Οι Youth Valley είναι ο Joseph (φωνή, κιθάρα), ο Dean (ντραμς, κρουστά, φωνητικά), ο George V. (κιθάρα), ο Aki Rei (κιθάρα, φωνητικά) και ο Anastasis (μπάσο). Παίζουν indie rock, new wave, έχουν post punk επιρροές και shoegaze αισθητική. Αυτή η περιγραφή είναι τόσο απλή και άμεση, όσο και η μουσική της μπάντας. Φυσικά, δεν πρόκειται για ένα υποτιμητικό σχόλιο, αλλά για εκθείαση της σπουδαιότητας του να μπορεί ένας καλλιτέχνης, χωρίς επιτήδευση, φιοριτούρες και πομπώδεις μουσικές εκφράσεις, να περάσει εν μέσω μιας ταχείας οδού το μήνυμα στον ακροατή. Ένα μήνυμα που είναι πολύμορφο και πολύχρωμο – συνδυασμός παστέλ και μαύρου, κρύβει ευαισθησίες, ανησυχίες και τραύματα, ενώ παράλληλα είναι ελπιδοφόρο και οδηγεί στην κάθαρση.
Αυτές ήταν οι πρώτες μου δεύτερες σκέψεις όταν άκουσα το ομώνυμο EP τους κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας, και συνεχίζουν να με συντροφεύουν σε κάθε άκουσμα μιας οποιασδήποτε νότας των Youth Valley. Τις υπόλοιπες σκέψεις μου – που θα τις διαβάσετε παρακάτω, συνοδεία των απαντήσεων του Joseph του Dean και του George V. – τις κρατούσα για την στιγμή που θα μιλούσα μαζί τους, και αυτό έγινε στον καλειδοσκοπικό κόσμο του Olafaq.
– Πώς γνωριστήκατε και σε ποιο σημείο αποφασίσατε πως αυτή η «σχέση» οδηγεί αναπόφευκτα στον σχηματισμό των Youth Valley;
D: Όλα ξεκίνησαν όταν ο George V. με έφερε σε επαφή με τον Josh. Εκείνη την περίοδο αναζητούσα συνεχώς να γνωρίσω άτομα με τα οποία, αρχικά, θα τα «βρίσκαμε» σε διαπροσωπικό επίπεδο και κατ’ επέκταση θα ασχολούμασταν με την μουσική γράφοντας και τζαμάροντας. Ο Josh είχε ξεκινήσει ένα πρότζεκτ μαζί με έναν φίλο του και κιθαρίστα (Γιώργο Π.) και ήταν σε αναζήτηση ενός ντράμερ. Σύντομα, κόλλησα μαζί τους κι έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου στην υλοποίηση του πρώτου EP της μπάντας. Λίγο πριν την επίσημη κυκλοφορία του EP, ο Γιώργος Π. αποχώρησε από το συγκρότημα για προσωπικούς λόγους. Λίγο αργότερα, ο George V. αποφάσισε να μπει στην μπάντα. Προσωπικά , πιστεύω πως το γεγονός αυτό είναι το σημείο μηδέν για την μπάντα. Ήταν το σημείο που η μπάντα απέκτησε ισχυρό πυρήνα και έθεσε τις βάσεις για ό,τι ακολούθησε.
J: Μετέπειτα, όταν κληθήκαμε να παρουσιάσουμε ζωντανά τη δουλειά μας, ήταν αναγκαίο να συμπληρώσουμε το όραμα μιας πλήρους μπάντας, όπως και άλλωστε είχαμε φανταστεί ότι θα θέλαμε να συμβεί, συνθέτοντας την μουσική. Η post punk/shoegaze αισθητική, μουσικά και οπτικά για εμάς σημαίνει μια ομάδα που μοιράζεται το stage και ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο Aki Rei ήταν από τους ανθρώπους που όταν τον γνώρισα, αμέσως ένιωσα μια σύνδεση, ακόμη κι αν τα είδη που παίζαμε ήταν αρκετά διαφορετικά. Τον προσκάλεσα αυθόρμητα να έρθει να δοκιμάσει να παίξει κιθάρες σε εμάς και αμέσως δέχτηκε, Από τότε αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της μουσικής μας οικογένειας. Το ίδιο συνέβη και με τον Αναστάση τον οποίον αρχικά γνώριζα μέσω τον social media και μετέπειτα τον είδα σε ένα live του με τους Yoghurt Maybe, όπου μάλιστα αντί για μπάσο είχε αναγκαστεί μόνο για εκείνη τη φορά μονάχα, να παίξει κιθάρα! Μετά από κάποιο καιρό, του πρότεινα να έρθει να παίξει μπάσο σε μια πρόβα. Ήρθε κι έπαιξε, δεν είχε μελετήσει τίποτα, αλλά είχε κάτι αληθινό πάνω του, που τον έκανε να ενσωματωθεί πολύ γρήγορα στο σχήμα ακόμη και μαθαίνοντας τα πάντα on the go από την πρώτη μέρα. Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε αυτούς τους δύο μουσικούς μαζί μας, με τους οποίους η μουσική και φιλική μας σχέση εξελίσσονται και οι δύο παράλληλα.
– Ξεκινήσατε με συγκεκριμένες φιλοδοξίες; Άλλαξαν αυτές καθόλου αυτές στην πορεία;
J: Ξεκινήσαμε με έναν πολύ απλό στόχο: Να μετουσιώσουμε τα συναισθήματα μας, τις σκέψεις μας, τα τραύματα μας, μέσω της μουσικής αλλά και της επικοινωνίας, αρχικά μεταξύ μας (εντός της ομάδας/μπάντας) και μετέπειτα όλο και λίγο παραπάνω προς τα έξω. Η φιλοδοξία σε αυτή την περίπτωση ξεκινάει με το να θέλουμε να δώσουμε στον οποιονδήποτε θελήσει να μας ακούσει, αυτό που μας δόθηκε και μας δίνεται ακόμη από την μουσική που ακούγαμε μεγαλώνοντας σε έναν τόσο μυστήριο και αλλοπρόσαλλο κόσμο: Ταύτιση, ανακούφιση, ένα «σπίτι» στο οποίο μπορείς να νιώσεις σιγά σιγά ελεύθερος να εκφραστείς και να έρθεις λίγο πιο κοντά με τον εαυτό σου και κατ’ επέκταση και με τον διπλανό σου άνθρωπο.
– Είστε ευχαριστημένοι με όσα έχετε καταφέρει μέχρι στιγμής;
D: Δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα από το να υλοποιείς ένα πλάνο παρέα με αγαπημένους ανθρώπους. Αυτό είναι και η βάση της ευχαρίστησης που έρχεται με κάθε μικρή ή μεγάλη επιτυχία έρχεται στην πορεία. Συνεπώς, ναι είμαστε πολύ ευχαριστημένοι!
– Πώς είναι μια συνηθισμένη μέρα στο στούντιο για εσάς;
D: Υπάρχουν οι καλές ημέρες και οι κακές ημέρες. Η κούραση και η πίεση από εξωγενείς παράγοντες πολλές φορές επηρεάζει την απόδοσή μας. Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων, άλλωστε. Παρόλα αυτά, όταν πατάμε το πόδι μας μέσα στο στούντιο «κατεβάζουμε ρολά» από τον έξω κόσμο και μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε στον δικό μας.
J: Συμφωνώ 100% με ότι είπε ο Dean, παρόλα αυτά θα προσθέσω μερικές εικόνες – σταθερές αξίες που συμβαίνουν στην αρχή κάθε πρόβας, σαν μικρό τελετουργικό. O Dean, κουρδίζει το ταμπούρο του και αρχίζει να παίζει progressive rock ρυθμούς για να ζεσταθεί, ο George έχει φάει ήδη μια σαντουιτσάρα και στρίβει τσιγάρο, ο Άκης παίζει τζαζ ακόρντα στην κιθάρα και τραγουδάει σε τονικότητα Prince ερωτικά lyrics, ο Αναστάσης κάθεται σε μια καρέκλα και χαζεύει στο κινητό του περιμένοντας να ετοιμαστούμε, με τελευταίο εμένα να κάνω τα συνδέω τον εξοπλισμό μου σιγά σιγά κάνοντας dad jokes!
– Γνωρίζω πως δεν είναι εύκολο για έναν μουσικό στην Ελλάδα να επιβιώσει αποκλειστικά από το έργο του, ειδικά όταν μιλάμε για τις εναλλακτικές σκηνές. Εσείς πως βρίσκεται τις ισορροπίες σας σε αυτό;
G: Το σχήμα μας προσφέρει όλα αυτά που δεν μπορούμε να καλύψουμε με άλλον τρόπο στη ζωή μας, όπως είναι η δημιουργία και η εκστατική αίσθηση που παίρνουμε από τα lives, μεταξύ άλλων. Οι συνθήκες που επικρατούν στην Ελληνική ανεξάρτητη σκηνή μας ήταν γνωστές, οπότε αποφασίσαμε να δουλεύουμε για να βιοποριζόμαστε και να καλύπτουμε τα έξοδα της μπάντας στον βαθμό που χρειάζεται. Λίγο πολύ δηλαδή ό,τι κάνουν και οι περισσότερες μπάντες στο χώρο.
– Και η ονομασία της μπάντας συμβολίζει κάτι; Πώς προέκυψε;
J: Αν υπήρχε ένα μέρος όπου ο καθένας θα είχε την δυνατότητα να μάθει από τι έχει την ανάγκη να θεραπευτεί και σε αυτό το μέρος, πέρα από τον πόνο, την κατάθλιψη και τον φόβο, ίσως να βρίσκεται και μια μοναδική προσωπική αλήθεια και ευτυχία, ένα νόημα ζωής που όλοι αξίζουν να πάρουν μαζί τους, φεύγοντας και επιστρέφοντας σε αυτο που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «πραγματικότητα». Αυτό το «μέρος» είναι μια κοιλάδα, όπου παιδιά και ενήλικες εαυτοί συνεργάζονται και μιλούν ειλικρινά μεταξύ τους με σκοπό να μάθουν να ζουν παρέα αρμονικά, χωρίς μυστικά, ενοχές και μίσος για τον εαυτό. Αυτό είναι οι Youth Valley. Η κοιλάδα της νεότητας. Αν λοιπόν, η ανάκτηση της ζωτικής ενέργειας ξεκινά από το αντίκρισμα και την αποδοχή των τραυμάτων από τότε που ήμασταν παιδιά, και ο λόγος που πονάμε σαν ενήλικες είναι ότι τότε κανείς δεν μας προστάτεψε, ή μάλλον δεν μας κληρονόμησε την δεξιότητα να προστατεύουμε τον εαυτό μας, θέλουμε να προσπαθήσουμε να το μάθουμε ΤΩΡΑ, γιατί κάθε αύριο μπορεί ήδη να είναι αργά.
– Ο ήχος σας έχει ξεκάθαρες επιρροές από new wave, post punk και indie ατμόσφαιρα. Ποια συγκροτήματα καθόρισαν την μουσική των Youth Valley;
G: Η μουσική μας είναι αποτέλεσμα όλων των συγκροτημάτων που έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα. Ένα παζλ στοιχείων που ενώθηκαν και μετουσιωθήκαν μουσικά μέσω των Youth Valley. Η μπάντα που μας ενέπνευσε αρχικά είναι οι DIIV. Εκεί βρήκαμε κοινό μουσικό έδαφος και πατήσαμε για να προχωρήσουμε συνδυάζοντας φυσικά και άλλα στοιχεία. Άλλοι καλλιτέχνες που αγαπάμε και θα βρείτε σίγουρα επιρροές τους στην μουσική μας, είναι οι Cure, οι Smiths, οι Radiohead, οι Joy Division και φυσικά, οι αγαπημένοι shoegazers, Slowdive.
– Από ποια στοιχεία της καθημερινότητας αντλείται έμπνευση;
J: Τα τραγούδια μας περιλαμβάνουν εσωτερικό διάλογο και αντιμετώπιση τραυματικών εμπειριών. Παρατηρούν την οικογένεια και την κοινωνία συζητώντας ανοιχτά και – ενίοτε με φιλοσοφική διάθεση – ανοίγουν θέματα τα οποία δεν έχουμε «προοριστεί» να αμφισβητούμε, πόσο μάλλον να επικοινωνούμε και να κατανοούμε, θέματα τα οποία συνήθως καταλήγουμε να διαβιβάζουμε στην επόμενη γενιά, όπως ακριβώς έκανε σ’ εμάς η προηγούμενη, εκτός κι αν κάποιος από εμάς σπάσει τα δεσμά αυτού του «στείρου» κύκλου. Η πεποίθηση της μπάντας λοιπόν, είναι ότι για να συμβεί αυτό, μέσα από υπομονή και αγάπη ο γονιός και το παιδί που κρύβουμε μέσα μας πρέπει να μάθουν να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται. Η καρδιά μας και το βλέμμα μας είναι στραμμένα εκεί, μέχρι στιγμής, συνεπώς εκεί βρίσκεται και η τωρινή πηγή έμπνευσης.
– Ο εύθραυστος και indie ψυχισμός σας θεωρώ πως έρχεται σε αντίθεση με την ωμή, σκληρή και βρώμικη πλευρά της Αθήνας. Σας βοηθάει αυτό να αναπτύξετε τις ιδέες σας – όχι απαραίτητα μουσικά – ή αποτελεί εμπόδιο στη μουσική σας έκφραση;
D: Αντιθέτως, θα τολμούσα να πω, πως αυτό που κάνουμε λειτουργεί ως σανίδα σωτηρίας για εμάς μέσα στο χάος, τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς και τον παραλογισμό της πόλης. Υπάρχουν στιγμές που μας καταβάλει και μας αποθαρρύνει η ματαιότητα τριγύρω μας, όμως κάπου εκεί είναι που κάτι μέσα μας μάς δίνει λόγο να συνεχίσουμε.
– Αθωότητα, παστέλ χρώματα, υψηλή αισθητική και προσεγμένη προσέγγιση, ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της εικονικής απόδοσης του “Youth Valley EP”, είτε μέσω του video clip στο “Young Sad Lovers”, είτε στα social σας. Ομολογώ πως μου είχε κάνει μεγάλη και θετική εντύπωση. Ποιος είχε αυτή την εξαιρετική ιδέα;
J: Πλησιάσαμε την Αλεξάνδρα Διονά, γιατί όταν είδαμε την φωτογραφική δουλειά της, η οποία ήταν αυτό που πολύ εύστοχα περιέγραψες, ερωτευτήκαμε την ιδέα του να εξερευνήσουμε τι θα μπορούσε να φέρει η μουσική μας συνδυασμένη με μια τέτοια κινούμενη εικόνα, με παστέλ παλέτα και συμβολικές μίνιμαλ χορογραφικές κινήσεις, όπως μόνο η Αλεξάνδρα ξέρει να δημιουργεί. Η χαρμολύπη, η νοσταλγία και η αθωότητα που περιγράφεται στο τραγούδι ήρθε και πότισε τελικά τόσο τρυφερά τις ιδέες της Αλεξάνδρας και vice versa νομίζω, που παρέα με αυτά τα υπέροχα πλάσματα/μούσες τον Δημήτρη Ντόκο και την Γεωργία Κατσιμπούρα, και την αγκαλιά του μικρού αλλά θαυματουργού team παραγωγής που δεν ήταν άλλο από εμάς τους ίδιους, την Αλεξάνδρα και την αγαπημένη μας Κωνσταντίνα Ρίζου, έφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Σε αυτό το σημείο θα ‘θελα να πω πως, χαιρόμαστε πολύ που ακόμη και δύο χρόνια μετά είναι δέκτης της αγάπης σας.
– Οι στίχοι στο “Untouched” (εκεί που διακρίνω και τους Smiths περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο τραγούδι σας) παρουσιάζουν μια πτυχή του εαυτού μας, με την οποία πάντα κάποια στιγμή ερχόμαστε αντιμέτωποι. Δεν θέλουμε κάποιον στο κρεβάτι μας για να μην καταλήξουμε σκλάβοι στα “θέλω” των άλλων, θεωρούμε πως είμαστε δυνατοί και θαρραλέοι αλλά παραμένουμε μόνοι μας. Joseph έχεις υπάρξει τόσο μόνος που να σε πνίγει η μοναξιά; Η μοναχικότητα είναι κάτι τελείως διαφορετικό.
J: Μέσα μου, έχω υπάρξει τόσο μόνος και αβοήθητος και χωρίς να φταίει κανείς άλλος παρά οι νευρώσεις και τα τραύματα που απέκτησα ως παιδί και στην ηλικία των περίπου 30 γνωστοποίησαν την παρουσία τους στο έπακρο – υποθέτω πως συνέβη επειδή τότε είναι κάποιος στο 100% ενεργός αλλά και δέσμιος ως ενήλικας σε όλους τους τομείς και στις απαιτήσεις μιας κοινωνίας, αλλά και μιας οικογένειας αλλά και μιας ανθρώπινης σχέσης, σε οτιδήποτε αποτελεί πλέον περιβάλλον και πηγή συναναστροφών, επιβίωσης και ευθυνών – που άρχισαν να ενεργοποιούνται μηχανισμοί επαγρύπνησης του οργανισμού και άμυνας στην πίεση. Ψυχοσωματικές εκφράσεις πόνου που δεν βρίσκουν συγκεκριμένο ιατρικό υπόβαθρο, αλλά και θλίψη, έλλειψη ενέργειας και κινήτρου. Όλα αυτά σε φέρνουν και αντιμέτωπο με μια μοναξιά που είναι μονόδρομος και ταυτόχρονα αδιέξοδο συνεπώς πνίγεσαι μέσα σε αυτό. Παρόλα αυτά πιστεύω πως είναι κάτι που οι περισσότεροι από εμάς έχουν περάσει, και πρόκειται να περάσουν, ως αποτέλεσμα μιας επαναγιολόγησης της μέχρι τώρα ζωής τους και αυτό που λέμε «νόημα». Είναι εύλογο τα triggers για κάτι τέτοιο να είναι οι ανθρώπινες σχέσεις σε ειδικά ή γενικά πλαίσια γιατί αυτές μας φέρνουν σε επαφή με τα τραύματα που δεν έχουμε διαχειριστεί ακόμη όπως και τους εαυτούς που δεν φροντίσαμε ποτέ. To untouched λοιπόν, πράγματι έχει αρκετά στοιχεία από τους Smiths όχι μόνο μουσικά. αλλά και σε επίπεδα αφηγηματικά και βιογραφικά. Έχει τον «Δονκιχωτισμό» του Morrissey, που σήμερα τον έχει φέρει σε μια πολύ οριακή θέση σε συνδυασμό με την ασέξουαλ διάθεση και το ωμό, κυνικό ταμπεραμέντο ως άμυνα που προστατεύει έναν βαθύ συναισθηματισμό και μια ρομαντική ευαισθησία.
– Το βρίσκω άκρως συγκινητικό όταν ένας καλλιτέχνης μιλάει εμπειρικά στο έργο του, αλλά πόσο εύκολο είναι αυτό το «ξεγύμνωμα»; Υπάρχουν κάποιοι φόβοι που πρέπει να ξεπεράσεις για να μπορέσεις να μιλήσεις για σένα στους άλλους;
J: Προσωπικά, είχα και έχω ακόμη τον φόβο ότι αυτά που λέω/γράφω και αφορούν τους προσωπικούς μου προβληματισμούς και αδυναμίες, δεν ενδιαφέρουν τους άλλους. Αλλά η ανάγκη μας να τα μοιραστούμε και η ακόμη περισσότερο η αγάπη με την οποία τα δημιουργούμε, τελικά – όπως φαίνεται – ξεπέρασαν αυτόν και κάθε άλλο πιθανό φόβο.
– Όντας πατέρας, με είχαν ταρακουνήσει οι στίχοι του “Father Forgets” (το απόλυτο tribute κομμάτι στους Echo & The Bunnymen). Η αλήθεια είναι πως η απομυθοποίηση των γονιών μας είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ανεξαρτησία της ύπαρξης. Αλλά στο τραγούδι βλέπω την περιγραφή μιας κατάστασης όπου αυτή η σχέση, γονιού – παιδί, ίσως, έχει προκαλέσει ψυχικά τραύματα. Ποια είναι αυτά τα λάθη που οδηγούν εκεί;
J: Χωρίς να θεωρώ ότι είμαι ο αρμόδιος που μπορεί να δώσει απάντηση σε κάτι τέτοιο, πιστεύω πως ένα από τα μεγαλύτερα «λάθη» που μπορεί ένας γονιός εύκολα να κάνει, είναι να υποθέσουν πως τα παιδιά τους είναι απλά διαφορετικές εκδοχές του εαυτού τους. Κάθε νεογέννητη ψυχούλα, πιστεύω πως θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ένας νέος, πλήρως διαφορετικός άνθρωπος, που αξίζει να το παραχωρηθεί το δικαίωμα αλλά και η απαραίτητη προσοχή που θα του επιτρέψουν να γίνει ένας ξεχωριστός και όσο γίνεται ελεύθερος ενήλικας που μεγαλώνοντας θα ανακαλύψει τα δικά του ταλέντα και τις δικές του μοναδικές δεξιότητες.
– “Young sad lovers” και “happy old friends”, κομμάτια του παρελθόντος που θα κουβαλάμε πάντα μέσα μας. Όταν όμως αυτές οι αναμνήσεις μας κρατάνε πίσω, πώς μπορούμε να πάμε μπροστά;
J: Πιστεύω πως σε κάθε άνθρωπο ο τρόπος με τον οποίον μπορεί να προχωρήσει μπροστά διαφέρει. Ωστόσο, κάτι που φαίνεται να λειτουργεί αρκετά, είναι η αποδοχή κάποιων αναμνήσεων και η συμφιλίωση μαζί τους. Κατά ένα τρόπο, μπορεί να πει κανείς ότι αξίζει να δοκιμάσουμε να διαχειριστούμε τις αναμνήσεις που μας δημιουργούν πιο θλιβερά συναισθήματα, με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε και με τις πιο ευχάριστες, δηλαδή τις αγαπάμε γι αυτά που μας έδωσαν και συνεχίζουμε τη ζωή, χωρίς αυτές να μας επηρεάζουν κάπως, εφόσον ζούμε στο παρόν και όχι στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον. Άλλο ένα πολύ σημαντικό μέσο διαχείρισης συναισθημάτων και αναμνήσεων είναι η μετουσίωση σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Επειδή όμως και εκεί πρέπει να υπάρχει κάποιος στόχος ώστε να λειτουργήσει θεραπευτικά και ευεργετικά η τέχνη, πιστεύουμε πως είναι αρκετά σημαντικό να υπάρχει ειλικρίνεια προς τον εαυτό καθόλη τη διάρκεια της μετουσίωσης αυτής. Να δώσουμε την άδεια στον εαυτό μας δηλαδή, να είμαστε ευάλωτοι και όπως είπες κι εσύ παραπάνω, γυμνοί και όχι καλυμμένοι από ωραιοποιήσεις ή δραματοποιήσεις που τελικά θα αποκρύπτουν τον αφηγηματικό μας συγγραφικό εαυτό, τον δημιουργό.
– Το πρώτο single που βγάλατε μετά το ομώνυμο EP σας, ήταν το “I Don’t Want To Go Out With You, Veronica”. H Βερόνικα είναι υπαρκτό πρόσωπο;
J: Η Βερόνικα είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ωστόσο μόνο το όνομα της χρησιμοποιήθηκε με αφορμή μία συζήτηση που είχαμε κάποια στιγμή – η Βερόνικα είναι μια πολύ καλή μου φίλη με την οποία μοιραζόμαστε κοινή αγάπη για τις ταινίες – για το αν θα βγούμε ή όχι για βόλτα γιατί ήμασταν και οι δύο πολύ κουρασμένοι και καταβεβλημένοι τότε από τις δουλειές στις οποίες εργαζόμασταν. Πήρα λοιπόν το υπέροχο όνομα και την αίσθησή του ‘θέλω να βγω αλλά ταυτόχρονα δεν έχω και κανένα κουράγιο’ που συζητούσαμε ότι έχουμε πλέον και στην ερωτική μας ζωή, συνεπώς η Βερόνικα, αποτελεί κάθε άτομο που προσκαλούμε σε μία συνάντηση και λίγο πριν συμβεί αυτή η συνάντηση φτιάχνουμε ήδη τα σενάρια και τελικά σκεφτόμαστε πόσο μάταια και αναλώσιμα μπορεί να είναι όλα αυτά τα ραντεβού, επηρεασμένοι από την κούραση και τους πανικόβλητους ρυθμούς μιας ανεπιθύμητης ρουτίνας.
– Αν και το crowdfunding σας για την ολοκλήρωση του πρώτου σας δίσκου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, φοβηθήκατε να το κάνετε;
D: Στην αρχή ήμασταν διστακτικοί και γεμάτοι αμφιβολίες. «Γιατί να επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο εμείς όταν όλες οι περιπτώσεις που γνωρίζουμε απέτυχαν;». Ο Josh, μολονότι και ο ίδιος διστακτικός, το πίστευε περισσότερο και από τους τρεις μας. Αφιέρωσε χρόνο να φτιάξει το πλάνο που θα στέλναμε στο Kickstarter και μας το παρουσίασε. Είχε κάνει πολύ καλή δουλειά. Ό,τι είχαμε οικοδομήσει μέχρι εκείνη την στιγμή, ό,τι σκοπεύαμε να οικοδομήσουμε και τους λόγους που το κάναμε, τα είχαμε όλα μαζί μπροστά στα μάτια μας να “φωνάζουν” «Δώστε μια ευκαιρία, δεν έχετε να χάσετε κάτι». Πράγματι, δεν είχαμε να χάσουμε τίποτα. Μετά τις πρώτες δωρεές που είχαμε, συντονιστήκαμε, κινήσαμε γη κι ουρανό και το τρέξαμε μέχρι τέλους. Η ανταπόκριση που είχαμε από τον κόσμο είναι συγκινητική και αισθανόμαστε ευγνώμονες. Ελπίζω να αισθάνονται κι εκείνοι, περήφανοι με την σειρά τους, χάρη στους οποίους, ο επερχόμενος δίσκος είναι γεγονός!
– Έχει ξεκινήσει η παραγωγή του δίσκου; Πότε υπολογίζετε να ακούσουμε κάτι απ’ αυτόν ως single;
J: Αυτή τη στιγμή, έχουμε τελειώσει όλες τις ηχογραφήσεις και είμαστε στην διαδικασία της μίξης. Πιστεύω πως μέσα στους πρώτους δύο μήνες του νέου έτους θα παρουσιάσουμε ένα ακόμη single, μετά το “Veronica”, που θα δώσει και μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση για το τι μπορεί κανείς να περιμένει από αυτόν τον δίσκο, ο οποίος, όπως είπε και ο Dean, είναι καρπός όχι μόνο δικός μας, αλλά και όλου το κόσμου που μας στήριξε μέσω του Kickstarter, δίνοντας μας πέρα από την οικονομική του συνεισφορά, και μεγάλη ψυχική δύναμη και έμπνευση.
➭ Τα μέχρι στιγμής επιτεύγματα των Youth Valley, όπως αυτοί τα επέλεξαν σε σχετική μου ερώτηση
14 Φεβ 2021: Κυκλοφορία double single Young Sad Lovers / Untouched σε συλλεκτικό 7ιντσο βινύλιο απο την Make Me Happy Records.
19 Απρ 2021: O Steve Lamacq παρουσιάζει και παίζει το ‘Young Sad Lovers’ στην εκπομπή του, στο BBC Radio 6, στην Αγγλία.
8 Ιουν 2022: H πρώτη επίσημη live εμφάνιση της μπάντας στο Athens Release Festival 2022.
8/9 Ιουνιου 2022 (ξανά!): H παγκόσμια πρεμιέρα του single με τίτλο “I don’t want to go out with you, Veronica”, αποκλειστικά στον DKFM Shoegaze Radio της Αμερικής στην εκπομπή “Drowned in a Sea of Sound” με την Krissy Wanderwude. Στις 9 Ιουνίου κυκλόφορησε σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.