Το Τάνγκο είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη και χορούς στον πλανήτη. Γεννήθηκε και άκμασε στις όχθες του ποταμού Rio De La Plata, στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη από φτωχούς μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο, και διαδόθηκεσε όλον τον κόσμο.

Η Ισπανική λέξη Tango ετυμολογείται πιθανόν από τη γλωσσική οικογένεια Niger-Congo της Δυτικής Αφρικής και είναι συγγενής με την λέξη «tamgu» (χορός/χορεύω) της γλώσσας Ibibio αυτής της οικογένειας.

Οι ρίζες του τάνγκο είναι πολλές και διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των gauchos (οι Αργεντινοί κάου-μπόϋς που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας). Το Αφρικανικής προέλευσης (από το Κογκό) candombe που παιζόταν με κρουστά  και χορευόταν από τους μαύρους σκλάβους. Το bel canto ή canzonetta, το πιο εξευγενισμένο χορευτικό στυλ των Ιταλών μεταναστών, η Κουβανική habanera και το αυστριακό βαλς.

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το τάγκο ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, κυρίως στη γειτονιά της Λα Μπόκα στο λιμάνι της πόλης.

Η Λα Μπόκα ήταν μια γειτονιά που κοινωνικά είχε πάρα πολλές ομοιότητες με τη Τρούμπα του Πειραιά. Λιμάνι με τη πλειοψηφία των κατοίκων της να είναι μετανάστες από την Ευρώπη -κυρίως από τον νότο- γεμάτη πολυχρωμία, φτώχεια… και φιλότιμο.

Το τάνγκο, όπως ακριβώς και το ρεμπέτικο τη περίοδο του μεσοπολέμου, θεωρούταν παρακμιακή μουσική που έκφραζε όλα τα λούμπεν παραβατικά άτομα της εποχής, κυρίως στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες.

Όπως ήταν φυσικό αντιμετωπίστηκε εχθρικά από το αργεντίνικο κράτος και περισσότερο από την αστική του τάξη, στα μάτια της οποίας ήταν συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο, τις κακόφημες ταβέρνες, τα καφέ και τους οίκους ανοχής.

Στιχουργικά έχει πάρα πολλά κοινά με το ρεμπέτικο και η θεματολογία των στίχων του καταπιάνονταν με τη φτώχεια και τους λογείς παράνομους, τους χασικλίδες, τους μαχαιροβγάλτες, τους έρωτες με πόρνες, τους φόνους για λόγους τιμής κ.λπ.

«Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.» Cάtulo Castillo – Oro falso

Εκτός φυσικά από την ίδια τη μουσική -η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις ανατολίτικες κλίμακες και φόρμες του ρεμπέτικου- το τάνγκο στιχουργικά είχε και πολλά πολιτικά τραγούδια κυρίως αναρχικά, λόγω της ύπαρξης ιταλών αναρχικών που είχαν μεταναστεύσει στην Αργεντινή- σε αντίθεση με το ρεμπέτικο όπου οι πολιτικές αναφορές απουσιάζουν.

Σαν χορός ξεκίνησε και αυτός όπως το ρεμπέτικο -ένας αντρικός χορός με τη παντελή απουσία γυναικών.

Σήμερα έχουμε στο μυαλό μας το τάνγκο ως έναν από τους πιο ερωτικούς χορούς που έχουν υπάρξει, αλλά εκείνη την εποχή, οι κοινωνικές συνθήκες και ο συντηρητισμός της, εμπόδιζαν τις γυναίκες να βρεθούν στην αγκαλιά των ανδρών. Ο χορός στην αρχή δεν είχε ερωτικά χαρακτηριστικά και τα ζευγάρια αντρών που το χόρευαν έμοιαζαν σαν να είναι πιασμένοι στα χέρια και να παλεύουν. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος του τάνγκο που έγραψε το 1895 ο Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο στο τραγούδι “Cambalache” (Ανακατωσούρα).

«Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό»

Λα Μπόκα: Συνοικία το Όνειρο

Η Λα Μπόκα, η  συνοικία του Μπουένος Άιρες δίπλα στο λιμάνι της πόλης,  αντλεί το όνομα της απ’ τον Γενοβέζικο συνοικισμό Boccadasse -μία παλιά γειτονιά ναυτικών της πόλης Γένοβας, της Ιταλίας. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η Λα Μπόκα ήταν η γειτονιά που έριξαν άγκυρα εκατοντάδες ιταλοί μετανάστες -και όχι μόνο- με πολλούς από αυτούς να έχουν φύγει από την Ιταλία λόγω διώξεων επειδή ήταν αναρχικοί ή μέλη του απελευθερωτικού στρατού του Γκαριμπάλντι.

Όπως ήταν φυσικό, οι μετανάστες έφεραν μαζί τους και τον πολιτισμό τους που δεν ήταν άλλος από τις μουσικές τους ρίζες και τις πολιτικές τους ιδέες.

Η Λα Μπόκα, στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου ήταν εκτός από μια γειτονιά εργατών και μια δεξαμενή για νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, καθώς η μετανάστευση την είχε μετατρέψει σε ένα κομβικό σημείο συνάντησης ανθρώπων που, εκτός απ’ τα κοινά τους προβλήματα, μοιράζονται και τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Η γειτονιά των λιμενεργατών ήταν ταυτόχρονα και γειτονιά μουσικών, ζωγράφων, εικαστικών, ποιητών και ονειροπόλων.

Η παρουσία  όλων αυτών των μεταναστών διαμόρφωσε και τη μουσική.

Το chotis -ένας μαδριλένικος χορός όπως το βαλς και η πόλκα- ήταν δημοφιλή είδη ανάμεσα στους μετανάστες οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από τον ευρωπαϊκό νότο. Το μπαντονεόν και το βιολί, για παράδειγμα, ήταν  όργανα που έφεραν οι μετανάστες τα οποία έσμιξαν με τις Ισπανικές κλασικές κιθάρες.

Το μπαντονεόν είναι πληκτροφόρο μουσικό όργανο, “ξαδελφάκι” του ακορντεόν, και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Αργεντινή.

Ονομάστηκε bandonion από τον εφευρέτη του, τον Γερμανό Χάινριχ Μπαντ, και κατασκευάστηκε αρχικά ως όργανο για την εκκλησιαστική μουσική  Οι γερμανοί μετανάστες στην Αργεντινή έφεραν μαζί τους το όργανο στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου ενσωματώθηκε στην ντόπια μουσική. Σε αντίθεση με το ακορντεόν, το μπαντονεόν δεν έχει πλήκτρα, αλλά κουμπιά και στις δύο πλευρές.

Ανάμεσα στις ταβέρνες και τα καφενεία των μεταναστών, οι ιδέες και η διασκέδαση πήγαιναν αγκαζέ με τον πόνο τη φτώχεια και τις αναμνήσεις των μακρινών πατρίδων τους.

Η πρώτη γενιά των ερμηνευτών τάνγκο αναφέρεται σαν η «Παλιά Φρουρά» (Guardia Vieja). Το πρώτο τάνγκο που ηχογραφήθηκε ήταν του Angel Villoldo (Άνχελ Βιζόλντο). Η μουσική παιζόταν με όργανα που μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν: τρίο φλάουτο – κιθάρα – βιολί, με το μπαντονεόν να φτάνει περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η διάδοση του μπαντονεόν οφειλόταν πρωτίστως στον Eduardo Arolas, ενώ ο Vicente Greco καθιέρωσε το σεξτέτο για το τάγκο, αποτελούμενο από πιάνο, κοντραμπάσο, δύο βιολιά και δύο μπαντονεόν.

Από τα φτωχά καταγώγια στα μεγαλοαστικά σαλόνια.

Η δεκαετία 1910-1920 είναι η περίοδος όπου το τάνγκο φεύγει από τα στενά όρια της Αργεντινής και της Ουρουγουάης και κατακτά τον κόσμο, κάτι όπου ανάμεσα στα άλλα έκανε και τους αργεντινούς αστούς να το αποδεχθούν.

Γύρω στα 1910 το ταγκό άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούριος χορός της μόδας, από τις αστικές τάξεις, ακόμη και από την αριστοκρατία. Πρώτα στο Παρίσι και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, πράγμα που αντανακλάται και στα αστικά εγχειρίδια κοινωνικών μοντέρνων χορών της εποχής, τα οποία περιλαμβάνουν και το τάνγκο.

Την ίδια περίοδο το τάνγκο φτάνει και στην Ελλάδα, ενώ το 1914 οι οπερέτες “Πόλεμος εν Πολέμω” του Σπύρου Σαμαρά και “Στα Παραπήγματα” του Θεόφραστου Σακελλαρίδη περιλαμβάνουν ελληνικά τάνγκο. Στα επόμενα χρόνια, και ιδίως στον μεσοπόλεμο, ηχογραφούνταν και κυκλοφορούσαν σε δίσκους γραμμοφώνου πάνω από εκατό ελληνικά τάνγκο κάθε χρόνο.

Το ρεμπέτικο βέβαια χρονικά, γεννήθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή από τους πρόσφυγες αλλά και η δική του πορεία ήταν σχετικά ανάλογη εντός της ελληνικής επικράτειας. Από τα καταγώγια και τους τεκέδες της δεκαετίας του 1930, μπήκε στα σαλόνια της αστικής τάξης τη δεκαετία του 1950, όπου αφού πρώτα… εξευγενίστηκε στιχουργικά με αποκλειστικά ελαφρούς ερωτικούς στίχους κι έγινε μόδα μεταξύ των πλούσιων της εποχής, οι οποίοι ανακάλυψαν τα… μπουζούκια. Οι ταινίες της εποχής όπως και αυτές του ‘60 είναι χαρακτηριστικές.