Ο Brian Griffin απεβίωσε στον ύπνο του, όπως επιβεβαίωσε ο συνέταιρός του Vaughn George, προχθες 30 Ιανουαρίου σε ηλικία 75 ετών.
Ο Griffin ήταν ένας από τους πιο επιδραστικούς βρετανούς φωτογράφους, ο οποίος διεύρυνε τα όρια της σύγχρονης φωτογραφίας και ήταν υπεύθυνος για μερικά από τα πιο όμορφα εξώφυλλα δίσκων συγκροτημάτων και μουσικών της δεκαετίας του 1980. Οι φωτογραφίες του σε διάσημα εξώφυλλα και τα πορτραίτα του σε μουσικούς, έκανε την εφημερίδα The Guardian το 1989 να τον ανακηρύξει ως φωτογράφο της δεκαετίας.
Γεννημένος στο Μπέρμιγχαμ το 1948 ο Brian Griffin πριν γίνει φωτογράφος, άρχισε να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο ως μαθητευόμενος σχεδιαστής βιομηχανικών υλικών σε ηλικία δεκαέξι ετών ενώ παράλληλα ήταν μαθητής στο Τεχνικό Λύκειο. Αργότερα και αφού αποφοίτησε, ξεκίνησε να εργάζεται στη μηχανολογία για την British Steel Corporation, αρχικά κατασκευάζοντας μεταφορικές πλατφόρμες και αργότερα κατασκευάζοντας και εγκαθιστώντας σωληνώσεις σε πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας.
Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε στην αρχή ερασιτεχνικά, σαν χόμπι, συμμετέχοντας σε μια τοπική λέσχη ερασιτεχνών φωτογράφων στο Μπερμιγχαμ. Η φωτογραφία τον κέρδισε κι έτσι το 1970 μετακόμισε στο Μάντσεστερ όπου και γράφτηκε στη σχολή καλών τεχνών από την οποία αποφοίτησε το 1972.
Μετά το κολέγιο την ίδια χρονιά ο Griffin μετακόμισε στο Λονδίνο για να εργαστεί αρχικά ως φωτογράφος μόδας. Μετά από σύσταση του αμερικανού φωτογράφου Λέστερ Μπούκμπιντερ που ζούσε στο Λονδίνο, ξεκίνησε να εργάζεται ως εταιρικός φωτογράφος για το επιχειρηματικό περιοδικό Management Today και αργότερα για άλλες ειδικές επιχειρηματικές εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένων των Accountancy Age, Computing και Marketing. Η φωτογραφία του “Rush Hour, London Bridge” του 1974 του έφερε εθνική αναγνώριση. Το 1980 ο Brian Griffin θεωρούνταν ως ένας από τους καλύτερους εταιρικούς φωτογράφους και το 1981 έκανε τη πρώτη του ατομική έκθεση φωτογραφίας στο Λονδίνο.
Το 1976 στην έκρηξη του βρετανικού punk, ξεκίνησε να συνεργάζεται παράλληλα σαν φωτογράφος με τη θρυλική ανεξάρτητη δισκογραφική Stiff Records που είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της την ίδια χρόνια. Η Stiff Records ήταν υπεύθυνη για τις κυκλοφορίες μερικών εκ των σημαντικότερων punk και new wave δίσκων της δεκαετίας του 1970 και ‘80.
Μέσα από τη φωτογραφική του δουλειά σε συγκροτήματα και δίσκους, ο Brian Griffin ήταν καθοριστικός στην οπτικοποίηση της βρετανικής μουσικής σκηνής στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπως και σε όλη τη δεκαετία του 1980.
Η δουλειά του χρησιμοποιήθηκε στα εξώφυλλα σημαντικών άλμπουμ και στα πορτραίτα μουσικών της εποχής όπως των: The Jam, Elvis Costelo, Devo, Joe Jackson, Siouxsie & The Banshees, Echo & The Bunnymen, Depeche Mode, Iggy Pop, Peter Gabriel, REM, Queen και αρκετών άλλων.
Η σχέση του όμως με τους Depeche Mode είναι αυτή που αντιπροσωπεύει τους στενότερους δεσμούς του Brian Griffin με τον κόσμο της μουσικής.
Το συγκρότημα χρησιμοποίησε τις φωτογραφίες του στα πέντε πρώτα στούντιο άλμπουμ του, ενώ η φωτογραφία του στον δεύτερο δίσκο του συγκροτήματος “A Broken Frame” που κυκλοφόρησε το 1982 από τη Mute Records, ανακηρύχθηκε το 1990 από το περιοδικό Time ως η φωτογραφία της δεκαετίας του 1980.
Η φωτογραφία απεικονίζει μια γυναίκα που θερίζει σιτηρά σε ένα χωράφι και ήταν εμπνευσμένη από τον Σοβιετικό σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τις αντίστοιχες φωτογραφίες του, που απεικόνιζαν Σοβιετικούς εργάτες και αγρότες εν ώρα δουλειάς.
Εκτός μουσικής η δουλεία του αναγνωρίστηκε για τη πρωτοποριακή της αρτιότητα. Το φωτογραφικό του άλμπουμ “Work”, που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, βραβεύτηκε ως το καλύτερο φωτογραφικό άλμπουμ στον κόσμο στο φεστιβάλ “Primavera Fotografica” της Βαρκελώνης το 1991, ενώ το 2012 η Βρετανική Εθνική Πινακόθήκη (National Portrait Gallery) του ανέθεσε να κυκλοφορήσει ένα ακόμη σπουδαίο φωτογραφικό άλμπουμ με τίτλο “The Road to 2012”.
Το περιοδικό The Life επίσης χρησιμοποίησε τη φωτογραφία του “A Broken Frame” στο εξώφυλλο της ειδικής του έκδοσης “The Greatest Photographs Of The 80’s” το 1990.
Τη δεκαετία του 1990 ο Brian Giffin άφησε για λίγο τη φωτογραφία και στράφηκε σε άλλες καλλιτεχνικές δημιουργίες, ξεκινώντας μια εταιρεία παραγωγής, Επέστρεψε στη φωτογραφία στην αυγή της νέας χιλιετίας το 2000, όπου και ηγήθηκε μιας εκστρατείας για να ανακηρυχθεί η γενέτειρα του το Μπέρμιγχαμ ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το 2004 ανάμεσα στις άλλες δουλείες του δημιούργησε κι ένα ντοκιμαντέρ για τον Paul McCartney.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έχουν εκδοθεί περισσότερες από είκοσι μονογραφίες του έργου του, ενώ το έργο του αποτέλεσε κεντρικό αντικείμενο σε πάνω από πενήντα διεθνείς ατομικές εκθέσεις και κοσμεί συλλογές γκαλερί και μουσεία, όπως η γκαλερί Victoria & Albert, το μουσείο Arts Council of Great Britain, το British Council, η National Portrait Gallery στο Λονδίνο. Έργα του επίσης εκθέτονται στο μουσείο Folkwang στο Έσσεν της Γερμανίας, στο Museum and Art Gallery του Μπεριμιγχαμ, στο Art Museum Ρέκιαβικ της Ισλανδίας, στο Mast Foundation στη Μπολόνια και στο Museu da Imagem, στη Μπράσα της Πορτογαλίας.
Το 2013 έλαβε το λεγόμενο «μετάλλιο της εκατονταετηρίδας» από τη Βασιλική Φωτογραφική Ακαδημία της Αυστραλίας σε αναγνώριση του έργου του και της προσφοράς του στη φωτογραφία.
Φωτογραφίες του έχουν χρησημοποιηθεί επίσης πολλές φορές σε εξώφυλλα και αφιερώματα διεθνών και καταξιωμένων περιοδικών, όπως τα Esquire, Rolling Stone, Radio Times, The Sunday Times, The Sunday Telegraph, The Observer και Car.