Το punk γεννήθηκε σε μια εποχή γεμάτη κοινωνική και πολιτική αναταραχή – στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν οι εργατικές τάξεις ήταν υπό πίεση, η ανεργία και η φτώχεια αυξάνονταν, και η απογοήτευση από την πολιτική και τις κοινωνικές δομές είχε γίνει πλέον μαζική. Αυτή η μουσική, που στην αρχή ακούστηκε σαν θόρυβος και χαοτικός ήχος, ήταν κάτι περισσότερο από μουσική: βασικά ήταν ένα ηχηρό «όχι» σε έναν κόσμο που έμοιαζε να καταρρέει. Ήταν η αντίσταση σε μια κουλτούρα που πρόσταζε τη συμμόρφωση, η αντίδραση στην υποκρισία μιας κοινωνίας που υποσχόταν ευημερία, ενώ τα θεμέλιά της έτριζαν.

Το punk ήταν η φωνή των περιθωριοποιημένων, αυτών που ένιωθαν ότι δεν είχαν καμία θέση στο σύστημα. Οι στίχοι ήταν γεμάτοι ωμή αλήθεια, γραμμένοι από ανθρώπους που δεν ήθελαν να «φτιάξουν» τον κόσμο – ήθελαν να τον κάψουν και να χτίσουν κάτι καινούριο στις στάχτες του. Μίλησαν για θέματα όπως η ανισότητα, η αστυνομική βία, η καταπίεση των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών, ακόμη και η προσωπική ελευθερία από την καταπίεση των κοινωνικών κανόνων. Και αυτά τα τραγούδια έγιναν ύμνοι για όσους αρνούνταν να ζουν σιωπηλοί.

Με τα χρόνια, το punk rock πέρασε από πολλά κύματα, σύμφωνα με τους Crass πέθανε, σύμφωνα με τους Exploited δεν πέθανε, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι επηρέασε πολλές γενιές, προσφέροντας ένα καταφύγιο για όσους ένιωθαν απογοητευμένοι και απομονωμένοι. Το DIY ήθος και η κραυγή ως μήνυμα ότι δεν είσαι μόνος, ότι οι αγώνες σου έχουν αξία και ότι μπορείς να φωνάξεις τη δυσαρέσκειά σου, ακόμα και αν δεν έχεις την «κατάλληλη» φωνή ή το «κατάλληλο» ύφος. Ήταν μια πολιτική και πολιτιστική επανάσταση που βασιζόταν στην αδιαπραγμάτευτη στάση απέναντι σε όλα όσα θεωρούνταν άδικα.

Αυτή η ιστορία παραμένει ζωντανή μέχρι και σήμερα, μέσα από άλμπουμ που έχουν σημαδέψει την punk σκηνή και έχουν γίνει σημείο αναφοράς για όποιον θέλει να καταλάβει τι σημαίνει ηχητική αντίσταση. Σε αυτή τη λίστα με τα 50 πιο θρυλικά punk άλμπουμ όλων των εποχών, υπάρχει η μουσική που έβαλε φωτιά και γέννησε χιλιάδες άλλα άλμπουμ στα χρόνια που ακολούθησαν. Από τους κλασικούς θρύλους της σκηνής μέχρι μερικά σκοτεινά διαμάντια, κάθε ένα από αυτά τα άλμπουμ είναι μια ιστορία μουσικής εξέγερσης, ανυπακοής και, πάνω απ’ όλα, πίστης στην ελευθερία έκφρασης κάθε ατόμου.

MC5 – Kick Out The Jams (1969)
Αυτό είναι το άλμπουμ που έβαλε φωτιά στη σπίθα του punk πριν καν καταλάβει κανείς τι σημαίνει η λέξη. Το “Kick Out The Jams” των MC5 είναι μια ωμή δήλωση πολέμου απέναντι στο σύστημα και τη συμβατική μουσική της εποχής. Αυτή η μπάντα από το Ντιτρόιτ έπαιζε με ταχύτητα, με ωμότητα και με μια αγριάδα που αργότερα θα γινόταν το θεμέλιο του punk. Από τις πρώτες νότες και το θρυλικό «Kick out the jams, motherfuckers!» (ναι, λογοκριμένο στην εποχή του), οι MC5 έριξαν τότε μια ηχητική σφαλιάρα που ξύπνησε ακόμα και τους πιο «κοιμισμένους». Οι MC5 δεν φοβήθηκαν τίποτα και κανέναν – και αυτό είναι το νόημα του punk. Ο πολιτικός τους θυμός, η επιθετικότητα και η αντισυμβατικότητα σφράγισαν το άλμπουμ με έναν ήχο και μια ενέργεια που ακόμα και σήμερα ακούγονται ανατριχιαστικά φρέσκοι. Κάθε κομμάτι ξεχειλίζει από ηλεκτρική ένταση και μια οργή που δεν έχει ημερομηνία λήξης. Σαν να παίζανε για την τελευταία τους μέρα στη γη, οι MC5 κατάφεραν να παραδώσουν ένα έργο που όχι μόνο άφησε σημάδια στη rock σκηνή, αλλά έστρωσε τον δρόμο για το punk και το hardcore που θα έρχονταν. Το “Kick Out The Jams” είναι ένα μανιφέστο. Είναι ένα καθαρόαιμο κάλεσμα στα όπλα για κάθε ψυχή που θέλει να επαναστατήσει, να φωνάξει, να τα σπάσει. Χωρίς τους MC5, το punk μπορεί να μην είχε καν υπάρξει όπως το ξέρουμε. Και το “Kick Out The Jams”; Είναι η ηχητική απόδειξη ότι ο θυμός και το πάθος μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο – ή τουλάχιστον να του ταράξουν τη σκατένια βαρεμάρα.

Iggy And The Stooges – Raw Power (1973)
Η ωμή δύναμη του punk πριν το punk. To “Raw Power” είναι το άλμπουμ που έριξε τη βόμβα πριν καν ξεκινήσει ο πόλεμος. Ένα άλμπουμ που κάνει τους τοίχους να τρέμουν, τα ηχεία να ουρλιάζουν, και κάθε ίχνος “καθωσπρεπισμού” της μουσικής τρέχει να ξεφύγει μακριά τρομαγμένο. Το “Raw Power” είναι το άγριο ουρλιαχτό που έσπασε την καλοκουρδισμένη τάξη της ροκ και έφερε την ανώμαλη, ωμή ενέργεια του punk στη ζωή, πριν καν γίνει κίνημα.

New York Dolls – New York Dolls (1973)
Το ομότιτλο άλμπουμ των New York Dolls είναι ένα κλασικό δείγμα βρώμικου glam rock και proto-punk, που καθόρισε τη μουσική σκηνή της εποχής. Με την παραγωγή του Todd Rundgren, οι New York Dolls καταφέρνουν να φέρουν την αυθάδεια σε πρώτο ρόλο σε ένα μοναδικό ηχητικό μίγμα. Οι στίχοι τους, γεμάτοι από μια αίσθηση απογοήτευσης και κοινωνικής κριτικής, αποτυπώνουν τη ζωή στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Η φωνή του David Johansen είναι εκρηκτική και γεμάτη πάθος, ενώ οι κιθάρες των Johnny Thunders και Sylvain Sylvain προσφέρουν ένα βρώμικο, αλλά εθιστικό ήχο. Κομμάτια όπως το “Trash” και το “Looking For A Kiss” είναι αξέχαστες κραυγές για ελευθερία και αυτοέκφραση. Ο ήχος τους, ακατέργαστος και αυθεντικός, αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ οι στίχοι τους συνδυάζουν χιούμορ και δραματικότητα με μοναδικό τρόπο. Το “New York Dolls” προκάλεσε τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας και επηρέασε αμέτρητους καλλιτέχνες στο πέρασμα των χρόνων. Η επιρροή του παραμένει ισχυρή, κάνοντάς το ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ της ροκ μουσικής.

Patti Smith – Horses (1975)
Το “Horses” είναι μια ιερή τελετή, μια ωδή στους χαμένους ποιητές και τους αλήτες της Νέας Υόρκης, ένας θρήνος και μια γιορτή μαζί. Κυκλοφόρησε το 1975 και από την πρώτη του στιγμή – με μια από τις πρώτες φωτογραφίες του Robert Mapplethorpe της Patti στο εξώφυλλο, αγέρωχη, με μαύρο σακάκι περασμένο στον ώμο – καταλαβαίνεις ότι κρατάς κάτι ξεχωριστό. Η Patti δεν τραγουδάει· ψιθυρίζει, ουρλιάζει, απαγγέλλει, βάζει φωτιά σε κάθε λέξη. Το “Gloria” ανοίγει το άλμπουμ σαν κραυγή απελευθέρωσης, ένα κάλεσμα σε όσους νιώθουν έξω από τα όρια, ένα «Jesus died for somebody’s sins but not mine» που σπάει τον αέρα. Στα “Birdland” και “Land,” χτίζει μια αφήγηση ονείρων, με τα λόγια της να κυλούν σαν προφητεία, σαν ξόρκι. Το “Horses” δεν είναι μόνο punk· είναι ποίηση του δρόμου, rock ‘n’ roll που παίζει με τις ψυχές των ανθρώπων, μετατρέποντας τον πόνο και την αναζήτηση σε τέχνη. Είναι ένα άλμπουμ που στροβιλίζεται σε μια αέναη κίνηση, ένα ταξίδι σε εσωτερικούς λαβύρινθους και ξεχασμένα μπαρ, ένας μύθος και μια πραγματικότητα, γραμμένα με το μελάνι της καρδιάς.

The Ramones – The Ramones (1976)
Με μόλις 14 τραγούδια και διάρκεια κάτω από μισή ώρα, το πρώτο άλμπουμ των Ramones σε αρπάζει απ’ τα μούτρα και σε πετάει στον τοίχο πριν προλάβεις να πεις “hey ho, let’s go.” Ο ήχος τους; Ακατέργαστος, ωμός και βασανιστικά απλός, τόσο που μοιάζει με ειρωνεία – αλλά αυτή είναι η μαγεία τους. Ο Joey φτύνει τις λέξεις σαν να βαριέται τη ζωή, ο Johnny πετσοκόβει τις κιθάρες με τέτοια μανία που νιώθεις τη σκόνη να σηκώνεται από τα ηχεία, ενώ το μπάσο του Dee Dee και τα τύμπανα του Tommy χτυπάνε σαν ρυθμική γροθιά στο στομάχι. Τραγούδια όπως το “Blitzkrieg Bop” και το “Judy is a Punk” είναι punk ύμνοι – όχι επειδή το θέλουν, αλλά επειδή δεν τους νοιάζει καθόλου. Το άλμπουμ είναι μια δήλωση: «Εδώ είμαστε, πάρ’ το ή άσ’ το.» Σαν μια αντίσταση στην καθαρότητα και την τελειότητα, οι Ramones δεν θέλουν να εντυπωσιάσουν· θέλουν να κάνουν φασαρία, να σου δείξουν ότι η μουσική δεν χρειάζεται να είναι περίπλοκη για να σε στείλει αλλού.

Sex Pistols – Never Mind the Bollocks Here’s the Sex Pistols (1977)
Οι Ramones μπορεί να έσκασαν πρώτοι, αλλά χωρίς το πρώτο (και μοναδικό) άλμπουμ των Sex Pistols, το punk μπορεί και να έμενε στην αφάνεια. Το “Never Mind the Bollocks…” είναι ατόφια οργή, ωμή αγανάκτηση, μια μπουνιά με το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο στον καθωσπρεπισμό. Από εκεί και πέρα, κάθε μπάντα και κάθε ρεύμα που πέρασε πήρε κάτι από αυτήν την αλητεία. Κι όμως, δεκαετίες μετά, κάθε του κομμάτι σου τη δίνει μια ακόμα μπουνιά στα μούτρα σαν να βγήκε χθες.

The Clash – The Clash (1977)
Οι Clash μπορεί να έφτιαξαν καλύτερα άλμπουμ (βλέπε “London Calling”), μπορεί να έφτιαξαν πιο φιλόδοξα άλμπουμ (βλέπε “Sandinista!”) αλλά ποτέ δεν έκαναν ένα πιο καθαρό punk άλμπουμ από το πρώτο τους. Είναι η ωμή φωνή της επανάστασης που γεννήθηκε στους δρόμους του Λονδίνου. Με κομμάτια όπως το “White Riot” και το “Career Opportunities”, οι Clash αποτυπώνουν την οργή και την απογοήτευση της εργατικής τάξης, προσφέροντας έναν καταιγισμό από riffs που σε χτυπούν στο στομάχι. Η ενέργεια του δίσκου είναι ακατέργαστη και εκρηκτική, με τους Joe Strummer και Mick Jones να συνδυάζουν τις φωνές τους σε μια γροθιά που δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς. Ο Strummer, με τη χαρακτηριστική του φωνή, βρυχάται σαν σκυλί που έχει πιαστεί σε αλυσίδες, ενώ οι κιθάρες του Jones προσφέρουν έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα βρώμικος και εθιστικός.

The Damned – Damned Damned Damned (1977)
Το “Damned Damned Damned” είναι η απόλυτη επανάσταση του punk, ένα άλμπουμ που συνδυάζει την ακατέργαστη ενέργεια με μια πολύ καλή δόση χιούμορ. Ξεκινώντας με το “Neat Neat Neat”, η μπάντα εκτοξεύει έναν εκρηκτικό ήχο που σε χτυπάει σαν γροθιά στο στομάχι. Οι κιθάρες του Brian James είναι γεμάτες από ένταση και ρυθμό, ενώ η φωνή του Dave Vanian προσθέτει μια γοτθική διάσταση στην όλη ατμόσφαιρα. Το “New Rose”, το πρώτο βρετανικό punk single που κυκλοφόρησε ποτέ, είναι μια ωδή στην αναρχία και τη νεανική ανυπακοή. Οι στίχοι είναι παιχνιδιάρικοι αλλά και προκλητικοί, αποτυπώνοντας την αίσθηση της εποχής. Κομμάτια όπως το “Fish” και το “Stab Yor Back” είναι μικρές εκρήξεις ενέργειας, γεμάτες από την αίσθηση του επείγοντος που χαρακτηρίζει το punk. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι ωμή και ακατέργαστη, ενισχύοντας τη σκληρή αισθητική του. Οι Damned δεν φοβούνται να είναι «κλόουν» σε έναν κόσμο που απαιτεί σοβαρότητα, αποδεικνύοντας ότι η μουσική μπορεί να είναι και διασκεδαστική και επαναστατική ταυτόχρονα. Ένα αναπόσπαστο κομμάτι της punk κληρονομιάς, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι η επανάσταση μπορεί να έχει και πλάκα.

Dead Boys – Young, Loud And Snotty (1977)
Το ντεμπούτο άλμπουμ των Dead Boys παραμένει ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της αμερικανικής punk σκηνής. Συνδυάζοντας την επιρροή του rock ‘n’ roll με την επαναστατική διάθεση του punk, το άλμπουμ αποτυπώνει τη σκληρή πραγματικότητα της νεολαίας της εποχής, ενώ ταυτόχρονα εισάγει μια νέα αισθητική στη μουσική. Οι κιθάρες των Cheetah Chrome και Jimmy Zero είναι η καρδιά του άλμπουμ. Ενώ η κιθάρα του Johnny στους Ramones ήταν γνωστή για την ταχύτητα και την ακρίβεια των downstrokes της, οι Chrome και Zero φέρνουν μια πιο Stones/bluesy προσέγγιση στο παίξιμό τους. Αυτή η διάθεσή τους να συνομιλούν συνέχεια, προσθέτει έναν αέρα αναγνωρίσιμο σε κομμάτια όπως το “Ain’t Nothin’ To Do”, όπου οι δίδυμες κιθάρες τυλίγονται η μία γύρω από την άλλη, δημιουργώντας ένα βρώμικο χάος γεμάτο ενέργεια και αυθεντικότητα. Ο τραγουδιστής Stiv Bators (ο δεύτερος αγαπημένος τραγουδιστής του Iggy Pop μετά τον Jim Morrison) συμπληρώνει την εικόνα με τα επιθετικά φωνητικά και τους αντικοινωνικούς στίχους του. Οι Dead Boys καταφέρνουν όχι μόνο να επιδείξουν καλύτερη τραγουδοποιία και μουσικότητα από τις περισσότερες punk μπάντες της εποχής αλλά και να τις ξεπεράσουν στην κατηγορία της ερμηνείας με το άγριο, επικίνδυνο και βίαιο ύφος τους όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνονται στον πρώτο ύμνο που ανοίγει το άλμπουμ, το αξεπέραστο “Sonic Reducer”.

The Jam – In the City (1977)
Το “In the City” των Jam είναι ένα καταιγιστικό ντεμπούτο που σε αρπάζει από τον γιακά και σε πετάει στους δρόμους της βρετανικής πόλης. Κυκλοφόρησε το ’77 και έφερε κάτι νέο, ένα μείγμα mod αισθητικής, punk επιθετικότητας και αμεσότητας. Ο Paul Weller, μόλις 19 χρονών τότε, φτύνει τους στίχους με απίστευτη ενέργεια και κυνισμό για το σύστημα, τους πολιτικούς και τη βαρετή καθημερινότητα της Αγγλίας. Το άλμπουμ είναι γεμάτο κομμάτια που βγάζουν τη νεανική οργή στη φόρα, όπως το “In the City” και το “Art School”, που σε καλούν να τα σπάσεις και να ξεφύγεις από την ανούσια ρουτίνα. Η μπάντα είναι δεμένη, με τον Weller να παίζει κιθάρα σαν ξυράφι και τους Bruce Foxton και Rick Buckler να κρατούν τον ρυθμό κοφτό και αλύπητο. Είναι ριζοσπαστικό, είναι βρώμικο και έχει εκείνη την ατίθαση γοητεία που κάνει το “In the City” αξεπέραστο. Οι Jam δεν έπαιζαν απλά punk, το ζούσαν. Είναι η φωνή μιας γενιάς που βράζει, ένα άλμπουμ που σε αναγκάζει να κοιτάξεις την πόλη σου και να νιώσεις ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.

Suicide – Suicide (1977)
Οι Suicide ήταν κάτι περισσότερο από punk πρωτοπόροι – ήταν επίσης καθοριστικοί στην ηλεκτρονική, την industrial και synth-rock σκηνή (ακόμα και ο Bruce Springsteen τους διασκεύασε). Το ντουέτο συνδύασε τη μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική (συμπεριλαμβανομένων των πρώιμων drum-machine) με την ηχητικά βαριά φωνή του Alan Vega, η οποία συνήθως απήγγειλε αραδιασμένες λέξεις που συχνά δεν έμπαιναν σε συνοχή με τα εθιστικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του Martin Rev. Η δισκογραφική τους καριέρα ήταν διάσπαρτη στα χρόνια που ακολούθησαν, το ομώνυμο ντεμπούτο τους του 1977, όμως, παραμένει η πιο ουσιαστική τους δουλειά.

The Stranglers – Rattus Norvegicus (1977)
Το “Rattus Norvegicus”, το πρώτο άλμπουμ των Stranglers, είναι και η πρώτη μουσική βόλτα στην σκοτεινή άκρη του punk. Ενώ το punk ως ήχος και αισθητική είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται, οι Stranglers ξεχώρισαν με τους βαρείς, σχεδόν μπαρόκ ήχους των πλήκτρων του Dave Greenfield, τις βαριές μπασογραμμές του Jean-Jacques Burnel και τη γλυκόπικρη κυνικότητα των στίχων του Hugh Cornwell. Καμαρώνει μέχρι σήμερα σαν ένα πικρό σχόλιο για τη βρετανική κοινωνία, γεμάτο ειρωνεία, σαρκασμό και σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ. Κομμάτια όπως το “Peaches” και το “(Get a) Grip (on Yourself)” προσφέρουν μπόλικη παρακμή και αστικό κυνισμό, αλλά με έναν ήχο που συνδυάζει το punk με το garage rock και τον προοδευτικό ρομαντισμό. Το “Rattus Norvegicus” απέδειξε ότι το punk δεν χρειαζόταν να είναι απλώς ωμό και θορυβώδες, αλλά μπορούσε να είναι και πιο μελετημένο, ακόμα και σκοτεινό. Οι Stranglers έβαλαν αυτήν τη βάση για έναν πιο σκοτεινό και εξεζητημένο ήχο, που θα ενέπνεε μια γενιά μουσικών πέρα από το κλασικό punk.

Wire – Pink Flag (1977)
Επιφανειακά, το ντεμπούτο άλμπουμ των Wire μπορεί να φαίνεται σαν μια αντίδραση στην prog-rock υπερβολή με τον μειωμένο μινιμαλισμό του και τα τραγούδια που μόλις και μετά βίας έφταναν τα δύο λεπτά. Αλλά μεγάλο μέρος των κομματιών του “Pink Flag” έχει επίσης τις ρίζες του στο ίδιο art-rock που συνδέεται με το prog, το Krautrock και άλλα εξωτικά είδη. Παρόλα αυτά, ο δίσκος είχε τεράστιο αντίκτυπο στα punk, hardcore και alternative συγκροτήματα των επόμενων τεσσάρων δεκαετιών.

Richard Hell & The Voidoids – Blank Generation (1977)
Το “Blank Generation” του Richard Hell & The Voidoids είναι η επιτομή του punk άλμπουμ που βγάζει τη μελαγχολία, την οργή και την απόγνωση του αλήτη ποιητή στη φόρα. Κυκλοφόρησε το 1977 και είναι ένα ωμό μανιφέστο για μια γενιά χωρίς καμία πρόθεση να συμβιβαστεί. Ο Richard Hell είναι σαν να μην ανήκει πουθενά, και αυτό το κάνει να ακούγεται πιο αυθεντικό από οτιδήποτε άλλο. Το ομώνυμο κομμάτι “Blank Generation” είναι μια κλωτσιά σε κάθε σύστημα, σε κάθε ανούσια κοινωνική προσδοκία. Είναι η φωνή του «δεν ανήκω σε κανέναν», και ο Hell το φωνάζει με μια αποστασιοποιημένη απελπισία που σε διαπερνά. Οι κιθάρες του Robert Quine σκίζουν τον αέρα, δίνοντας σε κάθε κομμάτι μια αίσθηση κινδύνου, σαν να πατάς στα σπασμένα γυαλιά της Νέας Υόρκης τη νύχτα. H εξομολόγηση μιας γενιάς που δεν βρίσκει τίποτα να την εκφράζει πέρα από το κενό. Είναι βρώμικο, άρρωστο, ειλικρινές και βγάζει μια σκοτεινή ομορφιά που μόνο το πραγματικό punk της εποχής μπορούσε να δημιουργήσει.

Television – Marquee Moon (1977)
Το “Marquee Moon” των Television δεν είναι το τυπικό punk άλμπουμ, αλλά παραμένει μια από τις πιο ακατέργαστες, γνήσιες δουλειές που βγήκαν από τη σκηνή της Νέας Υόρκης στα ‘70s. Κυκλοφόρησε το 1977 και κατάφερε να ξεχωρίσει μέσα στον punk κυκεώνα με τον μοναδικό του ήχο: μακροσκελείς κιθαριστικές μελωδίες, στιχουργική ποίηση και μια αίσθηση σκοτεινής ελευθερίας που θυμίζει βόλτα στα άδυτα της πόλης τη νύχτα. Ο Tom Verlaine και ο Richard Lloyd ξετυλίγουν τα κιθαριστικά τους riffs με τρόπο σχεδόν υπνωτιστικό, ενώ η μπάντα τους συνοδεύει με ρυθμούς που παραμένουν κοφτεροί και αμείλικτοι. Το ομώνυμο κομμάτι, “Marquee Moon,” είναι μια θρυλική δεκάλεπτη περιπλάνηση που σε τραβάει σε μια ψυχεδελική, punk διάσταση. Κάθε νότα, κάθε στίχος είναι γεμάτος αίσθηση και νόημα – είναι punk, αλλά με ένα ποιητικό twist που το κάνει μοναδικό. Το “Marquee Moon” δεν ακολουθεί τους γρήγορους κανόνες του punk. Τους αγνοεί και φτιάχνει δικούς του. Ένα άλμπουμ που μένει κλασικό γιατί τολμά να αναζητήσει κάτι πιο βαθύ, πιο ατμοσφαιρικό, αποδεικνύοντας πως το punk μπορεί να είναι εξίσου εγκεφαλικό και αλήτικο.

Talking Heads – Talking Heads: 77 (1977)
Οι Talking Heads ήταν ένα σωρό πράγματα – new wave, καλλιτεχνικοί, funky, pop – αλλά κατά τη διάρκεια των πρώτων τους χρόνων ήταν ένα punk συγκρότημα. Προσέγγιζαν τη μουσική, και τους στίχους, με διαφορετικό τρόπο από τους περισσότερους συνομηλίκους τους, αλλά μοιράζονταν μια θεμελιώδη αισθητική με τα περισσότερα συγκροτήματα της Νέας Υόρκης με τα οποία ενηλικιώθηκαν.

Ian Dury – New Boots And Panties!! (1977)
Όπως πολλοί καλλιτέχνες από τις πρώτες μέρες του punk, ο Ian Dury δεν ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένος με το είδος. Το ντεμπούτο άλμπουμ του περιλαμβάνει επίσης disco, new wave και, κυρίως, ατόφιο, αλήτικο, πρόστυχο pub rock. Αλλά η στάση του Dury ήταν καθαρά punk, και το “New Boots and Panties!!” ήταν ένα από τα πρώτα κλασικά άλμπουμ στην εκκολαπτόμενη βρετανική σκηνή που άλλαξε πολλές μυαλά και νοοτροπίες.

The Saints – (I’m) Stranded (1977)
Αυτό είναι το ντεμπούτο άλμπουμ του Αυστραλών The Saints. Όταν ξεκίνησαν να δίνουν συναυλίες με το σαρκαστικό, αναζωογονημένο γκαραζόροκ τους στη γενέτειρά τους, το Brisbane, η υποδοχή τους από το κοινό και τους κριτικούς ήταν τόσο βάναυσα αρνητική που ο κιθαρίστας Ed Kuepper ακόμα θυμάται πώς απέφευγε να πλακώνεται με όλους μετά τα shows. Το “(I’m) Stranded” είναι ένα άλμπουμ που έχει έντονες επιρροές από τους MC5 και τους Stooges. Oι Saints τραγουδούσαν για την αγάπη και την απογοήτευση που ένιωθαν ζώντας στην Αυστραλία. Το “(I’m) Stranded” έχει πολύ feedback, μπουκωμένο μπάσο, θόρυβο και έντονη ενέργεια. Οκτώ από τα δέκα τραγούδια αυτού του άλμπουμ είναι γεμάτα από τέτοιες ενεργητικές και συναρπαστικές στιγμές. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Saints ήταν πολύ μπροστά από το πανκ παιχνίδι για να δεσμευτούν από τους κανόνες της νέας τάσης. Και τα έξι λεπτά της ρακένδυτης αλλά πανέμορφης μπαλάντας “Messin’ with the Kid” αψηφούν τις μετέπειτα αποδεκτές νόρμες του είδους, ενώ παραμένουν προσγειωμένοι στην οπτική γωνία του άλμπουμ, που είναι η νεότητα και η ξεπέτα σε μια νυσταγμένη πόλη.

Radio Birdman – Radios Appear (1977)
Από την πρώτη κιόλας νότα, στη διασκευή του “TV Eye” το “Radios Appear” συνδυάζει σφοδρότητα και μελωδία, με κομμάτια όπως το “Murder City Nights” και το “Anglo Girl Desire” να ακολουθούν και να εκφράζουν μια αίσθηση επαναστατικής ενέργειας. Η μουσική τους αντλεί επιρροές από τους Stooges και τους MC5, ενώ η προσθήκη surf rock στοιχείων προσφέρει μια μοναδική διάσταση στον ήχο τους. Η παραγωγή του άλμπουμ ήταν αυστηρά DIY, με την μπάντα να ηχογραφεί σε ώρες που το στούντιο δεν είχε πελάτες, κάτι που αποτυπώνει την ανεξάρτητη φιλοσοφία τους. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο καθόρισε την κατεύθυνση της αυστραλέζικης ροκ μουσικής αλλά και έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της ανεξάρτητης σκηνής στην Αυστραλία.

The Vibrators – Pure Mania (1977)
Το “Pure Mania” κλείνει το μάτι σε όλους τους πανκ νομάδες που έψαχναν το αληθινό, ωμό rock ‘n’ roll, χωρίς πολλά-πολλά. Αυτός ο δίσκος βγήκε το 1977, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε το punk στην Αγγλία, και ακούγεται ακόμα σαν να ‘χει τα ίδια νεύρα που είχε και τότε. Δεν έχει φανφάρες, ούτε «βαθιά» νοήματα. Μόνο κιθάρες που γδέρνουν σαν γυαλόχαρτο, κοφτούς ρυθμούς και αλητεία που σου σκάει κατευθείαν στα μούτρα. Τραγούδια όπως τα “Baby Baby”, “Into The Future”, “I Need A Slave” και το “London Girls” είναι κλασικά με έναν τρόπο που μόνο η punk σκηνή της εποχής μπορούσε να καταφέρει – κομμάτια που γίνονται καλύτερα με κάθε ουλή και ιδρώτα που αφήνεις πάνω τους. Οι Vibrators ήξεραν να παίζουν το punk απλά και άμεσα, χωρίς να ζητούν συγγνώμη για την έλλειψη πολυπλοκότητας. Η μουσική τους ήταν φτιαγμένη για κλειστά clubs, και για ιδρωμένους πάνκηδς να ουρλιάζουν τις λέξεις. Σίγουρα, το “Pure Mania” δεν προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει με στυλ ή τεχνική, γιατί ξέρει ακριβώς τι είναι: ένας εκρηκτικός συνδυασμός rock ‘n’ roll και punk με αλητεία και θράσος.

Siouxsie And The Banshees – The Scream (1978)
Μια διαταραγμένη κραυγή από τα βάθη του Λονδίνου, το πρώτο άλμπουμ που το 1978 έφερε το punk σε σκοτεινά, εφιαλτικά μονοπάτια. Η Siouxsie Sioux δεν τραγουδάει· σε στοιχειώνει με μια ψυχρή, απόμακρη φωνή που διαπερνά το κεφάλι σου και σε αφήνει με μια αίσθηση απειλής. Οι κιθάρες του John McKay και το μπάσο του Steven Severin δεν ακολουθούν τους κανόνες του punk – είναι κοφτερές, παρανοϊκές, σαν να ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο και να σε ρίχνουν σε έναν δικό τους σκοτεινό λαβύρινθο. Το άλμπουμ ανοίγει με το “Pure,” μια ασφυκτική εισαγωγή που σε τραβάει κατευθείαν στο χαοτικό τους σύμπαν. Κάθε κομμάτι μοιάζει να είναι ηχητικός καθρέφτης της απομόνωσης και της τρέλας. Το “The Scream” δεν είναι μια εύκολη εμπειρία· είναι σαν να περιπλανιέσαι σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο με μόνο φως την αλλόκοτη λάμψη των στίχων της Siouxsie. Αυτός ο δίσκος δεν ανήκει πουθενά. Είναι punk που κοιτάζει πέρα από το punk, μια απαρχή για το post-punk, ένας ήχος που είναι αδυσώπητος και επιβλητικός. Γι’ αυτόν τον λόγο το “The Scream” δεν μπορείς να το ξεχάσεις ποτέ· στοιχειώνει τα αυτιά και το μυαλό σου πολύ καιρό αφότου τελειώσει. Και σταδιακά, όσο πιο πολύ βουτάς μέσα του, θα σε στοιχειώνει για πάντα.

The Adverts – Crossing The Red Sea With The Adverts (1978)
Οι Adverts έφεραν κάτι περισσότερο από την οργή και την αγανάκτηση – έφεραν τον πόνο και την αβεβαιότητα μιας ολόκληρης γενιάς που είχε βαρεθεί τα πάντα. Με κομμάτια όπως το “Bored Teenagers” και το “One Chord Wonders”, οι Adverts δεν κρύβονται πίσω από πομπώδεις μεταφορές. Ο Tim Smith και η μπάντα του γράφουν για την απόγνωση με ένα βλέμμα που τσακίζει και τραβάει την προσοχή σου κατευθείαν στην ουσία. Η φωνή του Smith μοιάζει να στάζει ειρωνεία και παραίτηση, ενώ η κιθάρα του Howard Pickup σπάει τα καθιερωμένα και δίνει έναν πιο σκοτεινό τόνο. Αυτό το άλμπουμ είναι το άγριο κάλεσμα μιας εποχής που θέλει να βγει έξω από τη φυλακή της κοινωνικής συμμόρφωσης. Οι Adverts δεν πουλάνε μαγκιά, πουλάνε αλήθεια. Το “Crossing The Red Sea With The Adverts” είναι η πρώτη πανκ γροθιά που σου λέει ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις να παίζεις σαν τον Hendrix για να κάνεις τη διαφορά – αρκεί να λες αυτό που νιώθεις, ακόμα κι αν σε τρώει από μέσα.

X-Ray Spex – Germfree Adolescents (1978)
Οι X-Ray Spex, όπως και πολλοί άλλοι της εποχής τους, χτυπούσαν αλύπητα τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο punk και το new wave. Με τον Steve “Rudi” Thomson στο σαξόφωνο, έδιναν μια αλλοπρόσαλλη φάση στο punk, ενώ η Poly Styrene, η αδάμαστη τραγουδίστρια που χάσαμε από καρκίνο το 2011, έφερνε μια ανεπανάληπτη, ωμή ενέργεια όταν τροφοδοτούσε με μια μοναδική φόρα τις πανκ ορμές τους. Ήταν η σπουδαιότερη τραγουδίστρια του είδους που όταν άνοιγε το στόμα της, σε άρπαζε και σε πέταγε στον τοίχο. Το “Germfree Adolescents” είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους του punk και το μοναδικό τους άλμπουμ πριν την επανένωση του ‘95, με κάθε single από εκείνη την εποχή να ακούγεται σαν ένας ήχος που καρφώνει το μύθο τους πιο βαθιά.

Blondie – Parallel Lines (1978)
Αυτή είναι η ιστορική στιγμή που το punk συνάντησε την pop και έφτιαξε ένα εντελώς νέο είδος. Το άλμπουμ αυτό έσπασε τα σύνορα, φέρνοντας τη φρεσκάδα της punk αισθητικής μέσα στη mainstream σκηνή και αποδεικνύοντας ότι οι μελωδίες και η εμπορική επιτυχία δεν χρειάζεται να έρχονται εις βάρος της έντασης και της δημιουργικότητας. Με κομμάτια όπως το εμβληματικό “Heart of Glass”, που συνδύασε disco και rock με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναγίνει, και το δυναμικό “One Way or Another”, οι Blondie απέδειξαν ότι μπορούσαν να κάνουν την επανάσταση να ακούγεται διασκεδαστική. Το “Parallel Lines” έσπασε τα ταμπού και έδειξε πώς ένα punk συγκρότημα μπορούσε να κατακτήσει τα charts χωρίς να χάσει την ταυτότητά του, ανοίγοντας δρόμους για ένα πιο ελεύθερο και πειραματικό rock στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

XTC – White Music (1978)
Το “White Music” είναι σίγουρα επηρεασμένο από τους ήχους των Talking Heads, των Blondie και των New York Dolls. Ωστόσο, το “White Music” προηγείται ονομάτων όπως οι Devo, ο Gary Numan με τους Tubeway Army και οι Adam and the Ants κατά περίπου ένα χρόνο. Θεωρείται ένα από τα πρώτα άλμπουμ του new wave στην Αγγλία. Το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ αποτελείται από παραδοσιακά τραγούδια με δομή ρεφρέν, κάτι που είναι χαρακτηριστικό της punk rock σκηνής που αναδύεται από τη Νέα Υόρκη. Τα τρία πρώτα τραγούδια αυτού του άλμπουμ είναι σίγουρα πιο ποπ προσανατολισμένα από το post punk – “Radios in Motion”, “Cross Wires” και “This is Pop” (το τελευταίο μοιάζει με τρανή απόδειξη). Ωστόσο, το τέταρτο τραγούδι “Do What You Do” είναι σχεδόν απόλυτο punk χρονομετρώντας μόνο γύρω στο ένα λεπτό και τριάντα δευτερόλεπτα. Ένα φανταστικό, αλλά παραγνωρισμένο, διαμάντι στην ιστορία του πρώιμου βρετανικού νέου κύματος.

Generation X – Generation X (1978)
Είτε τους λες ποζεράδες είτε πλάστικους πάνκηδες, αυτό το άλμπουμ είναι ένα absolute classic και όχι επειδή χάρισε τον Billy Idol στις μάζες. Το κιθαριστικό παίξιμο του Βοb (Derwood) Andrews είναι εκπληκτικό και πολλά παραπάνω από ένα three-chord-wonder. Ο Mark Laff είναι φοβερός ντράμερ και πλησιάζει στο να είναι ένας παίκτης εφάμιλλος του Keith Moon. Ο Tony James με το μπάσο του παίζει σαν κεντρικός πρωταγωνιστής, ένας ενθουσιώδης άνθρωπος των ιδεών και ο εγκέφαλος του σχήματος παρά ένας μουσικός. Παράξενα, και τεχνικά, ο Idol ήταν ο αδύναμος κρίκος ως τραγουδιστής, αλλά μέσα από αυτό το πρώτο βήμα του αποδείχθηκε τελικά ένας αξιοπρεπής φωνητικός στυλίστας με αγάπη για το rock ‘n’ roll μελόδραμα.

Sham 69 – That’s Life (1978)
Οι Sham 69, παραδοσιακά ξεχασμένοι από τα μέσα ενημέρωσης, έχουν ουσιαστικά παραλειφθεί από την ιστορία του πανκ. Δεν είναι ότι δεν είχαν εμπορική επιτυχία ή ότι δεν επηρέασαν άλλους (το κλασικό στυλ των Sham 69 συνεχίζει να επηρεάζει το σημερινό street-punk). Η πραγματικότητα είναι ότι οι Sham 69 ήταν πάντοτε κάπως υπερβολικά αυθεντικοί για τον βρετανικό μεσοαστικό και μητροπολιτικό μουσικό τύπο. Όπως εύστοχα αποτυπώνει ο τραγουδιστής τους, Jimmy Pursey, στους στίχους του “Angels With Dirty Faces”: «Είμαστε οι άνθρωποι που δεν θέλεις να γνωρίσεις, προερχόμαστε από μέρη που δεν θέλεις να πας». Τα δύο πρώτα άλμπουμ του συγκροτήματος (και τα δύο κυκλοφόρησαν το ’78) ήταν εξαιρετικά. Με κινήσεις που φάνταζαν τυχαίες, οι Sham 69 ακολούθησαν το ντεμπούτο τους “Tell Us The Truth”, που ήταν μισό στούντιο και μισό live, με το φανταστικό “That’s Life”, ένα εννοιολογικό punk άλμπουμ που κατάφερε να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ του Quadrophenia και των ξενυχτησμένων EastEnders.

Buzzcocks – A Different Kind of Tension (1979)
Το “A Different Kind of Tension” των Buzzcocks είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα άλμπουμ όλου του punk rock, παρόλο που αποτελεί ένα κορυφαίο αριστούργημα της καλλιτεχνικής τους πορείας. Ενώ οι περισσότεροι οπαδοί αναγνωρίζουν το αξιοθαύμαστο “Singles Going Steady” ως μια από τις κορυφαίες συλλογές που έβγαλε ποτέ το punk, το “A Different Kind of Tension” παραμένει στη σκιά (κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά), παρόλο που προσφέρει μια συγκλονιστική και πιο μελετημένη σύνθεση τραγουδιών. Οι πρώτες δύο στούντιο κυκλοφορίες και τα πρώτα singles των Buzzcocks ήταν όλα υπέροχα από μόνα τους, αλλά η συλλογή “Singles Going Steady” συγκέντρωσε τις επιτυχίες τους, καθιστώντας το ένα από τα καλύτερα συγκεντρωτικά έργα του είδους. Δυστυχώς, αυτή η υπεροχή της συλλογής σήμαινε ότι το “A Different Kind of Tension”, ένα άλμπουμ γεμάτο ιδέες, τόλμη, ενέργεια και στυλ, θα έμενε στη σκιά της συλλογής. Ο Pete Shelley και ο Steve Diggle κατάφεραν να γράψουν μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα και συναρπαστικά τραγούδια της μπάντας σε αυτό το άλμπουμ. Κάθε κομμάτι λάμπει με τη δική του μοναδικότητα και ποιότητα, καθιστώντας το δύσκολο να βρεθεί κάποιο τραγούδι που δεν ξεχωρίζει. Ακόμα και το σύντομο “Radio Nine” προσθέτει μια εκπληκτική αναδρομή στην ιστορία της μπάντας, κλείνοντας το άλμπουμ με στιλ. Το “A Different Kind of Tension” θα είναι εκεί να αποδεικνύει ότι οι Buzzcocks κατάφεραν να συνδυάσουν την επιθετικότητα του punk με μια εκλεπτυσμένη μουσική αισθητική, δημιουργώντας ένα άλμπουμ που αξίζει την προσοχή του κοινού και των κριτικών. Είναι ένα έργο που δείχνει γιατί οι Buzzcocks παραμένουν μια από τις πιο σημαντικές μπάντες του punk rock, ακόμα και αν το “Singles Going Steady” συνεχίζει να λαμβάνει όλη την αναγνώριση.

Ebba Grön – We’re Only In It For The Drugs! (1979)
Όσοι δεν ξέρουν σουηδικά δεν πρόκειται να καταλάβουν ούτε λέξη, αλλά η μουσική είναι τόσο δυνατή που θα προσπαθήσουν να τραγουδήσουν μαζί του ούτως ή άλλως! Το πιο σπουδαίο ντεμπούτο άλμπουμ των πρωτοπόρων της σουηδικής punk σκηνής είναι ένας άγριος ύμνος στην αποξένωση της κοινωνίας και στον παροπλισμό που απαιτείται για να ανάψουν οι φωτιές στους δρόμους.

The Slits – Cut (1979)
Οι πρωτοπόρες Slits συνδύασαν ρυθμούς reggae και punk κιθάρες σε χαρούμενα αναρχικά τραγούδια όπως το “Shoplifting”, με τη χαρακτηριστική φράση «We pay fuck-all!». Κατάφεραν να αποτυπώσουν σε αυτό το άλμπουμ όλη την ουσία της punk κουλτούρας: την απόρριψη των κανόνων και την αγάπη για την ελευθερία. Μια δήλωση ενάντια στο καταναλωτισμό και την οικονομική ανισότητα. Η μουσική τους, με τις πειραματικές dub δομές και τις θηλυκές φωνές, προσφέρει μια νέα διάσταση στον punk ήχο, αποδεικνύοντας ότι η επανάσταση μπορεί να είναι και θηλυκή. Οι Slits ακολούθησαν τα χνάρια της Patti Smith, επαναστατώντας όχι μόνο μέσω της μουσικής τους αλλά και μέσω της ιδεολογίας τους. Η έννοια του punk ως φεμινιστικού κινήματος απέκτησε νέα διάσταση μέσα από τα κομμάτια τους, γιατί δεν ήταν απλώς ένα γυναικείο συγκρότημα· ήταν μια ριζοσπαστική κίνηση που ανέτρεψε τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη γυναικεία εκπροσώπηση στη μουσική βιομηχανία.

Stiff Little Fingers – Inflammable Material (1979)
Το “Inflammable Material” των Stiff Little Fingers είναι σαν μια βόμβα μολότοφ που σκάει απευθείας στο κεφάλι σου. Κυκλοφόρησε το ’79, με τους ήχους του να στάζουν από θυμό και την ακατέργαστη ενέργεια του punk που ξεπήδησε μέσα από τις ταραγμένες γειτονιές του Μπέλφαστ. Κάθε κομμάτι είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας, ένα ξέσπασμα ενάντια στην αδικία, τον πόνο και την πολιτική σύγχυση που τροφοδοτούσε τον κόσμο τους. Με κομμάτια όπως το “Alternative Ulster” και “Suspect Device”, οι Stiff Little Fingers δεν κρύβονται πίσω από λέξεις. Είναι άγριοι, ωμοί, και έχουν ένα πολιτικό μήνυμα που καίει περισσότερο κι από τα δάκρυα στα μάτια από τα δακρυγόνα. Αυτό το άλμπουμ είναι μια πανκ γροθιά στο σύστημα, μια υπενθύμιση πως το punk μπορεί να είναι τόσο πολιτικό όσο και προσωπικό. Είναι βρώμικο, ακατέργαστο και ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι το punk: μια έκρηξη ενάντια στο κατεστημένο, που, δεκαετίες μετά, εξακολουθεί να καίει.

U.K. Subs – Another Kind οf Blues (1979)
Ιδρύθηκαν το 1976 με βασικό πυλώνα του συγκροτήματος τον τραγουδιστή Charlie Harper,  που αρχικά ήταν τραγουδιστής της R&B σκηνής της Βρετανίας. Ένα από τα πρώτα hardcore punk συγκροτήματα που έβαλε στοιχεία της rhythm and blues μουσικής – συμπεριλαμβανομένης της φυσαρμόνικας – παρέμειναν επίσης περιστασιακό στοιχείο της δουλειάς τους. Το στυλ της μουσικής τους δανείζεται σε μεγάλο βαθμό από τα μπλουζ και το ροκ’ν’ρολ, αλλά εμπεριέχει πολλή από την ενέργεια και τον κοινωνικό σχολιασμό που διαμόρφωνε την ευρύτερη πανκ ροκ σκηνή. Οι κριτικοί ήταν διχασμένοι ως προς την αξία του άλμπουμ. Γράφοντας για το New Musical Express, ο Charles Shaar Murray περιέγραψε το άλμπουμ ως «τόσο γευστικό όσο το σακουλάκι τσαγιού που αφήνεις να στεγνώσει στο πιατάκι», ενώ στο Sounds, ο Garry Bushell χάρισε στο άλμπουμ πέντε αστέρια και το αποκάλεσε «ένα σχεδόν τέλειο κομμάτι από good time high energy punk». Σήμερα θεωρείται ένα από τα κλασικά άλμπουμ της πρώτης εποχής του punk.

The Undertones – The Undertones (1979)
Αυτοί εδώ οι Ιρλανδοί έγιναν γνωστοί το 1978 με το εξαιρετικό πρώτο τους single, “Teenage Kicks” το οποίο λάτρεψε, ερωτεύθηκε, παντρεύτηκε, αποθέωσε και πέθανε μαζί του ο John Peel. Το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους από την επόμενη χρονιά είναι φτιαγμένο από το ίδιο σπαρταριστό pop-punk που καθοδηγείται από τα τρεμουλιαστά, και τόσο ξεχωριστά νευρικά φωνητικά του Feargal Sharkey.

Crass – The Feeding Of The Five Thousand (1979)
Μετά από μισή ώρα οργής και χάους, συνειδητοποιείς ότι έχεις να κάνεις με έναν δίσκο που, παρά το γεγονός ότι γράφτηκε πριν από 45 χρόνια, παραμένει αληθινός και βγάζει ακόμα νόημα. Τον ακούς και νιώθεις πώς ο κόσμος είναι ακόμη πιο τρελαμένος από τότε ή σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα στο γαμημένο σύστημα που φτύνουν ανελέητα οι πιο θρυλικοί αναρχοπάνκηδες που πέρασαν ποτέ από την παγκόσμια ιστορία της μουσικής.

The Ruts – The Crack (1979)
Ένα ακόμα ηχηρό μανιφέστο ενάντια στην κοινωνική αδικία και την παρακμή που κυριαρχούσε στη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Το άλμπουμ αυτό ξεπερνά τα όρια του απλού μουσικού έργου και μετατρέπεται σε έναν καθρέφτη των σκληρών κοινωνικών και πολιτικών πραγματικοτήτων της εποχής του. Βρισκόμαστε σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, ανεργίας, φυλετικών εντάσεων και βίας, και οι Ruts ήταν εκεί για να μεταφέρουν τον παλμό αυτής της διαλυμένης κοινωνίας μέσα από τις μελωδίες τους. Το “Babylon’s Burning” ξεχωρίζει σαν κραυγή απόγνωσης και εξέγερσης – μια ωδή για την καταστροφή της διεφθαρμένης κοινωνίας, που φλέγεται από τις δικές της αμαρτίες. Ο αείμνηστος Malcolm Owen (πέθανε έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ), μέσα από τους στίχους του, δεν φωνάζει εδώ μόνο για προσωπικό πόνο, αλλά για την ίδια την οργή που βράζει μέσα σε κάθε καταπιεσμένο νέο που βλέπει τον κόσμο γύρω του να διαλύεται. Το τραγούδι γίνεται σύμβολο της αντίδρασης στη διαφθορά και την καταπίεση, θυμίζοντας στους ακροατές ότι το punk δεν ήταν ποτέ απλά μουσική – ήταν μια πολιτική πράξη. Και μετά, έρχεται το “Jah War,” το οποίο βουτά βαθιά στις φυλετικές εντάσεις που έπνιγαν το Λονδίνο. Οι Ruts, όπως και πολλά άλλα βρετανικά punk συγκροτήματα της εποχής, ενσωματώνουν τη reggae στις συνθέσεις τους, όχι μόνο σαν μουσική επίδραση αλλά σαν πολιτική δήλωση. Είναι η συνειδητή επιλογή να σταθούν στο πλευρό των μαύρων κοινοτήτων και να αναδείξουν τη βία και την αδικία που υφίστανται. Το κομμάτι αυτό είναι μια ωμή απάντηση στην αστυνομική βαρβαρότητα και τη συστημική καταπίεση που υπέφεραν οι μειονότητες – μια αλήθεια που πολλοί ήθελαν να αγνοούν. Με το “The Crack”, οι Ruts κατάφεραν να ενώσουν το κοινό τους, ανεξαρτήτως φυλής και κοινωνικής τάξης, και να στείλουν ένα πολύ δυνατό μήνυμα ότι η εξέγερση είναι υπόθεση όλων μας.

The Cramps – Songs The Lord Taught Us (1980)
Οι Cramps εφηύραν το psychobilly, αλλά το ντεμπούτο άλμπουμ της μπάντας παραμένει μέχρι σήμερα μια αξέχαστη κλωτσιά, με ισχυρή δόση βρώμικου garage ήχου, για τη γενιά του punk. Πρώτα στο Max’s Kansas City και στη συνέχεια στο CBGB, οι Cramps άρχισαν να μαγεύουν με το πρωτόγονο rock ‘n’ roll, τις αναφορές στις ταινίες τρόμου, την ψυχεδελική παραξενιά τους και την ωμή σεξουαλικότητα τους την ανερχόμενη punk σκηνή της Νέας Υόρκης. Μουσικά μιλώντας, η μπάντα δεν έμοιαζε με καμία από τους συναδέλφους της, αλλά οι φλογερές και απίστευτες εμφανίσεις της έκαναν γρήγορα τους Cramps ένα από τα πιο σεβαστά live συγκροτήματα εκείνη της εποχής.

Dead Kennedys – Fresh Fruit For Rotting Vegetables (1980)
Ένα εμβληματικό άλμπουμ που προφήτεψε το hardcore punk, συνδυάζοντας σαρκασμό και κοινωνική κριτική με μια μοναδική μουσική προσέγγιση. Με κομμάτια όπως το “California Über Alles” και το “Holiday in Cambodia”, οι Dead Kennedys καταφέρνουν να αποτυπώσουν την πολιτική αναταραχή της εποχής τους, χρησιμοποιώντας έντονα και μελετημένα riffs που ξεσηκώνουν τον ακροατή. Η φωνή του Jello Biafra, με την χαρακτηριστική του χροιά και το καυστικό του ύφος, ενισχύει τη σάτιρα των στίχων, δημιουργώντας μια αίσθηση επείγοντος και ανησυχίας. Οι ρυθμοί είναι γρήγοροι και επιθετικοί, με στοιχεία από surf rock που προσθέτουν μια παράξενη αντίθεση στην ωμότητα του punk. Μια αξεπέραστη πολιτική δήλωση της εποχής που προειδοποιεί για τις κοινωνικές ανισότητες και τις αμέτρητες κυβερνητικές μαλακίες του Ρόναλντ Ρήγκαν.

Χ – Los Angeles (1980)
Το “Los Angeles” των Χ είναι μια ωμή, αλήτικη ματιά στη σκοτεινή πλευρά της πόλης των αγγέλων, όπως δεν την είχε ξαναζήσει κανείς. Το ντεμπούτο αυτό σκάει σαν δυναμίτης στη σκηνή το ’80, φέρνοντας μαζί του τον βρώμικο αέρα της punk σκηνής του L.A. και τις εμμονές της μπάντας με το χάος, την απελπισία και τον έρωτα που καταρρέει. Η Exene Cervenka και ο John Doe εναλλάσσονται στα φωνητικά σαν να παλεύουν σε κάθε στίχο, με τις φωνές τους να συγκρούονται, να μπλέκονται και να φτύνουν αλήθειες για μια πόλη γεμάτη υποκρισία. Ο Billy Zoom στο κιθάρα είναι ένας άγριος τύπος, που κόβει riffs αβέρτα, κι εσύ νιώθεις κάθε νότα σαν μαχαίρι. Από το “Your Phone’s Off the Hook, But You’re Not” μέχρι το ομώνυμο “Los Angeles”, κάθε κομμάτι είναι μια ιστορία απόγνωσης, μια βόλτα στους άσχημους δρόμους που οι τουρίστες ποτέ δεν βλέπουν. Με παραγωγό τον Ray Manzarek των Doors, το άλμπουμ έχει μια παράνομη γοητεία, έναν βρώμικο ήχο που σε τραβάει. Είναι καθαρόαιμο punk: άγριο, ακατέργαστο και ανατρεπτικό, όπως το ίδιο το L.A.

Poison Girls – Chappaquiddick Bridge (1980)
Ως το πρώτο πλήρες άλμπουμ της μπάντας, κυκλοφόρησε από την Crass Records και ακολούθησε το EP “Hex” του 1979, εδραιώνοντας τη θέση των Poison Girls στη ριζοσπαστική μουσική σκηνή. Το άλμπουμ πραγματεύεται διάφορα κοινωνικά ζητήματα, όπως η πολιτική καταπίεση, οι έμφυλες ανισότητες και η απογοήτευση απέναντι στο κατεστημένο. Οι στίχοι είναι γεμάτοι από αναφορές σε πολιτικές αδικίες και κοινωνικές ανισότητες, κάτι που αντικατοπτρίζει τη γενικότερη ατμόσφαιρα της εποχής, όπου οι νεολαίοι αναζητούσαν τρόπους να εκφράσουν την αντίθεσή τους στο σύστημα. Οι Poison Girls ενσωματώνουν φεμινιστικά στοιχεία στη μουσική τους, προβάλλοντας τις εμπειρίες και τους αγώνες των γυναικών. Ορισμένα κομμάτια του άλμπουμ αναδεικνύουν τις προκλήσεις που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην κοινωνία, προωθώντας τη συζήτηση γύρω από την ισότητα των φύλων.

Zounds – The Curse of Zounds (1981)
Αυτό το άλμπουμ έχει έναν μοναδικό τρόπο να σε ταξιδεύει μέσα από την απόγνωση και την ελπίδα, και να σε κάνει να νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος στην αναζήτηση της αλήθειας και της ελευθερίας. Οι κιθάρες δεν είναι απλώς θόρυβος, είναι σαν να ψιθυρίζουν ιστορίες από τις σκοτεινές γωνιές του κόσμου, εκεί που η αδικία ζει και βασιλεύει. Τα κομμάτια τους δεν προσπαθούν να σε εντυπωσιάσουν· απλώς σου λένε την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι. Ακούγοντας το “The Curse of Zounds”, νιώθεις τη βαθιά ειλικρίνεια και την ευαισθησία της μπάντας. Είναι ένας δίσκος που σου αφήνει ένα βάρος στην καρδιά, αλλά ταυτόχρονα σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις.

Black Flag – Damaged (1981)
Οι Black Flag είχαν ήδη δοκιμάσει μερικούς τραγουδιστές πριν ο Henry Rollins ενταχθεί στη μπάντα το 1981, οδηγώντας τους σε ένα εντελώς νέο επίπεδο. Αμέσως έγιναν ένα από τα καλύτερα και πιο δημοφιλή punk συγκροτήματα της σκηνής του Λος Άντζελες. Το πρώτο τους άλμπουμ, “Damaged”, είναι ένας δίσκος-ορόσημο που λίγο πολύ πυροδότησε το hardcore. Τα λαρυγγιστικά φωνητικά του Rollins, σε συνδυασμό με την εξίσου τραχιά κιθάρα του Greg Ginn, επηρέασαν πολλές γενιές μετέπειτα punk συγκροτημάτων.

The Gun Club – Fire Of Love (1981)
Ένα άλμπουμ που δεν δέχεται κανέναν περιορισμό, καμία ταμπέλα, όσο και αν πρόκειται για μια ωμή, αδυσώπητη έκρηξη punk, blues και rockabilly που σε αρπάζει από το λαιμό και σε σέρνει μέσα σε σκοτεινά, βρώμικα μπαρ και έρημες λεωφόρους της Αμερικής. Ο Jeffrey Lee Pierce αυτός ο αναρχικός ποιητής με μια κιθάρα και απίστευτη αγριάδα τραγουδάει για το δικό του κάψιμο, την κάθαρση και την απόλυτη ελευθερία του. Κομμάτια όπως το “Sex Beat” και το “She’s Like Heroin to Me” έχουν τον ήχο μιας μπάντας που θέλει να τα διαλύσει όλα, συνδυάζοντας το punk με τα blues σαν να μη χωράνε διαχωρισμοί. Η κιθάρα σφυροκοπάει με εκείνη τη βρώμικη ενέργεια που γέννησε τόσα και τόσα άλμπουμ στη συνέχεια. Το “Fire of Love” είναι ένα soundtrack για κάθε πανκ ψυχή που ζητάει αδρεναλίνη και καπνό και για όσους ξέρουν ότι η ζωή δεν είναι ούτε όμορφη ούτε εύκολη – και δεν έχει καμία απολύτως σημασία, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος τους.

Flipper – Generic (1982)
Οι Flipper από το Σαν Φρανσίσκο, πήραν το όνομά τους από ένα νεκρό δελφίνι που βρήκε ο τραγουδιστής τους Will Shatter στην παραλία μια μέρα που είχε πάρει LSD, είχαν δύο μπασίστες και έπαιζαν μεγάλα, συντριπτικά αργά αυτοσχεδιαστικά τζαμαρίσματα όπως το οκτάλεπτο “Sex Bomb”, που κλείνει το “Generic”. Αν το σπουδαίο punk υποτίθεται ότι έχει να κάνει με το σπάσιμο των κανόνων, τότε το ακόμα και σήμερα εκπληκτικό ντεμπούτο των Flipper επιβεβαιώνει τη θέση τους ως ένα από τα σπουδαία punk συγκροτήματα της εποχής τους.

Bad Brains – Bad Brains (1982)
Το “Bad Brains” που κυκλοφόρησε αρχικά μόνο σε κασέτα είναι ένα αληθινό κτήνος. Δεν είναι απλά ένα punk άλμπουμ· είναι μια ασταμάτητη ορμή που συνδυάζει το punk με το hardcore και τη reggae με έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν είχε κάνει πριν – και μάλλον κανείς δεν κατάφερε από τότε. Οι Bad Brains ήταν ήδη θρύλοι στην underground σκηνή της Ουάσινγκτον, και αυτός ο δίσκος τους εκτόξευσε σε άλλο επίπεδο. Από το πρώτο δευτερόλεπτο του “Sailin’ On” μέχρι το τελευταίο κύμα έντασης στο “Pay to Cum”, αυτός ο δίσκος είναι μια πολύ καλή σφαλιάρα. Ο H.R., με την απίστευτη φωνή του, μεταπηδά από ουρλιαχτά σε μελωδικές reggae φράσεις με απόλυτη άνεση, ενώ η υπόλοιπη μπάντα τον ακολουθεί με τρελό ρυθμό και ακριβείς εκρήξεις ενέργειας. Το “Banned in D.C.” είναι ύμνος αντίστασης, μια φωνή για κάθε αλήτη που ξέρει τι σημαίνει να του κλείνουν τις πόρτες. Ένας δίσκος που σε ταρακουνάει, που σε κάνει να νιώθεις το αίμα να βράζει. Ένα αριστούργημα ωμής ενέργειας, που δείχνει τι σημαίνει πραγματική ελευθερία στον ήχο.

Misfits – Walk Among Us (1982)
Ο Glenn Danzig και η μπάντα του από μεταλλαγμένους του New Jersey έφεραν την απαραίτητη ειρωνεία στη σκηνή του hardcore με ύμνους όπως το “I Turned Into a Martian”. Άφησαν απ’ έξω την πολιτική του hardcore για να ουρλιάζουν για b-movie τέρατα, ζόμπι, αρειανούς και σαγηνευτικές γυναίκες-βαμπίρ, με αποτέλεσμα το φρικιαστικό ντεμπούτο τους να καμαρώνει μέχρι σήμερα σαν το αποκορύφωμα του horror punk.

Discharge – Hear Nothing See Nothing Say Nothing (1982)
Ο τίτλος από μόνος του είναι μια κυνική αναφορά στην αποδοχή της αποσιώπησης της αλήθειας, καλώντας τον κόσμο να σπάσει τα δεσμά της αποχαύνωσης. Μουσικά, το άλμπουμ φέρνει τη γέννηση του D-beat, μιας ωμής, καταιγιστικής ρυθμικής δομής που επηρέασε βαθιά το hardcore και το punk παγκοσμίως. Με τις γρήγορες κιθάρες και τα δυνατά τύμπανα, το “Hear Nothing See Nothing Say Nothing” δεν αφήνει περιθώρια για ανακούφιση – κάθε κομμάτι είναι μια αμείλικτη επίθεση στις ευαισθησίες και τις ψευδαισθήσεις της κοινωνίας. Οι στίχοι, γεμάτοι ανησυχία και αγωνία, καλούν σε συνειδητοποίηση και αντίδραση. Ο πόλεμος, η αδικία και η βία παρουσιάζονται όχι ως αφηρημένες έννοιες, αλλά ως απειλές που καθορίζουν τη ζωή των καταπιεσμένων. Το άλμπουμ αυτό γίνεται έτσι ένα μανιφέστο ενάντια στην παθητικότητα και τη σιωπή, ενθαρρύνοντας τον κόσμο να αμφισβητήσει τα κατεστημένα και να πάρει θέση. Το άλμπουμ παραμένει διαχρονικό λόγω της αδυσώπητης ειλικρίνειάς του και της απροκάλυπτης καταδίκης του για έναν κόσμο που δεν ακούει, δεν βλέπει και δεν μιλάει.

Rudimentary Peni – Death Church (1983)
Αυτό δεν είναι απλά ένα εμβλήματικό punk άλμπουμ, είναι μια άγρια κατάδυση στην ψυχή ενός σαλεμένου μυαλού. Ο Nick Blinko (τραγουδιστής, στιχουργός, κιθαρίστας και εικαστικός) με τα ασπρόμαυρα, ακατάστατα σχέδια του στο εξώφυλλο μας προειδοποιεί: μπείτε μόνο αν είστε έτοιμοι να χαθείτε σε έναν κόσμο από τερατουργήματα. Με την ασπρόμαυρη απλότητα, αλλά και την τρομακτικά χαοτική συμπεριφορά του, το artwork του εξωφύλλου λειτουργεί ως τέλειος μικρόκοσμος για το ντεμπούτο άλμπουμ του 1983, του hardcore punk συγκροτήματος Rudimentary Peni, “Death Church”. Ένα άλμπουμ που δεν ταιριάζει σε «όμορφους, φυσιολογικούς, χαρούμενους» ανθρώπους – είναι για εκείνους που ξέρουν πως η τέχνη πρέπει να προκαλεί, να σε βγάζει από την ασφάλειά σου. Μέσα στο “Death Church” βρίσκεται ο ίδιος εφιαλτικός, μακάβριος κόσμος των σκελετών και των διεστραμμένων ακροτήτων που κοσμούν το εξώφυλλο, διανθισμένος από καταιγιστικό punk rock και μουσική που επιτυγχάνει ματιές στον ψυχισμό ενός πραγματικά γαμημένου μυαλού. Οι κιθάρες και τα τύμπανα σφυροκοπούν αλύπητα, ενώ ο Blinko ουρλιάζει με μίσος για μια κοινωνία που τον σιχαίνεται όσο τη σιχαίνεται κι εκείνος. Τα τραγούδια είναι καταιγιστικά, μικρά και επαναλαμβανόμενα, σαν εμμονικές σκέψεις που δεν μπορείς να βγάλεις από το μυαλό σου. Οι στίχοι ακροβατούν μεταξύ πολιτικής αναρχίας και τρέλας, κάνοντας ακόμα και το πιο παράλογο να ακούγεται αληθινό. Στην ουσία, το “Death Church” είναι ένα ταξίδι στο χάος – αν το αντέχεις, μπορεί να βγεις πιο αληθινός απ’ ό,τι μπήκες.

Hüsker Dü – Zen Arcade (1984)
Εδώ έχουμε μια ηχητική επανάσταση, όπου η σφοδρότητα του hardcore punk συναντά μελωδικές και ψυχεδελικές πινελιές, δημιουργώντας ένα έργο που ξεπερνά την απλή μουσική. Από την πρώτη νότα του “Something I Learned Today”, η ενέργεια είναι εκρηκτική. Οι μιλιταριστικοί ρυθμοί των τυμπάνων και οι βρώμικες κιθάρες σε παρασύρουν σε έναν κόσμο γεμάτο αγανάκτηση και απογοήτευση. Ο Bob Mould, με τη φωνή του γεμάτη ένταση, εκφράζει τα συναισθήματα της νεολαίας που νιώθει αποκομμένη από την πραγματικότητα. Το άλμπουμ αφηγείται την ιστορία ενός εφήβου που φεύγει από το σπίτι αναζητώντας ελευθερία, μόνο για να ανακαλύψει ότι ο κόσμος έξω είναι εξίσου σκληρός. Η ποικιλία των ήχων στο “Zen Arcade” είναι εντυπωσιακή. Από το μελωδικό “Pink Turns to Blue” μέχρι το πειραματικό “Hare Krsna”, οι Hüsker Dü δεν περιορίζονται στους κανόνες του punk. Αντίθετα, προσφέρουν μια ανατρεπτική εμπειρία που περιλαμβάνει ακόμα και πιάνο και ακουστικές μπαλάντες. Το “Dreams Reoccurring”, με την σχεδόν 14λεπτη διάρκεια του, αποτυπώνει την ψυχική κατάρρευση του κεντρικού ήρωα και λειτουργεί ως ένα ηχητικό ταξίδι που προκαλεί σκέψεις. Είναι μια πρόκληση προς τους κανόνες της εποχής του, μια κραυγή αντίστασης ενάντια στην ομοιομορφία του hardcore punk. Με 23 κομμάτια που αγγίζουν διαφορετικά συναισθηματικά επίπεδα, οι Hüsker Dü σπάνε τα στεγανά και μας καλούν να νιώσουμε, να σκεφτούμε και να επαναστατήσουμε.

Minutemen – Double Nickels On The Dime (1984)
Τρία εργατόπαιδα από το λιμάνι του Σαν Πέδρο της Καλιφόρνια, με μηδενικές αξιώσεις και χάρισμα στη φλυαρία, και μια ξεκαρδιστική προτίμηση για πολιτικές αναλύσεις χωρίς μαλακίες, όπως το “The Roar of the Masses Could Be Farts” («Ο βρυχηθμός των μαζών θα μπορούσε να είναι κλανιές»). Σε όλο αυτό το κλασικό διπλό άλμπουμ 45 τραγουδιών, ο κιθαρίστας D. Boon και ο μπασίστας Mike Watt ανταλλάσσουν πανκ πρόζες για μια ζωή φιλίας που έχει τις ρίζες της σε κοινές punk αξίες – όπως λέει ο Boon στο “History Lesson, Pt. 2”, «Η μπάντα μας θα μπορούσε να είναι η ζωή σου». Παίζουν επίσης με πολλές jazz πινελιές τζαζ και πικάντικα φολκίζοντα ιντερλούδια, μαζί με διασκευές των Creedence Clearwater Revival, Steely Dan και Van Halen. Αυτός ακριβώς ο αναρχικός εκλεκτικισμός τους θα είχε αντίκτυπο σε συγκροτήματα από τους Red Hot Chili Peppers μέχρι τους Pavement. Αλλά ακριβώς όταν άρχισαν να αποκτούν κάποια μεγαλύτερη προσοχή στη χώρα τους, ο Boon σκοτώθηκε με τραγικό τρόπο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1985, αμέσως μετά την κυκλοφορία του τελευταίου άλμπουμ του συγκροτήματος, “3-Way Tie (For Last)”.

Minor Threat – Minor Threat (1984)
Οι Minor Threat ήταν οι αρχιτέκτονες ενός νέου κώδικα σκληρού ήχου που άλλαξε για πάντα την punk σκηνή. Με τον ύμνο τους “Straight Edge,” οι Minor Threat δεν περιορίστηκαν σε μια απλή μουσική δήλωση, αλλά ανέδειξαν μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής: κάτω τα ναρκωτικά, κάτω το ποτό, και πάνω η καθαρότητα του μυαλού για να μπορείς να πολεμάς την εξουσία. Η επαναστατική τους προσέγγιση, με επικεφαλής τον Ian MacKaye, δημιούργησε ένα κίνημα που συνεχίζει να επηρεάζει γενιές ακροατών και καλλιτεχνών. Η έννοια του straight edge δεν προήλθε από μια απλή επιθυμία για αποχή από τις ουσίες, αλλά από μια βαθιά πολιτική και κοινωνική θέση ενάντια στην παρακμή που παρατηρούνταν στη μουσική σκηνή της εποχής. Ο MacKaye, με τη χαρακτηριστική του ένταση και αυθεντικότητα, κατέστησε σαφές ότι η αποχή από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ είναι μια πράξη αντίστασης. Το κομμάτι “Straight Edge” είναι μόλις 46 δευτερόλεπτα γεμάτα οργή και αποφασιστικότητα, όπου ο MacKaye προτάσσει την ανάγκη για καθαρότητα και αυτοέλεγχο σε έναν κόσμο γεμάτο πειρασμούς. Επίσης, η μουσική των Minor Threat δεν περιορίζεται μόνο στο προσωπικό επίπεδο. Αντίθετα, αναδεικνύει μια ευρύτερη κοινωνική κριτική. Ο MacKaye καταγγέλλει τη «ζωή των ζωντανών νεκρών» που οδηγεί στην πολιτική αδράνεια και την έλλειψη δράσης. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στη δημιουργία ενός κινήματος που δεν είναι απλώς μια υποκουλτούρα, αλλά μια πολιτική δήλωση που καλεί τους ανθρώπους να αναλάβουν την ευθύνη για τις επιλογές τους. Οι ηγέτες της σκηνής της Ουάσινγκτον δεν έμειναν μαζί για πολύ καιρό, αλλά παραμένουν εξαιρετικά επιδραστικοί χάρη στην αληθινά πιστή ένταση του Ian MacKaye, καθώς διέδιδε το straight edge ευαγγέλιο για το πώς να φέρεις τις επαναστατικές αξίες στην καθημερινή ζωή.

 

 

☞︎ Για μερικά άλμπουμ που μπορεί να «λείπουν» σε κάποιους από αυτήν την λίστα διαβάστε επίσης: Τα 40 καλύτερα post-punk άλμπουμ όλων των εποχών