«Η μαμά ήταν 38 όταν πέθανε. Ο μπαμπάς 37. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Θα φτάσω μέχρι τα 38, 40 το πολύ».
Αυτή η συγκλονιστική σε σημείο κυνισμού δήλωση ανήκει στην ίδια την Lady Day, την «Πρώτη Κυρία της Τζαζ».
Δεν έπεσε και πολύ έξω στις προβλέψεις της: η Billie Holiday κατάφερε – γιατί περί κατορθώματος πρόκειται – να ζήσει μέχρι τα 44 της χρόνια.
Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν ούτε Μπίλι ούτε Χόλιντεϊ, αλλά Ελεονόρα Φέιγκαν Γκόου, απόγονος μιας (τότε) παράνομης επιμειξίας μεταξύ μιας μαύρης σκλάβας και ενός Ιρλανδού γαιοκτήμονα που την είχε υπό την επίβλεψη του.
Οι γονείς της ήταν αντίστοιχα 15 και 17 όταν την απέκτησαν. Άλλα ήθη και άλλα έθιμα για την Αμερική των μαύρων της εποχής του Μεσοπολέμου. Ο πατέρας της, Κλάρενς, ηταν κιθαρίστας στην ορχήστρα του Φλετσερ Χέντερσον, πότης και γυναικάς.
Εγκατέλειψε την συζυγική εστία άμα τη γεννήσει της μικρής Ελεονόρα, αφήνοντας την στο έλεος της ανεύθυνης μητέρας της Σέιντι, η οποία δεν αποτέλεσε και το καλύτερο δυνατό παράδειγμα γι’ αυτήν.
Η μικρή μεγάλωσε σχεδόν ολομόναχη, ποτέ δεν γνώρισε την αποδοχή και την αγάπη από κανέναν γύρω της και διαμόρφωσε μια προσωπικότητα αφενός αυτόνομη, αλλά εξαιρετικά αυτοκαταστροφική και ευάλωτη.
«Ποτέ δεν είχα την δυνατότητα να παίξω με τις κούκλες όσο ήμουν μικρή. Άρχισα να δουλεύω όταν ήμουν 6 ετών».
Όταν έφτασε 10 χρόνων, το 1925, ένας γείτονας την βίασε. Το δικαστήριο έδειξε επιείκεια απέναντι του, αλλά όχι απέναντι στη μικρή, υιοθετώντας την λογική ότι «εκείνη τον προκάλεσε».
Είπαμε, άλλα ήθη, πόσο μάλλον όταν η κατηγορούμενη δεν έχει ίδιο χρώμα δέρματος με αυτό του δικαστή.
Το δικαστήριο την έστειλε εσώκλειστη σε ένα Παρθεναγωγείο, το οποίο εγκατέλειψε λίαν συντόμως γιατί η μητέρα της από την Νέα Υόρκη όπου βρισκόταν, της διεμήνυσε ότι η οικογένεια χρειαζόταν χρήματα.
Η Ελεονόρα κατέληξε – άγνωστο πως – στον οίκο ανοχής της Αλις Ντιν στην γενέτειρα της, την Βαλτιμόρη, προσφέροντας από την τρυφερή κιόλας ηλικία των 12 τις υπηρεσίες της σε κυρίους όλων των φυλών, των εθνικοτήτων και των ηλικιών.
Είναι η εποχή που η – σωματώδης και υπερανεπτυγμένη για τα δεδομένα της ηλικίας της –Ελεονόρα υιοθετεί το όνομα Μπίλι, λόγω της αγάπης που έτρεφε για την ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Μπίλι Νταβ και στα διαλείμματα της δουλειάς της ακούει μανιωδώς τζαζ και ράγκταίμ μουσική στο παλιό γραμμόφωνο.
Ενίοτε, κάθε Δευτέρα βράδυ που οι οίκοι ανοχής είχαν ρεπό, ανέβαινε στις πίστες των τοπικών νυχτερινών κέντρων, έπαιρνε το μικρόφωνο και τραγουδούσε τα τραγούδια της Μπέσι Σμιθ και της Εθελ Γουότερς.
Η ζωή της αλλάζει ξαφνικά όταν μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και αρχίζει τις οντισιόν σε μικρά και περισσότερο γνωστά κλαμπ του «Μεγάλου Μήλου».
Η Billie Holiday στη Νέα Υόρκη
Ο μύθος λέει ότι κατά τη διάρκεια μιας ακρόασης της για χορεύτρια στο κλαμπ Pod & Jerry’s, ο ιδιοκτήτης, απογοητευμένος από τις επιδόσεις της άχαρης, πανύψηλης και ευτραφούς 18χρονης, της πρότεινε να τραγουδήσει κάτι μπας και σώσει τα προσχήματα.
Τη στιγμή που από το λαρύγγι της βγήκαν οι πρώτες νότες του «Trav’lin All Alone», της πρότεινε αμέσως συμβόλαιο συνεργασίας.
Και τότε εμφανίζεται ο Τζον Χάμοντ, αρθρογράφος της αγγλικής εφημερίδας Μelody Maker και κυνηγός ταλέντων συν τοις άλλοις –και ο ίδιος άνθρωπος που κάποιες δεκαετίες αργότερα ανακάλυψε τον Μπόμπ Ντιλαν και τον Μπρους Σπρινγκστιν.
Και την επιλέγει για να τραγουδήσει δίπλα στον ίδιο τον «Βασιλιά του Σουίνγκ», τον Μπένυ Γκούντμαν. Είναι το σημείο που αρχίζει η καριέρα της και επίσημα πια.
Τα τέσσερα πρώτα χρόνια της καριέρας της ηχογραφεί μαζί με τις ορχήστρες του Τεντυ Ουιλσον, του Αρτι Σω, εμφανίζεται στο Apollo Theatre ως πρώτο ονομα στην μαρκίζα και συμμετέχει με τον Ντιουκ Ελινγκτον στην εννιάλεπτη ταινία Symphony In Black, όπου ερμηνεύουν το κλασικό Rhapsody In Negro Life.
Ο ρατσισμός όμως ακόμη κι όταν είσαι ένα εδραιωμένο όνομα της τζαζ είναι πανταχού παρών. Η παραμονή της στο διάσημο κλαμπ Famous Door στο πλευρό λευκών μουσικών αποδεικνύεται βραχύβια όταν της απαγορεύουν να συγχρωτίζεται με τους θαμώνες του μπαρ και της επιβάλουν να παραμένει σε χώρο που προορίζεται για άτομα της ίδιας με αυτήν απόχρωσης δέρματος.
Ίδια κι απαράλλακτη η κατάσταση και στο Onyx Club που εμφανίζεται το Σεπτέμβριο του 1936 μαζί με τον βιολονίστα Σταφ Σμιθ. Το κοινό υποκλίνεται μπροστά στο ταμπεραμέντο της Μπιλι και ο Σμιθ, θορυβημένος από τις αντιδράσεις του κόσμου και φοβούμενος ότι η νεαρή τραγουδίστρια του κλέβει την παράσταση, την απολύει .
Η ζωή στο δρόμο την δεκαετία του ’30 ήταν σκληρή ακόμη και για τον πιο ακούραστο και σκληραγωγημένο άντρα μουσικό. Για μια γυναίκα ήταν ένας εφιάλτης. Για μια μαύρη γυναίκα όμως ήταν κάτι παραπάνω: κόλαση.
Ίσως η χειρότερη στιγμή στην καριέρα της ηταν κατά τη διάρκεια της αμερικανικής περιοδείας της μαζί με τον Καουντ Μπεισι. Άτακτες ώρες παραστάσεων, ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, έλλειψη προσωπικού χώρου, ταξίδια με ετοιμόρροπα λεωφορεία σε δρόμους ελληνικού επαρχιακού / νησιωτικού δικτύου.
Το μοναδικό καλό πράγμα που συνέβη στη Μπιλι τα τέσσερα αυτά χρόνια ήταν η γνωριμία της με τον καλύτερο της φίλο, τον Λεστερ Γιανγκ, ο οποίος και την έδωσε το παρατσούκλι Lady Day.
Η δεκαετία του ’40 και ο εθισμός της στην ηρωίνη
Η δεκαετία του ’40 μπήκε για την Μπιλι με τις καλύτερες προοπτικές: όλα τα καμπαρέ της Νέας Υόρκης την ήθελαν για πρώτο όνομα στις πιστές τους, αλλά το Cafe Society ήταν τελικά αυτό στο οποίο έγραψε ιστορία.
Ένα πολυτελές κλαμπ στην περιοχή του Μανχάταν, ίσως το μοναδικό το οποίο επέτρεπε να βρίσκονται λευκοί και μαύροι στον ίδιο χώρο και το μέρος όπου για πρώτη φορά ακούστηκε το γνωστότερο τραγούδι της, το «Strange Fruit», ένα κομμάτι-κόλαφος ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς του Αμερικανικού Νότου –κι όχι μόνο.
Είναι η εποχή όπου η προσωπική της ζωή βρίσκεται σε μια στοιχειώδη αρμονία και η Μπιλι έβγαινε στη σκηνή με τις χαρακτηριστικές λευκές γαρδένιες να μπλέκονται στα μακριά της μαλλιά υπό τη συνοδεία της ορχήστρας του Φρανκι Νιουτον.
Μια πενταετία με σπουδαίες ηχογραφήσεις στην εταιρεία Decca – “Fine and Mellow”, “God Bless the Child”, “Lover Man”, “Don’t Explain,” “Good Morning Heartache”, “Ain’t Nobody’s Business If I Do,”, “Them There Eyes”, “Crazy He Calls Me” – αλλά και με πρωτοφανή εμπορική επιτυχία.
Πρόλαβε ακόμη και να παίξει στην ταινία New Orleans, στο πλευρό του νεανικού της ειδώλου, του Λουις Άρμστρονγκ, υποδυόμενη την μαύρη υπηρέτρια – ρόλος που μετέπειτα παραδέχτηκε ότι καθόλου δεν χάρηκε. Από το σημείο εκείνο κι έπειτα αρχίζει ο προσωπικός, καλλιτεχνικός και εμπορικός της κατήφορος.
Ήταν λίγο πολύ μόδα στο κύκλωμα των μουσικών της τζαζ η χρήση μαριχουάνας και λοιπών απαγορευμένων ουσιών. Το τέλος του πόλεμου βρίσκει τον αμερικανικό υπόκοσμο απόλυτα εξοικειωμένο με ένα νέο ναρκωτικό, την ηρωίνη.
Η Μπιλι δεν ήθελε και πολύ για να ενδώσει στον πειρασμό της δοκιμής, παρασυρμένη ίσως κι από την ταραχώδη προσωπική της ζωή. Βλέπετε, ο γάμος της με τον Τζιμι Μονρο είχε λήξει και ο άνθρωπος, ο οποίος λίγο μετά θα γινόταν δεύτερος σύζυγος της, ο τρομπετίστας Τζο Γκαι, ήταν για τα καλά χωμένος στο νέο αυτό ναρκωτικό.
Η εξάρτηση της όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Το Εθνικό Γραφείο Για Τα Ναρκωτικά ήταν καλά ενήμερο για το γεγονός αυτό και το Μάιο του 1947 η Κύρια συλλαμβάνεται στη Φιλαδέλφεια για κατοχή ηρωίνης και καταδικάζεται σε δεκάμηνη φυλάκιση-χωρίς αναστολή.
Το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμη: το μητρώο της είχε ένα βαθύ μελάνωμα που της απαγόρευε την είσοδο της σε όλα τα κλαμπ και τα καμπαρέ της Νέας Υόρκης.
Η «Πρώτη Κυρία» δεν είχε μέρος να τραγουδήσει.
Πάλι καλά που βρέθηκε στο δρόμο της ο Τζον Λεβυ, ιδιοκτήτης του Ebony Club και κατόρθωσε να αποσπάσει από τις αστυνομικές αρχές την πολυπόθητη άδεια να εμφανιστεί στο μαγαζί του.
Όταν όμως το επόμενο έτος οι ομοσπονδιακοί πράκτορες την έπιασαν επ’ αυτοφώρω στο ξενοδοχείο της την στιγμή που κάπνιζε όπιο, το πήρε καλά απόφαση ότι δεν πρόκειται να ξανανέβαινε στο σανίδι, τουλάχιστον στην πατρίδα της.
Η ευρωπαϊκή περιοδεία της το 1954 ήταν ίσως η τελευταία αξιοπρεπής παράσταση ενώπιον κοινού. Οι ηχογραφήσεις της στην νέα δισκογραφική της στέγη, την θρυλική Verve δεν έχουν την ποιότητα προηγούμενων στιγμών της.
Αποπροσανατολισμένη από τη ρήξη με το σύζυγο της, την εξάρτηση της και τον ολοένα κι αυξανόμενο αλκοολισμό της, πέρασε μια σύντομη αναλαμπή με το “Fine and Mellow” του 1957, αλλά το τελευταίο της άλμπουμ, το Lady in Satin, αποκαλύπτει την 43χρονη Μπιλι να ακούγεται σαν 73, να μασάει σχεδόν τις συλλαβές και αρκετές φορές να καταρρέει εν ώρα ηχογραφήσεων.
Πέθανε τη Παρασκευή 17 Ιουλίου 1959 στο Δωμάτιο 6Α12 του ξενοδοχείου Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Στο πόδι της βρέθηκε δεμένο ένα σεβαστό χρηματικό πόσο, το οποίο είχε εισπράξει λίγες ώρες νωρίτερα από ένα ατζέντη ο οποίος θα είχε δικαίωμα να εκδώσει την αυτοβιογραφία της.
Μπίλι Χόλιντεϊ: ανήλικη πόρνη, αλκοολική ηρωινομανής, μεγάλη φωνή.
Προπαντός όμως μια ακόμη χαμένη ψυχή.
*Αρκετά στοιχεία για το παρόν άρθρο πάρθηκαν από το εξαιρετικό βιβλίο «Bitter Crop: The Heartache and Triumph of Billie Holiday’s Last Year», το οποίο κυκλοφόρησε πριν από έναν μήνα.