Η φωτογραφία είχε πάντα μια σχέση με όσα μας στοιχειώνουν, καθώς νομοτελειακά αποτυπώνει το παρελθόν.

Η διαδικασία κατά την οποία το φως ανακλάται από το φωτογραφούμενο αντικείμενο και επιστρέφει προς τη φωτογραφική μηχανή υποδηλώνει ότι οι φωτογραφίες φέρουν ένα ίχνος αυτού που απεικονίζεται. Μελετητές από ανθρωπολόγοι  έως ιστορικοί της τέχνης έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ φωτογραφίας και φαντασμάτων.

Η συσχέτιση αυτή ενισχύεται από τις φωτογραφίες πνευμάτων, δηλαδή τα πορτραίτα που επανενώνουν οπτικά τους πενθούντες με τους αγαπημένους τους – ένα φαινόμενο που αποδίδεται στη δημιουργική καινοτομία μιας γυναίκας από τη Βοστώνη το 1861.

Τους σύγχρονους αναγνώστες μπορεί να απασχολήσουν τα κίνητρα και οι μέθοδοι των φωτογράφων πνευμάτων – η χρήση διπλής έκθεσης, η συνδυαστική εκτύπωση ή η σύγχρονη ψηφιακή επεξεργασία για την παραγωγή ημιδιάφανων «φαντασμάτων». Αλλά πολύ πιο ενδιαφέρον είναι ο αντίκτυπος που είχαν οι φωτογραφίες που προέκυπταν στους πενθούντες που ανέθεταν τα πορτραίτα. Κατά βάθος, το βικτοριανό ενδιαφέρον για τη φωτογραφία πνευμάτων είναι μια ιστορία αγάπης, απώλειας και νοσταλγίας.

Στο πνεύμα της εποχής

Φωτογραφία του πνεύματος από τον Édouard Isidore Buguet (Wikimedia Commons)

Η φωτογραφία πνεύματος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πνευματισμού, ενός θρησκευτικού κινήματος του 19ου αιώνα. Οι πνευματιστές πίστευαν στη διατήρηση της ψυχής μετά το θάνατο και στη δυνατότητα συνέχισης των δεσμών και της επικοινωνίας μεταξύ νεκρών και ζωντανών.

Το 1848, όταν δύο νεαρές γυναίκες από το Χάιντεσβιλ της Νέας Υόρκης ισχυρίστηκαν ότι είχαν την ικανότητα να ακούν και να ερμηνεύουν το χτύπημα ενός νεκρού πραματευτή  στο σπίτι τους. Οι ιδέες για την επιστροφή των πνευμάτων βρίσκονταν ήδη στον αέρα.

Ορισμένοι πνευματιστές καλλιτέχνες του 19ου αιώνα θεωρούσαν ότι το έργο τους ήταν εμπνευσμένο από μια αόρατη παρουσία. Για παράδειγμα, η Βρετανίδα καλλιτέχνης και μέντιουμ Georgianna Houghton ζωγράφιζε αφηρημένες ακουαρέλες που ονόμασε «πνευματικά σχέδια». Ομοίως, περίπου 20 χρόνια μετά την εμφάνιση της φωτογραφίας ως μέσου, οι φωτογράφοι των πνευμάτων άρχισαν να αποδίδουν το έργο τους σε μια εξωτερική δύναμη, μια παρουσία που τους ξεπερνούσε ή τους καταλάμβανε για λίγο. Το πνεύμα που εμφανιζόταν δίπλα στους πενθούντες στις φωτογραφίες αυτές – μερικές φορές ξεκάθαρα ένα πρόσωπο, άλλες φορές ένα σχήμα ή ένα αντικείμενο – είχε σκοπό να γίνει κατανοητό ότι δεν είχε δημιουργηθεί από ανθρώπους.

Σε συνδυασμό με τη λαχτάρα των πενθούντων, οι πνευματικές φωτογραφίες είχαν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε εξαιρετικά προσωπικά και μαγικά αναμνηστικά.

Δεσμοί που αντέχουν στο χρόνο

Φωτογραφία πνεύματος που πιστεύεται ότι τραβήχτηκε τη δεκαετία του 1870. (Wikimedia Commons)

Σε αντίθεση με τη μεταθανάτια φωτογραφία – την πρακτική του 19ου αιώνα να φωτογραφίζεται ο νεκρός, συνήθως σαν να κοιμάται – οι φωτογραφίες των πνευμάτων δεν εγκλωβίζουν το αγαπημένο πρόσωπο σε μια στιγμή μετά τον θάνατό του. Αντίθετα, υποδήλωναν μια στιγμή πέρα από τον θάνατο και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα για μελλοντικές συναντήσεις με τον νεκρό.

Η πνευματική φωτογραφία ενθάρρυνε και στη συνέχεια μεσολάβησε για την αναβίωση της ζωντανής προσομοίωσης του νεκρού. Σε μια εποχή που πολλές διαθέσιμες τεχνολογίες -όπως ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο και η γραφομηχανή- εφαρμόζονταν για την επικοινωνία με τους νεκρούς, η φωτογραφία πνευμάτων προσέφερε μια οπτική καταγραφή της επικοινωνίας.

Αλλά στις φωτογραφίες των πνευμάτων, ο αγαπημένος σπάνια εμφανιζόταν σε πλήρη ολοκληρωμένη μορφή. Χρησιμοποιώντας την τεχνική της ημι-διαφάνειας, οι φωτογράφοι πνευμάτων απεικονίζουν τα πνεύματα ως κινούμενα, σα να βρίσκονταν ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς. Υποδεικνύεται επίσης ότι βρίσκονταν μόνο κατά το ήμισυ εκεί. Με αυτόν τον τρόπο, οι πνευματικές φωτογραφίες απεικονίζουν την παρατεταμένη παρουσία του απόντος αγαπημένου προσώπου, όπως ακριβώς την αισθάνονται οι πενθούντες.

Οι φωτογραφίες πνευμάτων δεν ήταν οι πρώτες φωτογραφίες που απεικόνιζαν φαντάσματα. Σηματοδοτούν όμως την πρώτη περίπτωση κατά την οποία αυτά τα ημι-διαφανή πνεύματα προωθήθηκαν στην αγορά ως απόδειξη της συνεχιζόμενης σύνδεσης με τον αποθανόντα.

Ως υπηρεσία που παρασχέθηκε στο πλαίσιο της βιομηχανίας του πένθους, οι φωτογραφίες πνευμάτων έπρεπε να γίνουν αντιληπτές ως η θλίψη του αποχωρισμού, που αποτυπώθηκε από την κάμερα – και όχι να κατασκευαστούν μέσω κάποιας μορφής τεχνάσματος.

Πνεύματα στον κόσμο των ζωντανών

«Το πέπλο της Αγίας Βερόνικας», ελαιογραφία του Francisco de Zurbaran (1598-1664), φωτογραφία από το Εθνικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Στοκχόλμης (Πηγή: Ninara/Flickr)

Η πίστη στην «ως εκ θαύμα» εμφάνιση μορφών και προσώπων μπορεί να φαινόταν πρωτόγνωρη στο αναδυόμενο μέσο και την τεχνολογία της φωτογραφίας. Όμως, μια μακρότερη παράδοση εύρεσης παρηγοριάς στην εμφάνιση προσώπων που «έφυγαν», μπορεί να παρατηρηθεί στις χριστιανικές παραδόσεις της προσκύνησης λειψάνων, όπως το «Πέπλο της Αγίας Βερόνικας», το οποίο, σύμφωνα με την καθολική λαϊκή πίστη και τον θρύλο, φέρει την αποτύπωση του προσώπου του Χριστού πριν από τη σταύρωσή του.

Ακόμη και τον 19ο αιώνα, η αναγνώριση του αγαπημένου προσώπου σε φωτογραφίες πνευμάτων εξισώθηκε κατά καιρούς με την παρειδολία – την ισχυρή ανθρώπινη τάση να αντιλαμβάνεται κανείς μοτίβα, αντικείμενα ή πρόσωπα, όπως σε λείψανα ή τυχαία αντικείμενα.

Το 1863, ο γιατρός και ποιητής O. W. Holmes σημείωσε στο περιοδικό Atlantic Monthly ότι ήταν εντελώς ασήμαντο για τους πενθούντες που ανέθεταν τη φωτογράφηση πνευμάτων, το τι απεικόνιζε η φωτογραφία:

«για τη φτωχή μητέρα, της οποίας τα μάτια είναι τυφλωμένα από τα δάκρυα, αρκεί ότι βλέπει ένα αποτύπωμα υφάσματος που προσομοιάζει σ το φόρεμα του βρέφους που έχασε,  και ένα στρογγυλεμένο σχήμα, σαν ένα ομιχλώδες ζυμαράκι, που θα μοιάζει με πρόσωπο: δέχεται το πνευματικό πορτρέτο ως μια αποκάλυψη από τον κόσμο των σκιών».

Ακόμα και όταν οι μέθοδοι του φωτογράφου αποκαλύπτονταν, οι πενθούντες εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν ότι η πνευματική τους φωτογραφία ήταν αυθεντική. Η ασάφεια των μορφών που εμφανίζονταν, σπάνια αποθάρρυνε τους πενθούντες από το να δουν αυτό που ήλπιζαν. Πράγματι, η πολύ βαθιά επιθυμία επανένωσης με τον απόντα υποκινούσε τη φαντασία που απαιτούνταν για να μετατραπούν αυτές οι κατά τα άλλα επεξεργασμένες φωτογραφίες σε ισχυρά και άκρως προσωπικά αντικείμενα.

Το 1962, μια γυναίκα που είχε παραγγείλει μια φωτογραφία του εκλιπόντος συζύγου της μοιράστηκε με τον φωτογράφο πνευμάτων: «Αναγνωρίζεται από όλους όσους  τον γνώριζαν όσο ήταν ακόμα ζωντανός  όταν βλέπουν τη φωτογραφία , ως μια τέλεια ομοιότητα, και εγώ η ίδια είμαι ικανοποιημένη ότι το πνεύμα του είναι  παρόν, αν και αόρατο στους θνητούς».

Στοιχειωμένα ρεφρέν

Οι φωτογραφίες πνευμάτων αποδείχθηκε συχνά ότι είχαν παραχθεί με διπλή έκθεση ή με τη μέθοδο της συνδυαστικής εκτύπωσης. Έτσι, θα ήταν εξίσου δυνατό να παραχθούν φωτογραφίες στις οποίες ο αποθανών εμφανιζόταν σε πλήρη αδιαφάνεια μαζί με τους πενθούντες – απρόσκοπτα επανενωμένοι. Και όμως, η τάση να παρουσιάζεται το εκλίπον άτομο με μικρότερη αδιαφάνεια έχει διατηρηθεί – ακόμη και στα σύγχρονα, ψηφιακά παραγόμενα σύνθετα πορτραίτα.

Η χρήση της ημι-διαφάνειας στην απεικόνιση του ατόμου που θυμάται, είναι μια σκόπιμη ένδειξη μιας παρουσίας που γίνεται αισθητή αλλά δεν φαίνεται, εκτός από εκείνους που είναι συντονισμένοι σε αυτήν.

Ενώ οι φωτογραφίες των πνευμάτων αγαπήθηκαν ως μηνύματα αγάπης από την άλλη πλευρά του τάφου, σίγουρα ταυτόχρονα αποτέλεσαν μηνύματα αγάπης προς τους αποθανόντες.