Όταν η Wanda Jackson ήταν μόλις έξι ετών, ο πατέρας της, με το ζεστό χαμόγελο ενός ανθρώπου που γνώριζε τον κόσμο, την κοίταξε στα μάτια και της έκανε την πιο απλή, αλλά ταυτόχρονα πιο ουσιαστική ερώτηση: «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Η μικρή Wanda, γεμάτη παιδική αθωότητα αλλά και αποφασιστικότητα, απάντησε χωρίς δισταγμό: «Τραγουδίστρια».
H Wanda LaVonne Jackson γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1937. Μεγαλώνοντας στην Οκλαχόμα του 1940, η Wanda Jackson βρέθηκε να ζει σε έναν κόσμο όπου οι προοπτικές για τις γυναίκες ήταν αυστηρά καθορισμένες. Όπως πολλές συνομήλικές της, αναμενόταν ότι θα ακολουθούσε τη μοίρα της νοικοκυράς, με τον μελλοντικό της σύζυγο να «φέρνει το ψωμί» στο σπίτι. Όμως, η Jackson δεν αρκέστηκε σε αυτό το σενάριο. Πολύ πριν το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 1960 διεκδικήσει δυναμικά την ισότητα των φύλων, η Jackson βρήκε έναν άλλον δρόμο – εκείνον που οδηγούσε στη μουσική.
Η πρώτη της επαφή με το κοινό ήταν στην τοπική εκκλησία των Βαπτιστών στην Οκλαχόμα Σίτι. Μπορεί αυτό να μην φαίνεται σαν το πιο κατάλληλο σημείο εκκίνησης για μια ροκ σταρ, αλλά για την Jackson, ήταν το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση. Το ντεμπούτο της, στην ουσία, δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που θα ακολουθούσε – τον ασυγκράτητο, ριζοσπαστικό ρυθμό της ροκαμπίλι και τη φωνή της, που επρόκειτο να ρίξει γέφυρες ανάμεσα στα παραδοσιακά όρια της κάντρι και του ροκ εν ρολ. Η μικρή εκκλησία έγινε ο χώρος όπου η φωνή της ξεκίνησε να διαμορφώνεται, αλλά η καρδιά της βρισκόταν ήδη έξω από τα περιορισμένα πλαίσια της εποχής της, ατενίζοντας τον μεγάλο κόσμο της μουσικής που την περίμενε.
Ο πατέρας της, Tom Jackson, δεν ήταν μόνο ένας κουρέας που γνώριζε πολύ κόσμο· ήταν και εκείνος καλλιτέχνης της κάντρι τη νύχτα, ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη μουσική και, πάνω από όλα, την κόρη του. Ήταν ο πρώτος που πίστεψε σε αυτήν και της έδωσε τα εργαλεία για να κυνηγήσει το όνειρό της. Με μια παλιά, αλλά αξιόπιστη, κιθάρα Martin D18 στα χέρια της, η Wanda άρχισε να ανακαλύπτει τη δύναμη της φωνής της. Μια φωνή γεμάτη γρέζι, πάθος και αλήθεια. Μια φωνή που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
Με τον πατέρα της πάντα στο πλευρό της, να τη στηρίζει και να τη διδάσκει πως η αυθεντικότητα είναι το πιο δυνατό της όπλο, η Jackson κατευθυνόταν προς ένα μέλλον που γρήγορα θα την έκανε μια ζωντανή θρύλο. Ο κόσμος της μουσικής την υποδέχτηκε σαν μια αναζωογονητική καταιγίδα, αψηφώντας τα στερεότυπα και τις προσδοκίες της εποχής. Πριν καν κλείσει τα 20, η Wanda ήταν ήδη μια ανερχόμενη δύναμη, αμφισβητώντας όχι μόνο τις παραδοσιακές νόρμες της κάντρι, αλλά και ολόκληρης της δημοφιλούς μουσικής σκηνής.
Το πρώτο μεγάλο βήμα ήρθε ενώ πήγαινε ακόμη στο λύκειο της Οκλαχόμα Σίτι, όταν ο ήρωας της Honky-tonk, Hank Thompson, άκουσε τη νεαρή Jackson να τραγουδάει σε ένα τοπικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Εντυπωσιασμένος, την κάλεσε να συνεργαστεί με το συγκρότημά του, δίνοντάς της την ευκαιρία που χρειαζόταν. Αυτή η συνάντηση την οδήγησε στο πρώτο της δισκογραφικό συμβόλαιο με την Decca Records, σε ηλικία μόλις 17 ετών.
Όμως, η πορεία της δεν ήταν χωρίς εμπόδια. Παρά τη αυθεντική λάμψη της, η Capitol Records της είχε κλείσει την πόρτα, με έναν παραγωγό να της λέει ταπεινωτικά πως «τα κορίτσια δεν πουλάνε δίσκους». Ήταν το 1954, και ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιμος για το φαινόμενο Wanda Jackson. Mόνο που αυτή η απόρριψη δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή μιας καριέρας η οποία όχι μόνο απέδειξε το αντίθετο, αλλά χάραξε και ένα μονοπάτι για πολλές γυναίκες καλλιτέχνες μετά από εκείνη.
Από την Οκλαχόμα στην αθανασία του rock ‘n’ roll
Σε μια εποχή όπου η κοινωνία απαιτούσε από τις γυναίκες να ακολουθούν τον δρόμο της συμμόρφωσης και της νοικοκυροσύνης, η Wanda Jackson ξεχώριζε σαν μια ατίθαση φλόγα που αρνούνταν να σβήσει. Ήταν μια τρυφερή έφηβη, αλλά μέσα της κρυβόταν ένα αδάμαστο πνεύμα, ένα πνεύμα που δεν δεχόταν να παραδοθεί σε κανένα νοικοκυριό. Στα πρώτα της βήματα ως μουσικός, έπαιζε κάντρι – τη μουσική που γνώριζε καλύτερα και αγαπούσε. Ωστόσο, η μοίρα την περίμενε να της δείξει έναν διαφορετικό δρόμο.
Ο πατέρας της, ο άνθρωπος που τη στήριξε από την αρχή, είχε αναλάβει τον ρόλο του μάνατζερ της. Με διορατικότητα και πίστη στο ταλέντο της, έγραψε σε έναν νεαρό, άγνωστο διοργανωτή ονόματι Bob Neal, αναζητώντας ευκαιρίες για την κόρη του. Εκείνη την εποχή, ο Neal συνεργαζόταν με έναν άλλο ανερχόμενο καλλιτέχνη, τον οποίο ελάχιστοι γνώριζαν τότε: τον Elvis Presley. Ο Elvis ήθελε μια γυναίκα να συμμετέχει στην περιοδεία του, και η Jackson φάνηκε η ιδανική επιλογή.
Η συνεργασία τους δεν περιορίστηκε μόνο στη σκηνή. Ένα βαθύ συναίσθημα αναπτύχθηκε ανάμεσά τους, μια ρομαντική φλόγα που άναψε δίπλα στη μουσική τους συνεργασία. Ο Elvis, με τη χαρακτηριστική του αυτοπεποίθηση και την οξυδέρκειά του, ενθάρρυνε τη Wanda να κάνει ένα βήμα πέρα από τα γνωστά της μονοπάτια. Της πρότεινε να δοκιμάσει το rock ‘n’ roll, ένα νέο, συναρπαστικό και άγριο είδος μουσικής που αναδυόταν με ρίζες στα Delta blues, τη μαύρη R&B και την κάντρι. Το rock ‘n’ roll ήταν επικίνδυνο, τολμηρό, και ταυτόχρονα συναρπαστικό, όπως ακριβώς και η Jackson.
Αυτό το νέο μουσικό είδος την κάλεσε με έναν τρόπο που καμία άλλη μουσική δεν είχε κάνει πριν. Η απόφαση να αφήσει πίσω της τη σιγουριά της κάντρι και να ακολουθήσει το ένστικτό της προς το rock ‘n’ roll, ήταν η κίνηση που θα καθόριζε τη μελλοντική της καριέρα και θα τη μεταμόρφωνε σε μία από τις πρώτες και πιο τολμηρές γυναίκες του είδους.
Η Jackson θέλησε αμέσως να ασχοληθεί με το rock ‘n’ roll, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο την καριέρα της για να εισέλθει σε αχαρτογράφητα μουσικά εδάφη (είχε δύο country τραγούδια στο Top 40 του Billboard και ένα στην πρώτη δεκάδα, το “You Can’t Have My Love”, ένα χρόνο πριν γνωρίσει τον Elvis). Ήταν μεγαλύτερη από τον Elvis εκείνη την εποχή και η επιτυχία της στη country μουσική ήταν σε μεγάλο βαθμό πρωτοφανής (εκτός από σπάνια παραδείγματα όπως η Margaret Whiting στη δεκαετία του 1940, της οποίας η φωνή ήταν αισθητά πιο απαλή από τη φωνή της Jackson). Κι όμως, η Jackson διακινδύνευσε τα πάντα για να κάνει τη μετάβαση από την κάντρι σε αυτή τη νέα hip-swinging μουσική του ροκαμπίλι. Έγινε η πρώτη γυναίκα που το έκανε αυτό – χωρίς να γνωρίζει αν θα γινόταν ποτέ αποδεκτό, και χωρίς να έχει την ευλογία πολλών mainstream μέσων ενημέρωσης, ιδίως της τηλεόρασης. Αυτό θα ερχόταν αργότερα, με το single “Let’s Have A Party” του 1958. Όταν ηχογράφησε αυτό το κομμάτι, έγινε η πρώτη γυναίκα που ηχογράφησε ποτέ ροκ εν ρολ.
H ροκ μουσική εκείνης της εποχής, με τη συγκεκριμένη δομή του και την ακατανίκητη αυτοπεποίθηση που την χαρακτήριζε, ενσάρκωσε την ίδια τη Wanda Jackson στη νέα της πορεία. Όταν η αγάπη της για το ροκ εν ρολ φούντωσε, δεν αγκάλιασε απλώς ένα νέο είδος μουσικής, αλλά αμφισβήτησε άθελά της τα όρια της γυναικείας ταυτότητας. Η Jackson δεν ακολούθησε τον δρόμο της υπακοής στους κανόνες της εποχής· δημιούργησε το δικό της μονοπάτι, έναν δρόμο γεμάτο ένταση και πάθος.
Η φωνή που ένωσε τη μουσική και τη γυναικεία δύναμη
Oι τολμηρές της εμφανίσεις στη σκηνή έδειχναν ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε να συμμορφωθεί. Με τα χαμηλοκάβαλα φορέματα και τις σπαγγέτι τιράντες, επηρεασμένη από την αισθητική της Marilyn Monroe, η Jackson αρνιόταν να δεχτεί τους περιορισμούς που ήθελαν τις γυναίκες να ντύνονται και να παρουσιάζονται με συγκεκριμένο τρόπο. Ήταν μια πρόκληση, και δεν αφορούσε μόνο την εικόνα της αλλά και τον ήχο της.
Τραγουδούσε με μια βραχνάδα που την καθόριζε, μια χαρακτηριστική χροιά που δεν άρμοζε στους γυναικείους κανόνες της δεκαετίας του ’50. Επειδή δεν υπήρχαν τραγούδια γραμμένα για τη φωνή της, έπρεπε να προσαρμοστεί – μιμήθηκε τον στιλιστικό τρόπο των ανδρών, εισάγοντας τη φωνή της σε χαμηλότερους τόνους. Αυτό την ενέπνευσε να τραγουδήσει τα δικά της τραγούδια, εκείνα που οι γυναίκες δεν έπρεπε να τραγουδούν. Το “Mean, Mean Man” του 1958 και το “Fujiyama Mama” του 1957 ήταν τραγούδια προκλητικά, γεμάτα ενέργεια και επαναστατική διάθεση. Το δεύτερο, μάλιστα, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή των charts στην Ιαπωνία.
Ακόμα και πριν από αυτά τα επιτεύγματα, η Jackson τραγουδούσε με έναν τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει. Η χαρακτηριστική της γρυλίστικη φωνή, μια φωνή που σήμερα αναγνωρίζουμε στον Elvis είχε τις ρίζες της στο στυλ της Jackson. Αυτό το τραχύ, άγριο γρύλισμα που συνδέθηκε με την αρρενωπή δύναμη, η Τζάκσον το έκανε δικό της, αψηφώντας την παράδοση και ανοίγοντας τον δρόμο για τις γυναίκες να ανακαλύψουν τη δική τους φωνή μέσα στο ροκ εν ρολ.
Η Wanda Jackson, γνωστή παγκοσμίως ως «η βασίλισσα και πρώτη κυρία του ροκαμπίλι», ήταν μια γυναίκα που αψήφησε τους κανόνες. Η καριέρα της δεν ήταν απλώς επιτυχημένη· ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στα πατριαρχικά πρότυπα που κυριαρχούσαν στη μουσική, τόσο στη νέα όσο και στην παλιά εποχή. Διότι η Jackson δεν κατάφερε απλώς το αδιανόητο, το αποδέχτηκε και το αγκάλιασε. Ήταν η φωνή που αμφισβητούσε τους συμβιβασμούς και με την κιθάρα στα χέρια της αρνήθηκε να προσαρμοστεί στις προσδοκίες της κοινωνίας για το τι θα έπρεπε να είναι μια γυναίκα μουσικός.
Ο Elvis Costello, μιλώντας στο ντοκιμαντέρ του 2008 για την Jackson, “Sweet Lady with the Nasty Voice”, το εξέφρασε με απόλυτη ειλικρίνεια: «Μπορείτε να ακούσετε πολλές ροκ τραγουδίστριες που ασυνείδητα οφείλουν τα πάντα σε μια γυναίκα σαν τη Wanda. Στεκόταν στη σκηνή με μια κιθάρα στο χέρι, ενώ άλλα κορίτσια ρωτούσαν ακόμα: “Πόσο κοστίζει αυτό το σκυλάκι στο παράθυρο;”». Αυτή η δήλωση δεν είναι απλώς μια παρατήρηση, αλλά μια έκφραση της αλλαγής που η Jackson έφερε στη μουσική. Δεν επρόκειτο να καθίσει φρόνιμα, να σταθεί αδρανής, περιμένοντας να ακολουθήσει τους κανόνες του παιχνιδιού· αντ’ αυτού, έγραψε τους δικούς της.
Σε μια εποχή που οι γυναίκες ήταν περιορισμένες στις «σωστές» γυναικείες συμπεριφορές και φωνές, η Jackson έσπασε αυτά τα δεσμά. Τραγουδούσε με την χαρακτηριστική βραχνάδα της, και με μια δύναμη που δεν είχε προηγούμενο για τις γυναίκες στη μουσική σκηνή της εποχής της. Ήταν εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για τις γυναίκες να σταθούν στην ίδια σκηνή με τους άνδρες, να παίξουν κιθάρα και να τραγουδήσουν χωρίς ντροπή. Εξαιτίας της, οι γυναίκες στη μουσική δεν χρειάζεται πια να ρωτούν «πόσο κοστίζει ένα σκυλάκι». Μπορούν να πάρουν την κιθάρα τους, να βγουν στη σκηνή και να ροκάρουν με την ίδια ένταση και ελευθερία που της δίδαξε η Jackson.
Μετά από 44 στούντιο άλμπουμ και ένα θεός ξέρει πόσες ζωντανές εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο, η Jackson αποσύρθηκε από τη μουσική βιομηχανία το 2021, αφού κυκλοφόρησε το τελευταίο της άλμπουμ, “Encore”, σε ηλικία 83 ετών. Ωστόσο, η επιρροή της στη ροκ μουσική δεν υποχώρησε ποτέ ιδιαίτερα. Με τα χρόνια, η τραγουδίστρια βρήκε κοινό σε όλους, από τον ήρωα του πανκ Elvis Costello μέχρι την Joan Jett και τη Cyndi Lauper, και η εκτεταμένη δισκογραφία της θα συνεχίσει να αγαπιέται για τα επόμενα χρόνια.
Όταν η Wanda Jackson ήταν μόλις έξι ετών, ο πατέρας της, με το ζεστό χαμόγελο ενός ανθρώπου που γνώριζε τον κόσμο, την κοίταξε στα μάτια και της έκανε την πιο απλή, αλλά ταυτόχρονα πιο ουσιαστική ερώτηση: «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Η μικρή Wanda, γεμάτη παιδική αθωότητα αλλά και αποφασιστικότητα, απάντησε χωρίς δισταγμό: «Τραγουδίστρια».
H Wanda LaVonne Jackson γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1937. Μεγαλώνοντας στην Οκλαχόμα του 1940, η Wanda Jackson βρέθηκε να ζει σε έναν κόσμο όπου οι προοπτικές για τις γυναίκες ήταν αυστηρά καθορισμένες. Όπως πολλές συνομήλικές της, αναμενόταν ότι θα ακολουθούσε τη μοίρα της νοικοκυράς, με τον μελλοντικό της σύζυγο να «φέρνει το ψωμί» στο σπίτι. Όμως, η Jackson δεν αρκέστηκε σε αυτό το σενάριο. Πολύ πριν το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 1960 διεκδικήσει δυναμικά την ισότητα των φύλων, η Jackson βρήκε έναν άλλον δρόμο – εκείνον που οδηγούσε στη μουσική.
Η πρώτη της επαφή με το κοινό ήταν στην τοπική εκκλησία των Βαπτιστών στην Οκλαχόμα Σίτι. Μπορεί αυτό να μην φαίνεται σαν το πιο κατάλληλο σημείο εκκίνησης για μια ροκ σταρ, αλλά για την Jackson, ήταν το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση. Το ντεμπούτο της, στην ουσία, δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που θα ακολουθούσε – τον ασυγκράτητο, ριζοσπαστικό ρυθμό της ροκαμπίλι και τη φωνή της, που επρόκειτο να ρίξει γέφυρες ανάμεσα στα παραδοσιακά όρια της κάντρι και του ροκ εν ρολ. Η μικρή εκκλησία έγινε ο χώρος όπου η φωνή της ξεκίνησε να διαμορφώνεται, αλλά η καρδιά της βρισκόταν ήδη έξω από τα περιορισμένα πλαίσια της εποχής της, ατενίζοντας τον μεγάλο κόσμο της μουσικής που την περίμενε.
Ο πατέρας της, Tom Jackson, δεν ήταν μόνο ένας κουρέας που γνώριζε πολύ κόσμο· ήταν και εκείνος καλλιτέχνης της κάντρι τη νύχτα, ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη μουσική και, πάνω από όλα, την κόρη του. Ήταν ο πρώτος που πίστεψε σε αυτήν και της έδωσε τα εργαλεία για να κυνηγήσει το όνειρό της. Με μια παλιά, αλλά αξιόπιστη, κιθάρα Martin D18 στα χέρια της, η Wanda άρχισε να ανακαλύπτει τη δύναμη της φωνής της. Μια φωνή γεμάτη γρέζι, πάθος και αλήθεια. Μια φωνή που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
Με τον πατέρα της πάντα στο πλευρό της, να τη στηρίζει και να τη διδάσκει πως η αυθεντικότητα είναι το πιο δυνατό της όπλο, η Jackson κατευθυνόταν προς ένα μέλλον που γρήγορα θα την έκανε μια ζωντανή θρύλο. Ο κόσμος της μουσικής την υποδέχτηκε σαν μια αναζωογονητική καταιγίδα, αψηφώντας τα στερεότυπα και τις προσδοκίες της εποχής. Πριν καν κλείσει τα 20, η Wanda ήταν ήδη μια ανερχόμενη δύναμη, αμφισβητώντας όχι μόνο τις παραδοσιακές νόρμες της κάντρι, αλλά και ολόκληρης της δημοφιλούς μουσικής σκηνής.
Το πρώτο μεγάλο βήμα ήρθε ενώ πήγαινε ακόμη στο λύκειο της Οκλαχόμα Σίτι, όταν ο ήρωας της Honky-tonk, Hank Thompson, άκουσε τη νεαρή Jackson να τραγουδάει σε ένα τοπικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Εντυπωσιασμένος, την κάλεσε να συνεργαστεί με το συγκρότημά του, δίνοντάς της την ευκαιρία που χρειαζόταν. Αυτή η συνάντηση την οδήγησε στο πρώτο της δισκογραφικό συμβόλαιο με την Decca Records, σε ηλικία μόλις 17 ετών.
Όμως, η πορεία της δεν ήταν χωρίς εμπόδια. Παρά τη αυθεντική λάμψη της, η Capitol Records της είχε κλείσει την πόρτα, με έναν παραγωγό να της λέει ταπεινωτικά πως «τα κορίτσια δεν πουλάνε δίσκους». Ήταν το 1954, και ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιμος για το φαινόμενο Wanda Jackson. Mόνο που αυτή η απόρριψη δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή μιας καριέρας η οποία όχι μόνο απέδειξε το αντίθετο, αλλά χάραξε και ένα μονοπάτι για πολλές γυναίκες καλλιτέχνες μετά από εκείνη.
Από την Οκλαχόμα στην αθανασία του rock ‘n’ roll
Σε μια εποχή όπου η κοινωνία απαιτούσε από τις γυναίκες να ακολουθούν τον δρόμο της συμμόρφωσης και της νοικοκυροσύνης, η Wanda Jackson ξεχώριζε σαν μια ατίθαση φλόγα που αρνούνταν να σβήσει. Ήταν μια τρυφερή έφηβη, αλλά μέσα της κρυβόταν ένα αδάμαστο πνεύμα, ένα πνεύμα που δεν δεχόταν να παραδοθεί σε κανένα νοικοκυριό. Στα πρώτα της βήματα ως μουσικός, έπαιζε κάντρι – τη μουσική που γνώριζε καλύτερα και αγαπούσε. Ωστόσο, η μοίρα την περίμενε να της δείξει έναν διαφορετικό δρόμο.
Ο πατέρας της, ο άνθρωπος που τη στήριξε από την αρχή, είχε αναλάβει τον ρόλο του μάνατζερ της. Με διορατικότητα και πίστη στο ταλέντο της, έγραψε σε έναν νεαρό, άγνωστο διοργανωτή ονόματι Bob Neal, αναζητώντας ευκαιρίες για την κόρη του. Εκείνη την εποχή, ο Neal συνεργαζόταν με έναν άλλο ανερχόμενο καλλιτέχνη, τον οποίο ελάχιστοι γνώριζαν τότε: τον Elvis Presley. Ο Elvis ήθελε μια γυναίκα να συμμετέχει στην περιοδεία του, και η Jackson φάνηκε η ιδανική επιλογή.
Η συνεργασία τους δεν περιορίστηκε μόνο στη σκηνή. Ένα βαθύ συναίσθημα αναπτύχθηκε ανάμεσά τους, μια ρομαντική φλόγα που άναψε δίπλα στη μουσική τους συνεργασία. Ο Elvis, με τη χαρακτηριστική του αυτοπεποίθηση και την οξυδέρκειά του, ενθάρρυνε τη Wanda να κάνει ένα βήμα πέρα από τα γνωστά της μονοπάτια. Της πρότεινε να δοκιμάσει το rock ‘n’ roll, ένα νέο, συναρπαστικό και άγριο είδος μουσικής που αναδυόταν με ρίζες στα Delta blues, τη μαύρη R&B και την κάντρι. Το rock ‘n’ roll ήταν επικίνδυνο, τολμηρό, και ταυτόχρονα συναρπαστικό, όπως ακριβώς και η Jackson.
Αυτό το νέο μουσικό είδος την κάλεσε με έναν τρόπο που καμία άλλη μουσική δεν είχε κάνει πριν. Η απόφαση να αφήσει πίσω της τη σιγουριά της κάντρι και να ακολουθήσει το ένστικτό της προς το rock ‘n’ roll, ήταν η κίνηση που θα καθόριζε τη μελλοντική της καριέρα και θα τη μεταμόρφωνε σε μία από τις πρώτες και πιο τολμηρές γυναίκες του είδους.
Η Jackson θέλησε αμέσως να ασχοληθεί με το rock ‘n’ roll, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο την καριέρα της για να εισέλθει σε αχαρτογράφητα μουσικά εδάφη (είχε δύο country τραγούδια στο Top 40 του Billboard και ένα στην πρώτη δεκάδα, το “You Can’t Have My Love”, ένα χρόνο πριν γνωρίσει τον Elvis). Ήταν μεγαλύτερη από τον Elvis εκείνη την εποχή και η επιτυχία της στη country μουσική ήταν σε μεγάλο βαθμό πρωτοφανής (εκτός από σπάνια παραδείγματα όπως η Margaret Whiting στη δεκαετία του 1940, της οποίας η φωνή ήταν αισθητά πιο απαλή από τη φωνή της Jackson). Κι όμως, η Jackson διακινδύνευσε τα πάντα για να κάνει τη μετάβαση από την κάντρι σε αυτή τη νέα hip-swinging μουσική του ροκαμπίλι. Έγινε η πρώτη γυναίκα που το έκανε αυτό – χωρίς να γνωρίζει αν θα γινόταν ποτέ αποδεκτό, και χωρίς να έχει την ευλογία πολλών mainstream μέσων ενημέρωσης, ιδίως της τηλεόρασης. Αυτό θα ερχόταν αργότερα, με το single “Let’s Have A Party” του 1958. Όταν ηχογράφησε αυτό το κομμάτι, έγινε η πρώτη γυναίκα που ηχογράφησε ποτέ ροκ εν ρολ.
H ροκ μουσική εκείνης της εποχής, με τη συγκεκριμένη δομή του και την ακατανίκητη αυτοπεποίθηση που την χαρακτήριζε, ενσάρκωσε την ίδια τη Wanda Jackson στη νέα της πορεία. Όταν η αγάπη της για το ροκ εν ρολ φούντωσε, δεν αγκάλιασε απλώς ένα νέο είδος μουσικής, αλλά αμφισβήτησε άθελά της τα όρια της γυναικείας ταυτότητας. Η Jackson δεν ακολούθησε τον δρόμο της υπακοής στους κανόνες της εποχής· δημιούργησε το δικό της μονοπάτι, έναν δρόμο γεμάτο ένταση και πάθος.
Η φωνή που ένωσε τη μουσική και τη γυναικεία δύναμη
Oι τολμηρές της εμφανίσεις στη σκηνή έδειχναν ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε να συμμορφωθεί. Με τα χαμηλοκάβαλα φορέματα και τις σπαγγέτι τιράντες, επηρεασμένη από την αισθητική της Marilyn Monroe, η Jackson αρνιόταν να δεχτεί τους περιορισμούς που ήθελαν τις γυναίκες να ντύνονται και να παρουσιάζονται με συγκεκριμένο τρόπο. Ήταν μια πρόκληση, και δεν αφορούσε μόνο την εικόνα της αλλά και τον ήχο της.
Τραγουδούσε με μια βραχνάδα που την καθόριζε, μια χαρακτηριστική χροιά που δεν άρμοζε στους γυναικείους κανόνες της δεκαετίας του ’50. Επειδή δεν υπήρχαν τραγούδια γραμμένα για τη φωνή της, έπρεπε να προσαρμοστεί – μιμήθηκε τον στιλιστικό τρόπο των ανδρών, εισάγοντας τη φωνή της σε χαμηλότερους τόνους. Αυτό την ενέπνευσε να τραγουδήσει τα δικά της τραγούδια, εκείνα που οι γυναίκες δεν έπρεπε να τραγουδούν. Το “Mean, Mean Man” του 1958 και το “Fujiyama Mama” του 1957 ήταν τραγούδια προκλητικά, γεμάτα ενέργεια και επαναστατική διάθεση. Το δεύτερο, μάλιστα, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή των charts στην Ιαπωνία.
Ακόμα και πριν από αυτά τα επιτεύγματα, η Jackson τραγουδούσε με έναν τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει. Η χαρακτηριστική της γρυλίστικη φωνή, μια φωνή που σήμερα αναγνωρίζουμε στον Elvis είχε τις ρίζες της στο στυλ της Jackson. Αυτό το τραχύ, άγριο γρύλισμα που συνδέθηκε με την αρρενωπή δύναμη, η Τζάκσον το έκανε δικό της, αψηφώντας την παράδοση και ανοίγοντας τον δρόμο για τις γυναίκες να ανακαλύψουν τη δική τους φωνή μέσα στο ροκ εν ρολ.
Η Wanda Jackson, γνωστή παγκοσμίως ως «η βασίλισσα και πρώτη κυρία του ροκαμπίλι», ήταν μια γυναίκα που αψήφησε τους κανόνες. Η καριέρα της δεν ήταν απλώς επιτυχημένη· ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στα πατριαρχικά πρότυπα που κυριαρχούσαν στη μουσική, τόσο στη νέα όσο και στην παλιά εποχή. Διότι η Jackson δεν κατάφερε απλώς το αδιανόητο, το αποδέχτηκε και το αγκάλιασε. Ήταν η φωνή που αμφισβητούσε τους συμβιβασμούς και με την κιθάρα στα χέρια της αρνήθηκε να προσαρμοστεί στις προσδοκίες της κοινωνίας για το τι θα έπρεπε να είναι μια γυναίκα μουσικός.
Ο Elvis Costello, μιλώντας στο ντοκιμαντέρ του 2008 για την Jackson, “Sweet Lady with the Nasty Voice”, το εξέφρασε με απόλυτη ειλικρίνεια: «Μπορείτε να ακούσετε πολλές ροκ τραγουδίστριες που ασυνείδητα οφείλουν τα πάντα σε μια γυναίκα σαν τη Wanda. Στεκόταν στη σκηνή με μια κιθάρα στο χέρι, ενώ άλλα κορίτσια ρωτούσαν ακόμα: “Πόσο κοστίζει αυτό το σκυλάκι στο παράθυρο;”». Αυτή η δήλωση δεν είναι απλώς μια παρατήρηση, αλλά μια έκφραση της αλλαγής που η Jackson έφερε στη μουσική. Δεν επρόκειτο να καθίσει φρόνιμα, να σταθεί αδρανής, περιμένοντας να ακολουθήσει τους κανόνες του παιχνιδιού· αντ’ αυτού, έγραψε τους δικούς της.
Σε μια εποχή που οι γυναίκες ήταν περιορισμένες στις «σωστές» γυναικείες συμπεριφορές και φωνές, η Jackson έσπασε αυτά τα δεσμά. Τραγουδούσε με την χαρακτηριστική βραχνάδα της, και με μια δύναμη που δεν είχε προηγούμενο για τις γυναίκες στη μουσική σκηνή της εποχής της. Ήταν εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για τις γυναίκες να σταθούν στην ίδια σκηνή με τους άνδρες, να παίξουν κιθάρα και να τραγουδήσουν χωρίς ντροπή. Εξαιτίας της, οι γυναίκες στη μουσική δεν χρειάζεται πια να ρωτούν «πόσο κοστίζει ένα σκυλάκι». Μπορούν να πάρουν την κιθάρα τους, να βγουν στη σκηνή και να ροκάρουν με την ίδια ένταση και ελευθερία που της δίδαξε η Jackson.
Μετά από 44 στούντιο άλμπουμ και ένα θεός ξέρει πόσες ζωντανές εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο, η Jackson αποσύρθηκε από τη μουσική βιομηχανία το 2021, αφού κυκλοφόρησε το τελευταίο της άλμπουμ, “Encore”, σε ηλικία 83 ετών. Ωστόσο, η επιρροή της στη ροκ μουσική δεν υποχώρησε ποτέ ιδιαίτερα. Με τα χρόνια, η τραγουδίστρια βρήκε κοινό σε όλους, από τον ήρωα του πανκ Elvis Costello μέχρι την Joan Jett και τη Cyndi Lauper, και η εκτεταμένη δισκογραφία της θα συνεχίσει να αγαπιέται για τα επόμενα χρόνια.