Το “Becoming Led Zeppelin” ξεκινά όπως πολλά ροκ ντοκιμαντέρ – με ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ριφ του συγκροτήματος (το riff του Jimmy Page που σε τραντάζει ολόκληρο από το “Good Times Bad Times” του 1969) να αντηχεί πάνω από ένα μοντάζ παλιών ειδησεογραφικών πλάνων και συναυλιακών στιγμιότυπων. Όμως, αυτό δεν ήταν πάντα το αρχικό πλάνο.

Αρχικά, ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Bernard MacMahon ήθελε για την εισαγωγή μόνο ένα ολοκληρωμένο βίντεο: το ανατριχιαστικό πλάνο του μοιραίου αερόπλοιου Hindenburg, να τυλίγεται θεαματικά στις φλόγες κατά την προσγείωσή του στη ναυτική βάση Lakehurst το 1937.

«Βρήκαμε κάθε καρέ, συμπεριλαμβανομένων κάποιων που δεν είχαν προβληθεί ποτέ ξανά», είπε ο Bernard MacMahon στο NME. Η αρχική ταινία είχε υποστεί ζημιά, υπήρχε ένα τεράστιο «σκίσιμο» πάνω της, αλλά χάρη σε λίγη τεχνική μαγεία, κατάφεραν να τον αποκαταστήσουν.

«Μπορούσες να ακούσεις τον πραγματικό ήχο του Hindenburg τη στιγμή που εκρήγνυται – μαζί με τις κραυγές των ανθρώπων. Ήταν τόσο σοκαριστικό και τρομακτικό».

Μια εμβληματική φωτογραφία της καταστροφής τελικά διακόσμησε το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ των Led Zeppelin, αλλά ο MacMahon αποφάσισε πως η αποκατεστημένη ακολουθία ήταν υπερβολικά σκληρή για την ταινία.

«Δεν μπορούσες να ξεκινήσεις μια ταινία για τους Led Zeppelin με κάτι τέτοιο…».

Παραδόξως, οι τρομακτικές εικόνες του επιβλητικού Hindenburg που βυθίζεται στις φλόγες αποτελούν την τέλεια μεταφορά για την ιστορία των Led Zeppelin. Το βρετανικό κουαρτέτο με την εμμονή στα μπλουζ και τις θρυλικές χαίτες εκτοξεύτηκε στη φήμη στα τέλη της δεκαετίας του ’60, παίζοντας ένα βαρύ, παραμορφωμένο είδος rock and roll, ενισχυμένο από την ασύγκριτη δεξιοτεχνία κάθε μέλους. Αγνοημένοι από τα βρετανικά μέσα, πέρασαν τον Ατλαντικό—όπως το Hindenburg στο τελευταίο του ταξίδι—και έφτασαν στην Αμερική. Εκεί τους περίμενε ένα αδηφάγο, έτοιμο κοινό από επαναστατημένους εφήβους. Οι πιο ατίθασοι, πιο σέξι απόγονοι των Beatles έγιναν σύντομα το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο.

Και, όπως το Hindenburg, το μεγαλύτερο αερόπλοιο της εποχής του, η κυριαρχία τους τερματίστηκε απότομα και τραγικά—με τον θάνατο του ντράμερ John Bonham, μόλις στα 32 του, το 1980. Διαλύθηκαν αμέσως.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαν περιστασιακές εμφανίσεις, μια θριαμβευτική επανένωση το 2007 στη O2 Arena του Λονδίνου, καθώς και επανεκδόσεις, ζωντανές ηχογραφήσεις και συλλεκτικά άλμπουμ. Παρ’ όλα αυτά, οι Zeppelin δεν κατάφεραν ποτέ να επανενωθούν πραγματικά.

Πώς, λοιπόν, δύο σχετικά άγνωστοι κινηματογραφιστές, ο MacMahon και η McGourty, έπεισαν τους δύστροπους παππούδες του proto-metal να συμμετάσχουν σε ένα project για το οποίο δεν είχαν ακούσει ποτέ τίποτα, και στο οποίο δεν θα είχαν κανέναν δημιουργικό έλεγχο;

Ο πρώτος που προσεγγίστηκε ήταν ο ημι-συνταξιούχος Jimmy Page, που πλέον περνά τις μέρες του φωνάζοντας στον ενοχλητικό του γείτονα, Robbie Williams, από τον κήπο του στο δυτικό Λονδίνο. Ευτυχώς, βρήκε χρόνο για μια συνάντηση και έφτασε στο Royal Garden Hotel του Κένσινγκτον τον Νοέμβριο του 2017, κρατώντας μερικές μεγάλες σακούλες από το Waitrose. Μέσα τους, όπως αρχικά πίστεψε ο MacMahon, δεν υπήρχε το μεσημεριανό του, αλλά φθαρμένα ημερολόγια από τη δεκαετία του ’60.

Συνομίλησαν για επτά ώρες, προτού ο διαβόητα τελειομανής κιθαρίστας δηλώσει ότι είναι μέσα—με μία προϋπόθεση.

«Ο Jimmy με κοίταξε και με ρώτησε: “Θες να κάνεις αυτή την ταινία για μένα;”», εξηγεί ο MacMahon. «Του απάντησα: “Όχι, είναι για το συγκρότημα.” Χαμογέλασε και είπε: “Θα είναι λίγο πιο δύσκολο τότε… Δεν γιορτάζουμε ακριβώς μαζί Χριστούγεννα”».

Στη συνέχεια, δοκίμασαν την τύχη τους με τον μπασίστα και πληκτρά John Paul Jones.

«Καλέσαμε τον μάνατζέρ του, ο οποίος μας είπε πως ο John δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε ταινία για τους Led Zeppelin και να μην ξοδευτούμε καν για το ταχυδρομείο!», θυμάται η McGourty.

Αντέδρασαν στέλνοντάς του ένα DVD με τη βραβευμένη τους μίνι σειρά American Epic, που εξερευνά τη γέννηση της ηχογραφημένης μουσικής στην Αμερική της δεκαετίας του ’20, μαζί με την οδηγία να του ρίξει μια ματιά. «Μια-δυο μέρες αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο: “Θα ήθελε να σας συναντήσει”».

Έτσι κι έγινε, αυτή τη φορά στο Chiswick, όπου του εξήγησαν γιατί έπρεπε να ενδιαφερθεί για μια ταινία σχετικά με τους Zeppelin. O Jones πείστηκε.

Απέμενε, λοιπόν, ο Robert Plant, ο σγουρομάλλης Brummie που έθεσε τις βάσεις για κάθε αισθαντικό, σαγηνευτικό frontman που ακολούθησε. Ο Plant, με επτά Grammy στη σόλο καριέρα του, θεωρείται από πολλούς ο πιο επιτυχημένος από τα εν ζωή μέλη των Zeppelin—και, κατά συνέπεια, εκείνος που δέχεται τα περισσότερα πυρά για τις μακρές περιόδους αδράνειας του συγκροτήματος.

«Πρέπει να συμφωνήσουν όλοι τους. Είναι το ίδιο με τους Pink Floyd, υπάρχει μια συλλογική απόφαση της μπάντας και ορισμένα μέλη θεωρούν ότι τέτοια projects παρεμβαίνουν στη σόλο καριέρα τους», είχε σχολιάσει καυστικά ο φωτογράφος και φίλος του Page, Ross Halfin, όταν ρωτήθηκε για ένα πιθανό live album, τον Αύγουστο του 2021.

Ο MacMahon και η McGourty ήξεραν πως η πειθώ τους θα δοκιμαζόταν περισσότερο από ποτέ.

«Ο Robert ήταν λίγο διαφορετικός από τους Page και Jones—έπρεπε να του αποδείξουμε πως δεν επρόκειτο να τα παρατήσουμε», λέει η McGourty. Χρειάστηκε να τον ακολουθήσουν σε συναυλίες στο Περθ, στο Σέφιλντ και στο Λος Άντζελες, προτού δεχτεί να συζητήσει κάτι περισσότερο από έναν σύντομο διάλογο μετά το σόου.

Τελικά, υποχώρησε και τους κάλεσε στο Μπέρμιγχαμ για μια ουσιαστική συνάντηση.

Όταν έφτασαν, ο MacMahon και η McGourty έμειναν άφωνοι—ο Plant είχε φέρει μαζί του μια φίλη: τη χήρα του John Bonham, Pat.

«Δεν είχαμε ιδέα ότι θα ερχόταν, ήταν μια εκπληκτική έκπληξη», λέει ο MacMahon, βγάζοντας μια φωτογραφία. Ο Plant και η Bonham σκύβουν πάνω από ένα φθαρμένο άλμπουμ αποκομμάτων, χαμογελώντας σε μια παλιά εικόνα.

«Ήταν σημάδι πως τον ενδιέφερε—και οι δυο τους υπέγραψαν τη συμφωνία για την ταινία».

Η παρουσία της Pat στο πλευρό του Plant είναι μια συγκινητική υπενθύμιση της κοινής τους ιστορίας. Ο μαγνητικός τραγουδιστής των Zeppelin και ο εκρηκτικός τους ντράμερ ήταν φίλοι και συμπαίκτες πολύ πριν ο Page τους στρατολογήσει, στις παμπ της West Midlands—και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι οικογένειές τους παραμένουν δεμένες. Για κάποιους, η αδιάσπαστη σύνδεση του συγκροτήματος αναπτερώνει τις ελπίδες για μελλοντική δραστηριότητα, ίσως και—τολμάμε να το πούμε;—μια επανένωση.

Οι πιθανότητες, βέβαια, είναι ελάχιστες.

Τον Μάιο του 2019, το Becoming Led Zeppelin ανακοινώθηκε με έναν ενθουσιώδη δελτίο Τύπου, συνοδευόμενο από δηλώσεις όλων των μελών. Μετά από αυτό: απόλυτη σιγή—με μόνη εξαίρεση την ανακοίνωση μιας 7ιντσης κυκλοφορίας του Immigrant Song τον Οκτώβριο του 2020, η οποία ακυρώθηκε ξαφνικά, χωρίς καμία εξήγηση, μόλις μία ημέρα πριν από την προγραμματισμένη κυκλοφορία της. Επιπλέον, κανείς από τους Plant, Page ή Jones δεν παρέστη στις πρεμιέρες της ταινίας σε Λος Άντζελες και Λονδίνο στις αρχές της χρονιάς.

Η McGourty παραδέχεται πως «ποτέ δεν περιμέναμε να έρθουν στην πρεμιέρα» και ότι η απλή συμμετοχή τους στο project ήταν από μόνη της «ένα θαύμα». Ωστόσο, ένα έγγραφο του 2021, που ήρθε στο φως μέσω αιτήματος για Freedom of Information σε fan site, αποκάλυψε ότι η τότε εταιρεία διανομής, Altitude, ήθελε και τα τρία μέλη να προωθήσουν την ταινία στο Φεστιβάλ της Βενετίας εκείνο το καλοκαίρι. Τελικά, μόνο ο Page εμφανίστηκε—και το συγκρότημα μοιάζει πιο απομακρυσμένο από ποτέ από οποιαδήποτε πιθανότητα επανασύνδεσης.

Σε μια εβδομάδα όπου οι Black Sabbath ανακοίνωσαν ένα μεγαλειώδες αποχαιρετιστήριο σόου και οι Rolling Stones συνεχίζουν να προετοιμάζουν μια ακόμα περιοδεία, η απραξία των Led Zeppelin μοιάζει ακόμα περισσότερο με χαμένη ευκαιρία.

Σκεφτείτε το: μια τελευταία συναυλία στον ήλιο—ο Plant να δίνει ρέστα, ο Page να σαρώνει, ο Jones να οδηγεί το groove. Και δεδομένου ότι όλα τα εναπομείναντα μέλη εξακολουθούν να παίζουν ή να δημιουργούν μουσική, είναι πραγματικά τόσο αδιανόητο;

*Mε στοιχεία από το NME.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.