Η Νέα Υόρκη των ‘70s· μια πόλη σε παρακμή και ακατάπαυστη κίνηση, σαν κάτι που αργοπεθαίνει και ταυτόχρονα δεν παύει να ανασαίνει δυνατά. Κάπου ανάμεσα σε εκείνους τους βρώμικους δρόμους, τις φασαριόζικες γωνιές, τις συνθήκες ενός αστικού σώματος γεμάτου γρατζουνιές, ο Μαρκ Κόεν (Mark Cohen) περπατούσε αθόρυβα, με την κάμερα κρεμασμένη χαμηλά, στο ύψος ενός παιδιού ή ενός σκύλου που γρυλίζει…
Ο Μαρκ Κόεν είναι φωτογράφος των αποσπασματικών στιγμών. Δεν αποζητά τη μεγαλοπρέπεια, αλλά εκείνα τα κομμάτια ζωής που μοιάζουν να εκτοξεύονται ξαφνικά μπροστά μας, ασύνδετα (ή και μη) από τη ροή του χρόνου. Οι ψηλές κάλτσες ενός κοριτσιού μπροστά σε μια μάντρα. Μια θολή φιγούρα με παγωνίσια φτερά στους ώμους. Το βλέμμα ενός αγνώστου, ακουμπισμένο απειλητικά πάνω στο φακό σαν φτερό λεπίδας. Και η κόκκινη πιτσιλιά από γκράφιτι, αργό αίμα πάνω στο μπετόν.
Κάθε φωτογραφία του Κόεν μοιάζει να είναι ένας υπαινιγμός, μια απόπειρα να δούμε κάτι που δεν μπορούμε ποτέ να συλλάβουμε ολόκληρο. Το σώμα κόβεται απότομα στη μέση, μια πλάτη γυρνά, μια λεπτομέρεια —ένα παπούτσι, ένας καρπός— φωτίζεται από έναν άγνωστο ήλιο. Είναι η γωνία που δίνει το νόημα, η σιωπή που τραγουδά τη στιγμή. Αυτή η κίνηση από κάτω προς τα πάνω — η παιδική ματιά που δεν κατανοεί το χάος αλλά το διαισθάνεται βαθιά.
Το έργο του μοιάζει με ένα παράξενο μονόχρωμο όνειρο που περπατά, τα πόδια κουρασμένα αλλά οι αισθήσεις οξυμένες. Το βρώμικο πεζοδρόμιο, η γωνιά του δρόμου που μυρίζει σιδερένια υπομονή και λίγη θλίψη. Ο Κόεν καταγράφει τον κόσμο σαν να προσπαθεί να τον θυμηθεί εκ των προτέρων. Οι άνθρωποι του είναι γυμνοί, ακρωτηριασμένοι από το βλέμμα του φωτογράφου, αλλά παραμένουν υπαρκτοί και πεισματάρηδες — σαν φαντάσματα που δεν θέλουν να φύγουν. Σαν φαντάσματα που δεν θέλουν να τα ξεχάσουμε.
Η Νέα Υόρκη του Κόεν δεν είναι ποτέ στατική. Οι μορφές κυλούν και φεύγουν, τα χρώματα του γκρίζου και του σκοτεινού πετάγονται σαν κραυγές. Η φωτογραφική του μέθοδος — με τη μηχανή στο ύψος της λεκάνης — είναι σχεδόν σαν ένα μυστήριο παιχνίδι. Δεν είναι σκηνοθέτης ούτε και ηδονοβλεψίας· είναι περισσότερο σαν μάντης που αρπάζει θραύσματα από τη μοίρα και τα φέρνει μπροστά μας. Πριν χαθούν.
Το έργο του Κόεν είναι εκείνο το ακατανόητο σημείο όπου το συνηθισμένο γίνεται απόκοσμο. Ένα μικρό κορίτσι με ένα κομμάτι ξύλο στα χέρια, μια άδεια γωνιά της πόλης που φωτίζεται σαν να βγήκε από σκηνικό του Κασσαβέτη. Κάθε κάδρο είναι μια μικρή φράση ενός σπασμένου ποιήματος· εκεί που οι λέξεις δεν αρκούν, αλλά και τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί καλύτερα.
«Τι είναι η πόλη;», μοιάζει να ρωτά ο Κόεν με τον φακό του, και η απάντηση είναι πάντα μια ανάσα που μόλις χάθηκε.
Οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Μαρκ Κόεν στη Νέα Υόρκη πριν από 50 χρόνια έρχονται για πρώτη φορά στο φως μέσα από το λεύκωμα “Tall Socks” (εκδόσεις Gost Books). Τον Ιούλιο του 1973, ο Κόεν πέρασε έναν μήνα σε ένα μικρό δωμάτιο της εστίας του NYU, συμμετέχοντας σε ένα εργαστήριο κινηματογράφου. Τα μαθήματα τελείωναν γρήγορα και του έμενε χρόνος να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης με τη φωτογραφική του μηχανή. Κάποιες από τις εικόνες εκείνης της περιόδου τυπώθηκαν τότε, ενώ οι περισσότερες έμειναν κρυμμένες για δεκαετίες, παγιδευμένες σε αρνητικά — μέχρι τώρα.
Ο Μαρκ Κόεν, γεννημένος το 1943 στο Γουίλκς-Μπαρ της Πενσυλβάνια, αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη φωτογραφία, δουλεύοντας κυρίως στην πόλη του, εκτός από μια μικρή περίοδο στην Ευρώπη. Εργάστηκε για χρόνια ως πορτρετίστας στο στούντιό του, ενώ στους δρόμους της καθημερινότητας δημιουργούσε το προσωπικό του έργο στον ελεύθερο χρόνο του. Η πρώτη του έκθεση έγινε το 1969 στο George Eastman House, όμως η αναγνώριση ήρθε το 1973 με την πρώτη του ατομική παρουσίαση στο MoMA. Κάτοχος δύο υποτροφιών Guggenheim, το έργο του κοσμεί σημαντικές συλλογές διεθνών ιδρυμάτων όπως το Centre Pompidou στο Παρίσι, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το V&A στο Λονδίνο. Το 2013 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Le Bal στο Παρίσι, συνοδευόμενη από την έκδοση “Dark Knees”, ενώ το 2015 κυκλοφόρησε το λεύκωμα “Frame. A Retrospective”. Το 2014 εγκαταστάθηκε στη Φιλαδέλφεια, αφήνοντας πίσω του μια πορεία γεμάτη ένταση, λεπτομέρειες και το άγγιγμα του απροσδόκητου μέσα από τον φακό του.
To λεύκωμα “Tall Socks” πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2025 από τις εκδόσεις Gost Books.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Η Νέα Υόρκη των ‘70s· μια πόλη σε παρακμή και ακατάπαυστη κίνηση, σαν κάτι που αργοπεθαίνει και ταυτόχρονα δεν παύει να ανασαίνει δυνατά. Κάπου ανάμεσα σε εκείνους τους βρώμικους δρόμους, τις φασαριόζικες γωνιές, τις συνθήκες ενός αστικού σώματος γεμάτου γρατζουνιές, ο Μαρκ Κόεν (Mark Cohen) περπατούσε αθόρυβα, με την κάμερα κρεμασμένη χαμηλά, στο ύψος ενός παιδιού ή ενός σκύλου που γρυλίζει…
Ο Μαρκ Κόεν είναι φωτογράφος των αποσπασματικών στιγμών. Δεν αποζητά τη μεγαλοπρέπεια, αλλά εκείνα τα κομμάτια ζωής που μοιάζουν να εκτοξεύονται ξαφνικά μπροστά μας, ασύνδετα (ή και μη) από τη ροή του χρόνου. Οι ψηλές κάλτσες ενός κοριτσιού μπροστά σε μια μάντρα. Μια θολή φιγούρα με παγωνίσια φτερά στους ώμους. Το βλέμμα ενός αγνώστου, ακουμπισμένο απειλητικά πάνω στο φακό σαν φτερό λεπίδας. Και η κόκκινη πιτσιλιά από γκράφιτι, αργό αίμα πάνω στο μπετόν.
Κάθε φωτογραφία του Κόεν μοιάζει να είναι ένας υπαινιγμός, μια απόπειρα να δούμε κάτι που δεν μπορούμε ποτέ να συλλάβουμε ολόκληρο. Το σώμα κόβεται απότομα στη μέση, μια πλάτη γυρνά, μια λεπτομέρεια —ένα παπούτσι, ένας καρπός— φωτίζεται από έναν άγνωστο ήλιο. Είναι η γωνία που δίνει το νόημα, η σιωπή που τραγουδά τη στιγμή. Αυτή η κίνηση από κάτω προς τα πάνω — η παιδική ματιά που δεν κατανοεί το χάος αλλά το διαισθάνεται βαθιά.
Το έργο του μοιάζει με ένα παράξενο μονόχρωμο όνειρο που περπατά, τα πόδια κουρασμένα αλλά οι αισθήσεις οξυμένες. Το βρώμικο πεζοδρόμιο, η γωνιά του δρόμου που μυρίζει σιδερένια υπομονή και λίγη θλίψη. Ο Κόεν καταγράφει τον κόσμο σαν να προσπαθεί να τον θυμηθεί εκ των προτέρων. Οι άνθρωποι του είναι γυμνοί, ακρωτηριασμένοι από το βλέμμα του φωτογράφου, αλλά παραμένουν υπαρκτοί και πεισματάρηδες — σαν φαντάσματα που δεν θέλουν να φύγουν. Σαν φαντάσματα που δεν θέλουν να τα ξεχάσουμε.
Η Νέα Υόρκη του Κόεν δεν είναι ποτέ στατική. Οι μορφές κυλούν και φεύγουν, τα χρώματα του γκρίζου και του σκοτεινού πετάγονται σαν κραυγές. Η φωτογραφική του μέθοδος — με τη μηχανή στο ύψος της λεκάνης — είναι σχεδόν σαν ένα μυστήριο παιχνίδι. Δεν είναι σκηνοθέτης ούτε και ηδονοβλεψίας· είναι περισσότερο σαν μάντης που αρπάζει θραύσματα από τη μοίρα και τα φέρνει μπροστά μας. Πριν χαθούν.
Το έργο του Κόεν είναι εκείνο το ακατανόητο σημείο όπου το συνηθισμένο γίνεται απόκοσμο. Ένα μικρό κορίτσι με ένα κομμάτι ξύλο στα χέρια, μια άδεια γωνιά της πόλης που φωτίζεται σαν να βγήκε από σκηνικό του Κασσαβέτη. Κάθε κάδρο είναι μια μικρή φράση ενός σπασμένου ποιήματος· εκεί που οι λέξεις δεν αρκούν, αλλά και τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί καλύτερα.
«Τι είναι η πόλη;», μοιάζει να ρωτά ο Κόεν με τον φακό του, και η απάντηση είναι πάντα μια ανάσα που μόλις χάθηκε.
Οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Μαρκ Κόεν στη Νέα Υόρκη πριν από 50 χρόνια έρχονται για πρώτη φορά στο φως μέσα από το λεύκωμα “Tall Socks” (εκδόσεις Gost Books). Τον Ιούλιο του 1973, ο Κόεν πέρασε έναν μήνα σε ένα μικρό δωμάτιο της εστίας του NYU, συμμετέχοντας σε ένα εργαστήριο κινηματογράφου. Τα μαθήματα τελείωναν γρήγορα και του έμενε χρόνος να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης με τη φωτογραφική του μηχανή. Κάποιες από τις εικόνες εκείνης της περιόδου τυπώθηκαν τότε, ενώ οι περισσότερες έμειναν κρυμμένες για δεκαετίες, παγιδευμένες σε αρνητικά — μέχρι τώρα.
Ο Μαρκ Κόεν, γεννημένος το 1943 στο Γουίλκς-Μπαρ της Πενσυλβάνια, αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη φωτογραφία, δουλεύοντας κυρίως στην πόλη του, εκτός από μια μικρή περίοδο στην Ευρώπη. Εργάστηκε για χρόνια ως πορτρετίστας στο στούντιό του, ενώ στους δρόμους της καθημερινότητας δημιουργούσε το προσωπικό του έργο στον ελεύθερο χρόνο του. Η πρώτη του έκθεση έγινε το 1969 στο George Eastman House, όμως η αναγνώριση ήρθε το 1973 με την πρώτη του ατομική παρουσίαση στο MoMA. Κάτοχος δύο υποτροφιών Guggenheim, το έργο του κοσμεί σημαντικές συλλογές διεθνών ιδρυμάτων όπως το Centre Pompidou στο Παρίσι, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το V&A στο Λονδίνο. Το 2013 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Le Bal στο Παρίσι, συνοδευόμενη από την έκδοση “Dark Knees”, ενώ το 2015 κυκλοφόρησε το λεύκωμα “Frame. A Retrospective”. Το 2014 εγκαταστάθηκε στη Φιλαδέλφεια, αφήνοντας πίσω του μια πορεία γεμάτη ένταση, λεπτομέρειες και το άγγιγμα του απροσδόκητου μέσα από τον φακό του.
To λεύκωμα “Tall Socks” πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2025 από τις εκδόσεις Gost Books.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.