Τι είναι τελικά ο Nobuyoshi Araki; Είναι ένας ευφυής φωτογράφος που «ξεχείλωσε», οπτικά, αισθητικά και φωτογραφικά, τα όρια του σεξουαλικού πάθους ή απλά ένας προβοκάτορας πορνογράφος;
Πολλοί θεωρούν τον Araki έναν σχεδόν υπερεκτιμημένο πορνογράφο που κατέγραψε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τις ερωτικές (του) φαντασιώσεις, ενώ άλλοι λατρεύουν να ανακαλύπτουν στο έργο του τη μαγεία της γιαπωνέζικης κρυμμένης και μυστικής σεξουαλικότητας -ειδικά των γυναικών μοντέλων του.
Όπως όλοι οι πραγματικά σπουδαίοι καλλιτέχνες που συχνά διχάζουν το κοινό τους, έτσι και ο Araki, στα 83 του χρόνια πλέον, μπορεί να επαίρεται ότι κατάφερε να κάνει αυτό ακριβώς: να τεντώσει τα όρια της οπτικής μας ανοχής και να κάνει τον θεατή του έργου του να αναρωτηθεί για τα προσωπικά του όρια της αισθητικής ανεκτικότητας.
Mε περισσότερα από 450 φωτογραφικά άλμπουμ στο ενεργητικό του, ο Araki θεωρείται δικαιολογημένα ένας από τους διασημότερους Iάπωνες φωτογράφους. Πολλές διάσημες σελεμπριτοφιγούρες των ’90s έχουν προσπαθήσει να τον πλησιάσουν για να κερδίσουν ένα πορτρέτο από τον Araki, με αποκορύφωμα την Bjοrk, η οποία τα κατάφερε μεν, αλλά δίστασε δε να… πετάξει όλα τα ρούχα της στο φωτογραφικό session που είχε μαζί του.
Στα φωτογραφικά του λευκώματα η βία είναι γλυκιά, τα σώματα είναι δεμένα, οι κόμποι των σχοινιών είναι γεροί και σφικτοί, οι πόρνες που ποζάρουν με απάθεια στον φακό είναι στολισμένες με ασημένια διαστημικά μπικίνι, οι μάσκες στα πρόσωπα των ανδρών φανερώνουν την απόλυτη υποταγή τους στην «αφέντρα» τους, οι πινακίδες των πορνομάγαζων της συνοικίας Shinjuku του Τόκιο είναι φωτεινές και σκοτεινές ταυτόχρονα.
Οι κανόνες που διαπνέουν και διασχίζουν το έργο του ιάπωνα φωτογράφου είναι δυο: αφενός ότι το σεξ είναι το έσχατο όριο. Το τελευταίο σύνορο. The last frontier. Την ανθρώπινης συμπεριφοράς, σωματικής ή ψυχικής. Ο Araki όχι μόνο θέλει, αλλά τολμάει να ξεπεράσει τα σύνορα αυτά. Και να τα εξερευνήσει με τον φακό του.
Και αφετέρου ότι μέσα από αυτό το προκλητικά βίαιο και σκληρό σεξουαλικό σύμπαν, η παιδική ηλικία (των μοντέλων του αλλά και του καθενός από εμάς) γίνεται το τελευταίο ανθρώπινο καταφύγιο της αθωότητας και της αγνότητας.
Ο Αράκι σπούδασε φωτογραφία και κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Chiba. Η ταινία που έκανε ως διπλωματική εργασία στο πανεπιστήμιο, το «Children in Apartment Blocks» (1963), θεωρείται η βάση για τις πρώτες φωτογραφικές του δουλειές, το λεύκωμα Satchin (1964) το οποίο επικεντρώνεται σε μαθητές της γειτονιάς Shitamachi του Τόκιο.
Δούλεψε για ένα φεγγάρι ως φωτογράφος για τη διαφημιστική εταιρεία Dentsu, αλλά βαρέθηκε τόσο πολύ που τα παράτησε όλα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και επικεντρώθηκε ξεκάθαρα στην προσωπική του δουλειά.
Το 1968 γνώρισε την σύζυγό του, τη Γιόκο – το πρώτο γυναικείο μοντέλο των φωτογραφιών του, ειδικά στα πρώτα του λευκώματα, όπως το «Sentimental Journey» (1971).
Έκτοτε, ο Araki απολαμβάνει ένα status περίεργο για το διαμέτρημά του, ως καλλιτέχνη: τυγχάνει μιας πρωτοφανούς υποεκπροσώπησης στις ακαδημαϊκές τέχνες, που έχει συγκριθεί με εκείνη του συγγραφέα Χένρι Μίλερ (ή, αντίστοιχα, με εκείνη του σκηνοθέτη Larry Clark στο σινεμά).
Η διπλή κοινή συνισταμένη και των τριών προαναφερθέντων είναι αφενός η παροιμιώδης τους άρνηση να υποταχθούν (και να υποτάξουν με την σειρά τους το ίδιο το έργο τους) στις οποιεσδήποτε κοινωνικές νόρμες και επιταγές και αφετέρου να ξεπεράσουν, ακόμη και με ηδονοβλεπτικά προκλητικό τρόπο, τα όρια του καθωσπρεπεισμού που τους έχει επιβάλλει η δυτική κοινωνία.
Ως κατεξοχήν «εθνολόγος» της φωτογραφίας που θεωρεί ότι η Ηθική δεν πρέπει και ούτε γίνεται να μπαίνει στα «χωράφια» της τέχνης του, ο Araki φορτίζει σεξουαλικά όλα τα αντικείμενα των φωτογραφιών του, διαμέσου της οπτικής αντικειμενικοποίησής τους – και ταυτόχρονα της ηθικής αποστασιοποίησης και υποκειμενικοποίησης των μοντέλων του.
Ασφαλώς και ο Αράκι είναι αμφιλεγόμενος, όπως αντίστοιχα και ο Κλαρκ και ο Μίλερ: η κατεξοχήν σεξουαλική φύση των θεμάτων του «τσιγκλάει» τα ένστικτα κάποιων, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί (εύλογα) συνειρμούς μισογυνισμού και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Πώς όμως να κατηγορήσεις έτσι ελαφρά τη καρδία έναν ιάπωνα καλλιτέχνη που στηρίζεται σε μακραίωνες παραδόσεις της ιαπωνικής τέχνης, όπως το Kinbaku και η Shunga, μια παράδοση ερωτικών ιαπωνικών ξυλογραφιών που ανάγονται σε πολλούς αιώνες πίσω;
Πώς είναι δυνατόν να κατανοήσει πλήρως το «δυτικό» μάτι όλα αυτά τα αδιόρατα στοιχεία της ανατολίτικης ερωτικής παράδοσης που ενυπάρχουν βαθιά μέσα στα φωτογραφικά του πορτρέτα;
Όπως και οι σκηνές σεξουαλικής βίας στη σειρά Game of Thrones του HBO, έτσι και οι φωτογραφίες του Nobuyoshi Araki περιμένουν από τον υπομονετικό και ευφυή θεατή να χαρακτηριστούν: είναι υψηλή τέχνη ή πορνογραφία;
Είναι ο μαζοχισμός «σεξουαλική παρέκκλιση» ή κάτι πολύ πιο θεμιτό και αποδεκτό;
The beauty is in the eye of the beholder, που λένε και οι Αγγλοσάξονες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι τυχαίο που η δουλειά και το έργο του Αράκι στην χώρα του συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «Ararchism», έναν όρο που συνδέει το επώνυμό του με τον αναρχισμό, προκειμένου να περιγράψει την οπτική φύση των φωτογραφιών του, μια φύση που διέπεται και καθοδηγείται από μια ερωτική αναρχία (ο έρωτας και το σεξ ΕΙΝΑΙ αναρχία, ως γνωστόν) και μια πλήρη απενοχοποίηση και απελευθέρωση της σεξουαλικής αιδούς.
Αν το καλοπροσέξετε, στις φωτογραφίες του Αράκι, η γυναίκα δεν είναι το αντικείμενο. Είναι το υποκείμενο.
Αν το καλοπροσέξετε, στις φωτογραφίες του Αράκι, η γυναίκα δεν πέφτει θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, αλλά βιώνει την προσωπική σεξουαλική της απελευθέρωση.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: καθώς η συζήτηση για τη σεξουαλική ελευθερία και τα όρια της «κουλτουριάρικης πορνογραφίας» θα συνεχίζει να υπάρχει στο δημόσιο διάλογο, ο Nobuyoshi Araki θα εξακολουθεί να σοκάρει και οι θεατές θα εξακολουθούν με την σειρά τους να βιώνουν ενστικτώδεις, σχεδόν παυλοβικά ατταβιστικές αντιδράσεις, εν είδη βίαιων ρεφλέξ, απέναντι στην τέχνη του.
Είτε κάποιος θεωρεί το έργο του Αράκι ως σεξουαλικά υπερβολικό, είτε ως σεξουαλικά άβολο, είτε ως σεξουαλικά αποδεκτό,νομοτελειακά ο ίδιος αυτό θεατής θα έρθει αντιμέτωπος με δυο ψυχοσωματικές συμβάσεις: αφενός δεν δύναται να μείνει παθητικά αμέτοχος απέναντι στο θέαμα που αντικρίζει (που είναι η Νο1 κατάκτηση της Τέχνης, από την απαρχή της δημιουργίας και γέννησής της) οπότε θα γίνει ενεργητικά συμμετέχων και αφετέρου, διαμέσου αυτής ακριβώς της συναισθηματικής του εμπλοκής, θα φτάσει στο σημείο να αναρωτηθεί για πτυχές της προσωπικής του σεξουαλικότητας και ανοχής απέναντι σε ερωτικές πρακτικές και σεξουαλικές «παρεκκλίσεις».
Και αυτό που στο τέλος της ημέρας θα μείνει στο θυμικό του κάθε θεατή δεν είναι η πρόκληση («για την πρόκληση» ή και όχι), αλλά η απαιτούμενη, για όλους μας, επιστροφή στο πρωτόγονο επίπεδο σεξουαλικότητας που, εθνολογικά μιλώντας, θεωρούσε ακόμη και αυτή την ίδια την πορνογραφία όχι ένα καταραμένο και επάρατο στοιχείο του μοντέρνου πολιτισμού, αλλά αντιθέτως ένα αναπόσπαστο κομμάτι του κάθε πολιτισμού, από την αρχή της ανθρωπότητας, από τους Σουμέριους και τους Βαβυλώνιους, μέχρι τους Μινωίτες και τους Αθηναίους.