Ονομάζεται «Mild Conquest» που σημαίνει «Ήρεμη Κατάκτηση» και αυτό ακριβώς κάνει στα αυτιά μας: τα κατακτά σχεδόν αυτοστιγμεί με ανυποψίαστο, οριακά βελούδινο τρόπο.
Οι The Steams κυκλοφορούν την πολυαναμενόμενη δεύτερη δισκογραφική δουλειά τους, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, με τίτλο «Wild Ferment» που τους έβαλε για τα καλά στο επίκεντρο της (ούτως ή άλλως πολύπαθης, τα τελευταία χρόνια) ελληνικής αγγλόφωνης σκηνής. Είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, ανυπότακτο και δύσκολα κατατάξιμο, με την μόνη διαφορά ότι δεν περνάει με τίποτα απαρατήρητο.
Οι Steams είναι ο Πάνος Δημητρόπουλος (φωνή, κιθάρες), ο Ανδρέας Κοκοβίκας (κιθάρες), Άλεξ Μπόλμπασης (μπάσο) και ο Νικόλας Μαμάσης (τύμπανα, κρουστά) με το «Mild Conquest» να περιέχει εννέα τραγούδια σε μουσική της μπάντας και σε στίχους του Δημητρόπουλου.
Εμείς υποβάλλαμε τα μέλη των The Steams σε μερικές ιντριγκαδόρικες ερωτήσεις, με αποτέλεσμα κάποιες εξίσου ιντριγκαδόρικες απαντήσεις:
Για ποιον μουσικό/συγκρότημα θα αρνιόσασταν πεισματικά να «ανοίξετε» την συναυλία του και γιατί.
Τον Morrissey. Είναι ανοιχτά ρατσιστής, προσβλητικός και περιφρονητικός σε ταξικό και φυλετικό επίπεδο.
Ποια είναι η καλύτερη μουσική συμβουλή που λάβατε ποτέ και ποια είναι η καλύτερη που θα δίνατε εσείς;
Η καλύτερη συμβουλή θαρρώ έχει δοθεί από τον καλό φίλο Christopher C. King, ο οποίος έχει προτείνει το εξής: “Πρέπει οπωσδήποτε να κάνετε ένα παράλληλο σχήμα όπου θα παίζετε 70’s porn music, και παράλληλα με το live, θα προβάλλεται από πίσω σας ελληνικό 70’s πορνό”. Εδώ να πούμε πως το όνομα έχει ήδη κατοχυρωθεί και το όλο plan-b concept είναι έτοιμο προς υλοποίηση. Σε φίλους μουσικούς που μας προσέγγισαν στα πρώτα τους βήματα και τώρα τους καμαρώνουμε σε μεγάλα φεστιβάλ είχαμε πει «δώστε του χρόνο, βρείτε τον ήχο σας, δουλέψτε πάνω σε αυτό μέχρι να νιώσετε σίγουροι ότι αυτό που θα βγάλετε προς τα έξω είναι δικό σας και κυρίως σας αρέσει. Θα πάρει καιρό αλλά το αποτέλεσμα θα σας ανταμείψει». Σε μια πιο updated μορφή όμως θα προσθέταμε το θράσος. Χρειάζεται θράσος για να βγεις εκεί έξω, για να ζητήσεις την αμοιβή που δεν θα σας “βάλει μέσα”, για να πείσεις τον εκάστοτε μαγαζάτορα να υπάρξει κάπου ένα πάτωμα για να στρώσεις το sleeping bag σου στο tour, για να κλείσεις μια συνεργασία ή να σε ακούσει κάποιος που potentially θα σου βγάλει τον δίσκο. Θέλει θράσος, και το να κάνεις αυτό που αγαπάς αξιοπρεπώς, σε μια χώρα με ιδιαίτερες πολιτιστικές συνθήκες, είναι αυτό που θα σε ανταμείψει περισσότερο.
Ποιον/α μουσικό θα είχατε πρωτοφανές άγχος αν τον συναντούσατε από κοντά;
Πάνος: Τον Iάννη Ξενάκη.
Ανδρέας: Τον Chuck Schuldiner γιατί θα είχα πεθάνει.
Άλεξ: Τον Brian Eno.
Νικόλας: Την Phoebe Bridgers.
Ποιος μουσικός, νεκρός ή ζωντανός, ήταν αυτός που είχε «όλο το πακέτο»;
Πάνος: O Jack White.
Ανδρέας: Ο Φοίβος (ο συνθέτης).
Άλεξ: Ο Paul McCartney.
Νικόλας: O Justin Vernon.
Τι είναι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό σας όταν αντικρίζετε το κοινό σε μια συναυλία;
Συνήθως με το που βλέπουμε το κοινό, λύνεται ο κόμπος. Τα λεπτά πριν ανέβουμε στη σκηνή, μπορεί να νιώσουμε λίγο στρες, αλλά μόλις αντικρίσουμε τον κόσμο και συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε όλοι εκεί από αγάπη, συντονιζόμαστε.
Πόσο πολύ επηρεάζουν το δημιουργικό σας φίλτρο οι νέες μουσικές που ακούτε, οι ταινίες και οι σειρές που βλέπετε ή τα βιβλία που διαβάζετε;
Στην περίοδο μεταξύ του “Wild Ferment” και του “Mild Conquest” υπήρξε ένας τεράστιος όγκος εμπειριών, θεαμάτων, ταξιδιών, μουσικών ανακαλύψεων και λογοτεχνικών κειμένων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο μέλλον των συνθέσεων, των στίχων αλλά και του artistic direction του 2ου δίσκου. Μερικά μόνο παραδείγματα είναι:
• Η εξέγερση των Σερίφιων μεταλλωρύχων το 1916 για το “The Union”.
• Το “Heart of Darkness” του Joseph Conrad και σε συνέχεια το “Apocalypse Now!” του Francis Ford Coppola για το “The Horror!”.
• Η ερμηνεία του Γιώργου Μαζωνάκη στον “Θρόνο του Ξέρξη” της Εύης Καλογηροπούλου που προβλήθηκε στην έκθεση “You and AI” υπό την αιγίδα της Στέγης του ιδρύματος Ωνάση.
• Η παράσταση “Βάκχες” της Μάρθας Φριντζήλα σε μουσική του Βασίλη Μαντζούκη.
• To ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ των “Felt” του 1971.
• Το “Ρεμπέτικο” του Κώστα Φέρρη σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.
• Το “Inherent Vice” του Thomas Pynchon και μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Paul Thomas Anderson.
Ποιους Έλληνες ή και ξένους μουσικούς θεωρείτε ισάξιους και εν μέρει συνοδοιπόρους σας στην μουσική διαδικασία;
Υπάρχουν πολλές μπάντες και μουσικοί στην εγχώρια “σκηνή” που έχουν βάλει το λιθαράκι τους για να πάμε όλοι ένα βήμα παραπέρα. Μερικοί από αυτούς τυχαίνει να είναι και φίλοι μας. Για την αξία της κάθε μπάντας σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορούμε να μιλήσουμε εμείς, αλλά το μεράκι και η θέληση είναι κάτι που είναι ίσο σε όλους.
Πως ορίζετε την επιτυχία ενός άλμπουμ ή ενός τραγουδιού;
Για εμάς η επιτυχία φαίνεται στα live. Θυμόμαστε μια από τις πρώτες μας εμφανίσεις, μετά την κυκλοφορία του “Wild Ferment”, όταν παίζοντας στο Ziria Festival ακούσαμε πρώτη φορά κόσμο να τραγουδάει το “Ever Lasting”. Νιώσαμε την απόλυτη συγκίνηση. Πλέον ξέραμε ότι κάτι συμβαίνει. Τέσσερα χρόνια μετά, σε ένα γεμάτο Ρομάντσο το κοινό τραγούδησε σύσσωμο το “The Harvest” αλλά και τα περισσότερα κομμάτια του πρώτου μας δίσκου, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα τα νέα, πριν καν κυκλοφορήσει το “Mild Conquest”.
Όταν ξεκινάτε κάτι και το παρατάτε, τι κάνετε; Το πιέζετε ή το αφήνετε στην άκρη και το πιάνετε ξανά όταν σας ξαναέρθει;
Συνθετικά συνήθως το πιάνουμε όταν μας ξανάρθει, και με αυτή την τεχνική καταλήξαμε να συνθέσουμε τα περισσότερα από τα κομμάτια του “Mild Conquest”, όπου ολοκληρώσαμε την διαδικασία δυο μέρες πριν μπούμε στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε. Στιχουργικά έχουν υπάρξει στιγμές που έχω πιέσει πολύ τον εαυτό μου αλλά ποτέ δεν το έχω μετανιώσει.
Πως και πόσο έχει αλλάξει το μουσικό σας γούστο μέσα στα χρόνια;
Ανδρέας: Απ’ την trance στην death, στην post rock και κάπως κατέληξα να ακούω, δίχως ειρωνεία, Paramore μερικές φορές.
Πάνος: Οι πρώτες πατρικές μου επιρροές ήταν κλασική μουσική, Θεοδωράκης και Rolling Stones ενώ οι μητρικές μου ήταν Καίτη Γαρμπή, Ρέμος και Queen. Από την εφηβεία και για περίπου δέκα χρόνια πέρασα ένα μακρύ, παράξενο μουσικό ταξίδι, εκτιμώντας (σχεδόν) κάθε genre για να επιστρέψω ξανά στα παραπάνω.
Είστε στο θάλαμο θανατοποινιτών. Ποιο δίσκο/άλμπουμ ακούτε πριν πεθάνετε;
Πάνος: “Το 62΄του Μάνου Χατζιδάκι” από Λένα Πλάτωνος και Σαββίνα Γιαννάτου.
Ανδρέας: “There Is No Right Τime” από Υouandewan
Άλεξ: “Is The Is Are” από DIIV
Νικόλας: “Filoxiny” από Skinshape
* To Mild Conquest κυκλοφορεί ψηφιακά σε διανομή της The Hubsters και από το φθινόπωρο θα είναι διαθέσιμο σε μορφή βινυλίου σε απλή και συλλεκτική έκδοση.