Γίνεται ένα συγκρότημα όπως οι Led Zeppelin που “έκλεβε” από παντού μουσικές ιδέες να θεωρείται τόσο πρωτοποριακό;
Όπως αναφέρει ο μελετητής της μπάντας και καθηγητής Σπουδών Επικοινωνίας, Αραμ Σινράιχ από το πανεπιστήμιο Ameerican University School Of Communication, «ένα μουσικό “παράδοξο” συνεχίζει να ακολουθεί την σπουδαία βρετανική μπάντα, σχεδόν 40 χρόνια μετά την διάλυση της: θεωρούνται, ταυτόχρονα, ηχητικά καινοτόμοι αλλά και ξεδιάντροποι αντιγραφείς».
«Το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος, με τίτλο “Led Zeppelin”, περιείχε πολλά τραγούδια που ουσιαστικά προήλθαν από συνθέσεις τρίτων, άλλοτε με απόδοση των δικαιωμάτων και άλλοτε χωρίς. Περιελάμβανε δύο τραγούδια του Γουίλι Ντίξον, τα οποία αποδόθηκαν στον διάσημο μπλουζίστα από το Σικάγο. Δεν συνέβη, ωστόσο, το ίδιο με την Αν Μπρέντον από την οποία ουσιαστικά έκλεψαν το τραγούδι της “Babe I’m Gonna Leave You”», σημειώνει.
Η επιτυχία “Dazed and Confused”, επίσης από αυτό το πρώτο άλμπουμ, αποδόθηκε αρχικά στον κιθαρίστα της μπάντας, Τζίμι Πειτζ. Ωστόσο, το 2010, ο τραγουδοποιός Τζέικ Χολμς κατέθεσε αγωγή με την οποία ισχυριζόταν ότι το είχε γράψει από το 1967. Μετά την εκδίκαση της αγωγής, στις σημειώσεις των επανεκδόσεων των άλμπουμ του συγκροτήματος, το τραγούδι πλέον πιστώνεται ως εμπνευσμένο από τον Χολμς.
Ομοίως και με το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, “Led Zeppelin II”: Μετά από μια σειρά αγωγών, η μπάντα συμφώνησε να παραθέσει τον Γουίλι Ντίξον ως συνθέτη σε δύο από τα κομμάτια, συμπεριλαμβανομένης της επιτυχίας “Whole Lotta Love”. Μια ακόμη αγωγή απέδειξε ότι ο μπλουζίστας Τσέστερ «Χάουλιν Γουλφ» Μπερνέτ ήταν ο συνθέτης του τραγουδιού “The Lemon Song”.
«Η παραβίαση των μουσικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι δύσκολο να αποδειχθούν στο δικαστήριο, εξ’ ου και οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη μπάντα έχει εμπλακεί σε αυτό που οι μουσικολόγοι συνήθως ονομάζουν «δανεισμό». Για παράδειγμα, οι φίλοι των μπλουζ αναγνωρίζουν τους στίχους του “You Need Love” του Ντίξον στο ζεπελινικό “Whole Lotta Love”», επισημαίνει ο Σινράιχ.
Η απάντηση, κατά τον καθηγητή, είναι εν μέρει θέμα προοπτικής, καθώς κι άλλοι σύγχρονοι τους, όπως η Τζόαν Μπαέζ ας πούμε, δανείζονταν από παντού. «Αυτό ήταν το αναζωογονητικό κλίμα της ελευθεριότητας και της κοινοκτημοσύνης της δεκαετίας του ‘60», σημειώνει.
Βέβαια εδώ μπαίνει και ο παράγοντας του cultural appropriation, καθώς όπως επισημαίνει ο μελετητής, «ο Ντίξον και ο “Χάουλιν Γουλφ” ως Αφροαμερικανοί, ήταν μέλη μιας υποταγμένης μειοψηφίας, που τότε ήταν αποκλεισμένη από το να αποκομίσει το δίκαιο μερίδιο της από τα τεράστια κέρδη της μουσικής βιομηχανίας».
«Όπως ο Ερικ Κλάπτον και οι Rolling Stones, η στάση των Zeppelin απέναντι στη μαύρη κουλτούρα ομοιάζει με την αντίστοιχη του Λόρδου Έλγιν απέναντι στα Μάρμαρα του Παρθενώνα: πάρτε αυτό που θέλετε, και αν σας πιάσουν ζητήστε συγγνώμη δίχως να παραχωρήσετε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας ή, στην περίπτωση μας, σύνθεσης ενός τραγουδιού», καταλήγει με νόημα ο Σινράιχ.
Η πιο πολύκροτη από τις πρόσφατες δίκες μουσικού περιεχομένου ήταν αυτή μεταξύ των Spirit και των Led Zeppelin. Οι κληρονόμοι του παλιού συγκροτήματος των Spirit ισχυρίστηκαν ότι οι Zeppelin πάτησαν στο τραγούδι “Taurus” για να γράψουν το κλασικό “Stairway to Heaven”. Ύστερα από τετραετή δικαστική διαμάχη, η υπόθεση τελεσιδίκησε και οι Led Zeppelin κρίθηκαν αθώοι.
Το τραγούδι “Taurus” κυκλοφόρησε το 1968, τρία χρόνια πριν από την σύνθεση του “Stairway to Heaven”.
Ποιοι ήταν οι Led Zeppelin
Οι Led Zeppelin ήταν Αγγλικό ροκ συγκρότημα, ένα από τα δημοφιλέστερα στην ιστορία της μουσικής. Αναδύθηκαν μέσα από τη βρετανική blues σκηνή και είναι ένα από τα δέκα πρώτα συγκροτήματα σε πωλήσεις, στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής.
Αποτελούνταν από τον Τζίμι Πέιτζ (κιθάρα, μαντολίνο, θερεμίν), τον Ρόμπερτ Πλαντ (φωνητικά, φυσαρμόνικα), τον Τζον Πολ Τζόουνς (μπάσο, πλήκτρα, μαντολίνο, φλογέρα) και τον Τζον Μπόναμ (τύμπανα). Θεωρούνται πρωτοπόροι στην δημιουργία νεότερων ειδών μουσικής, όπως το χέβι μέταλ και το χαρντ ροκ που κυριάρχησαν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Διαλύθηκαν επισήμως στα τέλη του 1980. Σύμφωνα με την τότε επίσημη ανακοίνωση του συγκροτήματος ο ένας και μοναδικός λόγος ήταν ο θάνατος του ντράμερ τους, Τζον Μπόναμ, που πέθανε σε ηλικία 32 ετών στις 25 Σεπτεμβρίου το 1980.
Η περιοδεία του συγκροτήματος ακυρώθηκε και έξι εβδομάδες αργότερα οι Led Zeppelin ανακοίνωσαν τη διάλυσή τους σε μία σύντομη ανακοίνωση.
«Θέλουμε να γνωστοποιήσουμε ότι ο θάνατος του αγαπημένου μας φίλου και το αίσθημα της αχώριστης αρμονίας που νιώθαμε μαζί του, μας οδήγησαν να αποφασίσουμε να μην συνεχίσουμε όπως ήμασταν», δήλωσαν τότε για το επίσημο τέλος τους, ως συγκρότημα.
Σύμφωνα, όμως, με τον βιογράφο του συγκροτήματος, αυτή η τόσο βαθιά αδελφικότητα που δήλωσαν οι Led Zeppelin δεν ήταν σίγουρα ο μόνος λόγος που οδήγησε στη διάλυση του συγκροτήματος, αφού τα προβλήματα είχαν αρχίσει από πολύ πριν.
Ο Μικ Γουόλ, συγγραφέας της βιογραφίας των Zeppelin, με τίτλο «When Giants Walked on Earth», δήλωσε στην βρετανική Independent ότι δεν τελικά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
«Το “δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς αυτόν” ήταν απλά μία δικαιολογία βασικά. Οι Zeppelin ήταν ήδη σε μία άθλια θέση, όταν πέθανε ο Μπόναμ. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που πέθανε», ανέφερε ο Γουόλ, μιλώντας φυσικά για τον εθισμό του με το αλκοόλ, που οδήγησε στον θάνατο του σπουδαίου ντράμερ.
Ο βιογράφος των Zeppelin καταλήγει ότι στην πραγματικότητα η ηρωίνη, κάποια τραγικά περιστατικά στη ζωή των μελών, καθώς και μία ανοιχτή έχθρα ανάμεσα στον Τζίμι Πέιτζ και τον Ρόμπερτ Πλαντ, είχαν ήδη οδηγήσει το συγκρότημα στην διάλυση.
Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, τα μέλη αποφάσισαν να ασχοληθούν με τις προσωπικές τους καριέρες. Το 1981, ο Πλαντ δημιούργησε τους Honeydrippers, με τον Τζίμι Πέιτζ και άλλα μεγάλα ονόματα.
Στις 13 Ιουλίου 1985, τα εναπομείναντα μέλη των Led Zeppelin επανενώθηκαν για μία μικρής διάρκειας συναυλία στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών, για φιλανθρωπικούς σκοπούς και τις ανάγκες του Live Aid. Τη θέση του ντράμερ σε αυτή τη συναυλία, κάλυψαν ο Τόνι Τόμπσον και ο Φιλ Κόλινς.
Η δεύτερη επανένωση, έγινε στις 14 Μαΐου 1988, για την 40η επέτειο της δισκογραφική εταιρείας Atlantic, με τον γιο του Τζον Μπόναμ, Τζέισον, στα τύμπανα.
Το 1994, ο Τζίμι Πέιτζ και ο Ρόμπερτ Πλαντ ένωσαν τις δυνάμεις τους για το δίσκο “No Quarter”, ο οποίος περιείχε επανεκτελέσεις τραγουδιών των Led Zeppelin και αφού ανέβηκε στο βρετανικό και το αμερικανικό Top-10, ξεκίνησαν μία παγκόσμια περιοδεία για την προώθηση του.
Το 1995, οι Led Zeppelin εντάχθηκαν στο Rock and Roll Hall of Fame,[74] ενώ δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ο ζωντανά ηχογραφημένος δίσκος “BBC Sessions”, με ηχογραφήσεις από το 1969 και το 1971. Το 1998, ο Πέιτζ και Πλαντ κυκλοφόρησαν το δίσκο “Walking into Clarksdale” (# 3 στη Βρετανία, # 8 στις ΗΠΑ), ενώ το 2003 κυκλοφόρησε το τριπλό ζωντανό άλμπουμ των Led Zeppelin, με τίτλο “How the West Was Won”, φθάνοντας για άλλη μια φορά στο # 1 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2007 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά έπειτα από 19 χρόνια, στην Ο2 Arena του Λονδίνου, μπροστά σε 20.000 θαυμαστές τους.
Ήταν τελευταία επίσημη συναυλία τους και στη θέση του Μπόναμ έπαιξε ο γιος του, Τζέισον. Η ηχογράφηση της συναυλίας κυκλοφόρησε στις 19 Νοεμβρίου του 2012, με τίτλο “Celebration Day”, ανεβαίνοντας για άλλη μια φορά στο Top-10 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το συγκεκριμένο άλμπουμ κέρδισε το βραβείο Γκράμι για την κατηγορία του καλύτερου ροκ άλμπουμ, το 2014.