζιστική εφημερίδα. Τα γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης διαστρέβλωναν συνεχώς το παρελθόν του Χίτλερ για να ταιριάζει με τη συνεχώς εξελισσόμενη ιδεολογία του- ο εντοπισμός του Χίτλερ σε ένα πλήθος πολιτών δεν υποδήλωνε μόνο τις βαθιές ρίζες του εθνικισμού του αλλά και την ταπεινή καταγωγή του ως έναν συνηθισμένο, μέσο Γερμανό.
Ταυτόχρονα, αρκετοί μελετητές έχουν κρίνει την εικόνα ως αυθεντική προκειμένου να συζητήσουν την πολιτιστική της σημασία. «Η εικόνα», γράφει ο Τόμας Βέμπερ στο βιβλίο του «Ο πρώτος πόλεμος του Χίτλερ», «αποδεικνύει σαφώς δύο πράγματα: ότι το Μόναχο μαστιζόταν από τον δημόσιο ενθουσιασμό για τον πόλεμο και ότι ο Χίτλερ αντιπροσώπευε τον μέσο Γερμανό της εποχής».
Είτε αληθινή είτε ψεύτικη, η υποκείμενη γοητεία της εικόνας -η ιδέα ότι μια σχεδόν πανταχού παρούσα ιστορική προσωπικότητα πέρασε το πρώτο μισό της ζωής του ζώντας σε πλήρη ανωνυμία- σίγουρα δεν απέχει από την πραγματικότητα. Όπως και οι περισσότεροι ηγέτες του 20ού αιώνα, όπως ο Βλαντιμίρ Λένιν, ο Μάο Ζεντόνγκ και ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο Χίτλερ ήταν ένα αουτσάιντερ για το πολιτικό κατεστημένο, που χρησιμοποίησε το ασήμαντο παρελθόν του ώστε να αναδειχθεί στο πολιτικό προσκήνιο.
Πώς ο Ιωσήφ Στάλιν φωροσόπαρε την ιστορία
Ο Νικολάι Γιεζόφ υπηρέτησε πολλούς ρόλους στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Εντάχθηκε στην πολιτική οργάνωση λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και πολέμησε στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε. Μετά τον πόλεμο, ο Γιεζόφ εργάστηκε ως εκπαιδευτής του Τμήματος Λογαριασμών και Διανομής του Κόμματος και αργότερα διορίστηκε αναπληρωτής λαϊκός κομισάριος της Γεωργίας. Ωστόσο το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία προπαντός με την τελευταία του ιδιότητα.
Από το 1936 έως το 1938, ο Γιεζόφ ήταν επικεφαλής του Λαϊκού Επιτρόπου Εσωτερικών Υποθέσεων, γνωστού και ως NKVD. Του απονεμήθηκε η θέση αυτή αφού επέδειξε την ετοιμότητά του να επεξεργαστεί και να πλαστογραφήσει κατηγορίες εναντίον ορισμένων από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του Στάλιν εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος, μια απόφαση που τελικά οδήγησε στις εκτελέσεις των επί ετών μπολσεβίκων Λεβ Κάμενεφ και Γκριγκόρι Ζινόβιεφ.
Ως επικεφαλής της NKVD, ο Γιεζόφ διευκόλυνε τον Στάλιν στις διώξεις εναντίον κάθε σοβιετικού πολίτη που αμφισβητούσε και απειλούσε την εξουσία του. Μέσα σε ένα μόνο έτος, υπολογίζεται ότι 750.000 άνθρωποι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, συμπεριλαμβανομένου του παλιού αφεντικού του Γιεζόφ, του Γκενρίκ Γιαγκόντα. Πολλοί άλλοι οδηγήθηκαν στα γκουλάγκ – ένα δίκτυο στρατοπέδων φυλακών στη σιβηρική τούνδρα, το οποίο σχεδόν τριπλασιάστηκε σε μέγεθος όταν ο Γιεζόφ ήταν επικεφαλής.
Στις αρχές του 1938 ο Γιεζόφ έχασε την αίγλη του, όταν διέταξε τη σύλληψη κάποιου που ήταν πιο κοντά στον Στάλιν από τον ίδιο. Ο Λαυρέντιος Μπέρια, ένας εκπρόσωπος του κόμματος στη Γεωργία που επέβλεπε την εκκαθάριση του Στάλιν στην Υπερκαυκασία, είχε προειδοποιηθεί για τις προθέσεις του Γιεζόφ και ταξίδεψε στη Μόσχα για να επικαλεστεί την αθωότητά του στον Στάλιν. Ο Μπέρια τα κατάφερε και τους επόμενους μήνες, οι υφιστάμενοι του Γιεζόφ αντικαταστάθηκαν σταδιακά με εκείνους του Μπέρια. Αναγνωρίζοντας τον επικείμενο θάνατό του, ο Γιεζόφ υπέκυψε στον αλκοολισμό, ο οποίος, μαζί με αβάσιμους ισχυρισμούς περί ομοφυλοφιλίας, συμπεριλήφθηκε στις κατηγορίες που δικαιολογούσαν τη σύλληψη και εκτέλεσή του το 1939.
Ο Στάλιν κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία όχι μόνο μέσω των εκκαθαρίσεων- η προπαγάνδα του ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντική, όταν επρόκειτο να διατηρήσει στα ύψη τη λατρεία της προσωπικότητάς του. Ο ίδιος λογόκρινε εφημερίδες και ανέθεσε έργα τέχνης που ενίσχυαν σημαντικά τον ρόλο του στην ιστορία του κόμματος. Όσοι αντιτάχθηκαν στον Στάλιν, όπως ο Λέων Τρότσκι, κυριολεκτικά αφαιρέθηκαν από τα βιβλία της ιστορίας.
Ακόμα και ο ίδιος ο Γιεζόφ, εξαφανίστηκε από την ιστορία της ΕΣΣΔ, αν και τα ίχνη της ύπαρξής του παραμένουν ακόμη. Η φωτογραφία που παρουσιάζεται παραπάνω έμοιαζε αρχικά ως εξής: έδειχνε τον Στάλιν να περπατά στις όχθες του καναλιού της Μόσχας με τον Γιεζόφ στα αριστερά του. Την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία (1937), ο Γιεζόφ είχε ακόμη καλές σχέσεις με τον Στάλιν. Όταν η αιματοχυσία της Μεγάλης Εκκαθάρισης χρεώθηκε σ’ αυτόν, ο Στάλιν έβαλε να αφαιρέσουν τον Γιεζόφ από τις κοινές τους φωτογραφίες, διαγράφοντας ουσιαστικά κάθε οπτική απόδειξη της πάλαι ποτέ φιλίας και συνεργασίας τους.