Δίπλα σε κάθε Dark Side Of The Moon, υπήρχε επίσης και το Still Life. Δίπλα στο κάθε Exile On Main Str., υπήρχαν οι Death. Στο Paranoid, δίπλα του ταίριαζε ένα άλμπουμ όπως το Mournin’. Και κοντά στο όποιο Never Mind The Bollocks, κάθεται κι ένα Elliptical Optimism: όλα τους είναι υποτιμημένα, παραγνωρισμένα άλμπουμ που ελάχιστοι τα άκουσαν όταν πρωτοκυκλοφόρησαν και επίσης ελάχιστοι τα ακούνε σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα μετά την κυκλοφορία τους.

Κι επειδή αυτή η αδικία πρέπει να αποκατασταθεί, ακολουθούν 30 από τα πολλά «χαμένα» και αδικημένα pop, rock, jazz, soul, funk, electro, punk και heavy metal άλμπουμ της δεκαετίας του 1970.

The Last Poets – The Last Poets (1970)

Οι «Τελευταίοι Ποιητές» είναι οι Public Enemy των ‘70s: «αδέλφια» από την πιο grime και σκοτεινή νεοϋορκέζικη γειτονιά –το Χάρλεμ- με αγριεμένη φυλετική ρητορική, στίχους-γροθιά σαν κι αυτούς των Stooges, τραγούδια με τίτλους όπως “Run Nigger” και μουσικές που πηδάνε με την ίδια ευκολία από το βαρύ περκασιονιστικό funk στη soul και από μια πρωτόλεια μορφή rap στο ζόρικο psych-funk.

Black Widow – Sacrifice (1970)

Υπερβολικοί όσοι λένε πως οι Black Widow ηχούν πιο απειλητικοί από τους Black Sabbath: τους Sabbath δεν τους φτάνει κανείς γιατί επιπλέον έχουν και κοτζάμ Ozzy. Ωστόσο, το εν λόγω άλμπουμ γειτνιάζει αρκετά τόσο στο Σαμπαθικό ήχο (κι όχι απλώς στη «μαυρίλα» του ονόματος), όσο και στη χεβιμεταλική βαρύτητα των συνθέσεων, με τη διάφορα πως ετούτοι εδώ είχαν κι έναν κρυφό άσο στο μανίκι τους: το πιάνο τύπου hammond που οδηγεί τα τραγούδια τους σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.

Shawn Phillips – Second Contribution (1970)

Ο Τεξανός που ξεκίνησε την καριέρα του ως «σεσιονάς» κιθαρίστας σε άλμπουμ του Donovan, εξελίχθηκε στα τέλη των ‘60s σε έναν αυτόφωτο τραγουδοποιό με μια εξαιρετική φωνή αλλά κι εξίσου αξιοθαύμαστες συνθέσεις. Πάρτε για παράδειγμα το τραγούδι που ανοίγει το εν λόγω άλμπουμ το –ευρύτερα γνωστό ως- “Woman” (κι αυτό γιατί έχει άλλο τίτλο αλλά είναι τόσο μεγάλος που δεν χωράει εδώ), που από μόνο του θα μπορούσε να αποτελεί case study μέχρι και σήμερα για το πώς θα πρέπει να ενορχηστρώνεται και να τραγουδιέται ένα ακουστικό, τετράλεπτο κομμάτι.

Niagara – Niagara (1970)

To εν λόγω άλμπουμ, γνωστό κι ως «Βυζί», επειδή στο εξώφυλλο του φιγουράρει ένας γυναικείος μαστός, αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ευρωπαϊκού fusion. Οι Γερμανοί Niagara είχαν κυρίως jazz καταβολές, με το rock στοιχείο να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ανάμεσα στους παιχταράδες που παίζουν μπάλα στους Niagara είναι ο Udo Lindenberg (που μετέπειτα πήγε στους Passport, συγκρότημα που επηρέασε όσο λίγα τους Weather Report) και ο Danny Fichelscher των Popol Vuh, ενώ τα περκασιονιστικά κόλπα είναι εμπνεύσεως του Βρετανού ντραμερ Keith Forsey, μετέπειτα παραγωγού του Billy Idol.

Affinity – Affinity (1970)

Η δισκογραφική Vertigo ανέκαθεν φημιζόταν για τις εκλεκτικές της κυκλοφορίες και το συγκρότημα αυτό από το Μπράιτον τη δικαιώνει ακόμη μια φορά. Εκτός από τους δικούς τους prog-jazz πειραματισμούς που σε κάποια σημεία θυμίζουν πρώιμους Jehtro Tull και Blodwyn Pig, οι Affinity τεστάρουν τις «αντοχές» τους σε δυο διασκευές, το “I Wonder If I Care As Much” των Everly Brothers και το “All Along the Watchtower” του Dylan, που αμφότερα τα «γονατίζουν» -με την καλή έννοια, πάντα.

Gracious – Gracious! (1970)

Αν οι Vanilla Fudge ήταν Βρετανοί, κάπως έτσι θα έπαιζαν: με βαρύ κιθαριστικό reverb, παραμόρφωση, όλα γύρω από συνθέσεις που μαρτυρούν την αγάπη τους για την ψυχεδελική παραφροσύνη των 13th Floor Elevators. Το “Introduction” που ανοίγει το άλμπουμ είναι τόσο κοντά όσο τίποτα στο “In A Gadda Da Vida” των Iron Butterfly, ενώ το μεστό από mellotron “The Dream” πιάνει το νήμα εκεί που το άφησε η τελευταία νότα της “Σονάτας υπό το Σεληνόφως” του Beethoven.

Still Life – Still Life (1971)

Λατρεύω τις μπάντες που χρησιμοποιούν κατά κόρον Hammond όργανο, όπως κάνει ο Κen Hensley στους Uriah Heep, ας πούμε. Κι αυτοί εδώ οι Βρετανοί ανεβαίνουν στο άρμα των Uriah Heep και δεν λένε να κατεβούν: ακόμη και τα φωνητικά είναι ευθεία αναφορά στα αντίστοιχα του David Byron. Όλο το άλμπουμ είναι από εκείνα που αν τα ακούσεις μια φορά λες «ρε πούστη μου, κοίτα τι έχανα τόσα χρόνια που δεν τους είχα πάρει χαμπάρι».

Spring – Spring (1971)

Πολύ πριν τα συγκροτήματα αποφασίσουν να έχουν δυο ή τρεις κιθαρίστες, οι Spring διέθεταν στις τάξεις τους τέσσερις (!) κιμπορντίστες, σαν μια μικρή ορχήστρα δωματίου βασισμένη αποκλειστικά στον ήχο των mellotron. Ο ήχος είναι ξεκάθαρα βρετανικός, πολύ κοντά στη σκηνή του Canterbury, με έμφαση στο πιο rock κι όχι τόσο στο folk στοιχείο της. Σε αυτό το άλμπουμ έδωσε τα πρώτα του διαπιστευτήρια ως παραγωγός ο μακαρίτης ο Gus Dudgeon, πριν αναλάβει εργολαβία όλα τα άλμπουμ του Elton John.

Cymande – Cymande (1972)

Μια μπάντα αποτελούμενη από Τζαμαϊκάνια του Λονδίνου, που είχαν φτάσει εκεί μαζί με το μεγάλο κύμα μετανάστευσης από την Καραϊβική που έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1960. Ο δίσκος μυρίζει «Μπρίξτον» από μακριά, είναι τίγκα στο afrο-beat και το carribean-soul ενώ το τραγούδι “One More” είναι βαθύτατα επηρεασμένο από το “Albatross” των πρωίμων Fleetwood Mac. Κάπως έτσι θα ακούγονταν οι Specials αν τα φωνητικά τους είχε αναλάβει ο… Harry Belafonte.

Banco Del Mutuo Soccorso – Darwin! (1972)

Ένα από τα πρώτα concept album της πάντα ανήσυχης και υπερδραστήριας prog-rock σκηνής της Ιταλίας, ο δίσκος κινείται θεματικά γύρω από την ιστορία του Κάρολου Δαρβίνου και της Θεωρίας περί της Εξέλιξης των Ειδών. Εξαιρετικές συνθέσεις, ωραίοι τίτλοι τραγουδιών (“H Κατάκτηση της Όρθιας Θέσης”, ”Ο Χορός των Μεγάλων Ερπετών”) και μια φωνή, σαν αυτή του Francesco Di Giacomο, που ήταν φτιαγμένη για μεγάλα πράγματα.

Night Sun – Mournin’ (1972)

Αν μετά το Σάββατο ακολουθεί η Κυριακή, τότε μετά το «Μαύρο Σάββατο» ακολουθεί ο «Βραδινός Ήλιος»: η επιθετικότητα, η τραχύτητα και η σβελτάδα με την οποία εκτελούνται τα τραγούδια του γερμανικού αυτού γκρουπ είναι πρωτόγνωρη, ακόμη και για σήμερα. Ίσως οι Night Sun να ήταν οι Metallica των ‘70s, αφού σίγουρα αυτό που παίζουν μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως «speed heavy metal».

Captain Beyond – Captain Beyond (1972)

Υπήρξαν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα –κι άγνωστα- σούπεργκρουπ των αρχών των ‘70s, αποτελούμενο από τον Rod Evans (τέως Deep Purple), τους Larry Reinhart και Lee Dorman (τέως Iron Butterfly) καθώς και τον Bobby Caldwell, πρώην ντράμερ του Johnny Winter. Κι όμως παρά την hardrockίλα των τραγουδιών, το τελικό αποτέλεσμα είναι, παραδόξως, πολύ πιο κοντά στους Μountain και τους Atomic Rooster απ’ ότι στους Deep Purple και τους Iron Butterfly.

Shuggie Otis – Inspiration Information (1974)

Ο ελληνικής καταγωγής John Alexander Veliotes ή «Ζαχαρένιος» (το shuggie είναι παρήχηση του υποκοριστικού sugar, όπως τον φώναζε η μητέρα του και το Otis μια πιο εύηχη σύντμηση του επωνύμου του) εκτός από γιος του έλληνα -και διάσημου μάνατζερ- μπάρμπα του, υπήρξε ένας πολυοργανίστας μουσικός που ήξερε να παίζει σχεδόν 12 μουσικά όργανα. Αυτή ακριβώς η μουσική ευρυμάθεια τον κατέστησε ικανό να συνθέσει ένα άλμπουμ με εξαιρετικά τραγούδια, εκ των οποίων ξεχωρίζουν τα ‘XL-30’, ‘Pling!’ και ‘Aht Uh Mi Head’.

Gravy Train – Staircase To The Day (1974)

Κάποιος να κάνει επειγόντως μια μήνυση στον James Hetfield των Metallica που κατάκλεψε όλο το κιθαριστικό άρπισμα του τραγουδιού “Staircase To The Day” για το δικό τους “Τhe Call of Κtulu”. Οι Gravy Train έχουν ομολογούμενες εντυπωσιακές και πολυεπίπεδες συνθέσεις αλά-Rainbow εποχής Dio που ενώ hard-rockίζουν δεν τις βαριέσαι ποτέ, αυτό όμως που ξεχωρίζει στο άλμπουμ αυτό είναι η παραγωγή που έχει γίνει στον ήχο του.

Journey – Journey (1975)

Σύμφωνοι, οι Journey είναι ένα από τα πλέον αρχετυπικά συγκροτήματα των τελών των ‘70s και φαινομενικά δεν έχουν θέση στη λίστα αυτή. Όμως αυτό το άλμπουμ έχει, γιατί το συγκρότημα μπορεί να λέγεται Journey, αλλά δεν είναι οι Journey που «αγαπήσαμε» στις αρχές των ‘80s. Είναι κάτι άλλο, καλύτερο: ένα jazz-rock fusion που κινείται στις παρυφές του progressive χωρίς να είναι όμως αυστηρά «δεινοσαυρικό», αλλά πολύ προοδευτικό και «φευγάτο» ως άκουσμα.

Death – For the Whole World to See (1975)

Οι μαύροι αυτοί brothers από το Ντιτρόιτ υπήρξαν για τα ‘70s ό,τι οι Bad Brains για τα ‘80s: αντί για την στερεοτυπική κατεύθυνση της Philly soul και του r’n’b, επέλεξαν να πάρουν τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο και να παίξουν Stooge-ιάρικο πανκ και Sabbath-ικό μέταλ με την ίδια οργή και ένταση που το έκαναν μια δεκαετία μετά οι «πρωτευουσιάνοι» Bad Brains. Και τραγούδια όπως το “Where Do We Go from Here?” αποτυπώνουν ακριβώς αυτή την νεανική ορμή των Death, δεδηλωμένος οπαδός των οποίων είναι και ο ίδιος ο Jack White.

Triana – El Patio (1975)

Το άλμπουμ αυτό είναι μάλλον το πρώτο παράδειγμα επιμειξίας hard rock με παραδοσιακούς φλαμένκο ρυθμούς. Το παρθενικό άλμπουμ των Ισπανών –Σεβιγιάνων, για την ακρίβεια- Triana είναι περίεργο, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον: όλα τα κομμάτια ξεκινούν με την κλασική ισπανική ακουστική κιθάρα σαν να είναι το “Concierto de Aranjuez” του Joaquin Rodrigo και στην πορεία πάνε… όπου τους βγάλει η ηλεκτρική κιθάρα και το πανταχού παρόν Moog. Εκτός των “Se De Un Lugar” κι “En El Lago”, ξεχωρίζει επίσης το “Recuerdos De Una Noche” με τον τραγουδιστή Jesús de la Rosa Luque να χρωματίζει όλη την ατμόσφαιρα με την εκπληκτική του φωνή.

Ragnarok – Nooks (1976)

Υποτίθεται πως το συγκρότημα αυτό (θα) ήταν η «απάντηση» της Νέας Ζηλανδίας στους YES, όμως σε ηχητικό επίπεδο είχε περισσότερες ομοιότητες με τους Pink Floyd, παρά με τη μπάντα του Steve Howe. Το ομώνυμο άλμπουμ τους (1975) είναι εξίσου καλό, όμως διαλέγουμε το Nooks επειδή, σε αντίθεση με το πιο κιθαριστικό παρθενικό δίσκο τους, διαθέτει ένα πιο γεμάτο ήχο από κίμπορντ.

The Langley Schools Music Project – Innocence & Despair (2001)

Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε μεν το 2001, όμως περιλαμβάνει τις εκτελέσεις των τραγουδιών που ηχογραφήθηκαν στο διάστημα 1976-77 σε διάφορα σχολεία της περιοχής του Λάνγκλεϊ, στα περίχωρα του Βανκούβερ του Καναδά. Η συγκινητική προσπάθεια των μουσικά άγουρων μαθητών να τραγουδήσουν γνωστά χιτάκια της εποχής εκείνης υπό την μαεστρική καθοδήγηση του δασκάλου τους, Hans Fenger, επηρέασε τόσο τον σκηνοθέτη Richard Linklater για το σενάριο της ταινίας του School of Rock (2003), όσο και τον Ryan Gosling και το συγκρότημα του, τους Dead Man’s Bones (2009).

Go – Go (1976)

Ο σπουδαίος Ιάπωνας περκασιονίστας Stomu Yamashta (ή Tsutomu Yamashita, όπως είναι το κανονικό του όνομα) συνεργάζεται με τον -πάντα πρόθυμο σε τέτοιες περιστάσεις- Steve Winwood (φωνητικά και κίμπορντ), τον Al Di Meola στη κιθάρα, τον Klaus Schulze στα συνθεσάιζερ και τον ντράμερ των Santana, Michael Shrieve, για την ηχογράφηση ενός άλμπουμ που κακώς πέρασε στο ντούκου καθώς κομμάτια όπως τα “Winner/Loser” και “Crossing the Line” δεν γράφονται δα και κάθε μέρα.

Automat – Automat (1977)

Αξέχαστο και πρωτοποριακό, όπως κι όλο το άλμπουμ, που είναι χωρισμένο σε δυο πλευρές: η πρώτη (και καλύτερη) είναι σύνθεσης του Claudio Gizzi, ενώ η δεύτερη του Romano Musumarra. Οι δυο Ιταλοί πλακώθηκαν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων που έκτοτε δεν ξαναμίλησαν.

Dennis Wilson – Pacific Ocean Blue (1977)

Το Pacific Ocean Blue αδικήθηκε ξεκάθαρα λόγω timing, καθώς κυκλοφόρησε στα μέσα Αυγούστου του 1977, όταν όλη η Αμερική μιλούσε για μόνο ένα πράγμα: τον θάνατο του Elvis. Το άλμπουμ πέρασε απευθείας στο συλλογικό μουσικό υποσυνείδητο, δίχως να λάβει πολλές κριτικές και σήμερα θεωρείται ως το ψυχεδελικό αριστούργημα που δεν κατάφερε να κυκλοφορήσει ποτέ ο… Brian Wilson.

Rockets – On the Road Again (1978)

Σπουδαίοι οι Γάλλοι Rockets. Τεράστιοι. Χωρίς αυτούς δεν θα είχαμε σήμερα τους Daft Punk. Ακούς τα “Cosmic Race” και “Venus Rapsody” (χωρίς h στη λέξη Rapsody) και αφουγκράζεσαι το μέλλον της μουσικής, είκοσι χρόνια πριν τη γέννηση του. Αλλά ας μην γελιόμαστε: πίσω από τις κατά βάση ηλεκτρονικές δομές του συγκροτήματος βρίσκεται η αγάπη τους για την μαύρη funk των αρχών των ‘70s, όπως φαίνεται κι από το γεγονός πως το (συχνά slapping) μπάσο είναι το προεξάρχον όργανο κι αυτό που «οδηγάει» τις συνθέσεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Harold Budd – The Pavilion Of Dreams (1978)

Σε παραγωγή του ίδιου του Brian Eno, το The Pavilion of Dreams αποτελεί το σκαλοπάτι ακριβώς πριν την cosmic-jazz του John Coltrane, αλλά κι ένα βήμα μετά την jazz-ambient συνεργασία του Miles Davis με τον Teo Macero. Οι κινηματογραφικές συνθέσεις διηγούνται ιστορίες από άλλες εποχές και πλανήτες, κερδίζοντας πλήθος θαυμαστών, όπως τους Cocteau Twins, αλλά και ρίχνοντας τον σπόρο για τον ηλεκτρονικό στοχασμό των Future Sound Of London.

999 – 999 (1978)

Αν τα ντεμπούτα είναι αυτά που πάντα αιχμαλωτίζουν την ωμή ενέργεια ενός καυλωμένου συγκροτήματος, τότε το άλμπουμ αυτό αποτελεί μια από τις πιο τρανές αποδείξεις του ανωτέρου αφορισμού. Ιδρωμένο και πάντα σύμφωνο με τις αξίες της λονδρέζικης πανκ σκηνής της εποχής εκείνης, το 999 δεν κατάφερε να επαναληφθεί. Ούτε καν από τους ίδιους τους 999.

Gaz – Gaz (1978)

Θα μπορούσαν να είναι οι καλύτεροι μαθητές του Giorgio Moroder αν δεν ήταν τόσο καλαμπόρτζηδες και χαβαλέδες, σε σημείο που να διασκευάσουν το τραγούδι ‘Cantina Band’ από το OST του Πολέμου των Άστρων. Οι funk μπασογραμμές διαδέχονται η μια την άλλη, η ορχήστρα από πίσω είναι σαν να ακούς το μουσικό θέμα της τηλεοπτικής σειράς Love Boat (ειδικά σε τραγούδια όπως το “Interstellar Love Affair”), τα φωνητικά είναι επιτηδευμένα over-the-top, όμως… διάολε, αυτό δεν είναι η disco;

Zed – Visions Of Dune (1979)

Ένα από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα της γαλλικής ηλεκτρονικής σκηνής, το εν λόγω άλμπουμ είναι εμπνεύσεως και δημιουργίας του πολυπράγμονος Bernard Szajner, ενός λιγότερο εμπορικού και πιο πειραματικού Jean Michel Jarre. Οι διαστρωματικές ατμόσφαιρες από συνεχόμενα συνθεσάιζερ που δημιουργεί ο Γάλλος κοπιαρίστηκαν από αναρίθμητους, συμπεριλαμβανομένου και του Brian Eno, που δήλωνε θαυμαστής του.

Mi-Sex – Graffiti Crimes (1979)

Η Νέα Ζηλανδία ανέκαθεν ήταν «μουσικομάνα» (κατά το «μπασκετομάνα») -θυμηθείτε τα κατορθώματα των Bats μια δεκαετία μετά. Αυτό το υπέροχο ντεμπούτο άλμπουμ τους, έστειλε το new wave της Ωκεανίας στα πέρατα του κόσμου, δείχνοντας στους όποιους Cars και Boomtown Rats πόσα απίδια πιάνει ο kiwi σάκος.

I Signori Della Galassia – ‎Iceman (1979)

Τι στην ευχή παίζουν οι «Κύριοι του Γαλαξία»; Σάματι ξέρουν κι οι ίδιοι; Το μισό άλμπουμ είναι αμιγώς Space Rock, ενώ το άλλο μισό γειτνιάζει (αναμενόμενα) με το Prog Rock και (εξίσου επικίνδυνα) με την πρώιμη Italo-Disco. Πάντως, με όλα τα στραβά τους, τα ποδηγετούμενα από άναρχα Moog “Proxima Centauri” και “Archeopterix” είναι υποδείγματα του Ιταλικού neo-prog ηχου.

Spherical Objects – Elliptical Optimism (1979)

Ο μύθος λέει πως ο βρετανός μουσικοκριτικός Paul Morley το 1977 ήθελε να γράψει ένα άρθρο για τρία ανερχόμενα συγκρότημα του Μάντσεστερ, τους The Passage, τους Spherical Objects και τους Joy Division, έχοντας ως τελικό του στόχο να «κεντράρει» το κομμάτι του γύρω από τους πιο ταλαντούχους από τους τρεις: τους Spherical Objects! Ένα από τα πιο πειραματικά σχήματα του post-punk, οι Spherical Objects άφησαν πίσω τους το παρθενικό τους άλμπουμ, Past And Parcel, αλλά κυρίως το Elliptical Optimism, ένα δίσκο πολύ πιο «μπροστά» από τον προηγούμενο τους, τίγκα στα πνευστά και στα σίνθια, που αδικείται να μην μνημονεύεται δίπλα σε άλμπουμ όπως το «Chairs Missing» των Wire.