«Οι Tangerine Dream είναι το καλύτερο από τα συγκροτήματα της λεγόμενης Kosmische Music σκηνής της Γερμανίας. Ένα κομμάτι των Tangerine Dream δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα επαναλαμβανόμενο ηχητικό drone. Η προσεκτικότερη ακρόαση αποκαλύπτει ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και εξελισσόμενο μοτίβο, κάτι σαν το «In C» του Terry Riley».

Ο John Peel – ο πρώτος που σύστησε τη μουσική του συγκροτήματος στο βρετανικό κοινό από το 1970 κιόλας – παρουσιάζοντας τους Tangerine Dream στην ραδιοφωνική εκπομπή του στο BBC το 1973.
————————————————————————————————————-
Θα υπήρχαν Tangerine Dream δίχως τον Salvador Dali; Αμφίβολο.

Γιατί μπορεί οι Tangerine Dream να πήραν το όνομά τους από το ομώνυμο ντεμπούτο του βρετανικού ψυχεδελικού συγκροτήματος των Kaleidoscope που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1967, αλλά δίχως την συμβολή του Καταλανού ζωγράφου, η μουσική των Tangerine Dream δεν θα είχε ανέλθει στα ίδια επίπεδα σουρεαλιστικής μουσικής κοσμικότητας.

Οι Tangerine Dream ιδρύθηκαν τον Δεκέμβριο του 1967 από τον Edgar Froese στο (τότε Δυτικό) Βερολίνο. Ο Froese ήταν γοητευμένος από το σουρεαλιστικό έργο του Salvador Dalí και μαζί με την πρώτη ψυχεδελική ροκ μπάντα του, τους The Ones έκανε μια διερευνητική κρούση στον Νταλί.

Ω του θαύματος, λίγες εβδομάδες μετά, οι The Ones προσκλήθηκαν να παίξουν στην έπαυλη του Dalí στο Port Lligat της Καταλονίας.

«Ο Νταλί ήταν αρκετά μεγάλη επιρροή στη ζωή μου, επειδή η φιλοσοφία του να είσαι όσο το δυνατόν πιο αυθεντικός, με είχε αγγίξει πολύ έντονα εκείνη την εποχή. Όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Νταλί ήμουν 22 ετών, ένας νέος που ήξερε αμέσως ότι σχεδόν τα πάντα είναι δυνατά στην τέχνη, αρκεί να έχεις ισχυρή πίστη σε αυτό που κάνεις», είπε ο Froese σε μια συνέντευξη του το 2010 για το The Quietus, ενθυμούμενος τον αντίκτυπο αυτής της συνάντησης.

Το 1968 έφυγε, οι Τhe Ones έγιναν Tangerine Dream και τον Σεπτέμβριο του 1969 η μπάντα έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο μουσικό φεστιβάλ Internationale Essener Songtage, το λεγόμενο και «Woodstock της Γερμανίας», καθώς το εν λόγω φεστιβάλ συγκέντρωσε τα μεγαλύτερα και πλέον ελπιδοφόρα ονόματα της νέας γερμανικής μουσικής σκηνής. Εκεί, οι Tangerine Dream εμφανίστηκαν μαζί με μουσικούς όπως οι Amon Düül, Guru Guru, The Fugs και ο Frank Zappa.

Tangerine Dream
Οι The Ones, η πρώτη εκδοχή των Tangerine Dream, μαζί με τον Salvador Dali, στην θερινή κατοικία του στο Port Lligat, το 1967, όπου έπαιξαν μια συναυλία προς τιμήν του

Στα τέλη του 1969, ο Edgar γνώρισε τον ντράμερ Klaus Schulze, ο οποίος μόλις είχε εγκαταλείψει το συγκρότημα Psy Free. Μετά, βρήκαν έναν ακόμη μουσικό συνεργάτη στο πρόσωπο του Conrad Schnitzler, πρώην μαθητή του Joseph Beuys.

Ο Klaus θυμάται μια – μάλλον παράξενη – συναυλιακή εμπειρία από την ίδια χρονιά: «Μια μέρα παίξαμε με τους Tangerine Dream σε ένα φεστιβάλ σε κάποιο γερμανικό κάστρο. Διήρκεσε όλο το Σαββατοκύριακο και επισκεφτήκαμε το κοινόβιο των Guru Guru που ζούσαν κάπου εκεί κοντά. Οι τύποι έριξαν λίγο LSD στο τσάι μας, ακριβώς πριν από τη συναυλία. Αυτό ήταν συναυλία! Ο Conny Schnitzler είχε ένα βιολί με ένα πικάπ το οποίο απλά κρατούσε μπροστά από το ηχείο, και απλά ούρλιαζε όλη την ώρα. Ο Edgar μάς είπε αργότερα ότι νόμιζε ότι ο λαιμός της κιθάρας του είχε μήκος 10 μέτρα και δεν μπορούσε να τον φτάσει. Και εγώ τα ντραμς μου τα χτυπούσα μεν δυνατά, αλλά ο ήχος έμοιαζε να αργεί να επανέλθει… κάπως σαν μισό λεπτό αργότερα τον άκουγα εγώ».

Αργότερα εκείνη τη χρονιά, η νέα σύνθεση ηχογράφησε ένα session σε ένα ιδιωτικό στούντιο στο Berlin-Kreuzberg. Το υλικό δεν προοριζόταν αρχικά για κυκλοφορία. Για κάποιο άγνωστο λόγο, η κασέτα του session βρέθηκε στο γραφείο του παραγωγού και ιδιοκτήτη των Hansa Studios, του Peter Meisel.

Προς έκπληξη του συγκροτήματος, η Ohr Records, που ιδρύθηκε από τον Meisel και τον Ralf-Ulrich Kaiser, τους προσέφερε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο. Το άλμπουμ «Electronic Meditation» [Ηλεκτρονικός Διαλογισμός] κυκλοφόρησε το 1970 και είναι το μοναδικό άλμπουμ της σύνθεσης Edgar Froese, Klaus Schulze και Conrad Schnitzler.

Το 1970 ο Klaus Schulze και ο Conrad Schnitzler εγκατέλειψαν το συγκρότημα. Αργότερα ο Klaus σχημάτισε τους Ash Ra Tempel μαζί με τους Manuel Goettsching και Hartmut Enke και ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του το 1971. Ο Conrad, με τη σειρά του, σχημάτισε τα συγκροτήματα Kluster και Eruption.

Την ίδια χρονιά, ο Christopher Franke, ο ντράμερ του συγκροτήματος Agitation Free, εντάχθηκε στους Tangerine Dream. Όπως και ο Edgar, επηρεάστηκε από συνθέτες όπως ο John Cage και ο Iannis Xenakis.

«Ο Edgar και εγώ καταλαβαινόμασταν πολύ καλά από την αρχή. Και οι δύο μας θέλαμε να ξεφύγουμε από τη ποπ φόρμα και να φτιάχνουμε μεγάλα κομμάτια μουσικής και να αυτοσχεδιάζουμε», λέει ο Christopher Franke.

Η τριμελής ομάδα συμπληρώθηκε από τον οργανίστα Steve Schroyder. Η σύνθεση Froese, Franke, Schroyder ηχογράφησε το άλμπουμ «Alpha Centauri» στα Dierks Studios στο Stommeln κοντά στην Κολωνία το 1971. Εκτός από τους τρεις τακτικούς μουσικούς, ο Udo Dennebourg έπαιξε φλάουτο και ο Roland Paulyck συνθεσάιζερ. Το «Alpha Centauri» ήταν εμπνευσμένο από τα έργα του μουσουργού Gyoergy Ligeti.

Η ξαφνική αποχώρηση του Steve Schroyder το 1971 έκανε χώρο για τον αντικαταστάτη του στο συγκρότημα, τον Peter Baumann. Ο Peter ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα το 1968 ως οργανοπαίκτης και με αυτή την προσθήκη σχηματίστηκε η πρώτη σταθερή σύνθεση που θα υπήρχε για περίπου έξι χρόνια. Τον Ιούνιο του 1971, ο συνθέτης και πιανίστας Friedrich Gulda κάλεσε τους Tangerine Dream να παίξουν μαζί με τους Pink Floyd στο Ossiach World Music Festival στην Αυστρία.

Στις 30 Αυγούστου του ‘71, η Ohr Records κυκλοφόρησε το πρώτο single των Tangerine Dream, το «Ultima Thule». Και τότε είχαμε μια μάλλον ριζοσπαστική απόφαση εκ μέρους του συγκροτήματος…

Εξοστρακισμός και ηχητική στροφή για τους Tangerine Dream

Μετά τη ριζοσπαστική απόφαση να πουλήσουν όλα τα συμβατικά τους όργανα, οι Tangerine Dream ξεκίνησαν να ηχογραφούν ουσιαστικά… από το μηδέν με μικρές συσκευές, όπως, για παράδειγμα, μια γεννήτρια ημιτονικών κυμάτων, και άρχισαν να αναπτύσσουν νέους πειραματικούς ήχους. Η «συμβατική» – κατά τους ίδιους – μουσική είχε πεθάνει για χάρη του ηλεκτρονικού πειραματισμού.

Δεν είχαν σκοπό να φτιάξουν τραγούδια ή κομμάτια που να ακούγονται «ευχάριστα» και τίποτα δεν ήταν προγραμματισμένο καθώς όλα στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε αυτοσχεδιασμούς. Με βάση ένα συνθεσάιζερ ηχογράφησαν το άλμπουμ «Zeit» του 1972, το τρίτο στούντιο άλμπουμ τους που έχει υπότιτλο «Largo in Four Movements». Εκτός από τον Edgar, τον Christopher και τον Peter, ο Florian Fricke των Popol Vuh έπαιξε συνθεσάιζερ, ο Steve Schroyder επανεμφανίστηκε στο όργανο, καθώς και άλλοι τέσσερις προσκεκλημένοι μουσικοί που έπαιζαν τσέλο.

Ωστόσο, ορισμένες από τις συναυλίες των πρώτων χρόνων αποδείχθηκαν μάλλον προβληματικές για το συγκρότημα. Τον Οκτώβριο του 1972, οι Tangerine Dream έδωσαν τη συντομότερη συναυλία της καριέρας τους: διήρκεσε μόλις 15 λεπτά. Η σύνθεση των Froese, Franke, Baumann εμφανίστηκε στο Bayreuth, γνωστό για τα φεστιβάλ του Richard Wagner. Έχοντας κλείσει ως support act για μια ροκ μπάντα, είχαν μόλις αρχίσει να πειραματίζονται, καθώς κουτιά με χυμούς και φρούτα άρχισαν να προσγειώνονται στη σκηνή. Οι Tangerine Dream, μετά από τόσο έντονο «κράξιμο», αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη σκηνή.

Το «Atem», το τέταρτο LP τους ηχογραφήθηκε στο στούντιο του Dieter Dierks, όπως και τα δύο προηγούμενα άλμπουμ, και κυκλοφόρησε το 1973. Έτυχε τεράστιας αποδοχής στη Βρετανία, χάρη στη συνδρομή του John Peel, του DJ του BBC Radio, ο οποίος το είχε επιλέξει ως «δίσκο της χρονιάς» στη σχετική λίστα του BBC. Αυτό τράβηξε την προσοχή του Richard Branson, ιδρυτή της Virgin Records, ο οποίος στη συνέχεια υπέγραψε τους Tangerine Dream τον Δεκέμβριο του 1973.

Η πρώτη κυκλοφορία της μπάντας στη Virgin Records ήταν το άλμπουμ «Phaedra» το 1974. Ηχογραφημένο στο The Manor at Shipton-on-Cherwell στο Oxfordshire το χειμώνα του 1973, είναι το πρώτο άλμπουμ των Tangerine Dream που περιλαμβάνει τον (πλέον) κλασικό τους ήχο με τα απανωτά και επαναλαμβανόμενα sequencer, διαμέσου ενός συνθεσάιζερ Moog, το οποίοαγοράστηκε από τον Peter Meisel, των Hansa Studios, ο οποίος με τη σειρά του το είχε αγοράσει προηγουμένως από τους ίδιους τους Rolling Stones.

Το άλμπουμ σηματοδότησε την απαρχή της διεθνούς επιτυχίας του συγκροτήματος, φτάνοντας στο νούμερο 15 του UK Album Chart.

Η πρώτη συναυλία του συγκροτήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιήθηκε στο Victoria Palace Theatre του Λονδίνου στις 16 Ιουνίου 1974, τον ίδιο μήνα που κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό LP του Edgar Froese, του «Aqua», από τη γερμανική εταιρεία Brain Records.

Ο Edgar χρησιμοποίησε το λεγόμενο «Artificial Head System» για να πραγματοποιήσει binaural, δηλαδή διαυλικές ηχογραφήσεις, στις οποίες συμπεριέλαβε τον ήχο των αεροπλάνων που έφταναν στο αεροδρόμιο Tegel του Βερολίνου και τον ήχο των σωλήνων νερού στο διαμέρισμά του, γι’ αυτό εξάλλου και το άλμπουμ συνιστούσε στους ακροατές του να χρησιμοποιούν στερεοφωνικά ακουστικά.

Ακολούθησε μια περιοδεία τριών εβδομάδων στη Μεγάλη Βρετανία το φθινόπωρο του 1974, κατά την οποία η μουσική των Tangerine Dream υποστηρίχθηκε οπτικά για πρώτη φορά από το λεγόμενο Video Synthesizer. Το περιοδικό Melody Maker τους κατέταξε μεταξύ των «πιο υποσχόμενων συγκροτημάτων στον κόσμο για το 1974».

Αφορισμένοι για βεβήλωση

Τον Δεκέμβριο του 1974, οι Tangerine Dream εμφανίστηκαν στον καθεδρικό ναό της Reims στη Γαλλία. Ο καθεδρικός ναός προσέφερε ένα εξαιρετικό σκηνικό με τη γοτθική αρχιτεκτονική του, ωστόσο δυστυχώς ο διοργανωτής άφησε να μπουν στο κτίριο τρεις φορές περισσότεροι άνθρωποι από όσους επιτρεπόταν, με αποτέλεσμα να επικρατήσει το χάος καθώς οι άνθρωποι κάπνιζαν μαριχουάνα και ουρούσαν στις γωνίες.

Ο John Rockwell έγραψε για τους New York Times ότι «Ο καθεδρικός ναός της Reims δεν είναι το πρώτο μέρος που οι συντηρητικοί ακροατές και θεατές ισχυρίζονται ότι «βεβηλώθηκε» από τις ορδές των οπαδών της ροκ». Το περιστατικό πήρε μεγάλη έκταση και έφτασε μέχρι το Βατικανό με αποτέλεσμα ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ να… αφορίσει τους Tangerine Dream, απαγορεύοντάς τους να εμφανιστούν στο μέλλον σε μια οποιαδήποτε καθολική εκκλησία.

Ο Michael Hoenig αντικατέστησε τον Peter Baumann λίγο πριν από μια περιοδεία που οδήγησε το συγκρότημα στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία την άνοιξη του 1975. Ο Peter αποφάσισε να εγκαταλείψει ξαφνικά το συγκρότημα τον Ιανουάριο του 1975 κάνοντας ένα οδικό ταξίδι σε όλη την Ασία. Δεν είχε ενημερώσει κανέναν για τα σχέδιά του και χρειάστηκαν δύο εβδομάδες για να μάθουν τα υπόλοιπα μέλη αν ήταν όντως νεκρός ή ζωντανός. Μετά το τέλος της περιοδείας, ο Peter εμφανίστηκε ξαφνικά σε μια συναυλία της μπάντας στο Royal Albert Hall του Λονδίνου και μετά από μια μακρά συζήτηση και απανωτές διαπραγματεύσεις, επανήλθε στο συγκρότημα.

Το 1975 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Rubycon», με τη σύνθεση Froese / Franke / Baumann. Οι αντιδράσεις των κριτικών ήταν αμφιλεγόμενες: κάποιοι χαρακτήρισαν το άλμπουμ ως «μη μελωδικό», ενώ άλλοι αναγνώρισαν «ανεξερεύνητους κόσμους μέσα στη μουσική του συγκροτήματος».

Ο δεύτερος σόλο δίσκος του Edgar με τον τίτλο «Epsilon in Malaysian Pale» ηχογραφήθηκε μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει στη ζούγκλα της Μαλαισίας. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1975 και ο David Bowie τον αποκάλεσε αργότερα ως «το απόλυτο soundtrack της ζωής μου στο Βερολίνο».
Με τον Peter πίσω στο συγκρότημα, οι Tangerine Dream έδωσαν συναυλίες σε όλη την Ευρώπη. Το «Ricochet» ήταν το πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ της μπάντας, ηχογραφημένο κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους το ’75 στη Γαλλία και την Αγγλία. Το New Musical Express (NME) το περιέγραψε ως «ένα από τα πιο όμορφα άλμπουμ της χρονιάς».

Το άλμπουμ «Stratosfear» του 1976 τους απομακρύνει από τον sequencer-driven ήχο τους προς έναν πιο μελωδικό. Τα κομμάτια έγιναν μικρότερα σε διάρκεια φτάνοντας το πολύ μέχρι τα 11 λεπτά. Τότε είναι που συνυπήρξαν μαζί με κάποιους διάσημους μουσικούς, Βρετανούς και Αμερικανούς.

Ο Iggy Pop και ο David Bowie δούλευαν εκείνη την εποχή πάνω στα άλμπουμ τους «Heroes» και «The Idiot» στα Hansa Studios στο Kreuzberg, ενώ μοιράζονταν και οι δύο τα δωμάτια πρόβας των Tangerine Dream στο Berlin-Tempelhof. Ο Edgar, ο Chris και ο Peter έκαναν πρόβες εκεί μέχρι αργά το βράδυ και στη συνέχεια ο Iggy και ο David έφταναν τις πρώτες πρωινές ώρες για να κάνουν αυτοί την δική τους πρόβα.

Στην ευρωπαϊκή περιοδεία του 1976, η μπάντα έδωσε 31 ζωντανές συναυλίες και το 1977 μπήκε με το συγκρότημα να κάνει την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ παίζοντας 16 συναυλίες. Την ίδια χρονιά, οι Tangerine Dream προσέλκυσαν την προσοχή του William Friedkin, σκηνοθέτη ταινιών όπως το «The French Connection» και ο «Εξορκιστής».

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, ο σκηνοθέτης είδε το συγκρότημα να παίζει και αργότερα θυμήθηκε την εμπειρία αυτή λέγοντας: «Υπήρχαν πάνω στη σκηνή τρεις τύποι, ο ένας έπαιζε κιθάρα, ο άλλος ντραμς και ο Έντγκαρ έπαιζε ένα συνθεσάιζερ. Έπαιξαν για πολύ περισσότερο από τρεις ώρες και το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν πολύ παραισθησιογόνο. Όλως παραδόξως, το ακροατήριο ήταν εντελώς ήσυχο».

Μετά την επόμενη περιοδεία τους στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1977, οι Tangerine Dream κυκλοφόρησαν το διπλό LP «Encore». Αλλά στο τέλος της ίδιας χρονιάς συνέβη η διάσπαση στη σύνθεση του συγκροτήματος. Ο Peter Baumann εγκατέλειψε το συγκρότημα μετά από περίπου επτά χρόνια, επικαλούμενος «καλλιτεχνικές διαφορές».

Τα εναπομείναντα μέλη Edgar Froese και Chris Franke προσέλαβαν τον Άγγλο πολυοργανίστα Steve Joliffe (φωνητικά, φλάουτο, πιάνο, συνθεσάιζερ) και τον Klaus Krüger (γνωστός και ως Klaus Krieger) από το Βερολίνο που έπαιζε ντραμς. Το άλμπουμ «Cyclone» κυκλοφόρησε το 1978 και περιεγράφηκε από τον Edgar χρόνια αργότερα ως «ένα αποτυχημένο πείραμα».

Το άλμπουμ «Force Majeure», που ηχογραφήθηκε στα Hansa Studios, κυκλοφόρησε το 1979. Ο Klaus είχε μόλις επιστρέψει από την παγκόσμια περιοδεία του με τον Iggy Pop, και αυτή τη φορά χρησιμοποίησε τα ντραμς του πιο διακριτικά και με περισσότερη προσοχή. Το άλμπουμ έμοιαζε ως μια ηχητική εξέλιξη της μπάντας, καθώς διέθετε μια πιο έντονη παρουσία κιθάρων, ντραμς και αρκετών progressive rock στοιχείων, με αποκορύφωμα ομώνυμο του άλμπουμ κομμάτι, το οποίο διαρκεί πάνω από 18 λεπτά.

Αμέσως μετά, ο Klaus σταμάτησε να παίζει για τους Tangerine Dream και εντάχθηκε ξανά στο σχήμα του Iggy Pop ως ντράμερ για την περιοδεία του και το επικείμενου άλμπουμ του, «New Values».

Τα ‘80s, τα soundtracks και μια νέα κατεύθυνση

Ο Edgar Froese και ο Christopher Franke άρχισαν λοιπόν να ψάχνουν για ένα νέο μέλος, κάποιον που να έχει διαφορετικό μουσικό υπόβαθρο από αυτούς και που να είναι κατά προτίμηση ένας πολύ καλά εκπαιδευμένος πιανίστας. Βρήκαν τον Johannes Schmoelling.

Στις 31 Ιανουαρίου του 1980, οι Tangerine Dream έγιναν το πρώτο δυτικογερμανικό συγκρότημα που έπαιξε στη Ανατολική Γερμανία. Η συναυλία τους στο Palast der Republik μεταδόθηκε από το εθνικό ραδιόφωνο της Ανατολικής Γερμανίας και για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν διαθέσιμη στη Δύση μόνο ως εισαγόμενο LP με τον τίτλο «Quichotte» ή ως bootleg με τον τίτλο «Staatsgrenze West». Στη συνέχεια, η Virgin το κυκλοφόρησε επίσημα το 1986 με τον τίτλο «Pergamon».

Το πρώτο στούντιο άλμπουμ της τριάδας με τον τίτλο «Tangram» κυκλοφόρησε το 1980, αλλά δεν έλαβε καθόλου καλές κριτικές – και παρά το γεγονός ότι έγινε ένας από τους δίσκους με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της μπάντας.

«Είχαμε πάντα μια δημιουργική ανταλλαγή ιδεών μέσα στους Tangerine Dream και με αυτόν τον τρόπο ο καθένας μάθαινε από τον άλλον. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η μουσική μας είναι ένας κατασκευαστικός συμβιβασμός», είπε ο ίδιος ο Johannes Schmoelling.

Στα τέλη του 1980, η Virgin Records κυκλοφόρησε το box set «Tangerine Dream ’70 – ’80» και στις αρχές του 1981 κυκλοφόρησε το soundtrack album για το «Thief», το κινηματογραφικό ντεμπούτο του σπουδαίου Michael Mann με τον James Caan στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Λίγο μετά, το φθινόπωρο του ’81, κυκλοφόρησε το 11ο στούντιο άλμπουμ τους, με τίτλο «Exit», ένας δίσκος χαιρετίστηκε ως «ίσως το καλύτερο άλμπουμ που έχουν κάνει ποτέ» από το Melody Maker. Ο δίσκος περιέχει έξι κομμάτια που ασχολούνταν με το θέμα της απειλής του πυρηνικού πολέμου.

Πριν από την κυκλοφορία του «Exit», οι Tangerine Dream έδωσαν μια συναυλία για την ειρήνη (Friedenskonzert) στο κτίριο του Ράιχσταγκ στο Δυτικό Βερολίνο μπροστά σε περίπου 100.000 ανθρώπους.

Το άλμπουμ «White Eagle» κυκλοφόρησε το 1982. Η πρώτη πλευρά αυτού του LP καταλαμβάνεται από το 20λεπτο κομμάτι «Mojave Plan», το οποίο περιγράφει μια διαδρομή μέσα στην έρημο Mojave. Την ίδια χρονιά, ο Edgar Froese έγραψε το soundtrack για την ταινία «Kamikaze 1989» του Wolf Gremm με πρωταγωνιστή τον Rainer Werner Fassbinder, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα «Murder on the 31st Floor» του Σουηδού συγγραφέα Per Wahlöö.

Στην επόμενη ευρωπαϊκή τους περιοδεία, οι Tangerine Dream έπαιξαν στο Dominion Theatre του Λονδίνου στις 6 Νοεμβρίου 1982, μια εμφάνιση που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1983 με το όνομα «Logos Live».

Με το που μπήκε το 1983, η μπάντα κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Hyperborea» και αμέσως μετά οι Tangerine Dream έδωσαν συναυλίες σε τέσσερις ιαπωνικές πόλεις και κατόπιν ξεκίνησαν μια περιοδεία στη Ανατολική Γερμανία και στην Πολωνία.

Η πολωνική περιοδεία ήταν άκρως περιπετειώδης καθώς εκτός από τις διακοπές ρεύματος και τις βλάβες των φορτηγών, η μπάντα είχε να αντιμετωπίσει και τις παγωμένες θερμοκρασίες. Λόγω της θερμοκρασίας των -5° Κελσίου στο Εθνικό Στάδιο της Βαρσοβίας, ο Edgar, ο Christopher και ο Johannes έπαιζαν στη συναυλία με μάλλινα γάντια με κομμένα τα άκρα των δακτύλων για να νιώθουν τα πλήκτρα. Τα ηλεκτρονικά όργανα συχνά χαλούσαν λόγω του κρύου και του παγετού ενώ οι roadies έτρεχαν πέρα δώθε με κουβάδες με ζεστό νερό ώστε οι μουσικοί να μπορούν να ζεστάνουν για λίγο τα χέρια τους.

Η συναυλία της Βαρσοβίας διακόπηκε πέντε φορές λόγω διακοπής ρεύματος στο στάδιο, ενώ όλη την ώρα ένα στρώμα χιονιού πάχους άνω των δυο μέτρων κάλυπτε τη γυάλινη οροφή, η οποία κινδύνευε να καταρρεύσει.

Η ηρεμία μετά την καταιγίδα

Στη συνέχεια οι Tangerine Dream μείωσαν τον αριθμό των ζωντανών εμφανίσεών τους και, αντίστροφα, αύξησαν τη δραστηριότητά τους στη δημιουργία και ηχογράφηση κινηματογραφικής μουσικής και soundtracks ταινιών.

Το 1983, κυκλοφόρησε το soundtrack του «Risky Business», σε σκηνοθεσία Paul Brickman, με τον Tom Cruise. Δεν ήταν ένα ολοκληρωμένο soundtrack των Tangerine Dream, αφού συνεισέφεραν μόνο πέντε κομμάτια.

Ένα ακόμη soundtrack εμφανίστηκε το 1984 με την κινηματογραφική μουσική για την ταινία «Firestarter» του Stephen King. Στην ταινία αυτή, σε σκηνοθεσία του σκηνοθέτη Mark L. Lester, πρωταγωνιστεί η νεαρή Drew Barrymore, αμέσως μετά την παγκόσμια επιτυχία της στην ταινία «E.T.» του Steven Spielberg.

Το 1985 οι Tangerine Dream έγραψαν το soundtrack για την ταινία φαντασίας «Legend», σε σκηνοθεσία του Ridley Scott και με πρωταγωνιστή ξανά τον Tom Cruise. Δύο τραγούδια εμφανίζονται στο δίσκο μαζί με τα υπόλοιπα ορχηστρικά κομμάτια: το «Is Your Love Strong Enough» του Bryan Ferry (των Roxy Music) και το «Loved By The Sun» του Jon Anderson (των Yes).

Το 1987 κυκλοφόρησαν και άλλα άλμπουμ με soundtrack, όπως τα «Three O’Clock High» και «Shy People» του Andrei Konchalovsky.

Οι Tangerine Dream συνέθεσαν επίσης την κινηματογραφική μουσική για την ταινία «Near Dark» της Kathryn Bigelow. «Στην πραγματικότητα, η Kathryn προσπάθησε να αποφύγει να γυρίσει μια τυπική ταινία του είδους και έτσι δεν ήθελε η μουσική να ακούγεται σαν και αυτή μιας τυπικής ταινίας τρόμου. Ήθελε να έχει κάτι αντιφατικό, ως ήχο, και όχι απαραίτητα έναν ηλεκτρονικό ήχο», είπε ο Froese μετά.

Το 1987 κυκλοφόρησε μια βιντεοταινία με σκηνές φύσης με τον τίτλο «Canyon Dreams», στην οποία οι Tangerine Dream συνέθεσαν το soundtrack. Σε συνδυασμό με τη μουσική της μπάντας δημιουργήθηκε μια πολύ ιδιαίτερη οπτικοακουστική εμπειρία, παρόμοια με εκείνη της ταινίας «Koyaanisqatsi» του Godfrey Reggio. Το συγκεκριμένο soundtrack τούς έφερε την πρώτη τους υποψηφιότητα για βραβείο Grammy.

Ο Christopher Franke, μουσικός συνεργάτης του Edgar για πολλά χρόνια, εγκατέλειψε το συγκρότημα λίγο καιρό μετά και πήγε στην Ισπανία για να κάνει ένα διάλειμμα από τη μουσική βιομηχανία. Το 1990 μετακόμισε στο Λος Άντζελες, έχτισε ένα στούντιο και άρχισε να γράφει μουσική για τηλεοπτικές παραγωγές για διάφορες εταιρείες. Το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ με τίτλο «Pacific Coast Highway» κυκλοφόρησε το 1991. Από το 1993 έως το 1995 ο Franke συνέθεσε τη μουσική και για τα πέντε επεισόδια της σειράς επιστημονικής φαντασίας «Babylon 5».

Οι Tangerine Dream συνέχισαν να βγάζουν άλλοτε μέτρια, άλλοτε αμήχανα, αλλά σχεδόν πάντα ενδιαφέροντα άλμπουμ, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και της νέας χιλιετίας, μέχρι που ο Edgar Froese, ιδρυτής των Tangerine Dream, πέθανε στη Βιέννη στις 20 Ιανουαρίου 2015 από πνευμονική εμβολή.

Στις 6 Απριλίου 2015, τα εναπομείναντα μέλη του συγκροτήματος, οι Thorsten Quaeschning, Ulrich Schnauss και Hoshiko Yamane μαζί με την Bianca Froese-Acquaye, σύζυγο του Edgar και μάνατζερ των Tangerine Dream, συμφώνησαν να συνεχίσουν να εργάζονται μαζί για να εκπληρώσουν ακόμη περισσότερο και πιο ολοκληρωμένα το όραμα του Edgar για τους Tangerine Dream.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2017, το συγκρότημα κυκλοφόρησε το νέο στούντιο άλμπουμ «Quantum Gate», που συνέπεσε με την 50ή επέτειο από την ίδρυση των Tangerine Dream. Το 2018, το συγκρότημα, αποτελούμενο από τους Thorsten Quaeschning, Ulrich Schnauss και Hoshiko Yamane, πραγματοποίησε ζωντανές εμφανίσεις σε όλη την Ευρώπη.

Κορυφαίες στιγμές από αυτές τις συναυλίες ήταν η sold out εμφάνισή τους στην Elbphilharmonie στο Αμβούργο, οι δύο βραδιές στο Union Chapel στο Λονδίνο, η εμφάνισή τους μαζί με τον Richard Barbieri και το επίσημο άνοιγμα του Dekmantel Festival Amsterdam μαζί με τους / τον Four Tet.

Τον Ιούνιο του 2020 ο Paul Frick, ο οποίος είναι επίσης μέλος του συνόλου ηλεκτρονικής μουσικής Brandt Brauer Frick, εντάχθηκε στους Tangerine Dream ως επίσημο μέλος. Το τελευταίο τους στούντιο άλμπουμ με τον τίτλο «Raum» κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2022 και σηματοδοτεί την πιο επιτυχημένη κυκλοφορία του συγκροτήματος από τη δεκαετία του 1980.

Και οι Ηλεκτρονικοί Διαλογισμοί πέρα από το Άπειρο συνεχίζονται…

*Τη Δευτέρα 11 Μαρτίου στις 20.30 το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) υποδέχεται στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος τους Tangerine Dream, ένα από τα πιο επιδραστικά γκρουπ της ηλεκτρονικής σκηνής, στον ήχο των οποίων στηρίχθηκε η ηλεκτρονική μουσική από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έπειτα. Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί χάρη στη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).

Tangerine Dream

Δευτέρα 11/03 | 20.30 

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, ΚΠΙΣΝ

Λ. Συγγρού 364, Καλλιθέα

Εισιτήρια: 

Ζώνη Α – γενική είσοδος €25

Ζώνη Β – γενική είσοδος €20

Ζώνη Γ –  γενική είσοδος €15, μειωμένο €10

Προπώληση:

  • Ηλεκτρονικά στον ιστότοπο της Ticket Services
  • Τηλεφωνικά στο 210 7234567 (Ticket Services)
  • Στο εκδοτήριο της Ticket Services (Πανεπιστημίου 39, Αθήνα) 

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του ΚΠΙΣN snfcc.org/TangerineDream καθώς και στις σελίδες του στα social media @SNFCC.η.