Κυρίες και κύριοι, οι Arctic Monkeys εξακολουθούν να αιωρούνται στο διάστημα, αλλά αυτή τη φορά εκτός τόπου και χρόνου. Με την κυκλοφορία του έβδομου full-length άλμπουμ τους, ένα από τα πιο δημοφιλή και συνεπή ροκ συγκροτήματα του πλανήτη έχουν εκτοξευτεί στο τελευταίο σύνορο, βουτώντας όλο και πιο βαθιά σε ηχητικές σκουληκότρυπες που οδηγούν χιλιάδες μίλια μακριά από οτιδήποτε θύμιζε αυτό που υπήρξαν κάποτε. Σκόπιμα ή όχι, προκαλεί μια αίσθηση ειρωνείας το γεγονός ότι η τελευταία δουλειά των παλικαριών από το Sheffield ονομάζεται The Car, καθώς το έδαφος που χαρτογραφούν στο άλμπουμ αυτό είναι απολύτως ακατάλληλο για τετράτροχο ή οποιοδήποτε άλλο όχημα που δεν έχει τη δυνατότητα να αιωρείται στους αθέρες αμήχανα. Γνέφοντας στο περιεχόμενο του Tranquility Base Hotel And Casino του 2018, ο Alex Turner δήλωσε ότι «σε αυτόν τον δίσκο, η επιστημονική φαντασία είναι εκτός τραπέζης. Είμαστε πίσω στη γη». Αυτό μπορεί να ισχύει όσον αφορά τους στίχους, αλλά ηχητικά μιλώντας, αν ελπίζατε σε μια επιστροφή στη σκληροπυρηνική κανονικότητα, θα βρείτε την πόρτα κλειδωμένη.
Υπάρχουν μερικές βασικές διαφορές μεταξύ του The Car και του ηχητικά πλούσιου προκατόχου του, στις οποίες θα αναφερθούμε σε λίγο – αλλά πρώτα, αξίζει να σημειωθεί ότι προς μεγάλη μας έκπληξη, ένα από τα στοιχεία του τελευταίου δίσκου των Arctic Monkeys είναι ότι συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το Tranquility Base. Και γιατί αυτό μας κάνει εντύπωση; Ακριβώς για τον λόγο ότι πρόκειται για μια μπάντα που σε μεγάλο βαθμό έχει κάνει καριέρα κάνοντας απανωτές ριζικές στιλιστικές αλλαγές με κάθε διαδοχική κυκλοφορία: για το Humbug του 2009, ο Turner και οι συνεργάτες του αγκάλιασαν τις stoner-rock υφές, αφήνοντας τα μαλλιά τους μακριά και τοποθετώντας μια μηχανή καπνού να αφηνιάζει στις περιοδείες τους, ενώ το Suck It And See του 2011 άφησε τον ήλιο να λάμψει με φωτεινούς Britpop-ισμούς της Δυτικής Ακτής στις μεγάλες φαβορίτες τους. Όταν ήρθε το AM του 2013 – το οποίο τους καθιέρωσε ως μια εμπορική κι ευρέως αναγνωρισμένη μπάντα – το κουαρτέτο βούτηξε τις μπούκλες του στην μπριγιαντίνη, συνδυάζοντας την αυθάδικη teddy boy αισθητική με το σκληρό desert rock λουκ, με τον Turner πάνω στη σκηνή να λικνίζεται με φιδίσιες κινήσεις, ροκ τσαχπινιά και μια σαφώς σέξι γοητεία.
Το ευφορικό anti-rock στοιχείο του Tranquility Base αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη ηχητική αλλαγή της μπάντας μέχρι σήμερα, οπότε με την κυκλοφορία του The Car ήταν απολύτως λογικό να περιμένουμε μια εξίσου ριζοσπαστική αλλαγή ηχητικής πλεύσης. Εντούτοις, και στα 10 καινούργια τους τραγούδια οι Arctic Monkeys μας δίνουν την αίσθηση ότι κάνουν μια μεταβολή επιστρέφοντας στο παρελθόν, καθώς είναι η πρώτη φορά που εντάσσουν ένα ήδη καθιερωμένο στυλ από το κατά τ’ άλλα εξαιρετικό Favourite Worst Nightmare του 2007, το οποίο έδωσε μια ισχυρή ένεση τεστοστερόνης στον γρήγορο και πολύκροτο ήχο του ντεμπούτου τους του 2006 Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not.
Είναι αδύνατο να μην αντιληφθεί κανείς το The Car ως τον φτωχότερο συγγενή του άψογα ενορχηστρωμένου Tranquility Base του οποίου ο ηχητικός του πλουραλισμός υπερβαίνει κάθε βαρύτητα, καθώς και ως ένα αρκετά υποδεέστερο άλμπουμ σε σύγκριση με το με το Whatever People Say I Am. Ο δίσκος εμπεριέχει μια υπερπληθώρα πειραματισμών που ωστόσο πολύ συχνά χάνει το στόχο. Μπαράζ από διάσπαρτων funk κιθαριστικών ήχων ξεμυτίζουν μέσα από την ασύνδετη, ορχηστρική ποπ στο “I Ain’t Quite Where I Think I Am” καθώς και στο “Jet Skis On The Moat” με έναν τρόπο οριακά απωθητικό. Με τη φωνή του Turner να μοιάζει σα να βγαίνει από κάποιο σκοτεινό σπήλαιο, βαθιά και υπόκωφη σε μινόρε κλίμακα, το ομώνυμο κομμάτι θυμίζει την κιθαριστική κομψότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία ταλαντούχων frontmen όπως ο Damon Albarn και ο Jarvis Cocker – σηματοδοτώντας ίσως την πρώτη φορά που οι πάντα νέοι Arctic Monkeys ακούγονται κάπως γέροι.
Θα χαρακτήριζα το The Car ως το πιο παράξενο άλμπουμ των Arctic Monkeys, αλλά και ως την πιο μελαγχολική δουλειά τους, θυμίζοντας μουσική που γράφτηκε για κάποια ταινία του James Bond -για έναν κατάσκοπο με χρόνια κατάθλιψη. Είναι σίγουρα η πιο θλιβερή μουσική που έχει υπογράψει ποτέ ο Turner μετά τις σκοτεινές μελωδίες του soundtrack για το Submarine του Richard Ayoade το 2010. Το καυστικό λυρικό του δαιμόνιο ήταν παρόν τότε που τραγούδησε, «Παράγεται καινούργια μουσική/ μόνο και μόνο για να δημιουργούνται καινούργια ringtones», στο A Certain Romance του Tranquility Base. Ενώ στο Four Out Of Five του ίδιου άλμπουμ τραγούδησε με ειρωνική διάθεση «Έφτιαξα ένα μεξικάνικο εστιατόριο στην οροφή/πήρε καλά reviews». Ωστόσο, στο The Car, τα αστέρια Michelin του Μεξικάνικου έχουν σβήσει, η υγειονομική υπηρεσία το έκλεισε, και τα φώτα ήταν πολύ φωτεινά σε όλα τα λάθος σημεία, αποκαλύπτοντας ένα σκληρό κενό και μια μαλθακότητα εκεί που κάποτε το σκοτεινό στοιχείο ξεδιπλωνόταν στη μουσική τους σαν μια γοητευτική αύρα.
Εκεί που κάποτε τραγουδούσε, “Kiss me underneath the moon’s side boob”, με ένα αθυρόστομο μειδίαμα, τώρα αναστενάζει, “Come here and kiss me now/ Before it gets too cute”. Το ομώνυμο όχημα στο εξώφυλλο του άλμπουμ – που τραβήχτηκε από τον ντράμερ Matt Helders, ο οποίος τώρα φαίνεται να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να φέρνει τους block-rockin’ ρυθμούς που έφερνε κάποτε στον ήχο τους. Στο “There’d Better Be A Mirrorball” o Turner τραγουδά “If you wanna walk me to the car/ You ought to know I’ll have a heavy heart” καθώς ο Turner σε ολόκληρο το άλμπουμ αναστοχάζεται με λύπη, αραδιάζοντας ένα κάρο υπεκφυγές, δυσπιστίες και συγγνώμες, κάνοντας το πασιφανές ότι αυτά τα ανάμεικτα μηνύματα δεν έχουν την οξύτητα που είχαν κάποτε.
“Puncturing your bubble of relatability with your horrible new sound”, τραγουδάει επίσης στο “Sculptures Of Anything Goes”, μια από τις πιο αστείες στιγμές του άλμπουμ που ενδεχομένως να είναι και μια στιγμή αυτογνωσίας σχετικά με το πού οδεύουν οι Arctic Monkeys σε αυτό το σημείο της καριέρας τους. Το The Car είναι ο ήχος μιας μπάντας που πειραματίζεται τόσο ηχητικά όσο και στιχουργικά και πρόκειται να δοκιμάσει κάτι για μια φορά και το πιο πιθανόν τελευταία φορά, και οι δυνατότερες στιγμές του άλμπουμ είναι εξίσου ισάριθμες με τις χειρότερες. Η απλή λάμψη του “Body Paint” μου άρεσε αρκετά καθώς ανθίζει σε ένα καλειδοσκοπικό Μπητλικό breakdown και καταλήγει σε μια ερωτικά παθιασμένη κορύφωση, ενώ η ενορχήστρωση των “There’d Better Be a Mirrorball” και “Perfect Sense” είναι αρκετά εντυπωσιακή.
Προσωπικά προσπάθησα, προσπάθησα πολύ. Tο άκουσα και το ξανάκουσα διάφορες ώρες της ημέρας, στο σαλόνι, στο υπνοδωμάτιο, στο μπάνιο, εντός κι εκτός σπιτιού, σε μπαρ και στο Λόφο Φιλοπάππου με ακουστικά, μπας και αλλάξει κάτι στη διάθεση, στο αισθητικό γούστο, στο ακουστικό μου κριτήριο, αλλά τίποτα. Τζίφος! Και σίγουρα σκέφτομαι ότι ο κάθε καλλιτέχνης δεν οφείλει σε κανέναν και σε τίποτα να παραμένει ούτε νέος ούτε αιχμηρός, και όλοι δικαιούνται αλμπουμικές στιγμές θλίψης και αποπροσανατολισμού. Ωστόσο, όταν πρόκειται για ένα γκρουπ που έχει πλήρη επίγνωση της δυνατότητας που του δόθηκε να πάει τους ακροατές του όπου οδηγούν οι δικές του δημιουργικές παρορμήσεις, είναι πολύ συναρπαστικό να το παρακολουθείς – ακόμα και όταν περιστασιακά, και για πρώτη φορά στην καριέρα του, αρχίζει να ακούγεται λίγο εκτός τόπου και χρόνου!