Συμβαίνει να γνωρίζω από κοντά τον φωτογράφο και δημοσιογράφο Θοδωρή Νικολάου. Θυμάμαι μάλιστα όταν βρεθήκαμε πριν κάποια χρόνια στο μέσο που εργαζόμουν τότε να συζητάμε τα νέα μας και να με ενημερώνει για την πρόθεσή του να ξεκινήσει ένα νέο φωτογραφικό project˙ είχε μόλις ολοκληρώσει το οδοιπορικό του στα Βαλκάνια, οδοιπορικό που αποτυπώθηκε στο φωτογραφικό λεύκωμα «Αίμος, Διαδρομές στα Βαλκάνια» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Άγρα.
Θυμάμαι, λοιπόν, που ο Θοδωρής ήθελε να ασχοληθεί με τους ανθρώπους που λαμβάνουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας, να επισκεφθεί ψυχιατρικά νοσοκομεία αλλά και κοινοτικές δομές επανένταξης και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης. Δεν θυμάμαι να μου αναφέρει το προσωπικό του βίωμα, δηλαδή τα καταθλιπτικά επεισόδια του, γιατί αν και θαρραλέα αποφασίζει να μοιραστεί και τη δική του εμπειρία στο πλαίσιο του έργου του «Επί νοός ειρήνη (“Wish peace in mind”)» ο Θοδωρής σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιεί ως όχημα το νέο του project για να μιλήσει για τον εαυτό του.
Την ειλικρινή αγωνία του η δική του ματιά ως φωτογράφου και η δική μας ως θεατές να μην εισβάλει αποικιοκρατικά στον κόσμο των ψυχικά πασχόντων την εκφράζει εξ αρχής: «Φοβάμαι μην κάνουμε το ίδιο και με αυτές τις εικόνες από τα ψυχιατρεία της χώρας. Μην τις δούμε με τα δικά μας μάτια, μην τις ερμηνεύσουμε σύμφωνα με τις δικές μας προσδοκίες. Έχω μια ανάγκη που μέσα της γεννιέται μια ελπίδα. Κάποια στιγμή, όσοι στάθηκαν εμπρός μου στα ψυχιατρεία, να σταθούν δίπλα μου στον δρόμο. Να ζήσουμε όλοι χωρίς το Ψ στο μέτωπο. Αλλά με το Α της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς».
Αυτή η λεπτότητα στην προσέγγιση και η αυθεντική ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που συμμετέχοντας στο project «δεν είδαν σε εμένα έναν φωτογράφο, αλλά κάποιον που άφοβα του εμπιστεύτηκαν και εναπόθεσαν πάνω του την πανανθρώπινη ιστορία τους. Κάποιον που θα τη μεταφέρει πέρα από τα σύνορα του κόσμου τους –εσωτερικού και εξωτερικού» είναι το πιο δυνατό στοιχείο του έργου του «Επί νοός ειρήνη (“Wish peace in mind”)», που παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Nostos Festival με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Ακριβώς για να λειτουργήσει η κάμερα το μέσο μεταφοράς του μηνύματος ο Θοδωρής τη δίνει στους ίδιους του ενοίκους προκειμένου να αποτυπώσουν τον εαυτό τους: «Πώς μπορεί να επανασυγκροτηθεί ο εαυτός μέσα από “καλλιτεχνικές” και συμμετοχικές διαδικασίες; Γίνεται να υπάρξει αφήγηση, μέσα από τη φωτογραφία, του πρότερου εγκλεισμού, του τραυματικού βιώματος ως ένα είδος ψυχιατρικής μνήμης; Μπορεί το φωτογραφικό υποκείμενο να επαναστατήσει, να γίνει καταγραφέας της ίδιας του της ιστορίας; Ποια η θέση του φωτογράφου; Να παράγει ο ίδιος την εικόνα ή να παρέχει τα εργαλεία; Αλήθεια, υπάρχει δημοκρατία στη Φωτογραφία ή το βλέμμα του φωτογράφου δρα αποικιοκρατικά και ο ίδιος εξελίσσεται σε θηρευτή προς άγρα στιγμών; Τι είναι Φωτογραφία, ποιος δικαιούται να είναι φορέας της φωτογραφικής πράξης, τι αποτελεί ύφος και πώς αυτό δημιουργείται; Οι ένοικοι του Οικοτροφείου της ΕΠΑΨΥ στην Ερέτρια, μέσα από την εργασία τους τα τελευταία χρόνια, μας προσφέρουν κάποιες άβολες απαντήσεις. Η φωτογραφική αποτύπωση του κόσμου από τον ίδιο τον ένοικο (βαριά νοητική υστέρηση, βαριά σχιζοφρένεια, αυτισμός, σύνδρομο Down), είναι ένα σύμπαν καθαρό από πρόθεση. Η Ελένη, ο Φώτης, ο Μιχάλης, η Νεκταρία, η Κατερίνα, ο Χαράλαμπος μας χαρίζουν ένα είδος φωτογραφικής αυτόματης γραφής, καθώς δεν έχουν γνώση χειρισμού του μέσου, όπως επίσης και δυνατότητα να κατανοήσουν τους κανόνες σύνθεσης. Και όμως, γίνονται οι ίδιοι καταγραφείς του κόσμου τους, μας προσφέρουν μια ματιά ανόθευτη. Χτίζουν το προσωπικό τους φωτογραφικό ύφος (επανάληψη σε μορφολογικά στοιχεία), που ορίζεται ως το σύνολο της επιθυμίας τους, της διάδρασης που έχουν με τον χώρο και τους γύρω τους, τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούν αλλά και το είδος της αναπηρίας τους. Τέλος, μας καλούν να συλλογιστούμε τον τρόπο που έχουμε αναπαραστήσει φωτογραφικά τον ψυχικά πάσχοντα από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όχι χωρίς τη συγκατάθεσή του, αλλά μη επιτρέποντας στον ίδιο να είναι δημιουργός και κυρίαρχος της εικόνας του».
Και οι υπόλοιπες ενότητες του «Επί νοός ειρήνη (“Wish peace in mind”)» φανερώνουν την πραγματικότητα ενός κόσμου περίκλειστου και αθέατου στα μάτια των πολλών. Οι ψυχικά πάσχοντες αποτελούν μέλη της κοινωνίας και ο μόνος στόχος μας θα πρέπει να είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους. Έχουν δικαιώματα, που συχνά καταπατούνται και οι περισσότεροι από εμάς αγνοούν, είναι λήπτες υπηρεσιών υγείας, για τις οποίες σπάνια ζητείται η γνώμη τους, είναι άνθρωποι που λειτουργούν μέσα στις κοινότητές τους. Είναι αφόρητος ο στιγματισμός των ανθρώπων αυτών. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Θοδωρής Νικολάου «Σήμερα στις δομές επανένταξης και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης στη χώρα μας διαμένουν εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι εν πλήρει αντιθέσει με την κοινωνική απομόνωση και τον ιδρυματισμό της Λέρου, έχουν τη δυνατότητα να ερωτεύονται, να ταξιδεύουν, να συμμετέχουν σε δημιουργικές ομάδες μέσα στην κοινότητα. Να απολαμβάνουν τη ζωή σύμφωνα με τις πανανθρώπινες αξίες της αξιοπρέπειας, του σεβασμού χωρίς καμία διάκριση. Στις δομές αυτές και με τη συνεχή παρουσία και στήριξη επαγγελματιών ψυχικής υγείας που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στον σκοπό αυτό, οι ένοικοι ανακαλύπτουν ότι υπάρχει ζωή έξω και πέρα από το ψυχιατρικό άσυλο. Αλήθεια, τι οφείλουμε να κάνουμε εμείς εκεί έξω; Να ανοίξουμε τα χέρια ως κοινότητα και να τους αγκαλιάσουμε. Έτσι θα ολοκληρωθεί η επανένταξή τους. Διαδικασία η οποία επιβάλλεται να κατακλυστεί με χρώμα».
Κοιτώ ξανά και ξανά τις φωτογραφίες. Το βλέμμα πέφτει σε μια φράση που έγραψε στον τοίχο ένας ένοικος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Το βλέμμα μένει εκεί. Διαβάζω: «ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΑΙ ΕΔΩ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑ ΚΑΙ ΛΥΓΙΣΑ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΣΠΑΣΑ ΑΚΟΜΑ».
Ο άνθρωπος χρειάζεται τον άνθρωπο. Αυτό μου υπενθύμισε το «Επί νοός ειρήνη». Και με αυτή τη σκέψη ο φωτογράφος σχολιάζει πέντε φωτογραφίες της έκθεσης, όπως αυτή που απεικονίζει δύο ενοίκους να κοιτούν, απ’ τον παράθυρο, αυτό που εμείς ονομάζουμε «έξω κόσμο» και το φως που τους λούζει: «Στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, ιδιαίτερα τα χρόνια της πανδημίας, οι επισκέψεις είναι ελάχιστες. Οι κλειστές πόρτες επιτείνουν το αίσθημα της απομόνωσης, η απουσία επαφής με τον άνθρωπο δυσχεραίνει την προσπάθεια για την ανασύνταξη του νου και της καρδιάς. Από τη πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση το φως και η ένταση με την οποία εισέρχεται στους διαδρόμους και τους θαλάμους. Σαν ένας μόνιμος και ακάλεστος επισκέπτης που υπενθυμίζει πως υπάρχει κάτι εκεί έξω. Και τις ημέρες με συννεφιά; Ποιον έχεις να περιμένεις;»
«Λένε πως η ζωή δεν μπορεί να γεννήσει πιο σπαρακτική εικόνα, από αυτή μιας μητέρας που θρηνεί το παιδί της. Την ίδια απόκοσμη βαρύτητα έχει και η θέα μιας μητέρας που κρατάει τα δεμένα με ιμάντες χέρια του γιού της. Δεν έχει σημασία σε ποιο νοσοκομείο εκτυλίσσεται το γεγονός αυτό με τις διαστάσεις αρχαίου δράματος. Συμβαίνει. Ας θέσουμε ένα μόνο ερώτημα: Πως μπορούμε να το αποτρέψουμε στο μέλλον, ξαλαφρώνοντας μητέρες από τον ανήκεστο αυτόν πόνο;»
«Υπάρχει κάτι που δεν θα ξεχαστεί ποτέ; Κάποιος άνθρωπος, ένα συναίσθημα, μια μυρωδιά, κάποια κουβέντα ή παραλήρημα; Δεν θα απαγκιστρωθούν ποτέ από το θυμικό μου οι ημερολογιακές αυτές εγγραφές σε έναν τοίχο του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Όχι μόνο γιατί σε αυτό το ημερολόγιο ο νοσηλευόμενος εξιστορεί την πορεία των πραγμάτων που τον οδήγησαν στο νοσοκομείο, αλλά γιατί εκθέτει σε δημόσιο θέα τα εσώτερα του. Μια εβδομάδα μετά την αρχική φωτογράφιση επέστρεψα στο ίδιο μέρος. Τίποτα δεν υπήρχε πλέον. Ο τοίχος είχε επικαλυφθεί με μπογιά. Ο συντάκτης των γραμμών αυτών όμως ήταν ακόμα εκεί.»
«Ο κύριος Κώστας είναι 84 ετών. Για 26 συναπτά έτη, από το 1965 έως το 1991 ζούσε στην ψυχοαποικία της Λέρου. Ήταν νέος όταν οδηγήθηκε στο νησί του Αιγαίου, αφού διεγνώσθη με “ψυχωσική συνδρομή” . Σήμερα διαμένει σε έναν ξενώνα στην Χαλκίδα. Του αρέσει να κάθεται στον καναπέ και να ακούει σκυφτός μουσική. Κυρίως, όμως, απολαμβάνει να κάθεται στο καθιστικό και να γεμίζει τετράδια με τη γραφή του. Τα τετράδια του τα ονομάζει “Τα Νέα της Αμερικής”. Μια γραφή ακατανόητη για εμάς – ίσως βρούμε κάποιες σκόρπιες λέξεις ψάχνοντας -, πολύτιμη όμως για εκείνον. Γιατί τον κάνει να ταξιδεύει.»
«Και το χρώμα; Τι είναι τελικά το χρώμα μέσα σε όλο αυτό; Ίσως, ένα μεθοδολογικό τέχνασμα, μέσω του οποίου αναδεικνύονται οι αντιφάσεις μεταξύ του ασύλου και της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης. Μια απόπειρα να «σπάσει» το μαύρο στη ροή της αφήγησης. Μια ρεαλιστική γραφή αντί της αφαιρετικής ασπρόμαυρης αναπαράστασης. Και τέλος, το πιθανότερο, η δική μου μετάβαση από τη «νόσο» στην εμπειρία, από τη βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει έξοδος, στην πίστη, πως όχι μόνο αυτή δεν βρίσκεται κάπου μακριά, αλλά ξεχειλίζει από χρώμα.»
Info: Επί νοός ειρήνη / Wish Peace in Mind, 17/06-31/07, 10:00 – 22:00, Αίθριο 4ου ορόφου ΕΒΕ, SNF Nostos