Είχα να μιλήσω με τον Γιάννη Αγγελάκα πάνω από μια δεκαετία -η τελευταία φορά πρέπει να ήταν ένα βράδυ, μετά από κάποια συναυλία του ίδιου, που είχαμε καταλήξει να πίνουμε στην μπάρα του Gagarin 205 μαζί με τον μακαρίτη τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη.
Ο Γιάννης ήταν και τότε -και παραμένει μέχρι σήμερα, είτε υπό πρωινές, είτε υπό βραδυνές συνθήκες- πάντα νηφάλιος. Στωικός και δωρικός ταυτόχρονα. Η φωνή του είναι ήρεμη, και σου παρέχει μια οικεία θαλπωρή, ακόμη και αν έχει να σε ακούσει για χρόνια και (πιθανώς) να προσποιείται ότι σε θυμάται, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει ευδιάκριτη εικόνα του ποιος ακριβώς είναι αυτός που του μιλάει στην άλλη άκρη του τηλεφώνου -παρά μόνο το ότι κάπως, κάπου, κάποτε, τα είχατε πιει μαζί παρέα με μερικούς κοινούς φίλους.
Τού λέω στο τηλέφωνο ότι άκουσα τον τελευταίο του δίσκο, αυτόν που έκανε μαζί με τους 100°C, με τίτλο «Έχω Κέφια», και ότι μου φάνηκε εξαιρετικός. Αλλά και πάλι -γιατί Γιάννης Αγγελάκας είναι αυτός, οπότε ρισπέκτ- όπως μου εκμυστηρεύεται ο ίδιος, αρνείται πεισματικά να δώσει έστω μια συνέντευξη. Οπουδήποτε και σε οιοδήποτε ΜΜΕ. Δεν θέλει να μιλήσει για το νέο του άλμπουμ, όσο καλό και αν είναι. Δεκτό, θεμιτό και απολύτως σεβαστό.
Οπότε και εγώ βρίσκω την ευκαιρία να περάσω στο παρασύνθημα: αρχικά, τον ρωτάω για την προ ημερών συναυλία του στην Πλατεία Νερού, μαζί με τον Παύλο Παυλίδη και το Παιδί Τραύμα -μια τεράστια συναυλία στα πλαίσια του Release 2022 που συγκέντρωσε σχεδόν 15.000 κόσμο.
«Ήταν ένα υπέροχο και ειρηνικό λάιβ χωρίς κανένα απολύτως παρατράγουδο, μια πραγματική γιορτή της μουσικής», είναι η άμεση απάντησή του, για να έρθει εξίσου άμεσα η ευθεία ερώτησή μου: Με τι καρδιά προσέγγισε όλο αυτό το σκηνικό που έγινε προ ημερών στην έτερη μεγάλη ελληνόφωνη συναυλία του φετινού καλοκαιριού: στο γήπεδο του Πανιωνίου και το μεγαλειώδες λάιβ του ΛΕΞ και τι ένιωσε βλέποντας αυτές τις εικόνες με τους 25.000 ανθρώπους να γεμίζουν το στάδιο.
«Ειλικρινά, συγκινήθηκα. Συγκινήθηκα με αυτό το παιδί που είδα στη σκηνή να τραγουδάει αυτά που τραγουδάει. Συγκινήθηκα με όλον αυτόν τον κόσμο», μου λέει.
«Θα στο πω όπως ακριβώς μου ήρθε εκείνη την στιγμή. Θυμήθηκα εμάς [σ.σ: εννοεί τις «Τρύπες»] και τι γινόταν στις συναυλίες μας τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γιατί, μην νομίζεις, όσο λίγο ακούγεται ο ΛΕΞ σήμερα, άλλο τόσο λίγο ακουγόμασταν και εμείς τότε. Και το έχτισε όλο αυτό από μόνος του. Υπογειακά και ωραία», προσθέτει ο Γιάννης.
Η υπογειακή φύση της μουσικής του ΛΕΞ ταιριάζει, ούτως ή άλλως, στον (συντοπίτη του) Αγγελάκα, ο οποίος συνεχίζει να του πλέκει το εγκώμιο:
«Χάθηκα, βλέποντας τις εικόνες αυτές, αλλά χάθηκα με ωραίο τρόπο. Άνοιξε η καρδιά μου ρε συ βλέποντας όλον αυτόν τον κόσμο συγκεντρωμένο εκεί γι’ αυτό το παιδί», για να καταλήξει με νόημα: «δεν ξέρω, μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά τελικά ίσως κάτι κινείται, κάτι γίνεται ξανά ρε αδελφέ σε αυτή την χώρα. Ίσως να μην είμαστε τελικά τόσο κοιμισμένοι».
Πάντα είναι ένα προνόμιο και μια ευχαρίστηση να μιλάς με τον Γιάννη Αγγελάκα. Ακόμη και αν η συνομιλία σου κρατάει, με το ρολόι που λέμε, εννέα λεπτά και μερικά ακόμη δευτερόλεπτα, ξέρεις ότι έχει πάντα κάτι καίριο (και ταυτόχρονα κοινωνικά έγκυρο) να σου πει.