Ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης ξεκίνησε να φωτογραφίζει τους άδειους χώρους του πρώην εθνικού αερολιμένα του Ελληνικού το 2007. Περιφερόταν με την φωτογραφική του κάμερα στα χέρια ανάμεσα στα άδεια χάνγκαρ και μετά στα υπόστεγα με τα παρατημένα αεροσκάφη και τραβούσε μανιωδώς φωτογραφίες.
Σαν κάτι αόρατο να τον έλκυε σε αυτούς τους τεράστιους όγκους από λαμαρίνες και ατσάλι. Τέσσερα χρόνια μετά, γνώρισε μια αμερικανίδα φωτογράφο, την Κάρολιν Ρούσο. Και αυτή, με την σειρά της, γοητευόταν από τις εικόνες των παρατημένων αεροπλάνων, σαν ιπτάμενα κειμήλια μιας άλλης εποχής.
Οι δυο τους «έδεσαν» αμέσως, λόγω του κοινού τους φωτογραφικού πάθους και τρία χρόνια μετά, το 2014, η Ρούσο, ως επιμελήτρια της Συλλογής Τέχνης του Εθνικού Μουσείου Αεροναυπηγικής και Διαστήματος του Σμιθσόνιαν (National Air and Space Museum) στην Ουάσιγκτον, επέλεξε μια σειρά φωτογραφιών του Αλέξανδρου από το Ελληνικό για να γίνουν μέρος της μόνιμης συλλογής του Μουσείου.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Λαμπροβασίλης συνέχισε να φωτογραφίζει και άλλα αεροπλάνα. Αλλά και μέρη, ανθρώπους, καταστάσεις, ανθρώπους σε καταστάσεις και καταστάσεις ανθρώπινες. Και εδώ και λίγες εβδομάδες, ξανά με πρωτοβουλία της Ρούσο, ο έλληνας φωτογραφος βλέπει έξι πορτρέτα του να «συμμετέχουν» σε μια σημαντική διεθνή έκθεση που διοργανώνει το Μουσείο Σμιθσόνιαν, με τίτλο «Πρόσωπα του πλανήτη μας» («Faces of our Planet»).
Η έκθεση – η οποία λαμβάνει χώρα στο Εθνικό Μουσείο Αεροναυπηγικής και Διαστήματος του Σμιθσόνιαν και εγκαινιάστηκε στις 14 Οκτωβρίου – φιλοδοξεί, όπως αναφέρει, «να εξερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει την πολιτισμική, κοινωνική και προσωπική αντίληψη των ανθρώπων ανά τον πλανήτη». Και το Olafaq μίλησε με τον Αλέξανδρο Λαμπροβασίλη για την εμπειρία του αυτή:
– Ποιο ήταν το ερέθισμα εκείνο που σε έκανε να ασχοληθείς με το αεροδρόμιο του Ελληνικού;
Τα αεροπλάνα που στέκονταν ακίνητα και σχεδόν προσβάσιμα στην πίστα, αυτό ήταν ουσιαστικά το πρώτο ερέθισμα. Η οικειότητα που ένιωθα με τον χώρο και η περιέργειά μου να τον εξερευνήσω με έκαναν κατά κάποιο τρόπο να αισθάνομαι ασφαλής σε όλο το εγχείρημα.
– Σε ενδιαφέρουν τα τόπια ή οι χώροι που έχουν εγκαταλειφθεί;
Οι χώροι, οι τόποι και τα αντικείμενα που δεν φροντίζονται από εμάς φροντίζονται ούτως ή άλλως από τον χρόνο. Ο άνθρωπος κατά κανόνα συντηρεί, κρατιέται απ’ τη ζωή, ενώ ο χρόνος μεταλλάσσει και ανακυκλώνει και εμάς τους ίδιους. Με εμπνέει και με ηρεμεί να παρατηρώ την επίδραση του χρόνου στα πράγματα, τις καταστάσεις και τους ανθρώπους, η τοποθέτηση αυτή με προστατεύει σχετικά από τους ρυθμούς και τις προτροπές των τάσεων, καθώς η παρατήρηση ξεδιπλώνει τον δικό της χώρο και χρόνο στην αντίληψη. Στο Ελληνικό δηλαδή θυμόμουν και παρατηρούσα. Φωτογράφιζα μνήμες από την παιδική ηλικία και φρέσκιες εντυπώσεις που αναζητούσαν σύνταξη στη σκέψη και το συναίσθημά μου. Χωρίς μεγάλες ιδέες, με ιντρίγκαρε η χαρά του να βρίσκομαι εκεί, ήταν προσωπική υπόθεση. Στη συνέχεια το έργο “στολίστηκε” με προεκτάσεις.
– Σε ενδιαφέρει περισσότερο το στοιχείο του ουρανού και του αέρα ή επιθυμείς να στρέψεις το επίκεντρο του φωτογραφικού σου φακού και σε θαλάσσιες εικόνες ή εικόνες του δρόμου;
Με καταγωγή από νησί, μοιραία ο φακός μου στρέφεται προς την θάλασσα, το περιβάλλον υγρό στοιχείο. Ξανά και ξανά κοιτάζω και βαδίζω στις “ραφές” του τοπίου όπου σμίγουν το στερεό με το υγρό και το αιθέριο. Συλλέγω εικόνες παρατηρώντας την έκταση του χρόνου στο πρόσωπο της Γης, των υποδομών και του πολιτισμού. Συντονίζομαι με τον βαθύ, γεωλογικό, ράθυμο χρόνο, ενώ παράλληλα συνομιλώ με τις εφήμερες τάσεις που κυνηγιούνται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται στα πεζοδρόμια τον μεγαλουπόλεων. Κάπως έτσι δουλεύω.
– Τι μπορεί να αφηγηθεί μια φωτογραφία που δεν μπορεί να αφηγηθεί ένα βιβλίο ή ένας συγγραφέας;
Η φωτογραφία αφηγείται πρώτ’ απ’ όλα ως λειτουργία και πρακτική, είναι τεκμήριο παρουσίας και τοποθέτησης. Εσύ, εγώ, εκείνος, εκείνη, είδαμε και ζήσαμε τα εξής, αυτό μας λέει μια εικόνα. Σκέφτομαι αυτή τη στιγμή το παράδειγμα της φωτογραφίας «Earthrise» (Ανατέλλουσα Γη στον ορίζοντα του Φεγγαριού), που απαθανάτισε ο Bill Anders από το φινιστρίνι του Apollo 8, στις 24 Δεκεμβρίου του 1968. Η εικόνα αυτή έδωσε σε όλους μας μια οπτική που μόνο μια χούφτα άνθρωποι βίωσαν και ίσως και μερικοί ακόμη στο μέλλον θα έχουν την ευκαιρία. Εμείς οι υπόλοιποι θα αναστοχαζόμαστε τους συμβολισμούς που την συνοδεύουν. Η εντύπωση και η αλλαγή παραδείγματος που δημιούργησε η συγκεκριμένη εικόνα-τεκμήριο δεν θα μπορούσε να υποκατασταθεί από μία περιγραφή σε κείμενο. Εκεί κάπου όμως εντοπίζω και τα όρια δράσης της φωτογραφίας: Στο περιεχόμενο-πληροφορία και το εγκεφαλικό παιχνίδι της σύνταξης και της απόδοσης. Καμία φωτογραφική ή άλλη εικόνα δεν μπορεί να περιγράψει την όξινη, λασπώδη μυρωδιά του ιδρώτα στον αέρα της κάψουλας, τη στιγμή που ο Anders έβγαζε τη φωτογραφία. Αυτό το έκανε μόλις ο λόγος, το κείμενο.
– Σε γοητεύει περισσότερο η Ελλάδα του χθες ή εκείνη του σήμερα;
Με γοητεύουν οι πτυχές της Ελλάδας που στο κάθε σήμερα έβλεπαν και βλέπουν, οραματίζονται και σχεδιάζουν το μεθαύριο. Με γοητεύει ο ορίζοντας μπροστά μου διότι εκεί θα ζήσω εν τέλει. Θα ανησυχούσα εάν καταλάβαινα κάποια στιγμή ότι φλερτάρω με το παρελθόν, αυτό μυρίζει φόβο. Ούτως ή άλλως, το “χθες” της Ελλάδας που βιωματικά γνωρίζω από πρώτο χέρι εκτείνεται μόλις λίγες δεκαετίες πίσω. Στη Λήμνο που περνούσα τα καλοκαίρια μου είχαμε τηλέφωνο με μανιβέλα, δεν έστελνες e-mail. Μου αρέσει να ανακαλώ την αίσθηση εκείνης της εποχής αλλά δεν λαχταρώ να ζούσα ξανά εκεί, η ανάμνηση είναι περίεργο ζώο. Επιπλέον, αν μπούμε στη διαδικασία να υποθέσουμε, σε ποιανού απ’ όλων μας τη φανταστική “Ελλάδα του Χθες” θα πρωτοζούσαμε; Και αν δεν μας αρέσει; Αυτή τη στιγμή και κάθε στιγμή, μπορούμε μόνο να διαμορφώσουμε το κοινό μεθαύριο με τη στάση μας. Μόνο αυτό έχουμε στο “Σήμερα”, όπου το αύριο ανοιγοκλείνει στιγμιαία μπροστά μας όπως ο φωτοφράκτης, και είναι ήδη χθες.
– Δεδομένου ότι είσαι και μουσικός, η μουσική πώς μπορεί να συνδεθεί με τη φωτογραφία σε επίπεδο δημιουργικής τέχνης;
Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα το βάθος και την έκταση αυτής της σχέσης ήταν στην εφηβεία όταν αγόραζα δίσκους της ECM χωρίς να τους έχω ακούσει. Εμπιστευόμουν την εικόνα στο εξώφυλλο που μου “μιλούσε” για το περιεχόμενο. Εδώ εντοπίζω τη δημιουργική σύνδεση των δύο μέσων ως ένα παράδειγμα που με έχει επηρεάσει και μου έχει ανοίξει δρόμους στην έκφραση.
– Πες μου τις ομοιότητες και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δυο αυτές τέχνες.
Η μουσική (και εννοώ αυτή χωρίς στίχους) διακρίνεται και ξεχωρίζει ανάμεσα στις τέχνες διότι είναι μια μορφή έκφρασης και επικοινωνίας της οποίας το περιεχόμενο δεν αντλείται από, και δεν αναφέρεται στα καθημερινά. Η μουσική δεν περιγράφει ένα γεγονός ή ένα φαινόμενο στο χρόνο. Οι σχέσεις χώρου και χρόνου στη μουσική είναι άλλες από αυτές που αναγνωρίζουμε και διέπουν τις σχέσεις μας με το περιβάλλον και τους ανθρώπους, αυτές φωτογραφίζονται. Στη μουσική όμως οι σχέσεις χώρου-χρόνου δημιουργούν ένα οντολογικά ξεχωριστό φαινόμενο, μια εμπειρία μεσ’ την εμπειρία. Μια μουσική σύνθεση μπορούμε επίσης να την αντιληφθούμε αφηρημένα και ως ένα αρχιτεκτόνημα χώρου και χρόνου. Ουσιαστικά, η μουσική έχει καρμική, “σαρκική” σχέση με το χρόνο και τον μετουσιώνει. Η φωτογραφία, εκ της σύμβασης, φλερτάρει με το χρόνο και στο θρίαμβό της υφαρπάζει, είναι ένα πράγμα τύπου “Friends with Benefits” σε αναλογία σχέσεων, έτσι το αντιλαμβάνομαι. Η μουσική βιώνει το χρόνο ενώ η φωτογραφία τον περιγράφει, τον συμβολοποιεί, τον θυμάται. Το κλείστρο της κάμερας έχει μια κρουστή, σχεδόν φοβική σχέση με το χρόνο, δέχεται λίγα και φαντάζεται πολλά.
– Είμαστε πραγματικά «διασυνδεδεμένοι» πιστεύεις ή όλη αυτή η φάση με το Διαδίκτυο είναι μια φενάκη και εν τέλει το μόνο πράγμα που μας ενώνει είναι η Τέχνη σε κάθε της πιθανή μορφή;
Συναντιόμαστε και συνδεόμαστε στο νόημα των πραγμάτων και των εμπειριών. Διασυνδεδεμένος έμαθα πως να φτιάχνω ένα site, αλλά και πως μπορώ να χάνω την ώρα μου και να απο-εστιάζεται η προσοχή μου μέσα σε αυτό το σύμπαν της ανοιχτής επικοινωνίας και των άπειρων πιθανοτήτων. Το κρίσιμο ζήτημα εδώ είναι αυτό ακριβώς, η εστίαση της προσοχής μας, καθώς αυτή την περίοδο δεν είναι δεδομένο πως μας ανήκει. Η εστίαση του ενδιαφέροντός μας ποσοτικοποιείται, ο χρόνος της προσοχής μας είναι προϊόν προς εκμετάλλευση στην “Οικονομία της Προσοχής”, και το διαδίκτυο είναι ο φυσικός χώρος μιας τέτοιας διαστροφής. Η προσοχή ως εμπορεύσιμο αγαθό, αυτή είναι η χίμαιρα της εποχής μας. Βρίσκω τραγικό το γεγονός πως ονομάζουμε “Stories” τη σχετική λειτουργία που διαχειριζόμαστε στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπου εκ του σχεδιασμού, και λόγω της εφήμερης φύσης της, κατακερματίζει τη ροή και τη συνέχεια μιας αφήγησης. Μπολιάζουμε δηλαδή την έννοια Ιστορία/Αφήγημα με τη διάσταση του εφήμερου, και είμαι λοιπόν πολύ περίεργος να δω τι “φρούτο” θα βγάλει αυτό το δέντρο. Ό,τι και να μας προκύψει, θα το κάνουμε και τέχνη κάποια στιγμή όταν μπορέσουμε να το δούμε από απόσταση και σε προοπτική. Εκεί κάπου θα αναζητήσουμε να επανασυνδεθούμε, τώρα ζούμε ατομικά, ανακαλύπτοντας τι μας επιτρέπεται στο “γιούχου” της φάσης, με τα μούτρα, την προσοχή και την προσδοκία μας στις οθόνες.
– Ποιο «Πρόσωπο του Πλανήτη» μας θα σε ενδιέφερε να φωτογραφήσεις τώρα ή στο μέλλον;
Με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα του πλανήτη που δεν γοητεύονται και δεν αναζητούν την ταυτότητά τους στις εφήμερες τάσεις. Προτιμώ τους ανθρώπους που φέρουν το θάρρος του βαθέως χρόνου, και τείνω να απομακρύνομαι από την αγωνία και το θράσος του εφήμερου.
– Που θα σε ενδιέφερε να ζήσεις για λίγο ή πολύ καιρό και να φωτογραφήσεις τα τοπία και τους ανθρώπους του;
Εύκολη απάντηση: Ιαπωνία για πολύ και Ανταρκτική για ένα εξάμηνο, το πολύ!
Σύνδεσμοι: