Με σηκωμένη τη γροθιά στον ουρανό, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε ακόμα μια φορά «αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει», τους μαγικούς στίχους του Άλκη Αλκαίου. Η φωνή του διαπέρασε το γήπεδο του Βόλου, το κοινό ένωσε τη φωνή του μαζί του με τη δύναμη 51 ετών μουσικής ιστορίας, άναψαν φωτοβολίδες, ακούστηκε το όνομα του Νίκου Μπελογιάννη.
Σε μια εποχή που η συναυλία είναι περισσότερο βιομηχανία παρά μουσική, και οι καλλιτέχνες συνοδεύονται από περίτεχνες παρουσιάσεις laser τουλάχιστον, αν όχι μπαλέτα και ακροβατικά, στην αρένα του δημοτικού γηπέδου το βράδυ της Δευτέρας υπήρχαν ακόμα φλογίτσες αναπτήρων ανάμεσα στους φακούς των κινητών. Ο Βασίλης είπε «ανάψτε τα φαναράκια σας» και οι κερκίδες φωτίστηκαν. Εντελώς αναπάντεχα, η καλύτερη συναυλία που πήγα φέτος δεν ήταν τεχνικά αψεγάδιαστη, η φωνή του τραγουδιστή δεν ήταν στην ακμή της, ο τελευταίος δίσκος με καινούργια τραγούδια είχε κυκλοφορήσει πριν χρόνια και ο κόσμος ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι. Όμως είχε ψυχή. Τόση ψυχή μαζεμένη που ξεπερνούσε την αίγλη των γιγαντιαίων σταδίων της Αθήνας.
Ένας από τους τελευταίους μεγάλους, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μίλησε πολιτικά, τραγούδησε πολιτικά. «Λε λε λευτεριά, λευτεριά στην Παλαιστίνη», φώναξε η γαλαρία στον Βόλο του Μπέου. Τα αιώνια θέματα επέστρεψαν και οι στίχοι ήταν κοινό κτήμα όλων, εναντίον του φασισμού, της αστυνομοκρατίας, της βίας, της προκατάληψης. Για τη φιλία, τον έρωτα, τον σεβασμό, την ελπίδα. Τα μηνύματα ακόμα κι αν δεν είναι φανερά, είναι πάντα παρόντα στα τραγούδια της φωνής του Παπακωνσταντίνου και ο ενθουσιασμός των ανθρώπων με τους οποίους αντάμωσε ήταν φανερός από τα παιδιά του δημοτικού που φώναζαν «ο Βασίλης», προφανώς υπό την επιρροή των γονιών τους, μέχρι ανθρώπους βαθιά στην τρίτη ηλικία. Η εκπαίδευση σε αυτές τις έννοιες δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά στην ελληνική επαρχία, και η τέχνη του Παπακωνσταντίνου παρείχε αυτή την πολυτέλεια επί μισό αιώνα με απόλυτη συνέπεια.
Ένα ταπεινό μπαρ στο βάθος πουλούσε μπύρα και μια καντίνα απ’ έξω σάντουιτς και χοτ ντογκ. Δεν υπήρχαν περίπτερα και χορηγοί. Προς πώληση ήταν μόνο τα CDs του Βασίλη σε μια τιμή προσιτή κυριολεκτικά σε όλους. Όπως ήταν ο ίδιος από την αρχή έως το τέλος. Δίπλα μου κορίτσια έκαναν βιντεοκλήσεις για να ακούσουν τα αγαπημένα τους τραγούδια συγγενείς από το σαλόνι του σπιτιού. Κορίτσια στους ώμους αγοριών, ένα μωρό που κοιμόταν στην κούνια υπό τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας και των ντραμς. Ειρωνεία μόνο, ένα αγοράκι που έπαιζε στο κινητό ψηφιακό πόλεμο κι ας άνοιξε ο Παπακωνσταντίνου τη συναυλία με τους στίχους «χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι». Γιατί όσα κι αν εμείς ονειρευτούμε, η εξουσία και η βία της δε μας ξεχνάει.
«Δε λέμε αντίο. Θα πούμε μόνο καλή αντάμωση», είπε ο 74χρονος Βασίλης Παπακωνσταντίνου λίγο πριν κατέβει από τη σκηνή. Στο πρόγραμμά του μένουν δύο ακόμα συναυλίες στην Αθήνα. Οι δημοσιογράφοι συχνά παίρνουν προσκλήσεις, κάνουν δημόσιες σχέσεις για να γράψουν για μια βραδιά, ένα τραγούδι, μια παράσταση. Ήμουν στον Βόλο τυχαία και πλήρωσα το εισιτήριο μου κανονικά. Όση ώρα κράτησε η συναυλία δεν μπορούσα παρά να αναρωτιέμαι με αγωνία, μετά από τους λίγους τραγουδιστές που ακόμα παλεύουν να μιλήσουν για τα άβολα ζητήματα, για τον ναζισμό, για την αδικία, με τρόπο που συγκινεί τους ανθρώπους, τους κάνει να νιώσουν περισσότερο ώστε μετά να μπορούν να καταλάβουν, τι μας περιμένει; Δεν αρκεί το Αθηναϊκό κοινό των εκλεκτών, η Τεχνόπολη, οι ταράτσες και το Άλσος για να αλλάξει ο κόσμος και ο κόσμος πρώτα βελτιώνεται με την καρδιά και μετά με το μυαλό. Ποιοι έπονται να σηκώσουν αυτή την ευθύνη, να οργώσουν τις μικρές πόλεις που μαραζώνουν και να τους πουν ότι ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα «Αργυρός».
➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Twitter και Instagram.
Με σηκωμένη τη γροθιά στον ουρανό, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε ακόμα μια φορά «αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει», τους μαγικούς στίχους του Άλκη Αλκαίου. Η φωνή του διαπέρασε το γήπεδο του Βόλου, το κοινό ένωσε τη φωνή του μαζί του με τη δύναμη 51 ετών μουσικής ιστορίας, άναψαν φωτοβολίδες, ακούστηκε το όνομα του Νίκου Μπελογιάννη.
Σε μια εποχή που η συναυλία είναι περισσότερο βιομηχανία παρά μουσική, και οι καλλιτέχνες συνοδεύονται από περίτεχνες παρουσιάσεις laser τουλάχιστον, αν όχι μπαλέτα και ακροβατικά, στην αρένα του δημοτικού γηπέδου το βράδυ της Δευτέρας υπήρχαν ακόμα φλογίτσες αναπτήρων ανάμεσα στους φακούς των κινητών. Ο Βασίλης είπε «ανάψτε τα φαναράκια σας» και οι κερκίδες φωτίστηκαν. Εντελώς αναπάντεχα, η καλύτερη συναυλία που πήγα φέτος δεν ήταν τεχνικά αψεγάδιαστη, η φωνή του τραγουδιστή δεν ήταν στην ακμή της, ο τελευταίος δίσκος με καινούργια τραγούδια είχε κυκλοφορήσει πριν χρόνια και ο κόσμος ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι. Όμως είχε ψυχή. Τόση ψυχή μαζεμένη που ξεπερνούσε την αίγλη των γιγαντιαίων σταδίων της Αθήνας.
Ένας από τους τελευταίους μεγάλους, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μίλησε πολιτικά, τραγούδησε πολιτικά. «Λε λε λευτεριά, λευτεριά στην Παλαιστίνη», φώναξε η γαλαρία στον Βόλο του Μπέου. Τα αιώνια θέματα επέστρεψαν και οι στίχοι ήταν κοινό κτήμα όλων, εναντίον του φασισμού, της αστυνομοκρατίας, της βίας, της προκατάληψης. Για τη φιλία, τον έρωτα, τον σεβασμό, την ελπίδα. Τα μηνύματα ακόμα κι αν δεν είναι φανερά, είναι πάντα παρόντα στα τραγούδια της φωνής του Παπακωνσταντίνου και ο ενθουσιασμός των ανθρώπων με τους οποίους αντάμωσε ήταν φανερός από τα παιδιά του δημοτικού που φώναζαν «ο Βασίλης», προφανώς υπό την επιρροή των γονιών τους, μέχρι ανθρώπους βαθιά στην τρίτη ηλικία. Η εκπαίδευση σε αυτές τις έννοιες δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά στην ελληνική επαρχία, και η τέχνη του Παπακωνσταντίνου παρείχε αυτή την πολυτέλεια επί μισό αιώνα με απόλυτη συνέπεια.
Ένα ταπεινό μπαρ στο βάθος πουλούσε μπύρα και μια καντίνα απ’ έξω σάντουιτς και χοτ ντογκ. Δεν υπήρχαν περίπτερα και χορηγοί. Προς πώληση ήταν μόνο τα CDs του Βασίλη σε μια τιμή προσιτή κυριολεκτικά σε όλους. Όπως ήταν ο ίδιος από την αρχή έως το τέλος. Δίπλα μου κορίτσια έκαναν βιντεοκλήσεις για να ακούσουν τα αγαπημένα τους τραγούδια συγγενείς από το σαλόνι του σπιτιού. Κορίτσια στους ώμους αγοριών, ένα μωρό που κοιμόταν στην κούνια υπό τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας και των ντραμς. Ειρωνεία μόνο, ένα αγοράκι που έπαιζε στο κινητό ψηφιακό πόλεμο κι ας άνοιξε ο Παπακωνσταντίνου τη συναυλία με τους στίχους «χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι». Γιατί όσα κι αν εμείς ονειρευτούμε, η εξουσία και η βία της δε μας ξεχνάει.
«Δε λέμε αντίο. Θα πούμε μόνο καλή αντάμωση», είπε ο 74χρονος Βασίλης Παπακωνσταντίνου λίγο πριν κατέβει από τη σκηνή. Στο πρόγραμμά του μένουν δύο ακόμα συναυλίες στην Αθήνα. Οι δημοσιογράφοι συχνά παίρνουν προσκλήσεις, κάνουν δημόσιες σχέσεις για να γράψουν για μια βραδιά, ένα τραγούδι, μια παράσταση. Ήμουν στον Βόλο τυχαία και πλήρωσα το εισιτήριο μου κανονικά. Όση ώρα κράτησε η συναυλία δεν μπορούσα παρά να αναρωτιέμαι με αγωνία, μετά από τους λίγους τραγουδιστές που ακόμα παλεύουν να μιλήσουν για τα άβολα ζητήματα, για τον ναζισμό, για την αδικία, με τρόπο που συγκινεί τους ανθρώπους, τους κάνει να νιώσουν περισσότερο ώστε μετά να μπορούν να καταλάβουν, τι μας περιμένει; Δεν αρκεί το Αθηναϊκό κοινό των εκλεκτών, η Τεχνόπολη, οι ταράτσες και το Άλσος για να αλλάξει ο κόσμος και ο κόσμος πρώτα βελτιώνεται με την καρδιά και μετά με το μυαλό. Ποιοι έπονται να σηκώσουν αυτή την ευθύνη, να οργώσουν τις μικρές πόλεις που μαραζώνουν και να τους πουν ότι ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα «Αργυρός».
➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Twitter και Instagram.