Στη δεκαετία του 1970, η μουσική σκηνή βρισκόταν σε αναβρασμό. Το punk, με την ωμή του ενέργεια και την επαναστατική του διάθεση, είχε ήδη αναδείξει την ανάγκη για αυθεντικότητα και ελευθερία έκφρασης. Ωστόσο, καθώς οι καλλιτέχνες και οι ακροατές άρχισαν να εξερευνούν τις συνέπειες αυτής της επανάστασης, προέκυψε ένα νέο μουσικό ρεύμα: το post-punk. Αυτή η νέα κατεύθυνση δεν περιορίστηκε μόνο στην ηχητική πειραματικότητα, αλλά ενσωμάτωσε και μια βαθύτερη πολιτική και κοινωνική διάσταση. Οι καλλιτέχνες του post-punk αντλούσαν έμπνευση από τις απογοητεύσεις της εποχής τους—την πολιτική αστάθεια, την οικονομική κρίση και την κοινωνική αποξένωση—και αντέτειναν μια πιο εσωτερική και στοχαστική προσέγγιση στη μουσική τους. Αντί να επαναλαμβάνουν τα κλισέ του παρελθόντος, αυτοί οι καλλιτέχνες εξερεύνησαν νέες μορφές έκφρασης, συνδυάζοντας στοιχεία από τη μουσική avant-garde, τη νέα ηλεκτρονική τεχνολογία και τις τέχνες. Το post-punk δεν ήταν απλώς μια συνέχεια του punk· ήταν μια αντίσταση στην εμπορικότητα και μια αναζήτηση για νόημα σε έναν κόσμο που φαινόταν όλο και πιο αποσπασμένος. Καθώς μπάντες όπως οι Joy Division, οι Talking Heads, οι Cure και οι Siouxsie and the Banshees (και εκατοντάδες άλλοι) έθεταν νέα ερωτήματα μέσα από τις μελωδίες τους, δημιούργησαν μια ηχητική φόρμα που συνδύαζε την ακατέργαστη ενέργεια με την πνευματική αναζήτηση. Έτσι, το post-punk αναδείχθηκε ως ένα είδος που δεν φοβόταν να κοιτάξει μέσα του, να αμφισβητήσει τα πάντα και να εξερευνήσει τις σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Κατά τη γνώμη μου, το post punk είναι ένα στυλ ροκ μουσικής που διατηρεί πολλή από την τεχνική απλότητα, την αισθητική, τις δομές songwriting και την κάθαρση που έχει το punk, αλλά το κατευθύνει σε μια πιο εσωτερική, πειραματική και μελαγχολική κατεύθυνση σε αντίθεση με το punk. Για παράδειγμα, το punk μπορεί να θεωρηθεί ως μια πιο αγανακτισμένη, απελευθερωτική, και επαναστατική μορφή της ροκ, ενώ το post-punk μπορεί να θεωρηθεί ως πιο «εσωτερικό». Αυτή η μουσική σκηνή δεν ήταν μόνο μια αντίσταση στην εμπορικότητα· ήταν και μια αναζήτηση για νόημα σε έναν κόσμο που φαινόταν ολοένα και πιο βαρετός, συμβατικός και μικροαστικός. Το post-punk ανέδειξε τη σημασία της ατομικής ταυτότητας και της κοινωνικής κριτικής, ενώ παράλληλα επηρέασε βαθιά τη μελλοντική κατεύθυνση της ροκ μουσικής.

Σε αυτό το άρθρο, εξερευνούμε τα 40 (από τα) καλύτερα post-punk άλμπουμ όλων των εποχών, έργα που όχι μόνο καθόρισαν το είδος, αλλά και άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στην πολιτιστική κληρονομιά της εποχής μας.

Ultravox! – Ha!-Ha!-Ha! (1977)
Η μουσική αυτού του άλμπουμ είναι γεμάτη από ρυθμικές παραμορφώσεις και μελωδίες που αιωρούνται σε έναν κόσμο γεμάτο μηχανές και τεχνολογία. Οι στίχοι του Foxx, γεμάτοι από υπαρξιακές ανησυχίες και εικόνες της σύγχρονης ζωής, προσφέρουν μια κριτική ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση, ενώ όλη η παραγωγή του δεύτερου άλμπουμ διατηρεί μια αίσθηση ωμής και σπάνιας αυθεντικότητας. Ένα τολμηρό δεύτερο βήμα στην πορεία ενός σημαντικού ονόματος που προαναγγέλλει την επερχόμενη στροφή της μουσικής σκηνής προς τη synth-pop και το new wave. Με την ακατέργαστη ενέργεια και τη μοναδική του αισθητική, το άλμπουμ παραμένει ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστορία της μουσικής.

Magazine – Real Life (1978)
Οι Buzzcocks ήταν ήδη ένα από τα πιο προοδευτικά punk συγκροτήματα της βρετανικής σκηνής όταν ο frontman Howard Devoto τους άφησε για να ιδρύσει τους Magazine, ένα συγκρότημα που θα χρησιμοποιούσε για να παρακάμψει τους άμεσους στόχους του punk για έναν πιο προοδευτικό ήχο και πειραματική ευαισθησία. Το EP “Spiral Scratch” των Buzzcocks το 1977 (η μοναδική κυκλοφορία του συγκροτήματος με τον Devoto) προκάλεσε σοκ ως ο πρώτος “πραγματικά ανεξάρτητος” punk δίσκος που κυκλοφόρησε η ίδια η μπάντα, στο Ηνωμένο Βασίλειο (κάτι που δεν μπορούσαν να ισχυριστούν οι πιο εκρηκτικοί σύγχρονοι των Buzzcocks, οι Sex Pistols), μια επίδειξη ανεξαρτησίας από το κατεστημένο που θα βοηθούσε στην περαιτέρω ανάπτυξη του εξισωτικού πλαισίου του punk κινήματος. Ο Devoto θα συνέχιζε αυτό το ατομικιστικό πνεύμα με το ντεμπούτο του Magazine. Αν μη τι άλλο, το Real Life ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στην καθιέρωση των φιλοδοξιών αυτού που θα γινόταν γνωστό ως post-punk. Ο Devoto δεν άργησε να απομακρυνθεί από τις συμβάσεις του punk με τις οποίες ήταν εξοικειωμένος: το “Real Life” χαρακτηρίζεται από την έντονη χρήση πιάνου και συνθεσάιζερ, τις παρατεταμένες εισαγωγές και το πυκνό χτίσιμο της διάθεσης, μεταξύ πολλών άλλων ιδιορρυθμιών. Κατά καιρούς, το άλμπουμ ακροβατεί ανάμεσα στο progressive ή ακόμα και στο glam rock, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα και τη μελωδικότητα αντί να σφυροκοπά με την ωμή ορμή ενός συγκροτήματος όπως οι Buzzcocks, ωστόσο παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτή την κληρονομιά. Το μοναδικό single του άλμπουμ, το “Shot by Both Sides”, δεν θα χρειαζόταν πολλές αλλαγές για να χωρέσει και σε μια κυκλοφορία των Buzzcocks, και πράγματι, μαζί με το “The Light Pours Out of Me”, συνυπογράφεται από τον πρώην συμπαίκτη του Devoto και frontman των Buzzcocks, Pete Shelley. Αν κάποιο άλμπουμ θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο του χαμένου κρίκου που ενώνει το βρετανικό punk και την τεράστιας ανάπτυξη και επέκταση που μόλις είχε αρχίσει να συμβαίνει στο παγκόσμιο punk κίνημα, αυτό είναι αναμφισβήτητα το “Real Life”.

Devo – Q: Are We Not Men? A: We Are Devo! (1978)
Ποτέ ξανά η παράνοια δεν είχε τέτοιο groove. Το ντεμπούτο άλμπουμ των Devo, “Q: Are We Not Men? A: We Are Devo!”, είναι το κακό τριπάκι που δεν ήξερες ότι χρειαζόσουν, ή έστω ότι θα δοκιμάσεις χωρίς καμία προειδοποίηση μια μέρα. (Κάπως έτσι ήταν για εμένα η πρώτη επαφή με τους Devo όταν αγόρασα το άλμπουμ από τον Ήχο, το αγαπημένο δισκάδικο της παρέας μας στην Κόνωνος στο Παγκράτι). Εδώ δεν μιλάμε για τη συνήθη punk οργή – οι Devo είναι το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης ανάμεσα στη μαζικοποίηση της κουλτούρας και την πραγματική αποδόμηση της ροκ νοοτροπίας. Σαν να σε αρπάζουν από το γιακά και να σε χαστουκίζουν, αυτά τα κουλά κίτρινα ρομπότ από το Οχάιο έφεραν το μέλλον στο εδώ και τώρα. Από το πρώτο riff του “Uncontrollable Urge”, οι Devo πατάνε γκάζι στο όριο, με τον Mark Mothersbaugh να τσιρίζει σαν να έχει καταπιεί αλκαλικές μπαταρίες και τα κιθαριστικά κοψίματα να μοιάζουν περισσότερο με καλώδια που σπινθηρίζουν. Το “Jocko Homo” είναι το μανιφέστο τους, ένα κακορυθμισμένο soundtrack για μια δυστοπία που ζούμε χωρίς να το ξέρουμε. Τι γίνεται όταν οι άνθρωποι μετατρέπονται σε μηχανές και οι μηχανές σε ανθρώπους; Οι Devo δεν στο λένε – στο πετάνε στη μούρη σου με την ίδια ευθύτητα που θα σου πετούσε ένα τούβλο ο “κακός” μάγκας της γειτονιάς επειδή φοράς περίεργα ρούχα.

Και μετά είναι το “Mongoloid”, όπου όλα πάνε κατά διαόλου με τον πιο groovy τρόπο. Είναι μια επίθεση στην κανονικότητα – εκεί που οι στίχοι μιλάνε για το πιο αλλόκοτο, το συγκρότημα σε παρασύρει με ένα ρυθμό που θα μπορούσε να ντύνει διαφήμιση υπολογιστών από μια εφιαλτική εναλλακτική πραγματικότητα. Παραγωγή; Ούτε καν από αυτόν τον πλανήτη! Ο Brian Eno βάζει τα χέρια του πάνω στην τρέλα, προσπαθώντας να βάλει τάξη, αλλά ακόμα και αυτός παραδίνεται στη μηχανοποιημένη αναρχία των Devo. Τα κομμάτια δεν σε αφήνουν να χαλαρώσεις, οι ρυθμικές κλωτσιές σου χτυπάνε το κεφάλι και το μόνο που σκέφτεσαι είναι: «Τι διάολο είναι αυτό και γιατί το γουστάρω τόσο;».

Το “Q: Are We Not Men? A: We Are Devo!” είναι ο ήχος ενός μέλλοντος που ποτέ δεν ήρθε, γιατί ήταν πάντα εκεί. Σαν ένα μετα-πανκ πάρτι που στήθηκε μέσα σε ένα εργοστάσιο χαλασμένων ρομπότ. Είναι άσχημο, αλήτικο, γεμάτο τσαμπουκά και ηλεκτρονικό πανικό. Αν το ροκ είναι ζωντανό, είναι επειδή κάτι τύποι σαν τους Devo το κράτησαν δεμένο στο κρεβάτι, με ηλεκτρόδια στο κεφάλι του.

Pere Ubu – The Modern Dance (1978)
Ένα άλμπουμ που ξεπερνά τις παραδοσιακές φόρμες της ροκ μουσικής, ή αν θέλει να τους δώσει κάποια σημασία, τις διαλύει σε ένα παρανοημένο και γ@μημένο τζαμάρισμα πριν τις φτύσει στα μούτρα του ακροατή. Η μουσική του αποπνέει μια παράξενη, υπνωτιστική πραγματικότητα, αλλά εκεί που το groove αρχίζει να σε αγκαλιάζει, πετάγεται ο θείος David Thomas από το πουθενά και κυριολεκτικά νιώθεις «ότι τώρα την γ#μησες!». Βγήκε το 1978, σε μια εποχή που ενώ το punk σάρωνε με την επιθετική του απλότητα, οι Pere Ubu επιλέγουν να πειραματιστούν, δημιουργώντας ένα σκοτεινό και απόκοσμο ηχητικό τοπίο, γεμάτο παραμορφωμένες κιθάρες, ανατριχιαστικά συνθεσάιζερ και την παράξενη, θεατρική φωνή του Thomas. Το “The Modern Dance” είναι μια μελέτη πάνω στην αποξένωση και την αποσύνθεση του ανθρώπινου πολιτισμού, ένα άλμπουμ που στοχάζεται πάνω στην τεχνολογία, την αστικοποίηση και την ψυχρότητα των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα από τα κομμάτια του, η μπάντα παρουσιάζει ένα άβολο και δυστοπικό όραμα για τον κόσμο. Ο ρυθμός συχνά σπάει και αποδομείται, οι μελωδίες διαλύονται, σαν να μιμούνται την κατάρρευση των κοινωνικών δομών που εξετάζει το άλμπουμ.

Η προσέγγιση των Pere Ubu στη μουσική τους είναι γεμάτη συμβολισμούς, με κάθε θόρυβο, παραμόρφωση ή αφαιρετική μελωδία να λειτουργεί σαν μια αλληγορία της ανθρώπινης κατάστασης. Το “The Modern Dance” δεν είναι ένα εύκολο άλμπουμ· απαιτεί από τον ακροατή να αντέξει τη σουρεαλιστική και συχνά ανησυχητική του ατμόσφαιρά. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, υπάρχει μια αλήθεια για τον σύγχρονο κόσμο – μια διαμαρτυρία για την απώλεια του νοήματος και της σύνδεσης σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο μηχανική. Ένα κορυφαίο έργο που δεν αρκείται στο να εξεγερθεί ενάντια στη μουσική παράδοση· επιχειρεί να αποδομήσει τη σύγχρονη κουλτούρα στο σύνολό της, αναζητώντας κάτι αληθινό μέσα στο χάος και την αποσύνθεση.

Tubeway Army – Replicas (1979)
Με τα συνθεσάιζερ να κυριαρχούν, ο Gary Numan παραδίδει έναν από τους πρώτους μεγάλους cyberpunk δίσκους, όπου η ατμόσφαιρα είναι παγωμένη και οι μελωδίες υπνωτικές. Ένα άλμπουμ που συνδυάζει την post-punk αισθητική με τον ηλεκτρονικό μινιμαλισμό, σηματοδοτώντας την αρχή της synth-pop επανάστασης.

The Pop Group – Y (1979)
Όσο κι αν τα post-punk γκρουπ γούσταραν το θορυβώδες χάος, λίγοι κατάφεραν να το ελέγξουν. Οι The Pop Group, όμως, ήταν μια άλλη ιστορία. Κάθε κομμάτι από το άλμπουμ τους “Y” έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, σαν να ισορροπούσε σε τεντωμένο σκοινί. Παρόλα αυτά, ακόμα και στις πιο χαλαρές στιγμές τους, κατάφεραν με κάποιο τρόπο να συγκρατήσουν την αναταραχή αρκετά ώστε να δημιουργήσουν κάτι τολμηρό, δραματικό, σχολαστικά οργανωμένο, ακόμα και πιασάρικο. Το “Thief of Fire” είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του post-punk, που σε χτυπάει με τη δύναμη ενός μανιακού rhythm section και μια γωνιώδη, αγκαθωτή κιθάρα που συνδυάζονται σε ένα φορτωμένο groove, ένα απόλυτα νευρικό dance-punk opus.

Οι Pop Group ήταν η πρωτοπόρος μπάντα του «σπάστα όλα και ξαναφτιάξτα από την αρχή». Ακονίζοντας τις ευθείες κιθαριστικές γραμμές του punk και σφυροκοπώντας τους funk ρυθμούς με την ηχητική μαγεία της dub, άφηναν τα πάντα να διαπερνούν το ένα το άλλο με έναν γελοία πρόχειρο τρόπο. Το “We Are Time”, άλλο ένα χαρακτηριστικό κομμάτι της μπάντας, ξεκινάει βαριά και επιθετικά πριν καταρρεύσει σε ένα αραχνοΰφαντο τζαμάρισμα που αποπροσανατολίζει με τη ρευστότητά του. Ακόμα και με ένα επαναλαμβανόμενο punk hook στην κιθάρα, το τραγούδι αιωρείται μακριά από οποιαδήποτε κατεύθυνση, αντιμετωπίζοντας τις punk συμβάσεις με την ίδια ασέβεια όπως όλα τα υπόλοιπα. Το “Y” είναι ίσως ό,τι πιο κοντινό ήρθε ποτέ στο ήθος της τζαζ ή της μεταλλαγμένης ντίσκο του post-punk. Οι Pop Group ήταν αναμφισβήτητα ένα από τα πιο θορυβώδη σχήματα της εποχής. Η φιλοσοφία τους ήταν αλλοπρόσαλλη, περιπετειώδης και χορευτική, χωρίς αντίπαλο. Γιατί όσο ριζοσπαστικό κι αν φάνηκε το “Y”, άλλο τόσο δύσκολα ακουγόταν σαν προϊόν μιας μπάντας που λαχταρούσε την επιτυχία. Αντίθετα, στόχευαν να είναι προκλητικοί και σπλαχνικοί – πιστοί στον πυρήνα του post-punk. Αυτό που κάνουν οι Pop Group εδώ είναι να ανατρέπουν τις προσδοκίες και να μας προκαλούν να σκεφτούμε διαφορετικά για τη μουσική. Με τον θόρυβο και την αταξία τους, μας καλούν σε έναν κόσμο όπου οι κανόνες δεν ισχύουν και η δημιουργικότητα δεν έχει όρια.

Chrome – Half Machine Lip Moves (1979)
Λοιπόν εδώ έχουμε ένα άλμπουμ που σκάει σαν έκρηξη σε ένα υπόγειο εργαστήριο, όπου τα ρομπότ και οι μεταλλαγμένοι μπερδεύονται σ’ ένα άγριο πάρτι χωρίς αρχή, μέση ή τέλος. Αλήτικο, άναρχο, έρχεται κατευθείαν από τις σκιές του μέλλοντος. Δεν υπάρχει καμία λογική ή ευγένεια εδώ, μόνο θόρυβος, διαλυμένες μελωδίες και μια άγρια παραμόρφωση που μοιάζει να προέρχεται από τον πυρήνα του πιο σκοτεινού post-apocalyptic κόσμου που θα μπορούσες να φανταστείς. Ο Helios Creed και ο Damon Edge σκαρώνουν ένα αριστούργημα όπου οι κιθάρες καταστρέφουν το χώρο, οι ντράμς ακούγονται σαν χαλασμένα ρομπότ που κουτσαίνουν, και τα φωνητικά είναι σαν τηλεγραφήματα από έναν κόσμο που έχει καεί ολοσχερώς. Το “Half Machine Lip Moves” είναι ο ορισμός του θορύβου που θες να ακούς όταν οι τοίχοι του μυαλού σου σπάνε και η πραγματικότητα αρχίζει να λιώνει. Μια διαρκής ενέργεια που σε τραβάει σε μια χοάνη από απανωτά ανάποδα loops και ψυχεδελικές σπασμωδίες. Μοιάζει κάπως σαν να έχεις ένα ρομπότ ξυπνητήρι που σε ξυπνάει με κλωτσιές και σε τραβάει απ’ τα μούτρα για μια βόλτα στο σκοτεινό σύμπαν των Chrome, όπου τίποτα δεν είναι ασφαλές και όλα είναι χαλασμένα. Και όλα αυτά ενώ το “Half Machine Lip Moves” παίζει και σπάει τα πάντα στο διάβα του.

Joy Division – Unknown Pleasures (1979)
Το “Unknown Pleasures” των Joy Division δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ· είναι μια ηχητική κάθοδος σε ένα απόκοσμο σύμπαν, όπου οι ψίθυροι της μοναξιάς και της αποξένωσης αποκτούν σχήμα, χρώμα, μελωδία και κραυγή. Κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1979, αλλά μοιάζει να αιωρείται πέρα από τον χρόνο, σαν ένα αιώνιο φάντασμα που στοιχειώνει κάθε παρόν. Από την πρώτη στιγμή που το “Disorder” εισχωρεί στο μυαλό σου, είναι σαν να ξυπνάς σε ένα όνειρο, σε έναν κόσμο όπου οι πόλεις μοιάζουν έρημες και οι δρόμοι γεμάτοι σκιές. Ο Ian Curtis τραγουδά με μια φωνή βαθιά και ταυτόχρονα εύθραυστη, σα να ξεσπά από τα βάθη ενός πηγαδιού· κάθε του στίχος κρύβει ένα αδιόρατο παράπονο, μια αναζήτηση που ποτέ δεν τελειώνει. Είναι σαν να ακούς τη μοναξιά να αποκτά σάρκα και οστά. Η παραγωγή του Martin Hannett είναι σαν ένα πέπλο μυστηρίου. Οι κιθάρες του Bernard Sumner δεν ηχούν όπως στις άλλες post-punk μπάντες της εποχής· εδώ είναι σαν ηλεκτρικές γραμμές που τρέμουν στον ορίζοντα, αποστασιοποιημένες αλλά πάντα παρούσες. Το μπάσο του Peter Hook δεν ακολουθεί τα κλασικά μονοπάτια, αντίθετα προχωρά μπροστά, σαν οδηγός μέσα από τα σπασμένα τοπία της ψυχής και τα τύμπανα του Stephen Morris είναι μετρονομικά, σχεδόν μηχανικά, σαν να παλμογραφούν τον κενό χρόνο που κυλά αδυσώπητα.

Η καρδιά του άλμπουμ, το “She’s Lost Control”, είναι σαν μια απειλή, μια αίσθηση ότι κάτι ανεξήγητο και αμετάκλητο έχει χαθεί, αλλά μπορεί να επιστρέψει χωρίς προειδοποίηση. Κάθε νότα αυτής της απειλής είναι σαν μια ρωγμή στον κόσμο που νόμιζες ότι γνώριζες. Το “New Dawn Fades” κλιμακώνει το άλμπουμ, σέρνοντας την εμπειρία σε μια σκοτεινή αυγή, όπου το φως είναι θαμπό και οι ελπίδες μισοσβησμένες. Κι όμως, το άλμπουμ δεν βυθίζεται ποτέ πλήρως στο σκοτάδι. Υπάρχει μια παράδοξη ομορφιά στην απόγνωση που το απεικονίζει. Είναι σαν να περιδιαβαίνεις σε ένα ονειρικό τοπίο όπου τα πάντα είναι μαύρα και γκρι, αλλά ξαφνικά βλέπεις μια αχνή, ασημένια λάμψη να διαπερνά τα σύννεφα. Το “Unknown Pleasures” είναι ένα άλμπουμ που δεν μπορείς να ακούσεις απλώς με τα αυτιά· το νιώθεις στα κόκαλα. Κάθε ακρόαση είναι σαν ένα ταξίδι βαθιά στην ψυχή, εκεί που οι φόβοι, οι ελπίδες και τα όνειρα συνυπάρχουν, μακριά από το φως. Και όπως σε κάθε όνειρο, το τέλος του σε αφήνει με μια αίσθηση ότι κάτι σπουδαίο, κάτι ανεξήγητο, έχει μόλις αποκαλυφθεί – και ταυτόχρονα παραμένει απρόσιτο.

Gang Of Four – Entertainment! (1979)
Μια ωμή, πολιτική καταγραφή της κοινωνικής κατάστασης, της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης και της εξουσίας που ασκεί το σύστημα πάνω στην ατομική ελευθερία. Δεν πρόκειται απλώς για μια συλλογή από τραγούδια με ωραία ριφάκια και post-punk groove. Είναι μια ηχητική προπαγάνδα, ένα μουσικό μανιφέστο που έρχεται να χτυπήσει κατευθείαν το στομάχι και το μυαλό του ακροατή. Από το πρώτο κομμάτι, “Ether”, οι Gang of Four σε βάζουν μέσα στον κόσμο τους, έναν κόσμο όπου το προσωπικό είναι πολιτικό και το πολιτικό είναι απόλυτα συνδεδεμένο με κάθε πλευρά της καθημερινής ζωής. Ο στίχος «there may be oil under Rockall» είναι ένα καρφί στα μάτια της αποικιοκρατίας και της κρατικής εκμετάλλευσης, δείχνοντας πόσο κυνικά οι κυβερνήσεις αξιοποιούν τους φυσικούς πόρους εις βάρος των ανθρώπων. Το “Entertainment!” φωνάζει την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου από την ίδια του τη ζωή μέσα σε ένα σύστημα που όλα αγοράζονται και όλα πωλούνται. Στο “Natural’s Not In It”, το συγκρότημα χτυπάει την καταναλωτική κουλτούρα, το σεξ και την απόλαυση που έχουν μετατραπεί σε προϊόντα. Το riff της κιθάρας είναι σαν τη γροθιά που κρατάει το ακουστικό ενδιαφέρον, ενώ οι στίχοι καίνε με την ειρωνεία τους: «The problem of leisure / What to do for pleasure».

Η δύναμη του άλμπουμ έγκειται στην αίσθηση της σύγκρουσης που αναδύεται σε κάθε τραγούδι. Η μουσική του είναι σαν μια διαδήλωση στους δρόμους: οι κιθάρες κόβουν σαν λεπίδες, η μπασογραμμή είναι κοφτερή και νευρική, ενώ τα φωνητικά του Jon King έχουν μια ένταση που φέρνει στο νου οργή και απογοήτευση. Ο δίσκος κατακρίνει τον καπιταλισμό, τη γραφειοκρατία και τη χειραγώγηση με έναν σκληρό και ευθύ τρόπο, χωρίς να κάνει εκπτώσεις. Το πιο ισχυρό πολιτικό μήνυμα του άλμπουμ αποτυπώνεται στο “At Home He’s A Tourist”, όπου το συγκρότημα ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο η εργασία, η καταναλωτική κοινωνία και η μαζική κουλτούρα διαμορφώνουν τη ζωή μας. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι η απόλυτη ειρωνεία: ο πρωταγωνιστής δεν ανήκει πουθενά, ούτε στο σπίτι του. Η αίσθηση της αποξένωσης είναι παντού, ακόμα και μέσα στον προσωπικό του χώρο. Το “Entertainment!” δεν είναι απλά ένας δίσκος για να τον ακούσεις, αλλά ένα εργαλείο για να κατανοήσεις την πολιτική διάσταση της ύπαρξης. Και οι Gang of Four δεν σταμάτησαν ποτέ να κάνουν τη μουσική τους μια πλατφόρμα για αντίσταση. Αυτός ο δίσκος, γεμάτος κριτική και οργή, παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρος ακόμα και σήμερα, δείχνοντας ότι οι μάχες ενάντια στο σύστημα δεν έχουν αλλάξει και πολύ.

Talking Heads – Fear Of Music (1979)
Το τρίτο στούντιο άλμπουμ της νεοϋορκέζικης μπάντας γεφυρώνει τέλεια το χάσμα ανάμεσα στο “More Songs About Buildings and Food” του 1978 και του αξεπέραστου “Remain in Light”. Μαζί, και τα τρία άλμπουμ ξεχωρίζουν ως αποτέλεσμα της Eno εποχής του συγκροτήματος, μια πολύ επιτυχημένη και καθοριστική περίοδο που όντως κορυφώθηκε με το αριστούργημα “Remain in Light”. Απλά, εδώ οι Talking Heads ραφινάρισαν τη φόρμουλά τους και ανακάλυψαν την πραγματική τους ουσία – αυτή που ήδη είχαν υπονοήσει από το ντεμπούτο άλμπουμ “Talking Heads: 77” αλλά δεν είχαν ποτέ πλήρως συνειδητοποιήσει.

Η ηχογράφησή του έγινε σε διάφορα στούντιο της Νέας Υόρκης μεταξύ Απριλίου και Μαΐου του 1979, σε παραγωγή του Brian Eno και του συγκροτήματος. Έφτασε στη 21η θέση στο Billboard 200 και στην 33η θέση στο UK Albums Chart, και γέννησε τρία –μεταξύ άλλων τρομερών κομματιών– από τα πιο αξέχαστα σινγκλ του συγκροτήματος, το “Life During Wartime”, το “I Zimbra” και το “Cities”. Το “Fear of Music” έλαβε μια πολύ θερμή υποδοχή από τους κριτικούς, και επαίνους που επικεντρώθηκαν κυρίως στη μη συμβατική του χρήση της πολυρυθμίας και στις εκστατικές, φανταστικές και λυρικές ερμηνείες του frontman David Byrne. Αν κάποιος χρειαζόταν να περιγράψει το “Fear of Music”, θα μπορούσε να το τοποθετήσει ανάμεσα στον σκοτεινό φουτουρισμό του “Aladdin Sane” του David Bowie και την πρώιμη περίοδο των The Fall. Aπλώς, στο “Fear of Music”, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς γιατί οι Talking Heads χαίρουν πολύ υψηλής εκτίμησης ανάμεσα στους παλιούς μουσικούς και την σύγχρονη post-punk “διανοούμενη” σκηνή που γεμίζει τώρα τις δήθεν ψαγμένες νέες μουσικές λίστες με ό,τι “post-punk” βρίσκει στο streaming πιάτο της κάθε μέρα. Το “Fear Of Music” αποτυπώνει την αγωνία και τον παράλογο φόβο της σύγχρονης ζωής με τρόπο πρωτότυπο, μοναδικό και ρηξικέλευθο. Συνδυάζει τον αστικό νευρωτισμό του David Byrne με μια πολύ δεμένη μπάντα που με την καινοτόμο παραγωγή του Brian Eno, δημιουργούν έναν ήχο που αναμιγνύει το funk, την αφρικανική μουσική και την ηλεκτρονική με την αποστασιοποίηση και τον πειραματισμό του post-punk. Οι στίχοι του Byrne, αποσπασματικοί και υπαινικτικοί, αντικατοπτρίζουν το άγχος της τεχνολογίας, της αποξένωσης και της κοινωνικής ανασφάλειας. Αυτό το άλμπουμ δεν είναι μόνο μουσικά τολμηρό, αλλά και στιλιστικά διαχρονικό, αναδεικνύοντας τους Talking Heads ως πρωτοπόρους και αβίαστους οραματιστές του είδους.

Wire – 154 (1979)
Αυτό είναι το άλμπουμ που αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην καριέρα των Wire, επιβεβαιώνοντας τη θέση τους ως “πρωτοπόροι του post-punk”. Μετά την επιτυχία του “Pink Flag” και του “Chairs Missing”, οι Wire εξελίσσουν τον ήχο τους σε ένα πιο σύνθετο και πειραματικό επίπεδο, συνδυάζοντας στοιχεία τέχνης και μουσικής που προκαλούν σκέψη. Η μουσική του “154” χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση σκοτεινής μελαγχολίας και πειραματισμού. Οι συνθέσεις είναι γεμάτες από ασυνήθιστους ρυθμούς και μελωδίες, με τις κιθάρες να εναλλάσσονται με ηλεκτρονικά στοιχεία. Ο παραγωγός Mike Thorne προσφέρει μια ζεστή ηχητική ατμόσφαιρα, που διαφοροποιεί το άλμπουμ από τις πιο ψυχρές και ωμές σαν σούσι προηγούμενες δουλειές τους. Οι στίχοι είναι συχνά αινιγματικοί και κλειστοί, ενισχύοντας την αίσθηση της αποξένωσης που διαπνέει το έργο.

Το “154” θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως το αποκορύφωμα της πρώτης περιόδου των Wire. Η ηχητική του πολυπλοκότητα και η ενορχήστρωση των κομματιών δείχνουν την επιθυμία της μπάντας να εξερευνήσει νέα μουσικά μονοπάτια, αποφεύγοντας τις παγίδες του εμπορικού ήχου. Η παραγωγή του άλμπουμ έχει χαρακτηριστεί ως μια μίξη σκοτεινών και φωτεινών στοιχείων, αποτυπώνοντας τη μετάβαση από τον punk ήχο σε κάτι πιο εκλεπτυσμένο και πρωτοποριακό. Το “154” παραμένει ένα σημαντικό έργο στην ιστορία της μουσικής, όχι μόνο για την καλλιτεχνική του αξία αλλά και για την ικανότητά του να προκαλεί σκέψεις και συναισθήματα. Ένα άλμπουμ που συνδυάζει την τέχνη με τη μουσική, αφήνοντας μια διαρκή κληρονομιά στον κόσμο του post-punk. Η αίσθηση της αποξένωσης και η πιο πειραματική τους προσέγγιση καθιστούν το “154” ένα έργο που αξίζει να ανακαλύπτει κανείς ξανά και ξανά.

Public Image Limited – Metal Box (1979)
Αφού ο John Lydon την έκανε από τους Sex Pistols, έγινε κάτι σαν το απόλυτο σύμβολο της μετα-πανκ αλητείας. Είχε ακόμα πράγματα να πει, και πολλές συζητήσεις να στήσει. Βλέπετε, οι Pistols κατάντησαν το ίδιο το πράγμα που ήθελαν αρχικά να γκρεμίσουν, ένα καλούπι που τους έπνιγε. Έτσι, οι Public Image Ltd έγιναν το σήμα κατατεθέν για το «τι κάνεις μετά το punk!». Το πρώτο τους άλμπουμ ήταν κάτι σαν πρόβα τζενεράλε – ακατέργαστο, ασταθές, αλλά με φρέσκες ιδέες που πέταξαν το punk σε νέα χωράφια. Όμως το “Metal Box” του ’79 ήταν εκεί που η φάση έγινε πραγματικά σοβαρή. Ντρονάρει, κατσουφιάζει και γκρουβάρει, το δεκάλεπτο “Albatross” εξευγενίζει τα χωρίς δομή εγχειρήματα του “First Issue” με μια συνεπή παλλόμενη ώθηση που εξακολουθεί να είναι ανατρεπτική για τη συμβατική punk σοφία. Και ναι, το “First Issue” έμοιαζε παιχνιδάκι μπροστά του. Επιφανειακά, το “Poptones” έμοιαζε με ένα περίτεχνο τζαμάρισμα πάνω στα πρώιμα κομμάτια των PiL, αλλά επικεντρώθηκε σε αυτήν τη φιδίσια φιγούρα της κιθάρας που του έδωσε περισσότερη ισορροπία. Η μανιακή ντίσκο του “Swan Lake” (που κυκλοφόρησε ως single σε άλλη εκδοχή και πιο κατάλληλα τιτλοφορημένο “Death Disco”) ήταν θορυβώδης και βίαιη αλλά και το πιο προσιτό από τα τραγούδια του συγκροτήματος μέχρι τότε.

Σε όλο το “Metal Box”, ο Lydon εμφανίζεται πιο αιχμηρός, πιο στοχευμένος. Δεν χτυπούσε πια κουρασμένα και φτηνά θύματα απλά για την πρόκληση. Αντίθετα, έριχνε τη χολή του με μια πιο αφηρημένη, σχεδόν ποιητική γλώσσα. Το “Metal Box” δεν ήταν απλώς μια κίνηση της μπάντας για να ξεφύγει από το πανκ καλούπι. Έφερε τη φιλοδοξία και την τέχνη στο προσκήνιο, και μαζί τους τράβηξε όλο το post-punk στο φως. Και κάπως έτσι, οι Public Image Ltd έγιναν έμβλημα της νέας, πιο φιλόδοξης και αιχμηρής εποχής του ροκ.

Simple Minds – Real To Real Cacophony (1979)
Η μουσική του άλμπουμ είναι γεμάτη από ρυθμικές παραμορφώσεις και μελωδίες που αιωρούνται, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα έντασης και ανατροπής. Ίσως το μοναδικό άλμπουμ των Simple Minds που αποπνέει μια τόσο έντονη αίσθηση επαναστατικής ενέργειας και πειραματισμού.

The Raincoats – The Raincoats (1979)
Το ομώνυμο πρώτο άλμπουμ των Raincoats είναι μια πολιτική δήλωση καμουφλαρισμένη με τον DIY ήχο του post-punk. Μέσα από τις αντισυμβατικές μελωδίες, τις ασύμμετρες δομές και τους στίχους, το άλμπουμ εκφράζει μια ανατρεπτική θηλυκότητα και έναν πρωτοποριακό φεμινισμό που αμφισβητεί τα κοινωνικά πρότυπα του φύλου, της εξουσίας και της ταυτότητας. Το συγκρότημα, με τις ερασιτεχνικές εκτελέσεις του, απορρίπτει την τέλεια παραγωγή, αποδεικνύοντας ότι η αυτοέκφραση και η αυθεντικότητα είναι πιο σημαντικά από την τεχνική δεξιότητα. Το “The Raincoats” είναι ένα ηχητικό μανιφέστο, που προκαλεί το σύστημα και τα κατεστημένα μουσικά και κοινωνικά πλαίσια, δίνοντας φωνή στις γυναίκες που αναζητούν την αυτονομία και την ελευθερία μέσα από τη μουσική.

Bauhaus – In the Flat Field (1980)
Το άλμπουμ “In the Flat Field” των Bauhaus, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1980, έχει συχνά καταταχθεί σε πολλές αναφορές ως ορόσημο του goth rock και αντιμετωπίζεται με αυτήν την deathιάρικη προκατάλήψη και κατάρα, γιατί ως κατηγοριοποίηση μόνο παραπλανητική είναι. Ο χαρακτηρισμός αυτός, αν και κατανοητός μέχρι ένα σημείο, περιορίζει την πραγματική ουσία και πολυπλοκότητά αυτού του άλμπουμ. Το μεγαλύτερο κακό που συνέβη στο “In the Flat Field” είναι ότι καταδικάστηκε σε μια απλουστευμένη αντίληψη η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της μουσικής του. Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι, λοιπόν, μια για πάντα. Η κοινή αντίληψη για το goth rock συχνά περιλαμβάνει πιο δρακουλιάρικες, ανδρόγυνες και μελαγχολικές φιγούρες, που αναδύονται από την ωμή σκοτεινιά και συναισθηματικότητα του είδους. Αυτή η συναισθηματική ένταση (και στυλιστική περισσότερο πρόταση) έρχεται σε αντίθεση με την σούπερ-μάτσο-ανδροπρέπεια της προηγούμενης ροκ γενιάς. Ωστόσο, το ντεμπούτο των Bauhaus αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη. Ο Peter Murphy, με τη χαρακτηριστική του φωνή, σκίζει το λαιμό του, και καταρρίπτει τον μύθο του νωχελικού goth frontman ήδη από το σοβαρά βαρύ “Double Dare”. Το εξωτερικό (ας μην το πω, άσχετο) κοινό συχνά βλέπει το goth ως μουντό και ληθαργικό, αλλά έλα που οι Bauhaus εδώ προσφέρουν μια διαφορετική οπτική. Τα κομμάτια “Dive” και “Stigmata Martyr” αναδεικνύουν μια δυναμική ενέργεια που διαψεύδει τις κλισέ αντιλήψεις για την μουσική του γοτθικού μορφώματος. Αντί να περιορίζονται σε καταθλιπτικά μοιρολόγια, οι Bauhaus δημιουργούν μουσική γεμάτη ενέργεια και ρυθμό, που προκαλεί τον ακροατή να αναθεωρήσει τις προκαταλήψεις του.

Η κατάταξη του “In the Flat Field” ως ένα από τα προπορευόμενα μουσικά οράματα του goth rock φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στην αισθητική παρά στη μουσική ουσία. Ναι, η σκοτεινή εμφάνιση των Bauhaus, εμπνευσμένη από το glam rock, έχει επηρεάσει τη γλώσσα της μόδας και της τέχνης στο goth κίνημα. Ωστόσο, ηχητικά, το άλμπουμ είναι μια post-punk κόλαση που επιβεβαιώνει την ικανότητα των Bauhaus να συνδυάζουν διαφορετικά στυλ και επιρροές. Το “In the Flat Field” είναι ένα διαχρονικό αριστούργημα που ξεπερνά τις περιοριστικές κατηγορίες του goth rock. Αντί να περιορίζεται σε κλισέ ή στερεότυπα, το άλμπουμ προσφέρει μια πλούσια και πολυδιάστατη εμπειρία ακρόασης που αξίζει να εξερευνηθεί πέρα από κάθε επιφανειακή αντίληψη. Οι Bauhaus δεν είναι απλώς ένα συγκρότημα goth· είναι μια κυκλοθυμική δύναμη που ανατρέπει τις προσδοκίες και προκαλεί (όντως) τον ακροατή να σταθεί περήφανα απέναντι στους φόβους του.

The Passage – Pindrop (1980)
Το “Pindrop” δεν παύει ποτέ να στοιχειώνει και να προκαλεί όσες φορές κι αν ανατρέξεις σε αυτό. Είναι ένα έργο πειθαρχημένης πνευματικής επιθετικότητας, ξέφρενων συναισθημάτων και μιας δυναμικά ιδιωματικής μουσικότητας. Είναι τόσο σοκαριστικό όσο κι ένας όμορφος εφιάλτης, τόσο θυελλώδης και συνειδητοποιημένος όσο και το αυτό το θρυλικό ντεμπούτο “Unknown Pleasures”. Το συγκρότημα του Dick Witts από το Μάντσεστερ ήταν ωμά πολεμικοί και πιο ανοιχτά από τους Joy Division, και έπιασαν αυτό το περίεργο κοκτέιλ διάθεσης του ηδονισμού και του θανάσιμου φόβου των αρχών της δεκαετίας του ’80.

Swell Maps – Jane From Occupied Europe (1980)
Πολλές κοινότητες της post-punk περιόδου θα ήθελαν να διεκδικήσουν τη μοναδική ευφυΐα των Swell Maps, και δικαίως. Προφητικό, alt-rock και indie, πειραματικό και avant-garde, noise και post-punk, αφού όλα συγχωνεύτηκαν στο πιο όμορφο αμάλγαμα ακατανόητης κακοφωνίας που έχει ηχογραφηθεί ποτέ. Ένα αντιπροσωπευτικό μιας εποχής πρώτο-πολιτιστικού κατακερματισμού. Η αλήθεια είναι ότι οι Swell Maps μίλησαν σε τόσες διαφορετικές γωνιές του κινήματος επειδή χρησιμοποίησαν ένα εκατομμύριο διαφορετικές ακουστικές υφές για να κατασκευάσουν τη μουσική τους. Σε αυτή την κατακερματισμένη κατάσταση, προσέφεραν μια πεμπτουσία της επισκόπησης της ουσίας της punk μουσικής αφού το punk καθαυτό είχε θαφτεί. Οι Swell Maps ήταν όλες οι μεγάλες εκτάσεις του μουσικού underground της δεκαετίας του ’80 λιωμένες και αποκρυσταλλωμένες.

Ο δεύτερος δίσκος των Swell Maps, “Jane from Occupied Europe”, είναι μια ανησυχητική αλλά σαγηνευτική κατάδυση στο χάος του noise rock. Εδώ, η μουσική αποδομείται πλήρως και ανασυντίθεται μέσα από έναν καταιγισμό θορύβου, όπου οι μελωδίες και οι ρυθμοί χάνονται μέσα σε στρώματα ήχων ακαθόριστης προέλευσης. Στην πιο μελωδική του μορφή, το άλμπουμ θυμίζει κάτι σαν ένα επιταχυνόμενο “Pet Sounds”, πλεγμένο πάνω στην ωμή ενέργεια ενός πρώιμου δίσκου των Wire. Στην πιο αφαιρετική του μορφή, μοιάζει με ένα μεγαλειώδες “τίποτα”, καθώς οι μελωδίες καταβροχθίζονται από τη θύελλα του θορύβου, με μόνο υπαινιγμούς από σαξόφωνα, όργανα και feedback ενισχυτών να καταφέρνουν να διαπεράσουν το απτό αυτό τοίχος ήχου.

Μέσα σε αυτό το άναρχο σύμπαν, αναδύεται κάτι παράδοξα σημαντικό. Οι Sonic Youth, οι Guided By Voices, οι My Bloody Valentine και άλλες επιδραστικές μπάντες της εναλλακτικής μουσικής των επόμενων δεκαετιών βρήκαν στο “Jane from Occupied Europe” μια πρωτόγνωρη καλλιτεχνική γλώσσα – μια πολεμική, αποπροσανατολιστική διάλυση των ροκ συμβάσεων που όρισε τον πειραματισμό τους. Ενώ το no wave και το industrial είχαν ήδη συμβάλει στη διαμόρφωση του noise rock ως μια νέα καλλιτεχνική έκφραση, ελάχιστες μπάντες κατάφεραν να το αγκαλιάσουν με τόση αφοσίωση και αυτοπεποίθηση όσο οι Swell Maps. Το “Jane from Occupied Europe” είναι μια κορύφωση αυτής της τάσης, αποπνέοντας μια ακατέργαστη, σπλαχνική δύναμη που αγγίζει τα όρια του punk και καταφέρνει να συλλάβει μια από τις πιο έντονες και πρωτοποριακές εμπειρίες του είδους.

Echo & The Bunnymen – Crocodiles (1980)
Συνδυάζοντας την απογυμνωμένη αισθητική του punk με την αγάπη τόσο για τους Velvets όσο και για ένα πλήθος ψυχεδελικών ηρώων, από τους Doors μέχρι τους Love, το συγκρότημα είχε ήδη κάνει θόρυβο στην ετικέτα του Bill Drummond Zoo με το “Pictures On My Wall”. Αλλά τότε ήταν τρεις ψυχές με μόνο μια μηχανή τυμπάνων για να υποστηρίξουν το νέο-ψυχεδελικό τους όραμα. Λίγο αργότερα, μπήκε ο Pete De Freitas, ένας άνθρωπος με δύναμη, που ταίριαξε απόλυτα με τα ακούραστα μπάσα του Les Pattinson και ξαφνικά ήταν έτοιμοι για παγκόσμια κυριαρχία. Τρεις εβδομάδες στα στούντιο Rockfield στην Ουαλία είδαν το γκρουπ να καθορίζει περαιτέρω τον ήχο του, με την κιθάρα του Will Sergeant να εντάσσεται στο new wave hall of fame (μαζί με τον άλλον ήρωα, τον John McGeoch) με την ικανότητά του να ζωγραφίζει τόσο απόμακρα ηχοτοπία, όσο και να αποφεύγει κάθε ροκ κλισέ με κάθε κόστος. Από την εισαγωγή του “Rescue” μέχρι το βαθύ χαράκωμα του “Happy Death Men” ο κιθαρίστας των Echno επαναπροσδιόρισε τι θα μπορούσε να γίνει με έξι ηλεκτρισμένες χορδές. Και πάνω από όλα αυτά, η ζοφερή, παραπονεμένη φωνή του Ian McCulloch, με ένα κοσμικό στυλ που χρωστούσε πολλά στον Jim Morrison, αλλά επίσης τέλεια στο να αποδίδει τους στίχους του συνθέτη γεμάτους με πονεμένο ρομαντικό σουρεαλισμό.

Young Marble Giants – Colossal Youth (1980)
Οι Young Marble Giants δημιούργησαν έναν ήχο που μοιάζει να έρχεται από έναν κόσμο μινιμαλιστικής καθαρότητας και συναισθηματικής έντασης, σε απόλυτη αντίθεση με το θορυβώδες και εκρηκτικό περιβάλλον του post-punk της εποχής τους. Η μπάντα, χωρίς να καταφύγει σε επιδεικτικές εξάρσεις, καταφέρνει να απογυμνώσει τη μουσική τους στα πιο απαραίτητα στοιχεία, προσφέροντας έναν ήχο που αντηχεί βαθιά στην ψυχή. Η ιδιοφυΐα του “Colossal Youth” έγκειται στην απλότητα του. Τα ρυθμικά μοτίβα των αδερφών Stuart και Phillip Moxham, οι μετρημένες γραμμές της κιθάρας και τα αθόρυβα synth δημιουργούν έναν εύθραυστο, σχεδόν άυλο κόσμο. Η φωνή της Alison Statton αιωρείται πάνω από τις λιτές ενορχηστρώσεις, με μια εκφραστική συγκράτηση που καταφέρνει να μεταδώσει έντονα συναισθήματα χωρίς καμία υπερβολή.

Η μινιμαλιστική αυτή προσέγγιση δεν είναι μια απλή αισθητική επιλογή· είναι μια δήλωση για την τέχνη της μουσικής ίδια. Το Colossal Youth διαλύει την ανάγκη για περιττά στολίδια και αποδεικνύει ότι η μουσική μπορεί να είναι εξίσου ισχυρή μέσα από το φευγαλέο και το λιτό. Κάθε νότα, κάθε παύση έχει βάρος και σημασία. Το άλμπουμ καταφέρνει να κρατά την προσοχή μέσω της απλότητας και της ειλικρίνειάς του, θυμίζοντας μας ότι το μεγαλείο δεν προέρχεται από την υπερβολή, αλλά από την καθαρότητα της έκφρασης. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να φωνάζει για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Αντιθέτως, είναι μια ηχητική διαμαρτυρία ενάντια στην περιττή πολυπλοκότητα, ένας ύμνος στην ανθρώπινη εσωτερικότητα και το ίδιο το ιδανικό της οικονομίας στη μουσική σύνθεση.

Killing Joke – Killing Joke (1980)
Το 1980, όταν οι περισσότερες βοηθητικές φόρμες του post-punk βρίσκονταν ακόμα σε μια περίοδο πρώιμης κύησης, οι Killing Joke είχαν ήδη “εμπορευματοποιήσει” το είδος, δίνοντας περισσότερο βάρος στο ροκ υπόβαθρό του, για μια πιο προσιτή εκδοχή, που ήταν τόσο βαριά και έτοιμη τις αρένες. Αν και το συγκρότημα δεν έσπασε ποτέ πραγματικά τη σφραγίδα της εμπορικής απήχησης του post-punk και παρέμεινε σχετικά άγνωστο μέχρι που οι μελλοντικές γενιές των οπαδών τους (και μεγάλοι rock stars σαν τους Metallica) άρχισαν να τραγουδούν τους παιάνες του πρώτου τους άλμπουμ πολλά χρόνια αργότερα, έβαλαν ωστόσο τα θεμέλια για το μέλλον της προσβασιμότητας μιας πιο funky, βαριάς punk μουσικής. Η μεγαλύτερη συνεισφορά τους ήταν η επικαιροποίηση της εντολής του post-punk, απλοποιώντας την με τρόπο που μεγιστοποιούσε τις δυνατότητες της για μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση. Στο “Killing Joke”, οι (σχεδόν heavy metal) κιθάρες τρέχουν μέσα από επαναλαμβανόμενα riffs, τα τύμπανα είναι driving, αλλά παράξενα στατικά driving, και τα φωνητικά είναι τυλιγμένα σε μια πυκνή ομίχλη αντήχησης η οποία δίνει στα hooks του Jaz Coleman μια σαρωτική θεατρικότητα, που λίγο αργότερα θα γινόταν απαραίτητη όχι μόνο για το punk και το new wave, αλλά για ολόκληρη τη ροκ μουσική (σε όλες τις μορφές της) την υπόλοιπη δεκαετία. Οι Killing Joke έσπρωξαν το post-punk όλο και πιο κοντά στη σφαίρα της δημοφιλούς μουσικής με έναν λιγότερο φανταχτερό τρόπο από το new wave, τη synth-pop και συγκροτήματα όπως οι U2 (οι οποίοι εμφανίστηκαν στη σκηνή την ίδια χρονιά με το ντεμπούτο τους, “Boy”).

Για πολλούς από το σύγχρονο post-punk κοινό, όμως, οι Killing Joke μάλλον άγγιζαν τα όρια της ιεροσυλίας. Πήραν την ουσία της σκηνής και τη συνδύασαν με τις ροκ συμβάσεις που η κοινότητα προσπαθούσε τόσο σκληρά να διαλύσει. Τα head-banging κιθαριστικά riffs στα “Primitive”, “Tomorrow’s World” και “The Wait”, το τεράστιο ρεφρέν του “Requiem” και η (αντικειμενικά) heavy rock παραγωγή, όλα έμοιαζαν τότε πιο φιλοσοφικά δεμένα με το ροκ κατεστημένο. Στα σύγχρονα αυτιά μπορεί να ακούγεται λιγότερο σαν μια φτηνή οικειοποίηση του underground και περισσότερο σαν ένας προνοητικός υβριδικός δίσκος. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο ήχος του έχει γίνει σχεδόν σαν εργοστασιακό preset για τις hard rock και metal industrial μπάντες, ενώ από μόνο του το “Killing Joke” εξακολουθεί να είναι ένα γενναίο, τολμηρό και αυθάδες θηρίο.

Pylon – Gyrate (1980)
Η Athens της Georgia μπορεί να ήταν πατρίδα των The B-52’s, αλλά το 1978 ήταν, ως επί το πλείστον, μια ακόμα νυσταγμένη κολεγιακή πόλη με λίγα μέρη για να παίξουν μπάντες όταν οι Pylon άρχισαν να βρίσκονται. (Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι The B-52’s στην πόλη τους είχαν παίξει μόνο σε σπιτικά πάρτυ πριν μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη και κάνουν θόρυβο). Όπως και οι περισσότερες από τις μεγάλες και πρωτότυπες μπάντες, οι Pylon ξεκίνησαν χωρίς κανένα σύστημα υποστήριξης ή πολλές μουσικές επιρροές. Ήταν νέοι άνθρωποι που δημιουργούσαν τη δική τους τέχνη και διασκέδαζαν με αυτήν. Αν και δεν ήταν η πρώτη τους κυκλοφορία (το αξέχαστο σινγκλ “Cool”/”Dub” είχε προηγηθεί κατά επτά μήνες), το “Gyrate” έχει αιχμαλωτίσει στα αυλάκια του τους Pylon όταν ήταν ακόμη σαφώς γοητευμένοι με τις δικές τους δημιουργικές δυνατότητες, αν και ήταν αρκετά σφιχτές για να ακούγεται στοιχειώδες και απλό, παρά πιο ερασιτεχνικό. Το τρελό κουδούνισμα της κιθάρας του Randy Bewley και η εκφραστική αναφορά ψιθύρων-που-γίνονται-κραυγές-και-μετά-φωνητικά της Vanessa Briscoe Hay δίνουν σε αυτή τη μουσική άφθονη ενέργεια ενώ οι λιτές ρυθμικές οδοί που χτίζονται από τον μπασίστα Michael Lachowski και τον ντράμερ Curtis Crowe τα δίνουν όλα, στα άκρα της έντασης. Σε μια εποχή που η Αμερική μόλις έχει ξενερώσει από την αγάπη της ντίσκο, το “Gyrate” υπενθύμισε ότι υπήρχαν περισσότεροι από ένας τρόποι για να φτιάξεις μουσική για χορό. Όσο έξυπνη κι αν ήταν αυτή η μουσική, ήταν επίσης διασκεδαστική και συναρπαστική με τέτοιον τρόπο που πολλοί από τους συνομηλίκους και τους οπαδούς των Pylon δεν ήταν. To “Gyrate” είναι γεμάτο χαρά και ένα λεπτό, σουρεαλιστικό πνεύμα, και αν μερικές φορές ακούγεται σαν δουλειά φοιτητών που θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες, εξακολουθούν να είναι φοιτητές που θέλουν να χαλαρώσουν και να γράψουν μουσική, και αυτό ακριβώς κάνουν. Το “Gyrate” είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής underground σκηνής των 80s και ακούγεται τόσο φρέσκο, προκλητικό και συναρπαστικό όσο την ημέρα που κυκλοφόρησε. Ναι, οι R.E.M. θα γίνουν πολύ πιο διάσημοι, αλλά οι Pylon ήταν το συγκρότημα που έκανε τον κόσμο να συνειδητοποιήσει ότι κάτι αξιοσημείωτο συνέβαινε στην Αθήνα της Τζιόρτζια, και αυτός ήταν ο πρώτος τους μεγάλος θρίαμβος.

The Feelies – Crazy Rhythms (1980)
Με την κυκλοφορία του τον Απρίλιο του 1980, το αναπάντεχο “Crazy Rhythms” έτυχε θερμής υποδοχής και αγαπήθηκε από κριτικούς και ακροατές. Κατέλαβε υψηλή θέση ανάμεσα στα 100 καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας του ’80 σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone, φτάνοντας στη 49η θέση, και ψηφίστηκε υψηλότερα από κυκλοφορίες των David Bowie, The Rolling Stones και Joy Division στην ετήσια δημοσκόπηση του Village Voice την ίδια χρονιά. Πολλοί αγαπημένοι οραματιστές της εναλλακτικής ροκ σκηνής των αρχών της δεκαετίας του ’80 έχουν αναφερθεί σε αυτό το άλμπουμ ως μια τεράστια επιρροή στη μουσική τους κατεύθυνση. Η κιθαριστική ομάδα των Glenn Mercer και Bill Million σκίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, είτε με απαλές, ρυθμικές μελωδίες που αποπνέουν μια μυστηριώδη και απομακρυσμένη ατμόσφαιρα, είτε με εκρηκτικά και ευρηματικά σόλο. Ωστόσο, ο Anton Fier είναι το μυστικό όπλο της μπάντας, ικανός να παίζει απλές ρυθμικές γραμμές, στοχεύοντας σε μια παράξενη ενέργεια που ανανεώνει εκείνη την trance των Velvet Underground και του Krautrock σε πιο ευχάριστους κόσμους. Οι προφανείς φωνητικές επιρροές του Lou Reed από τον Glenn Mercer καθιστούν ακόμα πιο σαφείς τις ρίζες των VU, αλλά ακόμα και σε αυτό το στάδιο, υπάρχει κάτι τόσο αξεπέραστα φρέσκο στη δουλειά που έχει κάνει το κουαρτέτο, ακόμα και 44 χρόνια αργότερα.

The Associates – The Affectionate Punch (1980)
To “The Affectionate Punch” ήταν το πρώτο άρωμα που έφεραν οι Associates στον κόσμο το 1980, ένα άρωμα που υποδήλωνε τις κρυμμένες δυνατότητες και τις μετέπειτα εξελίξεις τους. Ο Alan Rankine δεν είχε ακόμη φτάσει στο απόγειο της σύνθεσης, δεν είχε ακόμη αναπτύξει την πολυδιάστατη, πλούσια προσέγγισή του. Ωστόσο, μπορούσε ήδη να μεταμορφώνει κάθε ήχο με κομψότητα, κόβοντας και ράβοντας glam πινελιές σαν έμπειρος μόδιστρος. Στο ομώνυμο κομμάτι, “The Affectionate Punch”, οι μελωδίες μοιάζουν σαν λεπτοδουλεμένες κλωστές, υφασμένες με τέχνη και χάρη. Στο “Even Dogs In The Wild”, το σφιχτό μπάσο δημιουργεί μια ένταση που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι στο χείλος μιας αποκάλυψης. Είναι εύκολο να φανταστείς τους Associates να μοιράζονται τη σκηνή με τους Josef K και τους Fire Engines, στις πρώτες συναυλίες τους σαν κρυμμένες τελετουργίες μέσα σε σκιώδεις νύχτες της Σκωτίας. Και φυσικά, το θεμέλιο κάθε μεγαλείου τους βρίσκεται στη φωνή του Billy MacKenzie, αυτή η αιθέρια φωνή που άνοιγε πόρτες σε παραμυθένιους κόσμους, γεμάτους χάρτινα παλάτια και φαντασιώσεις που μόνο τα πιο όμορφα όνειρα μπορούν να γεννήσουν. Όταν τραγουδά το αλφάβητο στο “Α”, δεν απαγγέλλει απλώς γράμματα· μοιάζει σαν να τραγουδά σε μυστικό κώδικα, για τις πεταλούδες της αγάπης, οι οποίες χορεύουν ανάμεσα στις μελωδίες του, φέρνοντας έναν αέρα απίστευτης ομορφιάς και μυστηρίου. Το φανταστικό πρώτο άλμπουμ, αυτή η εκκολαπτόμενη μορφή των Associates ήταν ένας σπόρος, φυτεμένος στα εδάφη του post-punk, έτοιμος να ανθίσει σε κάτι μεγαλειώδες.

The Sound – From the Lions Mouth (1981)
Ένα μουσικό αριστούργημα που αιχμαλωτίζει την ψυχή του ακροατή σε μια μαγευτική, συχνά οδυνηρή περιπλάνηση. Αποπνέει μια αίσθηση ωριμότητας και τελειότητας, συνδυάζοντας την ενέργεια που χαρακτήριζε το ντεμπούτο τους “Jeopardy” με μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση. Το άλμπουμ ανοίγει με το “Winning,” ένα κομμάτι που μοιάζει να σε παρασύρει σε ένα κύμα ελπίδας και αποφασιστικότητας. Οι στίχοι του, γεμάτοι από μια εσωτερική πάλη, μας καλούν να αναλογιστούμε τη δύναμη που κρύβεται μέσα μας: «What holds your hope together / Make sure it’s strong enough…». Αυτή η αρχή προετοιμάζει το έδαφος για μια σειρά από κομμάτια που συνδυάζουν την ένταση με τη μελωδία, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που είναι ταυτόχρονα οικείο και ξένο. Τραγούδια όπως το “Sense of Purpose” και το “Contact the Fact” αποκαλύπτουν μια βαθιά συναισθηματική σύνθεση. Οι στίχοι αγγίζουν τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, ενώ η μουσική ρέει με μια σχεδόν υπερφυσική ποιότητα. Το “Skeletons” και το “Judgment” ολοκληρώνουν την πρώτη πλευρά με μια αίσθηση αναστάτωσης και αναζήτησης. Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ ανοίγει με το “Fatal Flaw,” όπου οι στίχοι χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά: «We all have weakness / Moments that we can’t contain…». Αυτή η ειλικρίνεια δημιουργεί μια σύνδεση με τον ακροατή, καθώς η μουσική εξελίσσεται σε ένα γοητευτικό ταξίδι μέσα από τις εσωτερικές μας μάχες. Το “Possession” είναι εξίσου συγκλονιστικό, με τη διχοτόμηση ανάμεσα στο καλό και το κακό να αναδύεται μέσα από τις νότες.

Το “From the Lions Mouth” είναι ένα αξεπέραστο επίτευγμα του Adrian Borland και των The Sound, μια εμπειρία που διαρκεί στον χρόνο. Οι ενορχηστρώσεις είναι σχολαστικά οργανωμένες, δημιουργώντας έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα πλούσιος και αιθέριος.Η φωνή του Borland είναι γεμάτη πάθος και ένταση, οδηγώντας τον ακροατή μέσα από τις αντιφάσεις της ζωής. Η μουσική τους συνδυάζει στοιχεία όχι μόνο από το post-punk ή τις πιο new wave προτάσεις της εποχής, αλλά διατηρεί μια μοναδική ταυτότητα που τους ξεχωρίζει στο πάνθεον των 80s. Η ονειρική του ποιότητα και η συναισθηματική του βαρύτητα καθιστούν αυτό το άλμπουμ ένα διαχρονικό κομμάτι της μουσικής ιστορίας. Αν δεν έχετε ήδη βυθιστεί σε αυτόν τον κόσμο, ήρθε η ώρα να το κάνετε – για να ανακαλύψετε τη μαγεία που κρύβεται πίσω από κάθε νότα και στίχο.

Siouxsie And The Banshees – Juju (1981)
Το άλμπουμ “Juju” της Siouxsie and the Banshees, που κυκλοφόρησε το 1981, είναι ένα ονειρικό ταξίδι στον κόσμο του post-punk, γεμάτο σκοτεινές μελωδίες και έντονες ενορχηστρώσεις. Σαν μια μαγική τελετή, το “Juju” μας καλεί να εξερευνήσουμε τα βάθη μας, με τη φωνή της Siouxsie Sioux να μας καθοδηγεί μέσα από το μυστήριο και την αβεβαιότητα. Η παραγωγή του άλμπουμ, σε συνεργασία με τον Nigel Gray, συνδυάζει την ατμόσφαιρα του punk με στοιχεία από την αφρικανική μουσική και την ψυχεδέλεια. Ο John McGeoch, με τις επαναστατικές κιθαριστικές του γραμμές, δημιουργεί μια ηχητική υφή που είναι ταυτόχρονα ανατρεπτική και εθιστική. Τα κομμάτια όπως το “Spellbound” και το “Arabian Knights” ξεχωρίζουν για την ικανότητά τους να αναμειγνύουν ρυθμούς και ήχους, προσκαλώντας τον ακροατή σε έναν κόσμο γεμάτο φαντασία και περιπέτεια. Η θεματολογία του άλμπουμ αντλεί από σκοτεινές εικόνες και μύθους, δημιουργώντας μια αίσθηση επείγοντος και μυστηρίου. Η Siouxsie, με τη χαρακτηριστική της φωνή, εκφράζει συναισθήματα που κυμαίνονται από την αγωνία μέχρι τη λύτρωση, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία ακρόασης. Οι στίχοι της είναι γεμάτοι συμβολισμούς και αναφορές που προκαλούν σκέψεις, αφήνοντας τον ακροατή να αναζητήσει την προσωπική του ερμηνεία. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική δήλωση που εξερευνά τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας. Με τη δύναμη των ήχων του και την επιβλητική παρουσία της φωνής, το άλμπουμ παραμένει ένα διαχρονικό κομμάτι της μουσικής ιστορίας, συνεχίζοντας να εμπνέει νέες γενιές καλλιτεχνών και ακροατών. Στην ουσία του, το “Juju” είναι η τέλεια συγχώνευση τέχνης και συναισθήματος, μια μουσική αναζήτηση που δεν πρέπει να έχει χάσει κανένας λάτρης της post-punk μουσικής.

This Heat – Deceit (1981)
Το “Deceit” των This Heat είναι μια κραυγή που έρχεται από τα βάθη της αποσύνθεσης, μια δισκογραφική άσκηση πάνω στην ένταση, την αγωνία και την αβεβαιότητα ενός κόσμου σε κρίση. Κυκλοφόρησε το 1981, σε μια εποχή γεμάτη πολιτικές ανησυχίες και την σκιά του Ψυχρού Πολέμου να ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω από την ανθρωπότητα. Το άλμπουμ είναι ένα εφιαλτικό τοπίο, ένας λαβύρινθος ήχων που μοιάζουν να διαλύονται καθώς εξερευνούν τις συνέπειες της εξαπάτησης και της εξουσίας. Το άνοιγμα, με το “Sleep”, είναι σαν μια αργή βύθιση σε μια ζοφερή, σκοτεινή θάλασσα, όπου οι ήχοι αντανακλούν την ψυχολογική σύγχυση και τον υπαρξιακό τρόμο. Εδώ δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, καμία σταθερή βάση. Το άλμπουμ κλονίζει τους ακροατές, όχι μόνο με τον ηχητικό πειραματισμό του, αλλά με τον τρόπο που ανασυνθέτει την πραγματικότητα, θέτοντας την υπό αμφισβήτηση. Η παραγωγή είναι ωμή, συχνά χαοτική, με ήχους να ξεπετάγονται από κάθε γωνιά. Οι κιθάρες του Charles Bullen είναι περισσότερο ξέσπασμα, μια εκρηκτική αίσθηση ενέργειας που μοιάζει να μην μπορεί να περιοριστεί, ενώ το μπάσο του Gareth Williams είναι γεμάτο ανησυχία, σαν μια συνεχής υπενθύμιση του επικείμενου κινδύνου. Τα τύμπανα του Charles Hayward μοιάζουν με παλμό ενός κόσμου που σπάει και ξαναχτίζεται από την αρχή, με κάθε χτύπημα να θυμίζει τις βίαιες δονήσεις της ιστορίας. Το “Paper Hats” αποκαλύπτει την ουσία του άλμπουμ: ειρωνική, θυμωμένη, ασταθής. Το κομμάτι συνδυάζει ένα παράξενο μείγμα παράνοιας και ειρωνείας, με τους στίχους του να διαπερνούν την ψυχή με την ωμότητά τους. Η θεματολογία της απάτης και της προδοσίας είναι πανταχού παρούσα, με την πολιτική διάσταση να συνυφαίνεται με την προσωπική κατάρρευση, δημιουργώντας μια αίσθηση πως τίποτα δεν είναι αληθινό – κάθε ιδέα, κάθε πίστη είναι ρευστή.

Κεντρικό σημείο του άλμπουμ είναι το “Cenotaph”, όπου οι This Heat ανασκάπτουν το συλλογικό τραύμα του πολέμου. Με στίχους που αναφέρονται σε μνημεία των νεκρών, το κομμάτι είναι μια αιχμηρή παρατήρηση για τη φρίκη και την απανθρωπιά της σύγχρονης κοινωνίας. Εδώ, η μουσική είναι τόσο κατακερματισμένη όσο και το μήνυμα, με ήχους που μοιάζουν να επαναλαμβάνονται και να παραμορφώνονται, σαν έναν συνεχή εφιάλτη που δεν μπορείς να ξεφύγεις. Το “A New Kind of Water” φέρνει μια απόκοσμη, σχεδόν αποκαλυπτική ατμόσφαιρα. Ο στίχος «What is the matter? What is the problem? What is the question?» αντηχεί μέσα στο χάος, θέτοντας τα ερωτήματα της επιβίωσης σε έναν κόσμο που καταρρέει. Δεν υπάρχει λύση, καμία απάντηση. Η μουσική δεν προσφέρει λύτρωση, παρά μόνο την αναγνώριση ότι όλα όσα πιστεύαμε είναι εύθραυστα και απατηλά.

Josef K – The Only Fun In Town (1981)
Όπως τόσες πολλές μπάντες της εποχής του post-punk, η επιρροή των Josef K είναι πολύ μεγαλύτερη από την παραγωγή τους. Το “The Only Fun in Town”, το μοναδικό άλμπουμ της μπάντας, είναι μια εκρηκτική εκδοχή του post-punk, γεμάτη από κοφτερές κιθάρες, ρυθμούς γεμάτους ένταση και ασυνήθιστες μελωδίες που αργότερα επηρεάσαν πολλά συγκροτήματα, ειδικότερα από το μέσο της δεκαετίας του ’80 και μετά. Κυκλοφόρησε από την Σκωτσέζικη δισκογραφική Postcard Records, που είναι γνωστή για την έκδοση singles των Orange Juice, Go-Betweens και Aztec Camera, τα οποία προσέφεραν πλούσιες ποπ μελωδίες και μια αισιόδοξη διάθεση στους σκοτεινούς χώρους στους οποίους είχε βρεθεί το post-punk μετά την άνοδο (και πτώση) των Joy Division. Οι Josef K ήταν αναμφισβήτητα η πιο επιθετική καλλιτεχνική κίνηση της Postcard, αλλά αυτή η ευχάριστη αίσθηση επηρέασε ακόμα και το προσεκτικά δομημένο, εκπληκτικά μελωδικό έργο της μπάντας, ιδιαίτερα κομμάτια όπως το “Sorry for Laughing” και το “It’s Kinda Funny”.

Φοβούμενοι ότι ρίσκαραν πολλά με το να γίνουν πιο προσβάσιμοι, η μπάντα υποχώρησε· στο πνεύμα της κυρίαρχης post-punk ηθικής της εποχής, το “The Only Fun in Town” ήταν μιξαρισμένο εσκεμμένα για να έχει έναν θολό ήχο — συγκεκριμένα, τα φωνητικά του τραγουδιστή Paul Haig ήταν θαμμένα κάτω από κοφτές κιθαριστικές φράσεις και μια υπερβολικά ενεργητική ρυθμική δραστηριότητα — επειδή η μπάντα δεν ήταν ικανοποιημένη με τον γυαλισμένο ήχο της πρώτης τους προσπάθειας να ηχογραφήσουν άλμπουμ, το “Sorry for Laughing”. Πολλοί καλλιτέχνες της post-punk περιόδου αγωνίστηκαν να ισορροπήσουν τον πνευματισμό και τη ανεξάρτητη μεθοδολογία τους με τις εμπορικές φιλοδοξίες και τις κυρίαρχες επιρροές τους· το “The Only Fun in Town”, πέρα από τις πολύχρωμες και καταπληκτικές συνθέσεις του, παραμένει ένα εμβληματικό παράδειγμα αυτής της σύγκρουσης.

Clock DVA – Thirst (1981)
Το “Thirst” των Clock DVA είναι ένα σκοτεινό διαμάντι που αναμιγνύει την industrial ατμόσφαιρα με την ψυχεδελική jazz και την post-punk ωμότητα. Κάθε κομμάτι μοιάζει με έναν αργό, υπνωτικό εφιάλτη που σε τραβάει όλο και πιο βαθιά μέσα στην αποσύνθεση της σύγχρονης μητρόπολης. Οι αποστασιοποιημένες κιθάρες και τα κλινικά beats συνθέτουν ένα μοναδικό ηχητικό τοπίο, όπου η παράνοια και η ευφυΐα συνυπάρχουν. Είναι ένα άλμπουμ που σε στοιχειώνει και επαναπροσδιορίζει την αισθητική του πρωτοποριακού σκοτεινού ήχου.

New Order – Movement (1981)
Το “Movement σηματοδοτεί την πρώτη προσπάθεια των New Order να αποδεσμευτούν από τη σκιά του Ian Curtis και των Joy Division. Κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1981—μόλις λίγες εβδομάδες μετά την αναδρομική κυκλοφορία του “Still”— και αντιμετωπίστηκε με χλιαρή υποδοχή, καθώς οι κριτικοί ήταν απογοητευμένοι από την έλλειψη πραγματικής προοδευτικής κίνησης μετά το αριστουργηματικό σινγκλ “Ceremony”. Φυσικά, η μετάβαση δεν θα μπορούσε να μην είναι γεμάτη συναισθηματική ένταση και μουσικό πειραματισμό, γιατί όντως η μουσική του “Movement” είναι χαρακτηριστικά μελαγχολική (με κάποιες λίγες νότες αισιοδοξίας), και με τις συνθέσεις να αντικατοπτρίζουν την απώλεια και τη θλίψη που βίωναν τα μέλη της μπάντας. Μέσα σε όλα αυτά υπήρχε και η απόλυτη σύγχυση του «τι κάνουμε τώρα;» η οποία είναι ακόμα φρέσκια και στοιχειώνει την μπάντα στο έπακρο. Ο ήχος είναι πιο σκληρός και λιγότερο εμπορικός σε σύγκριση με τα επόμενα άλμπουμ τους, ειδικά το επόμενο “Power, Corruption & Lies” στο οποίο αρχίζουν να ξεφεύγουν και να αποδεσμεύονται από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Οι συνθέσεις περιλαμβάνουν έντονα synths και ρυθμικά στοιχεία που προετοιμάζουν το έδαφος για την εξέλιξη του ήχου τους, αν και σε κανένα από τα επόμενα δεν βρίσκεται ένα τόσο έντονα συναισθηματικό τραγούδι σαν το “ICB” (μια συμβολική συντομογραφία για τον “Ian Curtis Buried”, όπως επιβεβαίωσε ο Peter Hook σε μια συνέντευξή του το 2013).

Το “Movement” δεν έχει την ίδια αναγνώριση με τα επόμενα έργα των New Order, η αρχική αποδοχή του ήταν πολύ μέτρια, αλλά η αλήθεια είναι ότι αποτελεί το θεμέλιο για την εξέλιξή ενός σπουδαίου συγκροτήματος. Οι θεματικές του μπορεί να εστιάζουν στο κενό του Ian Curtis αλλά τολμούν να κοιτάξουν και στην αναγέννηση, κάτι που θα συνεχίσει να επανέρχεται ξανά και ξανά στην μουσική τους συνέχεια. Η ιστορία λέει ότι η παραγωγή του άλμπουμ ήταν δύσκολη, με τις προσωπικές προκλήσεις των μελών να επηρεάζουν τη διαδικασία της ηχογράφησής του, γιατί ακόμη δεν είχε αποφασιστεί ποιος θα είναι ο τραγουδιστής. Η προσωρινή λύση ήταν ότι και τα τρία μέλη θα εναλλάσσονταν στο τραγούδι, πριν αποφασίσουν τελικά ότι ο Bernard Sumner θα αναλάμβανε τον κύριο ρόλο του τραγουδιστή, με τον Peter Hook στα backing vocals (αν και ο Hook είναι ο βασικός τραγουδιστής στα “Dreams Never End” και “Doubts Even Here”). Ωστόσο, το “Movement” παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι της μουσικής ιστορίας, προσφέροντας την μοναδική ματιά στη μετάβαση και την εξέλιξη από τους Joy Division στους New Order. Αν και ηχητικά μπορεί να φαίνεται πιο σκοτεινό και λιγότερο προσβάσιμο σε σχέση με τις μεταγενέστερες δουλειές τους, η συναισθηματική του βαρύτητα και η καλλιτεχνική του αξία τονίζουν τη σημασία του στην καριέρα της μπάντας.

The Birthday Party – Prayers On Fire (1981)
Ένα χαστούκι στο πρόσωπο με γυμνή παλάμη. Ο Nick Cave και η παρέα του δεν έπαιζαν μουσική, έφτιαχναν ηχητικές επιθέσεις. Ένα μανιασμένο ξέσπασμα, μια φρενήρης βουτιά στον θόρυβο και το χάος. Οι κιθάρες του Rowland S. Howard δεν κεντάνε λεπτεπίλεπτα ηχοτοπία – κόβουν σαν σκουριασμένο μαχαίρι, και τα φωνητικά του Cave είναι η φωνή ενός παρανοϊκού προφήτη, που κηρύττει πάνω σε ερείπια και φωτιές. Το “Prayers On Fire” είναι καθαρή αποδόμηση. Punk, blues, free jazz, όλα λιωμένα κάτω από το βάρος μιας βρώμικης, ασφυκτικής ατμόσφαιρας. Κομμάτια όπως το “Zoo-Music Girl” σε αρπάζουν, σε δαγκώνουν και σε τραβάνε στο κρησφύγετο του θηρίου. Κι ενώ συμβαίνει αυτό ακούς τον Cave να ουρλιάζει και να τραγουδάει για σκοτεινές, πρωτόγονες επιθυμίες. Και τελικά παραδίνεσαι… Το “Nick The Stripper” είναι ένα χυδαίο, σαρκαστικό καμπαρέ μέσα σε μια καμένη εκκλησία, ενώ το ρυθμικό section του Mick Harvey και του Tracy Pew είναι σαν να οδηγεί μια θορυβώδη μηχανή που παραπαίει, έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

Δεν υπάρχει τίποτα καθαρό σε αυτό το άλμπουμ. Η παραγωγή του φτύνει στα μούτρα κάθε προσδοκία για ευκρίνεια και τελειότητα. Κι όμως, αυτή η βρωμιά, αυτός ο ωμός ήχος είναι ακριβώς αυτό που το κάνει τόσο ζωντανό. Δεν ζητάει συγγνώμη, δεν εξηγεί – απλά σε πνίγει σε μια θάλασσα με γόπες τσιγάρων και σκοτεινά, οργισμένα βλέμματα. Είναι μια κατάδυση στο απόλυτο χάος, ένας δίσκος που δεν προσπαθεί να σε κάνει να νιώσεις καλά – σε αναγκάζει να κοιτάξεις κατάματα αυτά όλα που φοβάσαι. Δεν είναι για τους αδύναμους ή τους εύθραυστους. Είναι για εκείνους που ξέρουν ότι η ζωή είναι βρώμικη, χαοτική, άρρωστη, γεμάτη πόνο, και δεν φοβούνται να το αποδεχτούν.

Wipers – Youth Of America (1981)
Το “Youth Οf America” των Wipers είναι ένα άλμπουμ που αντηχεί ως πολιτική κραυγή μέσα από το χάος του punk και post-punk. Κυκλοφόρησε το 1981, σε μια εποχή βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προσέγγιση του Greg Sage και της μπάντας του ξεφεύγει από το κλασικό punk τρίλεπτο ξέσπασμα, επιλέγοντας μια πιο πειραματική και σκοτεινή κατεύθυνση, που αντανακλά το φόβο και την αγωνία για το μέλλον. Ο τίτλος “Youth of America” δεν είναι τυχαίος: καταγράφει την απογοήτευση μιας γενιάς που μεγαλώνει σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, πόλεμο, καπιταλιστική υπεροψία και πυρηνικές απειλές. Τα εκτενή κομμάτια του άλμπουμ δεν ακολουθούν τις συνήθεις φόρμες του punk, συμβολίζοντας έτσι την ανάγκη της εξέγερσης όχι μόνο απέναντι στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στους καλλιτεχνικούς περιορισμούς της εποχής. Η επαναστατική τους προσέγγιση στη μουσική αντανακλά το αίτημα για πολιτική αλλαγή και την αναζήτηση νοήματος σε μια κοινωνία που παραπαίει.

Στιχουργικά και ηχητικά, το άλμπουμ εκφράζει την παρακμή και τον πολιτικό αποπροσανατολισμό της εποχής του Ρέιγκαν, με ένα από τα καλύτερα punk κομμάτια όλων των εποχών, το “When It’s Over” σαν μια πρόταση, μια αντήχηση στην απογοήτευση και τον θυμό της νεολαίας του τότε και του σήμερα και το ομότιτλο “Youth of America” να κουβαλάει μια κρυφή προειδοποίηση για την πορεία της νεολαίας, που κατευθύνεται προς μια αναπόφευκτη σύγκρουση με τις δυνάμεις της καταστολής και της αδιαφορίας. Στο άλμπουμ, η μπάντα δίνει φωνή σε μια γενιά που δεν βρίσκει χώρο ούτε στην πολιτική ατζέντα ούτε στο πολιτιστικό κατεστημένο, προκαλώντας όποιον το ακούει να επανεξετάσει τη θέση του στην κοινωνία.

Mass – Labour Of Love (1981)
Το ένα και μοναδικό στούντιο άλμπουμ των Mass “Labour of Love”, είναι εξαιρετικά ανατριχιαστικό. Σχεδόν καθόλου φως δεν ξεφεύγει από αυτήν τη σκοτεινή ταφοπλάκα, και αν ξεφύγει, οι σκοτεινές σκιές που ρίχνονται από τη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα και τα μπάσα που γεννιούνται κρύβονται πάντα στο παρασκήνιο. Ξεκινώντας με το μακρύ ομότιτλο μοιρολόι “Mass”, το “Labor of Love” εμβαθύνει στο post-punk τραύμα που άφησε ανοιχτό το “Closer”.

Minimal Man – The Shroud Of (1981)
Mια βρώμικη βουτιά στα απόνερα του industrial και post-punk, με ήχους που σκίζουν και φωνητικά που στάζουν παρακμή. Ένας εμβληματικός δίσκος γεμάτος ακατέργαστο θόρυβο και υπόγεια οργή, ιδανικός για εκείνους που ψάχνουν το σκοτεινό και άβολο στις μουσικές τους επιλογές. Ακατάστατο, αλλόκοτο και απερίγραπτα αλήτικο, το άλμπουμ σε αρπάζει από το γιακά και σε βάζει να το νιώσεις. Είναι το τέλειο soundtrack για νυχτερινές βόλτες στις παρυφές της πόλης, εκεί που τα φώτα τρεμοπαίζουν και η ατμόσφαιρα γίνεται βαριά. Οι θόρυβοι και οι σκοτεινές μελωδίες σε βάζουν σε μια κατάσταση εγρήγορσης, σαν να περιμένεις κάτι να συμβεί σε κάθε γωνιά. Ένας δίσκος που σε βυθίζει στην αποξένωση της αστικής νύχτας, χωρίς καμία διαφυγή.

Section 25 – Always Now (1981)
Mια ηχητική περιπλάνηση σε ένα τοπίο όπου η πραγματικότητα λυγίζει και μεταμορφώνεται. Οι ήχοι μοιάζουν να αναδύονται από το βάθος του χρόνου, σαν απόκρυφα μηνύματα χαμένα σε παλιές κασέτες, ενώ τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα σε τυλίγουν αργά, δημιουργώντας μια αίσθηση αιώρησης, όπως σε κάποιο όνειρο όπου οι νόμοι της βαρύτητας παύουν να ισχύουν. Οι ρυθμοί είναι υπνωτιστικοί, σαν να περπατάς σε έναν ατελείωτο διάδρομο γεμάτο ανοιχτές πόρτες που σε καλούν να περάσεις, χωρίς ποτέ να ξέρεις τι θα βρεις στην άλλη πλευρά. Τα πειραματικά στοιχεία του άλμπουμ, η minimal αισθητική και τα αιθέρια φωνητικά συνθέτουν έναν κόσμο άλλοτε απόκοσμο και άλλοτε οικείο, μια διάσταση όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον γίνονται ένα. Το “Always Now” είναι μια εμπειρία που σε προσκαλεί να χαθείς μέσα της, ένας λαβύρινθος από τον οποίο δεν θέλεις να βγεις.

Blurt – Blurt (1981)
Ο Ted Milton, πρώην κουκλοπαίκτης που κατάφερε να χώσει το συγκρότημά του στην Factory Records, αφού ο Tony Wilson τον τσίμπησε να εμφανιστεί στο “So It Goes” του Granada TV με τις μαριονέτες του. Από τότε, ο τύπος έχει σκάψει το δικό του μονοπάτι για πάνω από τρεισήμισι δεκαετίες, χτίζοντας έναν ήχο που σπάει τα καλούπια, κάπου ανάμεσα στον παρανοϊκό Captain Beefheart, τους χαοτικούς Pere Ubu και τον αχαλίνωτο John Zorn. Οι Blurt είναι σαν τη μέγιστη αντίσταση στην κατηγοριοποίηση, κι αυτό το άλμπουμ που ήρθε ένα χρόνο μετά το ζωντανό ντεμπούτο “In Berlin”, είναι το απόλυτο punk-funk ξέσπασμα. Επτά κομμάτια που γδύνουν το funk, την jazz και το no wave μέχρι να τα κάνουν άγρια και ωμά. Ο Ted, ο αδερφός του Jake στα τύμπανα και ο Pete Creese στην κιθάρα σε αναγκάζουν να κουνήσεις γοφούς και να ξύσεις τον εγκεφαλικό κνησμό που σε καίει. Τα τραγούδια είναι τόσο σφιχτά όσο και απόκοσμα, δημιουργώντας ένα γ@μάτο trance-funk χαμό που σε στέλνει στο χάος χωρίς επιστροφή. Είναι μουσική για αυτούς που δεν φοβούνται να χαθούν και να βρουν τον δρόμο τους μέσα από τη φασαρία, το θόρυβο και τη διάλυση.

The Cure – Pornography (1982)
Οι The Cure, παρά το γεγονός ότι είναι ένα από τα συγκροτήματα (μαζί με τους Joy Division) που συνδέονται πιο συχνά με την ετικέτα του post-punk, επεκτάθηκαν πολύ γρήγορα πέρα από αυτούς τους ορίζοντες, ειδικά κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους. Η συντριπτική πλειοψηφία της πιο αξιόλογης δουλειάς τους (ιδιαίτερα το “Disintegration” του 1989, το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” και το “The Head On The Door” σε μικρότερο βαθμό) ήρθε πολύ μετά το επισφαλές post-punk ξεκίνημά τους, όταν ο ήχος τους είχε εξελιχθεί δραστικά και είχε γίνει πιο γλυκός και ποπ. Μέχρι τότε, ήταν μια πολύ σκοτεινή και λιγότερο προσιτή μπάντα, που περιοριζόταν στις πένθιμες παρυφές της συμβατικής αρχιτεκτονικής του post-punk. Το “Pornography” είναι το αριστούργημα του πρώτου σταδίου της καριέρας τους, σκληρό και δυσοίωνο με τρόπους που σιγά σιγά θα άφηναν πίσω τους για πιο συναισθηματικές υφές. Αλλά, το post-punk κυλούσε ακόμα στις φλέβες τους το ’82. Τα ντραμς μοιάζουν μηχανικά και βιομηχανικά, οι κιθάρες πριονωτές και κακόφωνες και οι μελωδίες του Robert Smith περισσότερο δυσοίωνες παρά γοτθικο-ρομαντικές. Το “Pornography” δείχνει μια μπάντα που έφτασε στο απόγειο της νεανικής της πληθωρικότητας πριν μπει σε μια εποχή καλλιτεχνικής ωριμότητας, η οποία δικαιολογημένα θα ωθούσε τη δημοτικότητά τους σε μια εντελώς άλλη σφαίρα. Αλλά αυτή η ωστική φόρτιση προς τα εμπρός του “The Hanging Garden”, η σπηλαιώδης σκοτεινιά του “One Hundred Years” και τα κλαψιάρικα μοιρολόγια όπως το “Cold” και το “Siamese Twins” θα παρέμεναν το αποκορύφωμα του ήχου του συγκροτήματος για πολλούς οπαδούς. Ξεχωρίζοντας το από την αρχικά ψυχρή αντίδραση που έλαβε κατά την κυκλοφορία του, μπορούμε τώρα να δούμε πόσο κρίσιμο ήταν το “Pornography” στην επέκταση του goth rock και, κατ’ επέκταση, στην πολιτιστική εμβέλεια του post-punk στο σύνολό του.

Au Pairs – Sense And Sensuality (1982)
Ένα άλμπουμ πνιγμένο στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής του. Στη μετα-Thatcher Βρετανία, όπου η κοινωνική ανισότητα και οι περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία ήταν πιο έντονοι από ποτέ, οι Au Pairs δεν φοβούνται να εκφράσουν την αντίδρασή τους, συνδυάζοντας το post-punk με μια φεμινιστική πολιτική και έναν κριτικό λόγο που ρίχνει φως στη σεξουαλική πολιτική, την εξουσία και την εκμετάλλευση. Το άλμπουμ είναι μια εξερεύνηση της σεξουαλικότητας και των έμφυλων σχέσεων, μακριά από τις ρομαντικές απεικονίσεις και τις ανώδυνες αφηγήσεις της ποπ κουλτούρας. Σπάει τα στερεότυπα και αμφισβητεί τα κυρίαρχα αφηγήματα. Το συγκρότημα αποδομεί τις σχέσεις εξουσίας που λειτουργούν τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, φέρνοντας στην επιφάνεια την ιδέα ότι οι προσωπικές σχέσεις δεν είναι αποκομμένες από το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο διαμορφώνονται. Το “Sex Without Stress” είναι ένα παράδειγμα της τολμηρής τους προσέγγισης. Ο τίτλος του μπορεί να φαίνεται απλός, αλλά το περιεχόμενο είναι μια πολιτική δήλωση για την ανάγκη απο-φετιχοποίησης του σεξ, την απελευθέρωση από τους περιορισμούς της σεξουαλικής καταπίεσης και τον επαναπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας έξω από τις καπιταλιστικές και πατριαρχικές δομές. Οι Au Pairs εκφράζουν μια ανάγκη για ριζοσπαστική αλλαγή στο πώς σκεφτόμαστε το σώμα και τις σχέσεις μας. Το άλμπουμ είναι γεμάτο με κοφτερά riffs, κοφτές μπασογραμμές και την απογυμνωμένη ερμηνεία της Lesley Woods, που λειτουργούν σαν ένας ψυχρός, στιβαρός καθρέφτης του κόσμου που περιγράφει το συγκρότημα. Η μουσική είναι μινιμαλιστική αλλά γεμάτη ένταση, φέρνοντας στο νου την αίσθηση ότι μια βόμβα είναι έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Κάθε νότα και κάθε στίχος μοιάζει να κουβαλάει ένα πολιτικό φορτίο, το οποίο οι Au Pairs δεν επιτρέπουν ποτέ να ξεφτίσει.

Στο “Sense And Sensuality”, οι Au Pairs φέρνουν στο προσκήνιο μια σειρά από θέματα που ήταν ταμπού ακόμα και για τη ριζοσπαστική σκηνή του post-punk: την ισότητα των φύλων, τον έλεγχο των σωμάτων, την ελευθερία της σεξουαλικότητας, όλα μέσα από ένα φεμινιστικό και αντικαπιταλιστικό πρίσμα. Οι στίχοι του άλμπουμ προσφέρουν κριτική για τις πατριαρχικές δομές εξουσίας, και την ίδια στιγμή εξερευνούν την ενδοσκόπηση και την αυτονομία. Περισσότερο από μια καλλιτεχνική δήλωση είναι μια πράξη αντίστασης. Είναι ένα πολιτικό κάλεσμα, ένα φεμινιστικό μανιφέστο που δεν ασχολείται μόνο με το να δείξει τι δεν πάει καλά, αλλά να προκαλέσει την ίδια την κοινωνία να σκεφτεί με νέους όρους. Το άλμπουμ μένει στη μνήμη ως μια αιχμηρή καταγραφή της αγωνίας και της πάλης για αυτονομία, ισότητα και απελευθέρωση σε μια εποχή που το πολιτικό και το προσωπικό ήταν πιο συνδεδεμένα από ποτέ.

The Fall – Hex Enduction Hour (1982)
Το “Hex Enduction Hour” είναι ένα από τα πιο αιχμηρά και επιδραστικά πολιτικά έργα της post-punk εποχής. Ο Mark E. Smith, η διάνοια πίσω από το συγκρότημα, χρησιμοποιεί το άλμπουμ ως έναν καθρέφτη της κοινωνικής και πολιτικής παρακμής της εποχής του. Εν μέσω της συντηρητικής κυβέρνησης της Margaret Thatcher, της ανεργίας και της κοινωνικής αποξένωσης, οι Fall δημιουργούν έναν ηχητικό και λεκτικό ανεμοστρόβιλο που επιτίθεται στις καθεστηκυίες δομές εξουσίας με άγρια ειρωνεία και υπόγεια οργή. Από το πρώτο κομμάτι, το “The Classical”, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα άγριο, σχεδόν χαοτικό ηχητικό τοπίο που αντικατοπτρίζει την ένταση και την αποσύνθεση της βρετανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’80. Οι στίχοι του Mark E. Smith είναι κοφτοί, αποσπασματικοί, γεμάτοι υπονοούμενα και κυνισμό, χωρίς ποτέ να προσφέρουν εύκολες απαντήσεις. Ο ίδιος ο τραγουδιστής μοιάζει να ερμηνεύει τον ρόλο ενός αποστασιοποιημένου παρατηρητή, καταγράφοντας τις κοινωνικές αντιφάσεις, τις αυταπάτες και την υποκρισία της εποχής του. Η ακατέργαστη παραγωγή του άλμπουμ και τα παραμορφωμένα riffs, μαζί με τις μονότονες, σχεδόν μηχανικές μπασογραμμές, δημιουργούν μια αίσθηση απειλής, σαν να πρόκειται να ξεσπάσει μια κοινωνική εξέγερση ανά πάσα στιγμή.

Το “Hip Priest”, ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια του δίσκου, επιτίθεται με αμείλικτη ειρωνεία στους ψεύτικους μεσσίες της πολιτικής και της θρησκείας, ενώ η απειλητική του ατμόσφαιρα αντικατοπτρίζει την κούραση και την απογοήτευση μιας κοινωνίας που αισθάνεται ότι βρίσκεται υπό την κυριαρχία ψεύτικων ηγετών. Ο Smith, με το καυστικό του χιούμορ και την σχεδόν προφητική του γλώσσα, εκφράζει μια έντονη δυσπιστία προς κάθε μορφή εξουσίας, είτε αυτή είναι πολιτική είτε κοινωνική. Το “Winter” εκφράζει με σπαρακτική αμεσότητα τη θλίψη και την απογοήτευση μιας γενιάς που βλέπει το μέλλον να βυθίζεται στο χάος και τη στασιμότητα. Η ασυνήθιστη δομή του κομματιού, με τη διακεκομμένη ρυθμική επανάληψη και τους αποσπασματικούς στίχους, δημιουργεί μια αίσθηση απειλής και αναταραχής, σαν να υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα, ένα κίνημα που προετοιμάζεται να σπάσει τις αλυσίδες του. Ένα άλμπουμ που απορρίπτει τη συμβατικότητα και αψηφά τις προσδοκίες. Ένα πολιτικό έργο που δεν προσφέρει λύσεις αλλά επιμένει να υπογραμμίζει τα προβλήματα, τις αντιφάσεις και τις σκληρές πραγματικότητες της κοινωνίας. Μια κραυγή ενάντια στο σύστημα. Μια ασυμβίβαστη δήλωση της οργής και της απογοήτευσης απέναντι στην υποκρισία της εξουσίας και στην κοινωνική καταπίεση. Είναι ηχητικά και λεκτικά αναρχικό, αδιαπραγμάτευτο και έντονα πολιτικό, και αντηχεί μέχρι σήμερα τον θυμό μιας γενιάς που ψάχνει να βρει τον δρόμο της σε έναν κόσμο που φαίνεται να την έχει εγκαταλείψει.

Mission Of Burma – Vs. (1982)
Ενώ το “Signals, Calls, and Marches” υπήρξε αναμφίβολα μια καθοριστική κυκλοφορία που θα εμπνεύσει αυτό που αγρότερα μάθαμε να αποκαλούμε «ανεξάρτητη ροκ» μουσική, το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ των Mission Of Burma ήταν αφετηρία για την εκφραστική τους ταυτότητα, προσφέροντας μια αληθινή ακεραιότητα στην αναδυόμενη έννοια του είδους, αλλά και στις αυθεντικές punk ρίζες του πρόσφατου παρελθόντος. Το “Vs.” δεν ήταν απλώς μια βελτίωση σε κάθε επίπεδο της ήδη εξαιρετικής τους δουλειάς του 1981, αλλά και μια απόδειξη της ωριμότητας της μπάντας, η οποία είχε μεγάλες φιλοδοξίες και στόχους. Η κάπως σκληρή παραγωγή του “Signals, Calls, and Marches”, με τον άγριο ήχο της κιθάρας και την απλή δομή των κομματιών, υποχωρεί στο “Vs.”, όπου οι Pylon υιοθετούν έναν πολυδιάστατο και πλούσιο ήχο. Οι αλλαγές ήταν άμεσες και προφανείς: το “Secrets”, αυτό το γ@μάτο άνοιγμα του άλμπουμ, φανερώνει το εξελιγμένο όραμα της μπάντας με μπάσα, φωνές και κιθάρες που τυλίγονται σε παραμορφώσεις και θόρυβο, δημιουργώντας ένα ανεπανάληπτο χάος. Το “That’s How I Escaped My Certain Fate” επαναφέρει τη μπάντα στις ρίζες του αγνού punk, αλλά ο πυκνός τοίχος της κιθάρας λειτουργεί παντού σε όλο το άλμπουμ ως αρμονικός σύνδεσμος με τα τις φωνές. Εν τω μεταξύ, οι τραυλοί ρυθμοί του “Mica” και οι φωνητικές μελωδίες που αποδίδονται με αποπροσανατολιστικά εφέ χαλασμένης κασέτας οδηγούν τη μπάντα σε μια αποκαλυπτική καλλιτεχνική έκφραση, πολύ πρωτοποριακή για την εποχή της. Αυτή η μετάβαση από τη σκληρή παραγωγή σε έναν πιο πλούσιο και πολυδιάστατο ήχο αποκαλύπτει την εξελικτική πορεία των Mission Of Burma, που εδώ προετοιμάζουν το έδαφος για τις επόμενες δημιουργικές τους αναζητήσεις.

The Chameleons – Script Οf Τhe Bridge (1983)
Το ντεμπούτο άλμπουμ των The Chameleons, είναι ένα ταξίδι μέσα σε έναν ηχητικό ορίζοντα γεμάτο ομίχλη. Κυκλοφόρησε το 1983, μια χρονιά που η post-punk σκηνή έβρισκε νέους τρόπους να εκφράσει τη μελαγχολία και την αγωνία της, και οι Chameleons, με την ονειρική τους προσέγγιση, δημιούργησαν ένα άλμπουμ που ακροβατεί ανάμεσα στη γήινη πραγματικότητα και την ατέρμονη αναζήτηση αυτού του άλλου κόσμου. Οι ατμοσφαιρικές κιθάρες του Reg Smithies και του Dave Fielding, χτίζουν ένα άλμπουμ συναισθηματικό, γεμάτο καθαρές γραμμές και ομιχλώδη ηχητικά στρώματα, σαν ένας καθεδρικός ναός φτιαγμένος από μελαγχολικό ήχο που αναδύεται μέσα από την ομίχλη. Οι μελωδίες τους αιωρούνται, σαν να φέρνουν στην μνήμη μακρινές ανάμνησεις που δεν μπορείς να προσδιορίσεις αν είναι δικές σου ή κάποιου ξένου. Η φωνή του Mark Burgess, βαθιά και συναισθηματική, φέρνει στο προσκήνιο θεματικές όπως η απώλεια, η μοναξιά και η αέναη αναζήτηση της αλήθειας. Στο πολύ αγαπημένο και τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ “View From A Hill”, υπάρχει το απόσταγμα αυτού το φανταστικού blend, μια γέφυρα προς έναν εσωτερικό κόσμο γεμάτο αμφιβολίες, πόθο και μυστήριο.

Αυτό που κάνει το “Script Οf Τhe Bridge” τόσο ιδιαίτερο είναι η ικανότητά του να συνδυάζει το προσωπικό με το μαζικό. Κάθε τραγούδι μοιάζει να μιλά για κάτι που έχεις ζήσει, αλλά ποτέ δεν μπορείς να το προσδιορίσεις με ακρίβεια. Είναι η μουσική που σε ταξιδεύει σε έναν τόπο που είναι ταυτόχρονα γνωστός και απόμακρος, σαν τοπίο που θυμάσαι από ένα όνειρο γεμάτο ομίχλη. Κλασικό παράδειγμα δίσκου που ο ήχος του ακόμα και σήμερα αντηχεί σαν ηχώ από μια παλιά περίεργη φωτογραφία ενός τοπίου που κρατάς στα χέρια σου χωρίς να ξέρεις ποιος την τράβηξε, τι δείχνει και δεν υπάρχει Internet για να βρεις ποια ίχνη θα σε οδηγήσουν σε αυτό που βλέπεις.

 

 

☞︎ Διαβάστε επίσης: 50 σπουδαία άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής από τα 80s