Μπορεί μια χώρα και μια κυβέρνηση σήμερα να ανακτήσει σχεδόν 10.000 κομμάτια ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας που βρίσκονται σε μουσεία άλλων κρατών, χωρίς να προσλάβει καν δικηγόρους ή να καταφύγει στην (συνηθισμένη σε αυτές τις περιπτώσεις) νομική οδό;
Φαίνεται πως ναι, γιατί όπως αναφέρει το εκτενές δημοσίευμα της Wall Street Journal, το υπουργείο Εξωτερικών του Μεξικού έχει ήδη επαναπατρίσει περίπου 9.000 αρχαιότητες που ανήκαν στο ιστορικό και αρχαιολογικό παρελθόν της χώρας, ενώ περίπου 1.000 ακόμη τεμάχια βρίσκονται ήδη σε κατά τόπους πρεσβείες και περιμένουν τη μεταφορά τους στο Μεξικό.
Πώς όμως συνέβη όλο αυτό, δίχως μάλιστα να χρειαστεί να μπουν στη μέση δικηγόροι από όλες τις πλευρές; Αυτό συνέβη καθαρά διαμέσου (και χάρη και εξαιτίας) των κοινωνικών δικτύων.
Οι προσπάθειες επαναπατρισμού των συγκεκριμένων αρχαιοτήτων προβάλλονται διαρκώς και με συνεχείς πληρωμένες αναρτήσεις σε όλα τα υπαρκτά μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το hashtag «Mi Patrimonio No Se Vende» [«Η κληρονομιά μου δεν είναι προς πώληση»] που δημιουργήθηκε από την Πρώτη Κυρία του Μεξικό, την Beatriz Gutiérrez Müller, η οποία υποστηρίζει όπως μπορεί και εξαιρετικά ενεργά την όλη εκστρατεία.
Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί δύο μεγάλες ανακτήσεις που ανακοινώθηκαν πριν μια εβδομάδα: 2.522 κομμάτια από μουσεία της Βαρκελώνης και άλλα 428 κομμάτια από το Πόρτλαντ στις ΗΠΑ. Στα αντικείμενα που ανακτήθηκαν συγκαταλέγονται από απλές αιχμές βελών από μια ιδιωτική συλλογή ενός Αμερικανού μέχρι έγγραφα του 16ου αιώνα γραμμένα από τον Ισπανό κατακτητή Ερνάν Κορτές, τα οποία είχαν κλαπεί από τα τεράστια Εθνικά Αρχεία του Μεξικού τα τελευταία χρόνια.
Δίπλα της στέκεται τό ίδιο ενεργά και ο σύζυγός της, ο πρόεδρος Obrador, ο οποίος δημιούργησε μέσα στο 2021 μια ειδική ομάδα της Εθνικής Φρουράς αφιερωμένη στην ανάκτηση κλεμμένων αρχαιολογικών αντικειμένων, η οποία έχει ως πρότυπό της μια ειδική μονάδα της εθνικής αστυνομίας της Ιταλίας ειδική στην ανάκτηση κλεμμένων αρχαιοτήτων που ιδρύθηκε τη δεκαετία του ‘70 και ήδη έχει προχωρήσει στην ανάκτηση ορισμένων λεηλατημένων αριστουργημάτων με αγωγές κατά εμπόρων και μεγάλων μουσείων, όπως το Μουσείο J. Paul Getty -μάλιστα, η Ιταλία ήδη βοηθάει το Μεξικό στην προσπάθεια αυτή.
«Το πνεύμα των προσπαθειών επαναπατρισμού της μεξικανικής κυβέρνησης μοιάζει να προέρχεται περισσότερο από την κοινότητα παρά από την κυβέρνηση, κάτι που λέει πολλά για τον μεξικανικό εθνικισμό», δήλωσε στην WSJ η Donna Yates, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ της Ολλανδίας, η οποία ειδικεύεται στην παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων από τη Λατινική Αμερική.
«Σε αντίθεση με τις χώρες των οποίων οι αρχαιότητες μεταφέρθηκαν κυρίως από τους αποικιοκράτες, το Μεξικό υπέστη επίσης έξαρση κλοπών από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του ’70, καθώς τα προκολομβιανής εποχής αυτά έργα τέχνης απέκτησαν πολιτιστική επικαιρότητα», επισημαίνει εμφατικά η Yates.
«Επειδή έχουμε μιλήσει τόσο δυνατά μέσω των κοινωνικών δικτύων, πλέον δημιουργούμε κοινωνική συνείδηση και κάθε μέρα έχουμε όλο και μεγαλύτερη συνεργασία από τις διωκτικές αρχές του κόσμου και από ιδιώτες», δήλωσε ο Alejandro Celorio, επικεφαλής νομικός σύμβουλος του μεξικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
«Μιλάμε για μια κληρονομιά με τεράστιο συμβολικό βάρος. Για το Μεξικό, πρόκειται για ιερά πολιτιστικά αγαθά που δεν πρέπει να αγοράζονται και να πωλούνται εμπορικά», δήλωσε ο Diego Prieto Hernández, επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Μεξικού, προσθέτοντας μάλιστα με νόημα ότι όλη αυτή η διαδικτυακή εκστρατεία έχει, λίγο έως πολύ, λειτουργήσει και ως… ξυπνητήρι αφύπνισης για πολλούς απογόνους των αρχικών συλλεκτών ή εμπόρων των αρχαιοτήτων αυτών.
«Ενθαρρυμένοι από την εκστρατεία του Μεξικού, οι ιδιώτες επιστρέφουν όλο και περισσότερα αντικείμενα από τις οικογενειακές τους συλλογές. Πολλοί από αυτούς είναι παιδιά των αρχικών συλλεκτών», συνοψίζει. Πέρυσι, ας πούμε, δύο Γερμανοί επέστρεψαν εθελοντικά 37 αρχαία ειδώλια των Ολμέκων και των Μάγια στην πρεσβεία του Μεξικού στο Βερολίνο.
Και το Albion College στο Μίσιγκαν επέστρεψε οικειοθελώς μια τεφροδόχο των Μάγια ηλικίας 500 ετών. Βρέθηκε από έναν ερασιτέχνη αρχαιολόγο στο Μεξικό και τη δώρισε στη σχολή του το 2003, όπου παρέμεινε σχεδόν απαρατήρητη σε μια γυάλινη θήκη της βιβλιοθήκης, μέχρι που επανενώθηκε με τη δίδυμή της σε ένα μουσείο της Τσιάπας πέρυσι, δήλωσε το κολέγιο.
Δεν ήταν πάντως όλες οι προσπάθειες της μεξικανικής κυβέρνησης με θετικό, για την ίδια, πρόσημο.
«Οι αλληλεπιδράσεις του Μεξικού με ορισμένους ξένους οίκους δημοπρασιών δεν ήταν πάντα αρμονικές. Το 2019, ο οίκος δημοπρασιών Millon & Associés στο Παρίσι πούλησε 120 κομμάτια προκολομβιανής τέχνης από τους πολιτισμούς των Ολμέκων και των Μάγια για 1,2 εκατομμύρια ευρώ, αξίας τότε περίπου 1,3 εκατομμυρίων δολαρίων, παρά τις εκκλήσεις του Μεξικού, της Γουατεμάλας και της UNESCO να σταματήσει η πώληση», σημειώνει εμφατικά το εκτενές δημοσίευμα, προσθέτοντας ότι ο εν λόγω οίκος δημοπρασιών πούλησε μια άλλη παρτίδα 20 αντικειμένων τον Ιούνιο, αφού το Μεξικό διαμαρτυρήθηκε και πάλι. Από την πλευρά του, οι ιθύνοντες του Millon δήλωσαν ότι «οι χώρες απέτυχαν να προσκομίσουν έγγραφα που να αποδεικνύουν την προέλευση των αντικειμένων».
Κάπως έτσι, και όταν η κατάσταση μοιάζει άλυτη και ο γόρδιος δεσμός δεν μοιάζει να λύνεται, ορισμένες περιπτώσεις το Μεξικό επιτρέπει σε υπερπόντιες αρχαιότητες με άλυτο καθεστώς να στέλνονται προσωρινά στην πατρίδα τους για εκθέσεις και στη συνέχεια να επιστρέφονται. Λόγου χάρη, το Βατικανό δάνεισε πρόσφατα στο Μεξικό αντικείμενα για μια έκθεση στην Πόλη του Μεξικού σχετικά με ανακτημένες αρχαιότητες.
Όπως και να έχει πάντως, το σύνθημα “Mi Patrimonio No Se Vende” έγινε πλέον viral και η Beatriz Gutiérrez Müller πρέπει ήδη να νιώθει περήφανη για την σταδιακή ευόδωση του οράματός της.