«Το να είσαι δημοσιογράφος δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην ότι είσαι “καλλιτέχνης”, αλλά δεν πρόκειται να πεις την άποψή σου αν δεν μπορέσεις να τραβήξεις μια φωτογραφία στην οποία ο κόσμος θα σταματήσει για να την εξερευνήσει», έλεγε ο Bill Eppridge.
Ως ένας από τους πιο καταξιωμένους φωτορεπόρτερ του 20ού αιώνα, ο Eppridge κατέγραψε τις συνταρακτικές ιστορίες της ταραχώδης εποχής που έζησε. Είτε καταγράφοντας τον πόλεμο του Βιετνάμ, το Woodstock και το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων είτε παρακολουθώντας το τραγικό τέλος της προεδρικής εκστρατείας του γερουσιαστή Robert Kennedy, ο Eppridge έφερε μια ανθρωπιστική προσέγγιση στο ρεπορτάζ.
Το 1965, παραλίγο να σκοτωθεί στη Δομινικανή Δημοκρατία, όταν ο Lydon Johnson έστειλε στρατεύματα για να προστατεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα στη χώρα και προκλήθηκαν επεισόδια. Αξιοσημείωτο έργο του, μια σειρά φωτογραφικού ρεπορτάζ για νεαρούς χρήστες ηρωίνης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό LIFE και αποτέλεσε βάση της ταινίας “Panic in Needle Park” που κυκλοφόρησε το 1971, με πρωταγωνιστές τον Al Pacino και την Kitty Winn.
Για αυτή την φωτογραφική ιστορία, “Two Lives Lost to Heroin: A Harrowing, Early Portrait of Addicts”,ο Eppridge έζησε δύο μήνες με ένα ζευγάρι ηρωινομανών. Προκείμενου να πείσει το ζευγάρι να αφήσει τον ίδιο και τον Ben Cosgrove (που θα έγραφε το κείμενο για το LIFE) να εισβάλλουν ολοκληρωτικά στον κόσμο τους, τους είπε ότι ήταν η ευκαιρία τους να συνεισφέρουν στην κοινωνία. Η Karen και o John, το ζευγάρι δηλαδή, το σκέφτηκαν και τελικά απάντησαν: «Εντάξει, αυτό μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε κάτι καλό». O Eppridge μπήκε τόσο βαθιά στον κόσμο τους, σε μια «άθλια και απελπισμένη ζωή», όπου άνθρωποι της Δίωξης Ναρκωτικών, ήταν πεπεισμένοι ότι είχε κλέψει τον φωτογραφικό εξοπλισμό του αλλά και τα διαπιστευτήρια του LIFE, και ήταν έτοιμοι να τον συλλάβουν. Το επεισόδιο έληξε όταν ο Cosgrove ξεκαθάρισε τα πράγματα και τους εξήγησε.
Το 1968, ο Eppridge βρισκόταν στο ξενοδοχείο The Ambassador Hotel του Λος Άντζελες, όπου ο “Bobby” Kennedy δολοφονήθηκε απ’ το όπλο περίστροφο revolver του 24χρονου Παλαιστίνιου, Sirhan Sirhan. «Εκεί μπροστά μου ήταν ο γερουσιαστής στο πάτωμα και τον κρατούσε στα χέρια του ο βοηθός σερβιτόρου. Δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω. Έκανα το πρώτο μου καρέ και ξέχασα να εστιάσω τον φακό. Στην δεύτερη λήψη είχα εστιάσει, όταν ο σερβιτόρος κοίταξε ψηλά και είχε αυτό το βλέμμα. Μετά, έγινε πανδαιμόνιο».
Ο Kennedy είχε μόλις κερδίσει τις προκριματικές εκλογές στην Καλιφόρνια, είχε εκφωνήσει την ευχαριστήρια ομιλία του και έφευγε απ’ το ξενοδοχείο μέσω της κουζίνας για να αποφύγει δημοσιογράφους και κόσμο. Ο Eppridge βρισκόταν ακριβώς από πίσω του την ώρα του μοιραίου συμβάντος. Αμέσως, συνειδητοποίησε πως ως φωτορεπόρτερ είχε μια ευθύνη που ξεπερνούσε την δημοσιογραφία, όπως είχε πει σε συνεντεύξεις του. «Εκείνη την στιγμή, έγινα ιστορικός», δήλωσε.
Η κάμερα του και ο ίδιος, είχαν γίνει αυτόπτες μάρτυρες και άλλων σημαντικών γεγονότων, αφού φωτογράφισε και επαναστάσεις στη Λατινική Αμερική. Το 1964, μετά από τη δολοφονία τριών εργατών από την Κου Κλουξ Κλαν που ήταν ενεργοί στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, ο ίδιος και ένας δημοσιογράφος έζησαν με την οικογένεια ενός απ’ τα θύματα, του James Chaney, για δύο μέρες, προκειμένου να καταγράψουν την ιστορία τους. Σε όλα του σχεδόν τα φωτογραφικά story, ο Eppridge έβρισκε και αναδείκνυε την ανθρώπινη πλευρά.
Παράλληλα, φωτογράφιζε και διασημότητες. Όταν οι Beatles επισκέφθηκαν για πρώτη φορά τις Η.Π.Α., τον αποκάλεσαν “Mr. LIFE magazine” και τον προσκάλεσαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που έμεναν αλλά και στις πρόβες τους. Επίσης, ο φακός του φλέρταρε και με την Barbara Streisand όταν ήταν ανερχόμενο αστέρι του Hollywood. Η διακριτικότητά του ήταν ένα απ’ τα χαρακτηριστικά του, αφού ήθελε να παραμένει «αόρατος» και για να μην ενοχλεί τα πρόσωπα που φωτογράφιζε, χρησιμοποιούσε όσο το δυνατόν σπανιότερα το φλας του και περιόριζε τα φωτογραφικά κλικ του για να μην ακούγεται συνεχώς ο ήχος του κλείστρου.
«Νομίζω ότι αυτό που κάνει μια φωτογραφία καλή, είναι η αυθόρμητη και φυσική στιγμή της, που είναι ανεπηρέαστη απ’ τον φωτογράφο», είχε δηλώσει o Eppridge σύμφωνα με τους New York Times.
Ο Guillermo Alfredo Eduardo Eppridge, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε σε αμερικανική οικογένεια στο Μπουένος Άιρες στις 20 Μαρτίου 1938. Ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Τορόντο και στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι έγινε πτυχιούχος στο Φωτορεπορτάζ. Εργάστηκε στο National Geographic και από εκεί πέρασε στο περιοδικό LIFE (εκεί αρχικά είχε κάνει την πρακτική του), όπου έγινε μόνιμος φωτογράφος του. Όταν το LIFE σταμάτησε να εκδίδεται το 1972, εργάστηκε για άλλα περιοδικά του ομίλου Time Inc. και κατέληξε στο Sports Illustrated, όπου φωτογράφισε αρκετούς χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Το έργο του παρουσιάζεται στο Smithsonian, στο High Museum of Art στην Άτλαντα και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο. Ανάμεσα στα πολλά βραβεία του, ξεχωρίζει το “Joseph A. Sprague Memorial Award”, που είναι η υψηλότερη τιμή της National Press Photographers Association.
Πέθανε από πνευμονία στις 3 Οκτωβρίου του 2013, σε ηλικία 75 ετών στο Κονέκτικατ.