Οι Thievery Corporation είναι ένα από τα σπάνια εκείνα συγκροτήματα που λειτουργεί πολύ καλύτερα ζωντανά από ό,τι στουντιακά και στα πλαίσια ενός άλμπουμ.
Τουλάχιστον, έτσι το βιώνω εγώ, ακούγοντας (πολύ βαριεστημένα) τα άλμπουμ τους στην ησυχία του σπιτιού μου και κατόπιν βλέποντάς τους (πολύ λιγότερο βαριεστημένα) στη ζεστή ηχητική αγκαλιά μιας οποιασδήποτε σκηνής σε ένα μουσικό φεστιβάλ.
Ο ήχος τους ζωντανεύει όταν δημιουργείται in situ και ad hoc από μια ομάδα εξαιρετικά εκπαιδευμένων μουσικών – και κατοπίν ακούγεται μέσα από το τεράστιο ηχοσύστημα ενός συναυλιακού χώρου.
Γιατί το πολύ dub και το πολύ trip-hop έχει την τάση να ακούγεται πολύ λουστραρισμένο μέσα από τα αυλάκια ενός δίσκου βινυλίου, ενώ ζωντανά το μπάσο, οι διαρκώς εναλλασσόμενοι ρυθμοί και η μεταδοτική ενέργεια των Thievery Corporation διορθώνουν την πορεία, δείχνοντας πόσα πολλά είναι ακόμα δυνατά στην ηχητική διασταύρωση του χιπ-χοπ, της ηλεκτρονικής μουσικής, της ρέγκε, της φανκ, της σόουλ και της dub.
Πρόκειται για μια πραγματικά πολυπολιτισμική μουσική, με τους Thievery Corporation να έχουν εντωμεταξύ κατακτήσει παντοιοτρόπως και πραγματικά στους ήχους τους, απ’ όπου κι αν αυτοί προέρχονται.
Οι Thievery Corporation είναι το μουσικό project δύο disc jockeys της Ουάσιγκτον (D.C.), του Eric Hilton και του Rob Garza, οι οποίοι συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1995, όταν ο Hilton άνοιξε την δισκογραφική εταιρεία Eighteenth Street Lounge.
Το πάθος για τη reggae, την bossanova και την jazz οδήγησε στα εξαιρετικά πρώτα singles τους με τίτλο 2001 Spliff Odyssey (Eighteenth Street Lounge, 1996), Shaolin Satellite και Universal Highness.
Το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τον εύγλωττο τίτλο Sounds from the Thievery Hi-Fi (Eighteenth Street Lounge, 1996 – 4AD, 1998) μάς απέδειξε ότι το δίδυμο ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, και εξαιρετικοί χρήστες των απανταχού samples.
Τα νωχελικά dub grooves της μπάντας και τα χαλαρά hip-hop beats οδήγησαν αρχικά σε μερικά εξαιρετικά ambient κομμάτια που ακούγονται σαν αργόσυρτες εκδοχές κινηματογραφικών soundtracks που ξεκινούσαν από το (τότε πανταχού παρόν) trip-hop και φτάνοντας μέχρι το cocktail-lounge.
Το Abductions And Reconstructions (Eighteenth Street Lounge, 1999) είναι ένα μέτριο άλμπουμ με διάφορα remixes, ενώ το DJ Kicks (K7, 1999) περιέχει μια εξαιρετική σύμμειξη της exotica και της dub, με το εμβληματικό It Takes A Thief.
Το Mirror Conspiracy (Eighteenth Street Lounge, 2000) διαθέτει κάποιες υπερβολικές δόσεις βραζιλιάνικης suadade, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ασφαλώς πολύ στυλάτο (ειδικά για εκείνη την εποχή) με τα dub ηχοχρώματα να κυριαρχούν (Treasures, Shadows of Ourselves, Le Monde) και τα ατμοσφαιρικά soundtrack-ικά κομμάτια να υπερθεματίζουν (Focus On Sight, The Hong Kong Triad).
Η συγχώνευση bossanova, funk, hip hop, reggae, ακόμη και μεσανατολικής folk (με τα υπέροχα Indra και Lebanese Blonde) ηχεί σχεδόν σαν μια μεταμοντέρνα μουσική άσκηση που άλλοτε επιτυγχάνει τον στόχο της και άλλοτε όχι.
Οι Thievery Corporation εισέρχονται στην αξιόλογη περίοδό τους
«Αν το MTV έχει προσφέρει κάποιο καλό, είναι ότι μεγάλωσε μια γενιά συναισθημάτων.
Με ένα τραγούδι να παίζει, συνθέτουμε μια αντίστοιχη σκηνή. Επιλέγουμε χαρακτήρες και σκηνικό, φωτισμό, παλέτα: παίζουμε το μοβ της γραβάτας κάποιου γκάνγκστερ σε ένα κάγκελο από μαόνι υπό το φως του απογευματινού ήλιου, ίσως. Μετατοπίζουμε νοερά την εστίαση από την κύρια δράση σε σημαντικές λεπτομέρειες. Είναι όλα επιφανειακή λάμψη, αλλά το κάνουμε καλά. Σίγουρα, μπορείτε να πείτε ότι τα ΜΜΕ μάς έχουν μετατρέψει σε απευαισθητοποιημένους, άναρθρους, ενδεχομένως επικίνδυνους κακοποιούς, αλλά τουλάχιστον είμαστε κακοποιοί και καλλιτεχνικοί διευθυντές και κινηματογραφιστές», σημείωνε το 2000 το άρθρο του Pitchfork αναφορικά με το «The Mirror Conspiracy».
«Το άλμπουμ αυτό έχει ό,τι χρειάζεστε: κατασκοπεία, κυνηγητά, σκοτεινές συναλλαγές. Απαλοί γήινοι τόνοι, τροπικά χρώματα. Πικάντικες μυρωδιές χώματος, η μυρωδιά της ζούγκλας με τις τριπλές κουρτίνες, μυρωδιές πατσουλί. Βέβαια, πρόκειται απλώς για acid jazz με ντίσκο και bossanova επιρροές- φυσικά, οι ενορχηστρώσεις δεν εκπλήσσουν και τόσο- φυσικά, ο ρυθμός θα μπορούσε να έχει κάποια ποικιλία. Αλλά εδώ πρόκειται για μεταφορά, όχι για υπέρβαση. Το The Mirror Conspiracy παρέχει το soundtrack που απαιτεί αυτή την στιγμή ψυχή σας και αυτό είναι το μόνο σημαντικό».
Το The Richest Man In Babylon (Eighteenth Street Lounge, 2002) δεν είναι τόσο παν-εθνικό όσο παν-ατμοσφαιρικό.
Διαθέτει σε αφθονία μουσική της Μέσης Ανατολής (το αιθέριο ορχηστρικό Facing East για ούτι και βιολί), afro-latin μουσική (το αφροκουβανέζικο Exilio, το bossanova Meu Destino) και τζαμαϊκανή μουσική (η dub νιρβάνα των The Outernationalist, η reggae-pop του The State of the Union, From Creation).
Όλα τα παραπάνω αναμειγνύονται με την αμερικανική μουσική (το instrumental Liberation Front που κυριαρχείται από τα πνευστά α λα James Brown), με αποτέλεσμα ένα ηχητικό αποτέλεσμα που θυμίζει το soundtrack μιας neo-noir ταινίας κατασκόπων.
Εξαιρετικά σημαντική είναι εδώ η συνδρομή του Barry Adamson (ιδίως στο Until The Morning, αλλά καισ το Heaven’s Gonna Burn Your Eyes Out, τραγουδισμένο από την Ιταλοϊσλανδή τραγουδίστρια Emiliana Torrini).
Ένα πλήθος διασήμων καλεσμένων μετατρέπει το The Cosmic Game (ESL Music, 2005) στην πιο εκλεπτυσμένη απόπειρά τους για ένα πολυποίκιλτο ethnic jazz-dub fusion.
Τα αποτελέσματα είναι σε μεγάλο βαθμό τυπικά, αποδίδοντας κομψές μπαλάντες όπως το Marching The Hate Machines (με τη συμμετοχή του Wayne Coyne των Flaming Lips) και acid shuffles όπως το Holographic Universe,και ημι-επιτυχημένες απόπειρες σε world-music όπως το Amerimacka.
Συνολικά, το άλμπουμ αυτό ήταν απείρως πιο σκοτεινό και πολύ πιο ατμοσφαιρικό -ενώ μερικές φορές σε κοίμιζε κιόλας.
Πάντως, κατά γενική παραδοχή, από όλα τα άλμπουμ των Thievery Corporation, κανένα δεν είναι ίδιο με το άλλο.
Στην πραγματικότητα, οι επιρροές τους είναι πολυπολιτισμικές, με τους στίχους στα άλμπουμ τους να τραγουδιουνται στα αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά, ιταλικά, περσικά, πορτογαλικά, ρουμανικά και ακόμη και χίντι.
Αποδεικνύοντας περίτρανα ότι οι Thievery Corporation ήταν, είναι και θα παραμείνουν πρωτίστως και πρωταρχικώς πολίτες του κόσμου και κοσμοπολίτες της μουσικής.
Τα επόμενα άλμπουμ τους, δυστυχώς και μετά λύπης μας, ήταν γεμάτα από επαναλήψεις και αναμασήματα παλιών ιδεών.
Εμείς ελπίζουμε στη σκηνή του Release να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό.
*Το Release Athens 2024 υποδέχεται τους Thievery Corporation και τους Black Pumas, την Τρίτη 9 Ιουλίου, στην Πλατεία Νερού, σε μία ημέρα αφιερωμένη στους ήχους της downtempo / dub / electronica και της soul.
Διάθεση εισιτηρίων:
Τηλεφωνικά στο 211770000
Online / releaseathens.gr + more.com
Φυσικά σημεία: Καταστήματα Νova, Public, Ευριπίδης και Viva Spot Τεχνόπολης
Όλες οι πληροφορίες (τιμές, πρόγραμμα, πρόσβαση) στο releaseathens.gr